dsworks Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 1 , 2015 Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 1 , 2015 Έχει να παίρνει ή έχει να δίνει ο εν προκειμένω ιδιοκτήτης; Από την ρυμοτομία, είχε οικόπεδο 200μ, τώρα θα έχει 162.68. Αφού η ρυμοτομία είναι μεγαλύτερη από την εισφορά σε γη, έχει να λάβει την διαφορά πίσω (27.32). Δεν μας δείχνεις τον υπόλοιπο πίνακα (αλλά πιθανότατα η τελική είναι 162.68) Είναι «άγνωστος» άρα αν είναι κυρωμένη η ΠΕ πάει για διορθωτική. Προφανώς αν ο δικός σου έχει και κάπου αλλού, η εισφορά θα αλλάξει. Τέλος, εισφορά σε χρήμα δεν την γλυτώνει έτσι και αλλιώς.
nzerman Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 2 , 2015 Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 2 , 2015 (edited) Συνάδελφοι ευχαριστώ. Έχει γίνει η διόρθωση ονόματος από άλλο συνάδελφο. Αυτό που έχει να λάβει πίσω (27,32 τ.μ.) πότε, με ποια τιμή και με ποιο τρόπο θα τα πάρει; Edited Απρίλιος 2 , 2015 by nzerman
agios Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 2 , 2015 Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 2 , 2015 Πότε? Σε τρία τέρμινα που λέει και ο grtopo (δηλαδή άγνωστο). Αξία? Αντικειμενικές αξίες κατά την κύρωση. Με ποιον τρόπο? Κάτσε να πληρωθεί ποτέ και τον τρόπο τον βρίσκει.
dimitris GM Δημοσιεύτηκε Ιούνιος 10 , 2015 Δημοσιεύτηκε Ιούνιος 10 , 2015 (edited) επιτρεπεται η διορθωση κυρωθεισης ΠΕ υπο τις προυποθεσεις που οριζει ο 3212/2003 και σε πριν το ετος 2003 ΠΕ ΣτΕ 1497/2015 [Μη νόμιμη απόρριψη αίτησης για διόθρωση πράξης εφαρμογής] Πρόεδρος: Χρ. Ράμμος Εισηγητής: Δ. Βασιλειάδης Οι ισχυρισμοί της αιτούσας για τις εκτιθέμενες στο δικόγραφο πλημμέλειες της αιτιολογίας της διορθωτικής πράξης εφαρμογής παραδεκτώς προβάλλονται το πρώτον με την αίτηση ακυρώσεως, αφού στην αιτούσα δεν είχε κοινοποιηθεί η διορθωτική πράξη, ώστε να έχει τη δυνατότητα να προβάλει με ένσταση τις αιτιάσεις αυτές ενώπιον της Διοίκησης πριν από την κύρωση της εν λόγω διορθωτικής πράξης. Η Διοίκηση δεν έλαβε θέση είτε με βάση τα στοιχεία του φακέλου είτε μετά από επανέλεγχο της διορθωτικής πράξης για το εριζόμενο εν προκειμένω ζήτημα, αν δηλαδή με τη διορθωτική πράξη η ρυμοτομική γραμμή στο συγκεκριμένο τμήμα του Ο.Τ. αποτυπώθηκε ορθώς ή εσφαλμένα σε σχέση με τις προβλέψεις του ρυμοτομικού διαγράμματος της πολεοδομικής μελέτης της 1ης Π.Ε. του Δήμου Νέας Μάκρης. Υπό τα δεδομένα όμως αυτά κλονίζεται η αιτιολογία της πράξης του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής ως προς τον καθορισμό της ρυμοτομικής γραμμής στη βορειοδυτική πλευρά του Ο.Τ., διότι η πραγματοποιηθείσα με την ανωτέρω πράξη αποτύπωση της ρυμοτομικής γραμμής φαίνεται να εμφανίζει απόκλιση σε σχέση με προγενέστερα στοιχεία του φακέλου. Βασικές σκέψεις 3. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η εν μέρει ακύρωση: α) της 2211/375/2004/14.9.2005 πράξης του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, με την οποία διορθώθηκε η 1η πράξη εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης στο Ο.Τ. 151 της 1ης Πολεοδομικής Ενότητας (ΠΕ) του Δήμου Νέας Μάκρης και β) της τεκμαιρόμενης απόρριψης της από 20.2.2006 προσφυγής της αιτούσας κατά της ως άνω πράξης, που γνωστοποιήθηκε σ’ αυτήν με το 27547/6.5.2006 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής. 9. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 1337/1983 (Α΄ 33), όπως αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της 2211/375/2004/14.9.2005 νομαρχιακής απόφασης, για την εφαρμογή της εγκεκριμένης πολεοδομικής μελέτης και την πραγματοποίηση της οφειλομένης εισφοράς σε γη συντάσσεται πράξη εφαρμογής. Η σύνταξη της πράξης αυτής χωρεί κατά την προβλεπόμενη στις παραγράφους 5 και 6 του ως άνω άρθρου ειδική διαδικασία, που περιλαμβάνει και στάδιο προσκλήσεως και ενστάσεων των ενδιαφερομένων ιδιοκτητών. Η πράξη κυρώνεται με απόφαση του οικείου νομάρχη, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 7 (περ. α΄) του αυτού άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 1772/1988 (Α΄ 91), αποτελεί δε ταυτόχρονα και πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη και μεταγράφεται στο υποθηκοφυλακείο. Με την μεταγραφή επέρχονται, κατά την ίδια διάταξη, όλες οι αναφερόμενες στην πράξη εφαρμογής μεταβολές στις ιδιοκτησίες, εκτός από αυτές για τις οποίες οφείλεται αποζημίωση και για την συντέλεση των οποίων πρέπει να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες του ν.δ. της 17.7.1923 (Α΄ 223) και του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) [παλαιότερα του ν.δ. 797/1971 (Α΄1)]. Στην επόμενη περ. β΄ της αυτής παραγράφου 7 ορίζεται ότι αμέσως μετά την κύρωση και μεταγραφή των πράξεων εφαρμογής, ο οικείος Ο.Τ.Α., το Δημόσιο ή τα ν.π.δ.δ. καθώς και κάθε ενδιαφερόμενος μπορούν να καταλάβουν τα νέα ακίνητα που διαμορφώθηκαν με την πράξη εφαρμογής και περιέρχονται σ’ αυτούς, με την προϋπόθεση ότι έχουν καταβληθεί οι αποζημιώσεις της περ. α΄ και ότι δικαιώματα της περ. δ΄ της αυτής παραγράφου 7 (δηλαδή δικαιώματα για δένδρα, εγκαταστάσεις και κατασκευές νομίμως υφιστάμενες) μετατρέπονται σε ενοχική αξίωση για αποζημίωση. Στην περ. γ΄ της αυτής παραγράφου ορίζεται ότι η μεταβολή ακινήτων που επέρχεται με την πράξη εφαρμογής συνεπάγεται την άμεση απόσβεση κάθε εμπραγμάτου δικαιώματος τρίτου που υφίστατο στα μεταβαλλόμενα ακίνητα, ενώ, κατά την περ. ε΄ της αυτής παραγράφου 7 του άρθρου 12, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 4 του ν. 1772/1988 [πριν, δηλαδή, από την εκ νέου αντικατάστασή της με το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 3212/2003] «Η πράξη εφαρμογής, μετά την κύρωσή της, γίνεται οριστική και αμετάκλητη. Διαφορές ως προς το μέγεθος της εισφοράς σε γη και το μέγεθος των ιδιοκτησιών, που βεβαιώνονται με απόφαση των αρμόδιων δικαστηρίων, μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση, όπως ειδικότερα ορίζεται με την απόφαση της παρ. 10 του άρθρου αυτού». Τέλος, κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 10 του άρθρου 12 του ίδιου νόμου εκδόθηκε η απόφαση 79881/3445/6.12.1984 του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. «Διαδικασία και τρόπος σύνταξης της πράξης εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης» (Β΄ 862), με το άρθρο 4 της οποίας καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της ως άνω περ. ε΄ της παρ. 7 του άρθρου 12 του ν. 1337/1983. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η πράξη εφαρμογής πολεοδομικής μελέτης εκδίδεται κατά ειδική διοικητική διαδικασία που περιλαμβάνει και στάδιο ενστάσεων από τους ενδιαφερομένους, κατόπιν προσκλήσεώς τους, πριν από την κύρωση της πράξης. Εξάλλου, με την ως άνω πράξη επέρχονται, μετά την κύρωση και μεταγραφή της, οι αναγκαίες για την εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου εμπράγματες μεταβολές στα ακίνητα της περιοχής. Κατά τον ρητό δε ορισμό αλλά και την έννοια της ως άνω διάταξης της περ. ε΄ της παρ. 7 του άρθρου 12 του ν. 1337/1983, η πράξη αυτή καθίσταται οριστική και αμετάκλητη μετά την κύρωσή της. Συνεπώς, δεν είναι δυνατή, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματος ενδιαφερομένου, η επάνοδος της Διοίκησης επί του θέματος, οι πράξεις δε αυτές δεν υπόκεινται σε ανάκληση ή ανασύνταξη ούτε για λόγους νομιμότητας. Δεν επιτρέπεται, εξάλλου, η ανάκληση ή ανασύνταξη κυρωθείσας πράξης εφαρμογής ούτε στην περίπτωση κατά την οποία με απόφαση των αρμοδίων κατά το Σύνταγμα δικαστηρίων βεβαιώνονται διαφορές ως προς το μέγεθος της εισφοράς σε γη και το μέγεθος των ιδιοκτησιών, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή ο νόμος προβλέπει την μετατροπή των διαφορών αυτών σε χρηματική αποζημίωση. Oι ρυθμίσεις αυτές είναι συνταγματικώς θεμιτές, διότι δικαιολογούνται από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών διαφορών και αποφυγής της διηνεκούς αμφισβήτησης του επιβληθέντος με την πράξη εφαρμογής νέου ιδιοκτησιακού καθεστώτος της περιοχής, αλλά και από την ανάγκη προστασίας των δικαιούχων εμπραγμάτων δικαιωμάτων που αποκτώνται καλοπίστως, κατόπιν της μεταγραφής της πράξης εφαρμογής (βλ. Σ.τ.Ε. 2928/2011, 1730/2000 Ολομ. κ.ά.). 10. Επειδή, οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 1337/1983 τροποποιήθηκαν στη συνέχεια με το ν. 3212/2003 (Α΄ 308/31.12.2003), με το άρθρο δε 11 παρ. 1, η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (βλ. άρθρο 24), αντικαταστάθηκε η περίπτωση ε΄ της παρ. 7 του άρθρου 12 του ν. 1337/1983 ως εξής: «ε) Η πράξη εφαρμογής μετά την κύρωσή της γίνεται οριστική και, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, αμετάκλητη. Η Διοίκηση κατ’ εξαίρεση μόνο επιτρέπεται να ανακαλεί εν όλω ή εν μέρει την πράξη εφαρμογής, για λόγους νομιμότητας ή για πλάνη περί τα πράγματα που αποδεικνύεται από στοιχεία που δεν ήταν γνωστά κατά το χρόνο κύρωσης της πράξης ή από τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Η ανάκληση γίνεται αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου. Η πράξη ανακαλείται μόνο κατά το μέρος που διαπιστώνεται η παράβαση ή η πλάνη, μέσα σε εύλογο χρόνο από την κύρωση της πράξης εφαρμογής και συντάσσεται διορθωτική πράξη. Κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης λαμβάνεται υπόψη η πραγματική και νομική κατάσταση που είχαν οι ιδιοκτησίες κατά το χρόνο σύνταξης της αρχικής πράξης. Αν κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης η αυτούσια διόρθωση δεν είναι δυνατή για λόγους που επιβάλλονται από τις αρχές της καλής πίστης και της ασφάλειας του δικαίου, οι διαφορές που προκύπτουν κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση. Με τη διορθωτική πράξη καθορίζεται ο υπόχρεος και ο δικαιούχος της αποζημίωσης, το ύψος της οποίας καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2882/2001 (ΦΕΚ 17 Α΄)». Εξάλλου, στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αναφέρονται για τον σκοπό των ρυθμίσεων αυτών τα ακόλουθα: «η Διοίκηση εφήρμοσε την τροποποιούμενη με την παράγραφο 1 διάταξη της παραγράφου 7 (ε) του άρθρου 12 του ν.1337/1983 όπως σε όλες τις διοικητικές πράξεις. Όπου υφίσταται λανθασμένη ή παράνομη πράξη εφαρμογής προέβαινε σε διορθωτική πράξη, με ανάκληση της προηγούμενης μέσα σε εύλογο χρόνο. Η τακτική αυτή εκρίθη από το Σ.τ.Ε., με σειρά αποφάσεών του, ως αντίθετη προς τις συνταγματικές διατάξεις (Σ.τ.Ε. 1730/00, 1731/00). Κατόπιν τούτου, κρίνεται σκόπιμο να ρυθμισθεί νομοθετικά η δυνατότητα της Διοίκησης να προβαίνει στη διόρθωση πράξεων εφαρμογής. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις τίθενται όροι και περιορισμοί στη διορθωτική παρέμβαση της Διοίκησης και διασφαλίζονται τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Η αναγκαιότητα της προτεινόμενης ρύθμισης υπαγορεύεται από τη διαπίστωση ότι οι πράξεις εφαρμογής στηρίζονται συνήθως σε ελλιπή ή λανθασμένα στοιχεία που συλλέγονται κατά το στάδιο της κτηματογράφησης». Κατά την έννοια και τον σκοπό των παραπάνω διατάξεων του άρθρου 12 (παρ. 7 περ. ε΄) του ν. 1337/1983, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Διοίκηση διαπιστώνει, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3212/2003, ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις αυτές προϋποθέσεις για την τροποποίηση των πράξεων εφαρμογής, μπορεί να προβαίνει στη διόρθωσή τους, χωρίς να εξετάζεται αν αυτές είχαν κυρωθεί πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3212/2003, αφού κρίσιμο στοιχείο είναι πλέον ο χρόνος έκδοσης των νέων διορθωτικών πράξεων και όχι αυτός της κύρωσης των εσφαλμένων αρχικών. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται ήδη, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου περί ανάκλησης των παρανόμων πράξεων της Διοίκησης. Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποκλείσει τη δυνατότητα επανεξέτασης και διόρθωσης των εσφαλμένων πράξεων εφαρμογής που είχαν κυρωθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού θα είχε θέσει σχετική ρύθμιση, ενώ περαιτέρω δεν φαίνεται να συντρέχει κανένας λόγος δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει τον αποκλεισμό της επανεξέτασης των πράξεων αυτών, ενώ εξάλλου δεν δικαιολογείται διαφοροποίηση στην αντιμετώπισή τους εκ μόνου του τυχαίου γεγονότος του χρόνου κύρωσης της πράξης. Και τούτο, διότι βούληση του νομοθέτη ήταν να καταλάβει όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Διοίκηση, θα διαπίστωνε τυχόν, εντός ευλόγου χρόνου, ότι είχε εκδώσει ή είχε κυρώσει εσφαλμένες πράξεις εφαρμογής. Άλλωστε, και από την αιτιολογική έκθεση του νόμου διαφαίνεται πρόθεση του νομοθέτη να επιτρέψει στη Διοίκηση να επανέλθει και στις περιπτώσεις εκείνες που δεν μπόρεσε να επανεξετάσει, όπως έπρεπε μέχρι την έκδοση των 1730/2000 και 1731/2000 αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τις οποίες η απαγόρευση διόρθωσης των κυρωθεισών πράξεων εφαρμογής ήταν απόλυτη, ακόμη και στις περιπτώσεις που τη διόρθωση επέβαλαν λόγοι νομιμότητας. Εξάλλου, με την προβλεπόμενη στην πιο πάνω διάταξη διόρθωση των πράξεων εφαρμογής δεν ανατρέπεται ο γενικότερος πολεοδομικός σχεδιασμός της περιοχής, που ήδη έχει συντελεσθεί κατά το προηγούμενο στάδιο πολεοδόμησης υπό το σύστημα του ν. 1337/1983 (Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο και Πολεοδομική Μελέτη), ενώ υπάρχει πάντοτε η ασφαλιστική δικλείδα ότι σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας διόρθωσης, για λόγους ασφάλειας του δικαίου ή καλής πίστης, καθίσταται εφικτή η αποκατάσταση της βλάβης ή της απώλειας δικαιωμάτων με την μετατροπή της εμπράγματης αξίωσης σε αξίωση χρηματικής αποζημίωσης, η οποία ορίζεται στο μέτρο της πλήρους αποκατάστασης. Κατ’ ακολουθίαν, η Διοίκηση δύναται κατά διακριτική ευχέρεια να προβεί εντός ευλόγου χρόνου από την κύρωση της πράξης στη σύνταξη των διορθωτικών πράξεων, μετά από έλεγχο της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων όπως αυτές ορίζονται στις κρίσιμες διατάξεις (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2928/2011). Edited Ιούνιος 10 , 2015 by dimitris GM 1
Recommended Posts
Δημιουργήστε ένα λογαριασμό ή συνδεθείτε προκειμένου να αφήσετε κάποιο σχόλιο
Πρέπει να είστε μέλος για να μπορέσετε να αφήσετε κάποιο σχόλιο
Δημιουργία λογαριασμού
Κάντε μια δωρεάν εγγραφή στην κοινότητά μας. Είναι εύκολο!
Εγγραφή νέου λογαριασμούΣύνδεση
Εάν έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.
Συνδεθείτε τώρα