Engineer Δημοσιεύτηκε Νοέμβριος 5 , 2021 Δημοσιεύτηκε Νοέμβριος 5 , 2021 Το νέο Munch στο Όσλο είναι ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου αφιερωμένο σε έναν καλλιτέχνη. Αφοσιωμένος στην εξερεύνηση βαθιά συναισθηματικών καταστάσεων, ο Νορβηγός καλλιτέχνης Έντβαρντ Μουνκ είναι περισσότερο γνωστός για τις εμβληματικές εκδοχές του έργου του Η κραυγή, οι οποίες απεικονίζουν μια αγωνιώδη φιγούρα με φόντο έναν φλογερό ουρανό. Η εναρκτήρια έκθεση με τίτλο Infinite προσκαλεί τους επισκέπτες να ανακαλύψουν την τέχνη και τον πλούτο του έργου του Μουνκ: τα θέματα και τα μοτίβα –όπως η αγωνία, η απόγνωση, ο θάνατος, η αγάπη, τα τοπία– που διερεύνησε επανειλημμένα σε όλη του τη ζωή και τα οποία συνεχίζουν να αγγίζουν και να εμπνέουν τους ανθρώπους σήμερα. Σε αντίθεση με άλλα παραδοσιακά κτίρια μουσείων, το Munch σχεδιάστηκε για να αποτελέσει μέρος μιας νέας γενιάς μουσείων σε όλο τον κόσμο που επαναπροσδιορίζουν τα πολιτιστικά ιδρύματα και απομακρύνονται από την ιδέα του ιστορικού αρχείου, για να γίνουν χώροι κοινωνικής συγκέντρωσης. «Όταν αρχίσαμε να σκεφτόμαστε πώς θα είναι, είδαμε ότι σύμφωνα με όλες τις σύγχρονες τάσεις στην αρχιτεκτονική έπρεπε να σχεδιάσουμε κάτι ανοιχτό στον κόσμο, οικολογικά βιώσιμο, με γκαλερί που να δημιουργούν ενδιαφέρουσες αφηγήσεις», μας λέει ο αρχιτέκτονας Χουάν Ερέρος, ιδρυτής του ισπανικού αρχιτεκτονικού γραφείου Estudio Herreros που σχεδίασε το κτίριο. Ο 6ος όροφος στεγάζει την έκθεση Monumental Edvard Munch. Τα έργα μεγάλης κλίμακας που βρίσκονται εκεί, όπως ο εμβληματικός Ήλιος (1910-11), μήκους 8 μ., μπήκαν από ειδικό άνοιγμα στην πρόσοψη του μουσείου. Η κάθετη δομή του σε σχήμα «Λ» φιλοξενεί όλες τις εγκαταστάσεις που απαιτούνται, προσφέρει θέα στην πόλη και δεν καταλαμβάνει βιώσιμο χώρο από την αστική περιοχή Μπιέρβικα, η ανάπλαση της οποίας ξεκίνησε με την κατασκευή του διάσημου κτιρίου της Opera, που βρίσκεται ακριβώς δίπλα του. Στο πλαίσιο της εξωστρέφειας που επιδίωκαν, οι αρχιτέκτονες σχεδίασαν διακριτικά ορατούς στο κοινό πολλούς από τους χώρους λειτουργίας, όπως τα σημεία όπου εργάζονται οι επαγγελματίες του μουσείου. Επίσης έδωσαν εύκολη πρόσβαση από τους γύρω δρόμους, σχεδίασαν εργαστήρια, βιβλιοθήκη, καφέ στο λόμπι και εστιατόριο στον 13o όροφο με θέα στο φιόρδ και στην πόλη. ΕΝΑ ΝΕΟ ΟΡΟΣΗΜΟ Η σχεδιαστική πρόταση των αρχιτεκτόνων βασίζεται στην ιδέα ενός πύργου όπου οι κύριες λειτουργίες οργανώνονται κάθετα. Ύψους 60 μέτρων, επενδεδυμένο με ανακυκλωμένα διάτρητα πάνελ αλουμινίου διαφορετικών βαθμών ημιδιαφάνειας και με το επάνω τμήμα του κεκλιμένο, το «Lambda», όπως συχνά αναφέρεται, αποτελεί το νέο ορόσημο της πόλης του Όσλο, ορατό από όλες τις πλευρές της. Οι έντεκα γκαλερί έχουν μεγάλες διακυμάνσεις στα ύψη της οροφής και στα μεγέθη των δωματίων, επιτρέποντας την καλύτερη αξιοποίηση των χώρων, τόσο για τη μόνιμη συλλογή όσο και για περιοδικές εκθέσεις που θα φιλοξενούνται. Ο πύργος αποτελείται από δύο ζώνες: μία στατική και μία δυναμική. Η στατική ζώνη (πλάτη του κτιρίου) είναι μια περίκλειστη κατασκευή από σκυρόδεμα, η οποία ακολουθεί αυστηρά πρωτόκολλα για την ασφάλεια, την υγρασία και τον φωτισμό προκειμένου να προστατεύονται τα έργα τέχνης. Η δυναμική ζώνη, με τη διαφανή πρόσοψη και τη θέα στην πόλη, επιτρέπει στους επισκέπτες να μετακινηθούν μεταξύ των γκαλερί και προσφέρει πανοραμική θέα στο Όσλο. Πρόθεση των αρχιτεκτόνων ήταν το κτίριο να συμβάλλει στη δημιουργία δεσμών ανάμεσα στην τέχνη του Μουνκ και την πόλη. «Το Munch είναι ένα έργο κύρους για την πόλη, γι’ αυτόν τον λόγο έχει σχεδιαστεί σύμφωνα με τα κριτήρια FutureBuilt. Τέτοια κτίρια πρέπει να μειώνουν τουλάχιστον στο μισό τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε σύγκριση με τα συμβατικά σύγχρονα κτίρια όσον αφορά την κατανάλωση ενέργειας, την επιλογή υλικών, τις μεταφορές κ.ά.», εξηγεί ο Γιενς Ρίχτερ του Estudio Hereros, ο οποίος ειδικεύεται στις καινοτόμες τεχνολογίες για το περιβάλλον. Σημείο αναφοράς πλέον στην πόλη του Όσλο, το νέο μουσείο έχει ήδη και αρκετούς «εχθρούς», που το θεωρούν «ρύπανση», όπως είπε χαρακτηριστικά ο ιστορικός τέχνης Τόμι Σόρμπο. ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΔΟΜΗΣΗ Το μουσείο έχει κατασκευαστεί με χρήση σκυροδέματος χαμηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα και ανακυκλωμένο χάλυβα και η φέρουσα δομή του έχει σχεδιαστεί με διάρκεια ζωής περί τα 200 χρόνια. Ωστόσο, το συμπαγές σχήμα του, τα παράθυρα πολύ υψηλής ποιότητας και ο μερικώς φυσικός αερισμός είναι μόνο μερικά από τα μέτρα με τα οποία επιτυγχάνεται εξοικονόμηση ενέργειας. Στην πραγματικότητα, πολλές από τις αρχιτεκτονικές επιλογές βασίστηκαν στο κλίμα. Διαθέτει airlocks για τον έλεγχο της θερμοκρασίας και της υγρασίας στα σημεία μετάβασης μεταξύ δυναμικών και στατικών ζωνών. Επιπλέον, ακολουθεί τα πρότυπα Παθητικής Δόμησης (Passive Buildin), σύμφωνα με τα οποία η κατανάλωση ενέργειας μειώνεται με τη βοήθεια παθητικών μέτρων, όπως πρόσθετη ανάκτηση θερμότητας, εξαιρετική μόνωση κ.ά. Τα κυματιστά πάνελ αλουμινίου αντανακλούν και διαθλούν το ηλιακό φως, ώστε να μην υπάρχουν υπερβολικές διακυμάνσεις της θερμοκρασίας. Επάνω, οι γκαλερί έχουν διαφορετικά μεγέθη και ανάπτυξη, ανάλογα με τα εκθέματα που φιλοξενούν. Στη μέση, άποψη του εστιατορίου που βρίσκεται στον 13ο όροφο. Κάτω, στον 7ο όροφο φιλοξενείται η έκθεση Shadows με προσωπικά αντικείμενα του ζωγράφου από τη βίλα Έκελι. Τόσο η εννοιολογική προσέγγιση όσο και η κατασκευή του Munch αποτελούν έκφραση των δεσμεύσεων της νορβηγικής κοινωνίας για τις νέες προκλήσεις που αφορούν το περιβάλλον. Γι’ αυτό το Munch δεν διαθέτει χώρους στάθμευσης επισκεπτών ή προσωπικού. Βρίσκεται πολύ κοντά στον μεγαλύτερο κόμβο δημόσιων συγκοινωνιών της πόλης (Central Station) και οι 100 θέσεις στάθμευσης ποδηλάτων στο Edvard Munchs plass προτρέπουν το κοινό να μη χρησιμοποιεί αυτοκίνητο. Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ Η συζήτηση και η κατασκευή του μουσείου διήρκεσαν 12 χρόνια, με αρκετές διαφωνίες τόσο για την τοποθεσία όσο και για τον σχεδιασμό του. Η κεκλιμένη κορυφή του κτιρίου, όπως και το ότι τα φωτεινά γυάλινα παράθυρα –που υποσχέθηκαν οι αρχιτέκτονες στα σχέδια– κρύβονται κάτω από «τερατώδη μεταλλικά ρολά» έγιναν αντικείμενο σοβαρής διαμάχης. Ο ιστορικός τέχνης Τόμι Σόρμπο είναι μεταξύ των επικριτών του κτιρίου. Το 2019 σε δηλώσεις του στο Γαλλικό Πρακτορείο ανέφερε ότι είναι «ρύπανση» για το Όσλο, ότι «το λόμπι μοιάζει με αεροδρόμιο ή εμπορικό κτίριο» και ότι «δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι φιλοξενεί έναν από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες στον κόσμο». Οι αρχιτέκτονες Χουάν Ερέρος και Γιενς Ρίχτερ, που σχεδίασαν το νέο μουσείο. Η διοίκηση του μουσείου, μέσω του διευθυντή του, Στάιν Όλαφ Χένρικσεν, σχολίασε ότι «το μουσείο πρέπει να προκαλεί τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο που το έκανε η τέχνη του Μουνκ. Το κτίριο ταιριάζει πολύ στη συλλογή, γιατί είναι ένα μνημειώδες κτίριο. Πρέπει να έχεις μια γνώμη γι’ αυτό». Ο κ. Ερέρος από την πλευρά του λέει ότι «το Munch μεταμόρφωσε τον ορίζοντα του Όσλο, αλλά υποκλίνεται με σεβασμό στην πόλη που το περιβάλλει. Ο Έντβαρντ Μουνκ ήταν ασυμβίβαστος, δεν δεχόταν κανόνες, μαχόταν για το διαφορετικό, να μην τα παρατάς. Η ισχυρή παρουσία του κτιρίου μέσα στον αστικό ιστό της πόλης είναι σαν να λέει: “Είμαι εδώ. Διατηρώ την κληρονομιά του πιο σημαντικού καλλιτέχνη της Νορβηγίας και απολαμβάνω τη θέα του Όσλο, γιατί είναι η πόλη που με διαμόρφωσε”». Ο συνδημιουργός του μουσείου, Γιενς Ρίχτερ, αναφέρει ότι «όσον αφορά την πρόσοψη η σκέψη μας ήταν ότι θα δίνει μια συνεχώς μεταβαλλόμενη εικόνα στον κόλπο, αντανακλώντας τις εκπληκτικές συνθήκες φωτισμού στο Όσλο που αλλάζουν συνεχώς κατά τη διάρκεια της ημέρας και τις διάφορες εποχές». Ο Μουνκ κληροδότησε το έργο του στην πόλη του Όσλο. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των επιμελητών του μουσείου, έπειτα από σχολαστική έρευνα και αξιολόγηση όλων των προσωπικών του αντικειμένων, θεωρούν ότι ο καλλιτέχνης προετοίμαζε αυτό το κληροδότημα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. «Αρχικά είχε την πρόθεση να αφήσει το κληροδότημά του στο νορβηγικό κράτος, όμως, καθώς η Νορβηγία καταλήφθηκε από τους Ναζί, άλλαξε τη διαθήκη του την τελευταία στιγμή για να μην πέσει το έργο του σε ανεπιθύμητα χέρια, καθώς θεωρούσαν τον πρωτοπόρο του εξπρεσιονισμού δημιουργό της “εκφυλισμένης τέχνης”», εξηγεί ο διευθυντής του μουσείου, Στάιν Όλαφ Χένρικσεν. Στόχος του νέου μουσείου είναι να ανιχνεύσει τη βαθιά επιρροή του καλλιτέχνη τόσο στη σύγχρονη τέχνη όσο και στους καλλιτέχνες μέχρι τις μέρες μας. Έτσι, σε μία από τις εναρκτήριες εκθέσεις φιλοξενεί την Τρέισι Έμιν, μία από τις πιο διάσημες και αμφιλεγόμενες καλλιτέχνιδες του Ηνωμένου Βασιλείου, με το αφιέρωμα Tracey Emin / Edvard Munch The Loneliness of the Soul. Έντβαρντ Mουνκ, η ζωή του Ο Έντβαρντ Μουνκ περιτριγυρισμένος από έργα του στη βίλα Έκελι, όπου έζησε τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του. → Ήταν γιος του Κρίστιαν Μουνκ, στρατιωτικού γιατρού, και της συζύγου του Λόρα. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Κριστιάνια, το σημερινό Όσλο. Ως παιδί ήταν συχνά άρρωστος και βρέθηκε κοντά στον θάνατο περισσότερες από μία φορές. Η νεότητά του διαμορφώνεται από τη θρησκευτική αυστηρότητα και τη συναισθηματική αστάθεια του πατέρα του. Σε ηλικία 22 ετών, χάρη σε μια υποτροφία, ταξιδεύει στο Παρίσι, όπου ένας μεγαλύτερος κόσμος ανοίγεται μπροστά του. Το 1885 γνωρίζει τον πρώτο του έρωτα στο πρόσωπο της Μίλι, μιας γυναίκας τέσσερα χρόνια μεγαλύτερης και παντρεμένης. Η κρυφή τους σχέση τον γεμίζει πόθο και αγάπη, αλλά και ντροπή και αμφιθυμία. → Το 1892 εκθέτει στο Βερολίνο και κάνει νέους φίλους, μεταξύ των οποίων ο Σουηδός συγγραφέας και καλλιτέχνης Άουγκουστ Στρίντμπεργκ, ο Πολωνός συγγραφέας Στανίσουαφ Πσιμπισέφσκι κ.ά. Μαζεύονται σε μια ταβέρνα και συζητούν για τη ζωή και την τέχνη, καταναλώνοντας πολύ αλκοόλ. Αυτή την περίοδο δημιουργεί μερικά από τα πιο διάσημα έργα του, όπως την παστέλ έκδοση της Κραυγής, το Vampire, τη Madonna. Ανακαλύπτει επίσης τη χαρακτική. Αν και είναι περισσότερο γνωστός για τα ζωγραφικά του έργα, ο ίδιος πειραματίστηκε με διάφορα μέσα και τεχνικές στα όρια του μοντερνισμού, μάλιστα αναγνωρίζεται ως ένας από τους πρώτους καλλιτέχνες που πειραματίστηκαν με τη φωτογραφία, με μια Kodak που είχε αγοράσει το 1902. Πέρασε τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του στο Έκελι, ένα κτήμα λίγο έξω από το Όσλο, όπου και πέθανε το 1944. Από το λόμπι του Munch οι επισκέπτες βγαίνουν απευθείας στη μεγάλη πλατεία που περιβάλλει το μουσείο. ΤΑ ΝΟΥΜΕΡΑ → Το μουσείο καταλαμβάνει 26.313 τ.μ. → Αναπτύσσεται σε 13 ορόφους. → Yψώνεται 60 μ. πάνω από το φιόρδ του Όσλο. → Διαθέτει 11 γκαλερί και συνολικά 4.500 τ.μ. εκθεσιακούς χώρους. → Η συλλογή του Munch διαθέτει 42.000 αντικείμενα και 28.000 έργα τέχνης. → Περιλαμβάνει 26.700 έργα του Μουνκ, ανάμεσά τους 1.200 πίνακες, 7.050 σκίτσα, 18.322 εκτυπώσεις, 14 γλυπτά, καθώς και 10.000 αντικείμενα, όπως τις πλάκες εκτύπωσης και τις λιθογραφικές πέτρες του, γράμματα, σημειωματάρια, φωτογραφίες του καλλιτέχνη κ.ά. --- View full είδηση
Didonis Δημοσιεύτηκε Νοέμβριος 5 , 2021 Δημοσιεύτηκε Νοέμβριος 5 , 2021 ιδιαίτερα ενδιαφέρον κτήριο αλλά και το περιβάλλον του ....
Recommended Posts
Δημιουργήστε ένα λογαριασμό ή συνδεθείτε προκειμένου να αφήσετε κάποιο σχόλιο
Πρέπει να είστε μέλος για να μπορέσετε να αφήσετε κάποιο σχόλιο
Δημιουργία λογαριασμού
Κάντε μια δωρεάν εγγραφή στην κοινότητά μας. Είναι εύκολο!
Εγγραφή νέου λογαριασμούΣύνδεση
Εάν έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.
Συνδεθείτε τώρα