Ιπποκράτειος Πολιτεία: Ο οικισμός στην καρδιά της Πάρνηθας
Η Ιπποκράτειος Πολιτεία αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση οικισμού της χώρας ο οποίος ρυμοτομήθηκε εντός του εθνικού δρυμού της Πάρνηθας, του εμβληματικότερου βουνού του λεκανοπεδίου της Αθήνας και του πλέον σημαντικού ορεινού οικοσυστήματος της Αττικής. Η ιστορία της ταυτίζεται με ολόκληρη την περίοδο της μεταπολίτευσης αλλ’ έλκει τα νομοθετικά της ερείσματα από την εποχή της χούντας, οπότε με το νομοθετικό διάταγμα 886/1971, περί οικοδομικών συνεταιρισμών, επετράπη η απεριόριστη οικιστική εκμετάλλευση των δασών και δασικών εκτάσεων της χώρας. Τις ολέθριες για το τοπίο και το περιβάλλον (φυσικό και οικιστικό) συνέπειες εκείνης της περιόδου τις βιώνουμε έως και σήμερα, με αποκορύφωμα, στην περίπτωση της Ιπποκρατείου Πολιτείας, την καταστροφική πυρκαγιά της 6ης Αυγούστου 2021, που αποτέφρωσε το μεγαλύτερο μέρος του άλλοτε ειδυλλιακού οικισμού στην καρδιά της Πάρνηθας.
Παρ’ όλο που έχουν παρέλθει 40 χρόνια από τότε που η νομοθεσία, βάσει της οποίας δημιουργήθηκε η Ιπποκράτειος Πολιτεία, κρίθηκε αντισυνταγματική (ΣτΕ Ολ 3754/1981), καμία κυβέρνηση της δημοκρατικής πλέον Ελλάδος δεν προέβη στην αλλαγή του καθεστώτος, που έχει διαμορφωθεί, με την οικιστική εκμετάλλευση του τμήματος αυτού του ορεινού όγκου. Παρομοίως και οι δικαστικές αποφάσεις (ΣτΕ Ολ 2282/1992, ΣτΕ 3501/2010, ΣτΕ 2585/2016 αλλά και το Πρακτικό ΣτΕ ΠΕ 305/2006), που εκδόθηκαν για την Ιπποκράτειο Πολιτεία, θεωρούν στο σύνολό τους ως a priori νόμιμη τη ρυμοτόμηση του οικισμού αυτού εντός του εθνικού δρυμού της Πάρνηθας, προκρίνουν την αποχή από οποιαδήποτε διαδικασία και επιλογή που θα μπορούσε να διασαλεύσει το ήδη διαμορφωθέν οικιστικό και δομικό καθεστώς στην περιοχή και αποφεύγουν οποιαδήποτε -επί της ουσίας- εξέταση της συνταγματικότητάς του.
Είναι δε πλέον υποκριτικό να υποστηρίζεται, πως τομή στην προστασία της αυθαίρετης δόμησης στα δάση αποτέλεσε η ψήφιση του Συντάγματος του 1975 και πως εκτάσεις που έχουν απολέσει τον δασικό τους χαρακτήρα πριν την 11η Ιουνίου 1975, λόγω επεμβάσεων που έλαβαν χώρα με διοικητική πράξη που καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας, δεν μπορούν πλέον να θεωρηθούν ως δάση ή δασικές, δοθέντος ότι με σωρεία νομοθετικών διατάξεων που έχουν κριθεί συνταγματικές και με τα «μορφώματα» των οικιστικών πυκνώσεων και της νομιμοποίησης δασικών αυθαιρέτων, προωθείται επίσημα και συστηματικά πλέον η οικιστική εκμετάλλευση των δασών και των δασικών εκτάσεων όλης της χώρας. Τούτο μας κάνει εύλογα να αναλογιζόμαστε πως και η διατήρηση στα δάση αυθαιρέτων που ανεγέρθηκαν προ του Συντάγματος του 1975, δεν γίνεται τελικά προς τον σκοπό της προστασίας της καλόπιστης ιδιοκτησίας καθεαυτής, αλλά για την παγίωση της αυθαιρεσίας, την οποία και μεταπολιτευτικά, ως τις μέρες μας, οι εκάστοτε κυβερνήσεις προώθησαν και στήριξαν με κάθε δυνατό τρόπο. Άλλωστε και για το σοβαρότατο αυτό ζήτημα θα πρέπει κάποτε να εξετάσουμε υπεύθυνα κατά πόσον μπορεί όντως να επιτευχθεί με κριτήρια δικαιοσύνης μία ορθή στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος στην ιδιοκτησία και στο περιβάλλον, όταν για την προστασία της ιδιοκτησίας και της εμπιστοσύνης ορισμένων μόνο διοικουμένων καταλήγει να θυσιάζεται το δικαίωμα στο περιβάλλον ως πανανθρώπινο αγαθό που αφορά όχι μόνον τις παρούσες αλλά και όλες τις μέλλουσες γενιές.
Με εξαίρεση δε τη μειοψηφήσασα γνώμη στην απόφαση ΣτΕ Ολ 2282/1992, αποτελεί απογοητευτική διαπίστωση το γεγονός ότι ουδείς εκ των ανωτάτων δικαστών στις σχετικές δίκες εφήρμοσε τη θεμελιώδη δημοκρατική αρχή της παρ. 2 του άρθρου 87 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία: «Οι δικαστές, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος».
Μέσα λοιπόν από αυτή την πολυκύμαντη και θεσμικά βεβαρημένη πορεία διαμορφώθηκε το καθεστώς που συντήρησε την Ιπποκράτειο Πολιτεία ως τις μέρες μας. Ένα καθεστώς νομικά σαθρό και εχθρικό προς τη φύση και τον άνθρωπο που, παρά την επιφανειακή εικόνα του μαγευτικού οικισμού μέσα στο καταπράσινο περιβάλλον της Πάρνηθας, σταδιακά έλαβε τη μορφή του «χρονικού ενός προαναγγελθέντος θανάτου» για το οικοσύστημα του σημαντικότερου δρυμού της Αττικής και για τις ανθρώπινες περιουσίες που δημιουργήθηκαν στο συγκεκριμένο τμήμα του. Ας δούμε όμως αναλυτικά τις ιδιαίτερες πτυχές αυτής της τόσο σημαντικής υποθέσεως.
Τα τηλεοπτικά πλάνα με τις φλόγες των πυρκαγιών των τελευταίων ημερών να καταπίνουν κατοικίες στην άλλοτε παραδεισένια Ιπποκράτειο Πολιτεία, είναι εφιαλτικά. Γεμίζουν την καρδιά με απόγνωση και σε κάνουν, για ακόμα μια φορά, να αναλογίζεσαι πόσο μικρός μοιάζει ο άνθρωπος μπροστά σε κινδύνους τέτοιου μεγέθους. Δάση και περιουσίες απανθρακώνονται μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Οι εικόνες καθηλώνουν και λένε όσα χιλιάδες λέξεις δεν μπορούν να πουν μαζί.
Παρακολουθώντας έναν από τους πλέον ειδυλλιακούς οικισμούς της Αττικής να γίνεται στάχτη, ανακαλώ στη μνήμη όλο το νομικό πλαίσιο που στήριξε τη δημιουργία και την ύπαρξή του, προσπαθώντας να βρω μιαν απάντηση στο «πώς» και στο «γιατί» ετούτης της ασύλληπτης καταστροφής που -φευ- είναι μόνο μέρος της γενικότερης, εθνικών διαστάσεων τραγωδίας, που χτύπησε τη χώρα μας τα τελευταία εικοσιτετράωρα και ακόμα την ταλανίζει, με ανυπολόγιστες συνέπειες και για το μέλλον.
Ο οικισμός της Ιπποκρατείου Πολιτείας αριθμεί περισσότερες από 600 κατοικίες και περίπου χίλιους (1.000) μονίμους κατοίκους, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2011[1]. Ανήκει διοικητικά στον δήμο Ωρωπού. Το νομικό καθεστώς της Ιπποκρατείου Πολιτείας βασίζεται στα ακόλουθα σημεία – σταθμούς της ιστορίας της, που σχετίζονται άρρηκτα με το καθεστώς προστασίας και διαχείρισης του Εθνικού Δρυμού της Πάρνηθας.
1. Ο Εθνικός Δρυμός Πάρνηθας και το καθεστώς προστασίας του
Ο Εθνικός Δρυμός Πάρνηθας,[2] συνολικής εκτάσεως 3.812 εκταρίων, ιδρύθηκε με το βασιλικό διάταγμα 644/1961 (ΦΕΚ Α’ 155/13.09.1961), ενώ o Υμηττός, το Πεντελικό όρος, ο Κορυδαλλός και το όρος Αιγάλεω κηρύχθηκαν το 1969 «περιοχές ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους». Αργότερα, με το πδ/γμα 107/1974 (ΦΕΚ Α’ 34/08.02.1974) το δάσος Τατοΐου κηρύχθηκε επίσης Εθνικός Δρυμός και με το πδ/γμα της 31.08-20.10.1978 (Δ’ 544/20.10.1978) καθορίστηκαν οι ζώνες προστασίας του Υμηττού.
Η Πάρνηθα καταλαμβάνει μια μεγάλη έκταση στη γεωγραφική περιοχή της Αττικής, αποτελώντας το σημαντικότερο οικοσύστημά της. Μαζί με τα όρη Πεντέλη, Υμηττός και Αιγάλεω – Ποικίλο περικλείει την πρωτεύουσα και τα προάστιά της. Σύμφωνα με το βδ/γμα 644/1961, ο Δρυμός της Πάρνηθας αποτελείται από τον πυρήνα που περιλαμβάνει τον κεντρικό όγκο του βουνού (38.000 στρ.) και την περιφερειακή ζώνη (250.000 στρ.). Το μεγαλύτερο μέρος του πυρήνα (90%) καλύπτεται από Κεφαλληνιακή Ελάτη (Abies cephalonica), ενώ η περιφερειακή ζώνη καλύπτεται, ως επί το πλείστον, από υψηλά δάση Χαλεπίου Πεύκης (Pinus halepensis).
Η καταστροφική πυρκαγιά της 28ης Ιουνίου 2007 κατέστρεψε μεγάλο μέρος του Εθνικού Δρυμού, αφανίζοντας 10.500 στρ. πευκοδάσους, 21.800 στρ. ελατοδάσους και 4.300 στρ. μακκίας. Η πρωτοφανής αυτή καταστροφή επίσπευσε την έκδοση του πδ/τος της 19ης Ιουλίου 2007 «Καθορισμός Ζωνών Προστασίας του ορεινού όγκου Πάρνηθας (Ν. Αττικής)» (ΦΕΚ Δ’ 336/24.07.2007), με το οποίο καθορίστηκαν 16 ζώνες προστασίας.
Η χλωρίδα της Πάρνηθας, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες μελέτες, περιλαμβάνει περισσότερα από 1.100 φυτικά είδη, αριθμός που αποτελεί περίπου το 1/6 των ειδών της ελληνικής χλωρίδας. Μεταξύ αυτών, τα 92 είναι ελληνικά ενδημικά εκ των οποίων πολλά έχουν χαρακτηριστεί σπάνια και απειλούμενα και προστατεύονται με ειδικές διατάξεις από την ελληνική και διεθνή νομοθεσία. Η πανίδα της Πάρνηθας είναι εξ ίσου σημαντική με κυριότερο εκπρόσωπο το κόκκινο ελάφι (Cervus elaphus), που αριθμεί πάνω από 500 άτομα στο βουνό. Επίσης μεγάλος αριθμός θηλαστικών, πτηνών, αμφιβίων και ασπονδύλων συμπληρώνουν την πλούσια και θαυμαστή πανίδα της.
Πολλά από τα είδη της Πάρνηθας προστατεύονται από την ελληνική νομοθεσία και κυρίως από το πδ/γμα 67/1981, αλλά και από τη διεθνή νομοθεσία, όπως τη Σύμβαση της Βέρνης, τη Σύμβαση CITES, την οδηγία των οικοτόπων 92/43 και την οδηγία για τα πουλιά 79/409. Επιπλέον, ο Εθνικός Δρυμός Πάρνηθας έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000 και έχει χαρακτηρισθεί Ειδική Περιοχή Προστασίας για τα πουλιά (SPA), Καταφύγιο Θηραμάτων και Τοπίο Ιδιαιτέρου Φυσικού Κάλλους.
Εν όψει των διατάξεων του ν. 1515/1985 «Ρυθμιστικό σχέδιο και πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας» (ΦΕΚ Α’ 18/18.02.1985) και προς επίτευξη των σκοπών του, εκπονήθηκε για την προστασία του ορεινού όγκου της Πάρνηθας μελέτη από το Τμήμα Περιβάλλοντος του Οργανισμού Αθήνας, τον Ιούλιο του έτους 2003. Σε αυτήν: α) οριοθετείται ο ανωτέρω ορεινός όγκος τόσο με γενικά κριτήρια (τοπογραφία, υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο προστασίας, χρήσεις γης κ.λπ.) όσο και με ειδικά (φυσικοί σχηματισμοί, σταθερά τεχνικά έργα, όρια σχεδίων πόλεων κ.λπ.), β) Αναλύονται τα στοιχεία του φυσικού και πολιτιστικού του περιβάλλοντος, και γ) παρατίθενται οι κύριες αιτίες υποβαθμίσεώς του, η αξιολόγηση των προβλημάτων και οι τρόποι αντιμετωπίσεώς τους. Σε αυτές περιλαμβάνεται η αυξανόμενη ανθρώπινη παρουσία γύρω από και μέσα στον ορεινό όγκο, που εμφανίζεται: ι) με την επέκταση του οικιστικού ιστού, είτε με τη μορφή εντάξεως στο σχέδιο πόλεως, είτε με τη μορφή αυθαίρετης δομήσεως είτε, τέλος, με την εκτός σχεδίου δόμηση καθώς και ιι) με την ύπαρξη σε περίοπτες θέσεις, χρήσεων προϋφισταμένων, λειτουργουσών επί μακρό χρονικό διάστημα και των οποίων, κατά κανόνα δεν είναι εφικτή η απομάκρυνση αλλά, όσων είναι δυνατόν, η σταδιακή μετεγκατάσταση.
Οι χρήσεις αυτές, που επηρεάζουν αρνητικά την αισθητική του τοπίου και τη χλωρίδα και πανίδα είναι, μεταξύ άλλων, οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις, το πάρκο κεραιών, οι εγκαταστάσεις του Ο.Τ.Ε., οι ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, οι λατομικές εργασίες και ορισμένοι χώροι αναψυχής. Εν όψει δε αυτών προτείνεται με την ανωτέρω μελέτη ο καθορισμός των επιτρεπομένων χρήσεων σε ένδεκα ζώνες. Από αυτές οι υπό στοιχ. Α1 και Α2 είναι περιοχές απόλυτης προστασίας του πυρήνα του Εθνικού Δρυμού με διαβαθμισμένη ένταση απαγορεύσεων, ενώ οι υπό στοιχεία Β και Δ, περαιτέρω υποδιαιρούμενες, αποτελούν γύρω από τον ανωτέρω πυρήνα ζώνη αναψυχής, η οποία θα λειτουργεί προστατευτικά για τον πυρήνα, αλλά και γι’ αυτήν την ίδια, εφ’ όσον σε ορισμένες υποδιαιρέσεις της θα υπάρχουν ενισχυμένες χρήσεις αναψυχής, αθλητισμού και πολιτισμού, ώστε να συγκεντρώσουν το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης πιέσεως για αναψυχή. Μετά την εκπόνηση της ανωτέρω μελέτης καταρτίστηκε σχετικό σχέδιο πδ/τος σύμφωνα με τις προτάσεις της, επί της οποίας γνωμοδότησε η Εκτελεστική Επιτροπή του Οργανισμού Αθήνας (πρ. 2/συν. 52/23.7.2003).
2. Ιπποκράτειος Πολιτεία: Νομικό καθεστώς και διεκδικήσεις
Η Ιπποκράτειος Πολιτεία αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση οικισμού της χώρας ο οποίος ρυμοτομήθηκε εντός εθνικού δρυμού, στην καρδιά της Πάρνηθας, του εμβληματικότερου βουνού του λεκανοπεδίου της Αθήνας και του πλέον σημαντικού ορεινού οικοσυστήματος της Αττικής. Η ιστορία της ταυτίζεται με ολόκληρη την περίοδο της μεταπολίτευσης αλλ’ έλκει τα νομοθετικά της ερείσματα από τα εγκληματικά νομοθετήματα της χούντας, των οποίων τις ολέθριες συνέπειες για το τοπίο και το περιβάλλον (φυσικό και οικιστικό) βιώνουμε έως και σήμερα.
α) Μορφολογία – Διαχείριση
Σύμφωνα με Έκθεση δασολόγου του Δασαρχείου Πεντέλης «επί διεκδικουμένης δασικής εκτάσεως», της 10ης Αυγούστου 1974, κατόπιν αυτοψίας που πραγματοποιήθηκε στις 13.7.1974, η έκταση της Ιπποκρατείου Πολιτείας καλύπτεται, κατά ποσοστό 66%, «υπό διφυούς και πολυορόφου δάσους χαλεπίου πεύκης (ως ανωρόφου) και αειφύλλων πλατυφύλλων (ως υπορόφου) ακανονίστου υποκηπευτοειδούς έως ομηλίκου μορφής ηλικίας μέχρι 80 ετών, μέσης συγκομώσεως 0,6-0,7 και παραγωγικότητος περίπου 1,00 κ.μ. ξυλώδους όγκου κατ’ έτος και εκτάριον», ενώ το υπόλοιπο ποσοστό της επιφανείας της «τυγχάνει γυμνόν δασικής βλαστήσεως, άγονον και γεωργοδενδροκομικώς καλλιεργημένον, είναι κατανεμημένον εις μικρά τμήματα διάσπαρτα εντός του ως ανωτέρω δάσους …».[3]
Από άποψη εκμεταλλεύσεως, η έκταση χαρακτηρίζεται ως «δασοαγροτική» για τα μεγαλύτερα υψόμετρα, ως «οικιστική – βιομηχανική – αγροτική – τουριστική» για τα χαμηλότερα. Σε σχέση με την οικοπεδική αξία της εκτάσεως, στην έκθεση αναφέρεται ότι αυτή είναι μεγάλη, καθ’ όσον προορίζεται για την ίδρυση της Διεθνούς Ιπποκρατείου Πολιτείας. Περαιτέρω, από την ίδια έκθεση προκύπτει ότι το επίμαχο δάσος τυγχάνει διαχειρίσεως ως «διακατεχόμενο», δυνάμει σχετικών εγγράφων, έτους 1972, της Γενικής Διευθύνσεως Δασών του Υπουργείου Γεωργίας και του Δασαρχείου Αθηνών, τα οποία απευθύνονται στον αναγκαστικό συνεταιρισμό διαχειρίσεως του συνιδιόκτητου δάσους «Αγία Τριάς» καθώς και ότι συνέχεται με άλλα μεγάλα δάση της περιοχής, όπως το δημόσιο δάσος Τατοΐου.[4]
β) Ιδιοκτησιακό καθεστώς
Σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της εκτάσεως, οι τίτλοι ιδιοκτησίας των δικαιοπαρόχων του οικοδομικού συνεταιρισμού υγειονομικών «Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτεία» ανάγονται στο έτος 1835, οπότε ο Ομέρ Πασάς μεταβίβασε το «τσιφλίκι Γκιούρκα», που περιλαμβάνει και το επίμαχο δάσος, στον Αλέξανδρο Ματθαίου Κατακουζινόν, μαζί με το «τσιφλίκι Τατοΐου». Ο τελευταίος μεταβίβασε, το 1838, την έκταση, ως προίκα, στη θυγατέρα του Ελπίδα σύζυγο Σκαρλάτου Σούτζου. Η έκταση αυτή εξαιρέθηκε της απαλλοτριώσεως που είχε κηρυχθεί με το βδ/γμα της 22ας Φεβρουαρίου 1912 στα δάση της ευρύτερης περιοχής υπέρ των ακτημόνων καλλιεργητών και υλοποιήθηκε το έτος 1922 με την υπ’ αριθ. 8/1922 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων. Το 1926 οι κληρονόμοι της ανωτέρω Ελπίδος Σούτζου μεταβίβασαν την έκταση στον Σωτήριο Αντωνίου Βλάχο και σε άλλους 165 κατοίκους Κιούρκων (κοινότητας Αφιδνών).[5]
Τμήματα της ευρύτερης εκτάσεως κηρύχθηκαν απαλλοτριωτέα μεταξύ των ετών 1953-1972 για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων, ως δικαιούχος δε της αποζημιώσεως αναγνωρίσθηκε ο αναγκαστικός συνεταιρισμός διαχειρίσεως συνιδιοκτήτου δάσους «Αγία Τριάς». Οι περισσότεροι από τους δικαιοδόχους των ως άνω κατοίκων της κοινότητας Αφιδνών (πλην τεσσάρων) είχαν μεταβιβάσει τα τμήματα της εκτάσεως που τους ανήκαν στον υποβαλόντα την από 11.6.1974 αίτηση οικοδομικό συνεταιρισμό, δυνάμει συμβολαίων που συνετάγησαν το έτος 1973, αφού προηγουμένως, με την υπ’ αριθ. 5403/Δ4δ/8544/128/27.7.1970 κοινή απόφαση των Υπουργών Κοινωνικών Υπηρεσιών και Δημοσίων Έργων εγκρίθηκε η απόκτηση της εκτάσεως από τον ανωτέρω οικοδομικό συνεταιρισμό και προεγκρίθηκε η υπό όρους ίδρυση οικισμού σε αυτήν[6].
Σύμφωνα με την ως άνω έκθεση του Δασαρχείου Πεντέλης οι δικαιοπάροχοι του οικοδομικού συνεταιρισμού είχαν προβεί σε πληθώρα πράξεων νομής και κατοχής επί της επίμαχης εκτάσεως (διακατοχικές πράξεις), οι οποίες και παρατίθενται στην έκθεση, το δε Ελληνικό Δημόσιο «δεν φαίνεται να πραγματοποίησεν ουδεμίαν πράξιν νομής και κατοχής επί του επιδίκου». Επίσης, αναφέρονται στην έκθεση μαρτυρίες υπέρ της κατοχής και νομής της εκτάσεως από τους δικαιοπαρόχους του οικοδομικού συνεταιρισμού, ενώ επισημαίνεται ότι δεν ανευρέθη μάρτυρας υπέρ του Δημοσίου. Σε άλλο σημείο της εκθέσεως αναφέρεται ότι η επίμαχη έκταση αποτελεί αντικείμενο ιδιωτικής διαχειρίσεως από την Επανάσταση του 1821 έως το έτος 1926 και από το έτος αυτό έως το έτος 1972 χαρακτηρίζεται ως «συνιδιόκτητο ακίνητο», ενώ με σχετικά έγγραφα της Γενικής Διευθύνσεως Δασών του Υπουργείου Γεωργίας του έτους 1972 χαρακτηρίζεται ως «διακατεχόμενο». Ο χαρακτήρας της εκτάσεως ως ιδιωτικής κτήσεως συνάγεται, κατά την έκθεση, από την υπ’ αριθ. 442/1902 απόφαση του Αρείου Πάγου, την υπ’ αριθ. 492/1959 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για το «τσιφλίκι Καρελά» και την υπ’ αριθ. 11505/1853 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ενώ στα βιβλία του Δασαρχείου Πεντέλης η έκταση είναι καταγεγραμμένη στο βιβλίο ιδιωτικών δασών και όχι στο βιβλίο εθνικών δασών ως δημόσια.
Περαιτέρω, στην ως άνω έκθεση αναφέρεται ότι από το έτος 1926 το δάσος «Αγία Τριάς» διαχειρίζεται ο ομώνυμος αναγκαστικός συνεταιρισμός διαχειρίσεως συνιδιόκτητου δάσους, του οποίου το καταστατικό ανανεώθηκε το 1954 με την υπ’ αριθ. 219/110/22.1.1954 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, και ότι ο εν λόγω συνεταιρισμός είχε επίσης ζητήσει, με την υπ’ αριθ. 269/31.03.1970 αίτησή του, την αναγνώριση της εκτάσεως ως ιδιωτικού δάσους, πλην στις 29.7.1970 ανακάλεσε την αίτησή του αυτή. Εξάλλου, επί δικαστικής διαμάχης μεταξύ του αναγκαστικού συνεταιρισμού «Αγία Τριάς» και του Ελληνικού Δημοσίου για την κυριότητα της εκτάσεως εκδόθηκαν οι υπ’ αριθ. 13131/1972 και 13132/1972 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με τις οποίες η συζήτηση κηρύχθηκε απαράδεκτη.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, ο συντάκτης της εκθέσεως καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «αβιάστως και ητιολογημένως» συνάγεται ότι πρόκειται για δασοαγρόκτημα, το οποίο κατέχουν και νέμονται διαδοχικά από απροσδιορίστου χρόνου και, πάντως, από την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους και εντεύθεν, ιδιώτες με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, με νόμιμους τίτλους και αδιάλειπτα, χωρίς διεκδικήσεις από το Δημόσιο, πραγματοποιώντας όλες τις προσιδιάζουσες σε κυρίους πράξεις νομής και κατοχής και ότι οι ιδιώτες αυτοί, επομένως, έχουν καταστεί κύριοι και κατά παράγωγο και κατά πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία, συμπληρωθείσα στις 11.9.1915, ημερομηνία μετά την οποία άρχισε να ισχύει ο κανόνας περί μη δυνατότητας αντιτάξεως ενστάσεως χρησικτησίας έναντι του Δημοσίου).
Υπό τα δεδομένα αυτά, στην ως άνω έκθεση προτείνεται η αναγνώριση της εκτάσεως ως ιδιωτικής κτήσεως, ανήκουσας κατά κυριότητα, μεταξύ άλλων, στον αιτούντα οικοδομικό συνεταιρισμό. Τα ίδια, εξάλλου, αναφέρονται και στο υπ’ αριθ. Χ16389/30.11.1973 έγγραφο του Δασάρχη Πεντέλης (και συντάκτη της ως άνω εκθέσεως) προς το Υπουργείο Γεωργίας, με αφορμή την παροχή ή μη συγκαταθέσεως του εν λόγω Υπουργού στην έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου της Ιπποκρατείου Πολιτείας. Στο έγγραφο αυτό παρατίθενται αφ’ ενός τα ίδια με την έκθεση στοιχεία σχετικά με την ιδιοκτησία της εκτάσεως και σημειώνεται, αφ’ ετέρου, ότι η εν λόγω έκταση αντιμετωπιζόταν ανέκαθεν από το Δασαρχείο Πεντέλης ως ιδιωτική, αν και το Νομικό Τμήμα της Γενικής Διεύθυνσης Δασών με το υπ’ αριθ. 130019/3608π.ε/8.1.1972 έγγραφό του ενημέρωσε το Δασαρχείο Πεντέλης ότι, εφόσον η έκταση δεν έχει αναγνωρισθεί ως ιδιωτική με κάποιον από τους μνημονευόμενους στην υπ’ αριθ. 138079/1204εγκ.951/29.11.1960 εγκύκλιο διαταγή τρόπους, προσήκει σε αυτήν ο χαρακτηρισμός της διακατεχομένης.
Το Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δασών, με την υπ’ αριθ. 69/14/12.11.1974 πράξη του, γνωμοδότησε υπέρ της αποδοχής της αιτήσεως του προαναφερθέντος οικοδομικού συνεταιρισμού και της αναγνώρισης της εξ αδιαιρέτου κυριότητάς του στο 89% της επίμαχης δασικής εκτάσεως, εμβαδού 7.635 στρεμμάτων, υιοθετώντας, ουσιαστικά, τις διαπιστώσεις της από 10.8.1974 εκθέσεως. Κατόπιν των ανωτέρω, με την υπ’ αριθ. 102700/7967/28.12.1974 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας αναγνωρίσθηκε ότι η διεκδικούμενη από τον ανωτέρω οικοδομικό συνεταιρισμό «Αγία Τριάς» δασική έκταση 7.633 στρεμμάτων αποτελούσε ιδιωτική κτήση, ανήκουσα κατά κυριότητα σε αυτόν, σε ποσοστό 89% εξ αδιαιρέτου.
Με την ίδια απόφαση ο Υπουργός Γεωργίας κάλεσε τον Δασάρχη Πεντέλης να παραδώσει την έκταση αυτή στον ανωτέρω οικοδομικό συνεταιρισμό με πρωτόκολλο. Ακολούθως, με το προεδρικό διάταγμα της 23ης Νοεμβρίου 1977 (ΦΕΚ Δ’ 482/25.11.1977) εγκρίθηκε ρυμοτομικό σχέδιο οικισμού στην επίμαχη έκταση του εν λόγω οικοδομικού συνεταιρισμού και καθορίσθηκαν οι όροι και περιορισμοί δόμησης των εντός των ορίων του οικοπέδων. Ωστόσο, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 1341/1983 (με το άρθρο 9 του οποίου παρασχέθηκε στον Υπουργό Γεωργίας η δυνατότητα υποβολής αιτήσεως στο εν τω μεταξύ συσταθέν με το άρθρο 8 του ν. 998/1979 Αναθεωρητικό Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δασών για τον επανέλεγχο των πράξεων των Συμβουλίων Ιδιοκτησίας Δασών που είχαν εκδοθεί υπό το κράτος ισχύος του νδ/τος 86/1969 και με τις οποίες είχαν αναγνωρισθεί ως ιδιωτική κτήση δάση και δασικές εκτάσεις), ο Υφυπουργός Γεωργίας παρέπεμψε, τον Ιούνιο του 1983, τον φάκελο της επίμαχης εκτάσεως στο Αναθεωρητικό Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δασών (Α.Σ.Ι.Δ.), προκειμένου αυτό να γνωμοδοτήσει εκ νέου σχετικά με τη φύση της ως δημόσιας ή ιδιωτικής.
Το Α.Σ.Ι.Δ., με την υπ’ αριθ. 32/7/17.10.1984 γνώμη του, έκρινε την προσφυγή παραδεκτή (μειοψηφούντος μέλους του, το οποίο υποστήριξε ότι η επίμαχη έκταση ευρίσκεται, πλέον, εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, με συνέπεια να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 παρ. 6 εδάφ. ε’ του ν. 998/1979 περί εξαιρέσεως από το πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού) και γνωμοδότησε υπέρ της αποδοχής της, με το σκεπτικό ότι από τα στοιχεία του φακέλου και την εν γένει διαδικασία ενώπιόν του δεν προέκυψε ότι η έκταση ανήκε στον ανωτέρω οικοδομικό συνεταιρισμό. Συγκεκριμένα, το Α.Σ.Ι.Δ. έκρινε ότι τα προσκομισθέντα από τον συνεταιρισμό συμβόλαια των ετών 1834 και 1886 αφορούσαν, αντίστοιχα, προπώληση (και όχι πώληση) ρητίνης(!) και ορισμό πληρεξουσίου, ότι δεν προέκυπτε εάν τα συμβόλαια των ετών 1882 και 1883 αφορούσαν την επίδικη έκταση και ότι οι μετά το 1887 διακατοχικές πράξεις δεν ασκούσαν επιρροή ως προς το επίμαχο ζήτημα.[7]
γ) Ρυμοτομία, οικοδόμηση και δικαστικές διαμάχες
Με αίτησή του προς το Υπουργείο Γεωργίας της 11ης Ιουνίου 1974, ο οικοδομικός συνεταιρισμός υγειονομικών «Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτεία» ζήτησε την κίνηση της προβλεπομένης στον Δασικό Κώδικα (νδ/γμα 86/1969) διαδικασίας για την αναγνώριση («επιβεβαίωση») του δικαιώματός του ιδιοκτησίας και νομής σε «συνιδιόκτητο δάσος» 7.635, περίπου, στρεμμάτων στη θέση «Αγία Τριάς Αφιδνών» της Κοινότητας Αφιδνών Ν. Αττικής, με την παροχή σχετικής γνωμοδοτήσεως από το αρμόδιο Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δασών (ΣΙΔ). Το αίτημα αυτό ο οικοδομικός συνεταιρισμός το υπέβαλε εν όψει της ολοκληρώσεως της κινηθείσης με δική του πρωτοβουλία, κατ’ άρθρο 5 του νδ/τος 886/1971 διαδικασίας εγκρίσεως ρυμοτομικού σχεδίου για την οικιστική εκμετάλλευση της ως άνω εκτάσεως.[8]
Προεδρικό διάταγμα της 23ης Νοεμβρίου 1977
Ως οικισμός η Ιπποκράτειος Πολιτεία ρυμοτομήθηκε από την κυβέρνηση Κων. Καραμανλή, με το προεδρικό διάταγμα της 23ης Νοεμβρίου 1977 (ΦΕΚ Δ’ 482/25.11.1977), που υπογράφεται από τον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τσάτσο και τους συναρμόδιους υπουργούς Γεωργίας Ιωάννη Μπούτο και Δημοσίων Έργων Χριστόφορο Στράτο.
Η έκδοση ωστόσο του πδ/τος της 23ης Νοεμβρίου 1977 στηρίζεται στο άρθρο 5 του νομοθετικού διατάγματος 886/1971 περί Οικοδομικών Συνεταιρισμών (ΦΕΚ Α’ 109/31.05.1971), που κρίθηκε αντισυνταγματικό με την απόφαση 3754/1981[9] της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, για τον λόγο ότι προέβλεπε τη δυνατότητα μετατροπής δασικών εκτάσεων σε οικιστικές επιτρέποντας, σε απεριόριστο βαθμό, την αλλοίωση της μορφής τους έως και την ολοσχερή καταστροφή τους.
Και παρ’ όλο που έχουν παρέλθει 40 χρόνια από τότε που κρίθηκε αντισυνταγματική η νομοθεσία βάσει της οποίας δημιουργήθηκε η Ιπποκράτειος Πολιτεία, καμία κυβέρνηση της δημοκρατικής πλέον και σύγχρονης Ελλάδας δεν προέβη στην αλλαγή του καθεστώτος που έχει διαμορφωθεί με την οικιστική εκμετάλλευση του τμήματος αυτού του ορεινού όγκου της Πάρνηθας.
Γνωμοδότηση Α.Σ.Ι.Δ. 32/7/17.10.1984
Το 1984, το Ανώτατο Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δασών (Α.Σ.Ι.Δ.), με την ιστορικής σημασίας για την περιοχή γνωμοδότησή του 32/7/17.10.1984, η οποία είναι δεσμευτική για τον αρμόδιο υπουργό, έκρινε τεκμηριωμένα ότι η περιοχή της Ιπποκρατείου Πολιτείας έχει δημόσιο δασικό χαρακτήρα και ουδέποτε ανήκε στον φερόμενο ως κύριό της οικοδομικό συνεταιρισμό, καθώς ούτε τα συμβόλαια που είχαν προσκομιστεί συνιστούσαν νομίμους τίτλους κυριότητας ούτε προέκυπτε ότι αφορούσαν τη συγκεκριμένη έκταση.[10]
Η γνωμοδότηση αυτή του Α.Σ.Ι.Δ. προκάλεσε μία άνευ προηγουμένου άσκηση πιέσεων από τον τότε Υφυπουργό Γεωργίας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Γεώργιο Μωραΐτη, ο οποίος ζητούσε επίμονα από το Α.Σ.Ι.Δ. να γνωμοδοτήσει εκ νέου, παρ’ όλο που η αρμοδιότητά του αυτή ασκείται άπαξ, όπως επιβεβαιώθηκε και από τη γνωμοδότηση 584/1992 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, της οποίας την έκδοση προκάλεσε η Διεύθυνση Προστασίας Δασών.
ΣτΕ Ολ 2282/1992
Τον Δεκέμβριο του 1988, με σχετική αίτησή τους προς τον Υπουργό Γεωργίας, τα σωματεία «Φιλοδασική Ένωση Αθηνών», «Πανελλήνια Κίνηση Δασολόγων», «Εταιρεία Οικολογίας και Ανάπτυξης» και «Ορειβατικός Σύνδεσμος Αθηνών», επικαλούμενα ότι η περιοχή της Ιπποκρατείου Πολιτείας είναι δάσος χαλεπίου πεύκης που ρυμοτομήθηκε αθέμιτα, κατ’ εφαρμογή του αντισυνταγματικού νδ/τος 886/1971, ζήτησαν από τους τότε υπουργούς ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Γεωργίας την ανάκληση του πδ/τος της 23ης Νοεμβρίου 1977. Στην αίτησή τους αυτή η Διοίκηση παρέλειψε να απαντήσει. Κατά της παραλείψεως αυτής τα ως άνω σωματεία άσκησαν, εν συνεχεία, αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση, με την απόφαση 2282/1992[11], αποφαινόμενη ότι, λόγω της φύσεως και των επιπτώσεων των ρυμοτομικών σχεδίων, δεν επιτρέπεται η ανάκλησή τους έστω και αν με αυτά ρυμοτομούνται δασικές εκτάσεις! Κρίθηκε περαιτέρω ότι η Διοίκηση δεν ήταν υποχρεωμένη να ανακαλέσει το πδ/γμα της 23ης Νοεμβρίου 1977, η δε σχετική παράλειψή της δεν συνιστούσε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια.
Αξιοσημείωτη είναι στην απόφαση αυτή η αντίθετη άποψη εννέα μελών του δικαστηρίου που μειοψήφησαν, υποστηρίζοντας ότι η Διοίκηση όφειλε να ανακαλέσει το πδ/γμα της 23ης Νοεμβρίου 1977, δεδομένου ότι απαγορεύεται ρητά η υπαγωγή των δασών και των δασικών εκτάσεων σε σχέδιο πόλεως και η μεταβολή του προορισμού τους με τη συστηματική οικοπεδοποίησή τους από τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς κατά το νδ/γμα 886/1971, το οποίο αντιστρατεύεται το άρθρο 24 του Συντάγματος.
Υποστηρίχθηκε ακόμα από την άποψη αυτή της μειοψηφίας ότι στο πλαίσιο της ειδικής μέριμνας του συντακτικού νομοθέτη για τη διαφύλαξη και την προστασία του δασικού πλούτου της Χώρας (άρθρα 24 παρ. 1 συνδ. με 117 παρ. 3 του Συντάγματος) ο ν. 998/1979 περί προστασίας των δασών, με το άρθρο 3 παρ. 6 εξαίρεσε από την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας τις περιοχές όπου υπάρχουν, όχι απλώς εγκεκριμένα, αλλ’ έγκυρα σχέδια πόλεως, αποδίδοντας στον όρο «έγκυρα» σχέδια την έννοια ότι συνάδουν με τις προστατευτικές των δασών συνταγματικές διατάξεις και επιβάλλοντας την ανάκληση ρυμοτομικών σχεδίων που ρυμοτόμησαν αθέμιτα δασικές εκτάσεις.
Προεδρικό διάταγμα της 19ης Ιουλίου 2007
Μετά την καταστροφική πυρκαγιά του Ιουνίου του 2007 και 22 χρόνια μετά τον ν. 1515/1985 «Ρυθμιστικό σχέδιο και πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας» (ΦΕΚ Α’ 18/18.02.1985) κρίθηκε επιβεβλημένη η άμεση ψήφιση ενός ολοκληρωμένου καθεστώτος προστασίας για την Πάρνηθα. Έτσι εκδόθηκε το πδ/γμα της 19ης Ιουλίου 2007 «Καθορισμός Ζωνών Προστασίας του ορεινού όγκου Πάρνηθας (Ν. Αττικής)» (ΦΕΚ Δ’ 336/24.07.2007).
Ειδικά δε για την Ιπποκράτειο Πολιτεία, με το άρθρο 5 του πδ/τος της 19ης Ιουλίου 2007 τροποποιούνται οι όροι και περιορισμοί δομήσεως των οικοπέδων της και, ειδικότερα, καθορίζεται συντελεστής δόμησης 0.15, προβλέπεται ότι στο ποσοστό κάλυψης 10% συνυπολογίζονται όλες οι κατασκευές στους ακαλύπτους χώρους, ορίζεται μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος μετρούμενο από το φυσικό έδαφος 7 μ. και επιβάλλεται στέγη μεγίστου ύψους 1,5 μ. Για το καθεστώς αυτό της Ιπποκρατείου Πολιτείας το πρακτικό επεξεργασίας σχεδίου διατάγματος 305/2006 αναφέρει ρητά (παρατήρηση 34), ότι η περιοχή αυτή ευρίσκεται εντός του ορεινού όγκου της Πάρνηθας, κυρίαρχο δε στοιχείο της είναι η πυκνή δασική βλάστηση.
ΣτΕ ΠΕ 305/2006 (Τμ. Ε’)
Επί του σχεδίου του διατάγματος αυτού, το Ε’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας εξέδωσε το πρακτικό επεξεργασίας 305/2006[12], υπό την προεδρία του τότε Αντιπροέδρου ΣτΕ Κωνσταντίνου Μενουδάκου και με Εισηγήτρια την τότε Σύμβουλο Επικρατείας, νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας Αικ. Σακελλαροπούλου.
Το εν λόγω πρακτικό επεξεργασίας σχεδίου πδ/τος 305/2006 του Συμβουλίου της Επικρατείας παραδέχεται ευθέως ότι σκοπός του διατάγματος είναι η μείωση των ορίων της επιτρεπόμενης δόμησης στον οικισμό της Ιπποκρατείου Πολιτείας, προκειμένου να αποτραπεί η περαιτέρω υποβάθμιση του τμήματος αυτού του βουνού. Είναι δε αξιοσημείωτες και οι σκέψεις 7-33 του πρακτικού, που αφορούν το καθεστώς προστασίας και άλλων -πυρόπληκτων σήμερα- περιοχών της Πάρνηθας, όπως η Βαρυμπόμπη, το Τατόι, οι Αφίδνες, ο Άγιος Στέφανος, η Δροσοπηγή.
Το πρακτικό αυτό, ναι μεν περιέχει σημαντικές παρατηρήσεις σχετικά με την ενίσχυση και τη διασφάλιση της προστασίας του ορεινού όγκου, ορίζοντας μάλιστα (παρατήρηση 36), ότι δεν παρέχεται δυνατότητα αποκλίσεων από την ισχύουσα δασική νομοθεσία, πλην όμως ενέχει και σειρά σκέψεων και επιλογών, που γεννούν εύλογο προβληματισμό και, τελικά, τορπιλίζουν την παρεχομένη δασική και περιβαλλοντική προστασία στην περιοχή της Πάρνηθας. Συγκεκριμένα:
1. Παρ’ ότι επισημαίνεται κατηγορηματικά (παρατήρηση 7) η όλως παράνομη και αντισυνταγματική εξαίρεση εκτάσεως 500 στρ., του πρώην λατομείου της εταιρείας ΑΓΕΤ Ηρακλής, από το όριο προστασίας του ορεινού όγκου στις Αφίδνες, για την εντελώς αυθαίρετη δημιουργία βιομηχανικής επιχειρηματικής περιοχής (Β.Ε.ΠΕ.) σύμφωνα και με την παράνομη κυα Φ/Α/19.2./22514/1625/13.12.2004 των Υπουργών Ανάπτυξης και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (ΦΕΚ Β’ 1848/13.12.2004), θεωρήθηκε τελικά ότι η εξαίρεση αυτή δεν εκώλυε την περαιτέρω επεξεργασία και τελική έγκριση του σχεδίου διατάγματος καθώς κρίθηκε ότι οι λοιπές περιοχές που εξέταζε δεν τελούσαν σε συνάρτηση με τη συγκεκριμένη έκταση(!). Και όλα αυτά παρ’ όλο που, όπως ρητά επισημαίνεται, η επίμαχη έκταση ευρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του ορεινού όγκου της Πάρνηθας, επί του αυχένα, στον οποίο εντοπίζεται το μοναδικό σημείο σύνδεσης με τη ζώνη προστασίας της Πεντέλης, και για τον λόγο αυτόν δεν δύναται η συγκεκριμένη περιοχή να εξαιρεθεί του ορίου προστασίας. Επισημαίνεται επίσης ότι η εκτός των ορίων προστασίας της Πάρνηθας περιοχή της Κοινότητας Αφιδνών αποτελεί το όριο σύνδεσης της Πάρνηθας με τον ορεινό όγκο της Πεντέλης, οι δε περιοχές σύνδεσης των ορεινών όγκων της Αττικής αποτελούν φυσικούς «διαδρόμους» των ρευμάτων των ανέμων, των οποίων η διαφύλαξη συνιστά καθοριστικής σημασίας παράγοντα για την προστασία των κατοίκων του Λεκανοπεδίου.
2. Ομοίως προβληματική φαίνεται και η υποστηριζόμενη θέση (παρατήρηση 17) ότι τμήμα του ορεινού όγκου (ζώνες Γ) εντός του οποίου «εντοπίζονται ήδη μικρές συσπειρώσεις παραθεριστικών κατοικιών», το οποίο «τείνει να αλλάξει χαρακτήρα μεταβαλλόμενο σε περιοχή μόνιμης κατοικίας» και στο οποίο επιτρέπεται, υπό όρους, η ανέγερση και νέων κατοικιών, δεν θεωρείται ότι έχει χαρακτήρα περιοχής οργανωμένης δόμησης αλλά θα πρέπει να χαρακτηρισθεί ως ζώνη αναψυχής(!).
3. Συναφώς, επισημαίνεται (παρατήρηση 17) ότι ο προβλεπόμενος στο σχέδιο χαρακτηρισμός «ζώνη κατοικίας», ο οποίος προσήκει σε περιοχές οργανωμένης δόμησης, δεν τίθεται νομίμως, δεδομένου ότι στον ορεινό όγκο δεν δύνανται να προβλέπονται, με το ίδιο το διάταγμα προστασίας του, περιοχές προοριζόμενες για δόμηση και τούτο, ανεξαρτήτως αν οι περιοχές αυτές ευρίσκονται στα όρια οικιστικών περιοχών. Παρά ταύτα, δέχεται το πρακτικό, λίγο παρακάτω, ότι η ζώνη κατοικίας «Γ1» πρέπει να προσδιορισθεί συγκεκριμένα ως «περιοχή του οικισμού της Ιπποκρατείου Πολιτείας»!…
4. Ακολούθως, καίτοι ορίζεται ρητά (παρατήρηση 22) ότι δεν χωροθετείται η ίδρυση νεκροταφείου της Κοινότητας Αγίου Στεφάνου εντός των ορίων προστασίας του ορεινού όγκου (ζώνη Ε5), εν τούτοις παρέχεται, κατ’ εξαίρεση, η δυνατότητα της συγκεκριμένης χρήσεως στην ανωτέρω ζώνη, εάν δεν υφίσταται άλλος κατάλληλος χώρος για την εγκατάσταση του νεκροταφείου αυτού.
Είναι φανερό ότι στα σημεία αυτά, αλλάζοντας τους αποδιδόμενους όρους -αλλά ποτέ την ίδια την ουσία των ρυθμίσεων και το υφιστάμενο καθεστώς- οι προτεινόμενες διατάξεις προσλαμβάνουν την αναγκαία επίφαση νομιμότητας, που θα τους επέτρεπε νομοθετικά «να σταθούν» και να παραμείνουν σε ισχύ σε περίπτωση μελλοντικής προσβολής τους διά της δικαστικής οδού, όπερ και εγένετο μερικά χρόνια μετά, όπως ακολούθως θα δούμε…
Ειδικά για την Ιπποκράτειο Πολιτεία δέχθηκε το Ε’ Τμήμα ΣτΕ με το πρακτικό του 305/2006, ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου 5 του σχεδίου διατάγματος έβρισκαν νόμιμο έρεισμα στις εξουσιοδοτικές διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 1515/1985 καθώς και στις επιταγές του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος και στις κατευθύνσεις του ν. 1515/1985 (ΡΣΑ). Το πρακτικό παραδέχεται ωστόσο ρητά ότι υφίσταται ήδη υποβάθμιση του ορεινού όγκου της Πάρνηθας από την παρουσία και ανάπτυξη του οικισμού της Ιπποκρατείου Πολιτείας εντός αυτού και δηλώνει ότι σκοπός του υπό επεξεργασία σχεδίου προεδρικού διατάγματος είναι η μείωση των ορίων της επιτρεπόμενης δόμησης στον οικισμό, προκειμένου να αποτραπεί η περαιτέρω υποβάθμιση του τμήματος αυτού του βουνού.
Έτσι, εγκρίθηκε από το Ε’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας η έκδοση του πδ/τος της 19ης Ιουλίου 1977 με όλες τις διατάξεις που θέσπιζαν χρήσεις ασυμβίβαστες με τον χαρακτήρα της Πάρνηθας ως αυστηρά προστατευόμενου Εθνικού Δρυμού και των οποίων η ψήφιση είχε στηριχθεί σε ένα νομοθετικό και θεσμικό καθεστώς αμφιβόλου νομιμότητας ή και πλήρους αντισυνταγματικότητας, όπως απεδείχθη για το άρθρο 5 παρ. 6 του χουντικού νδ/τος 886/1971, στο οποίο είχε στηριχθεί η ίδρυση του οικισμού της Ιπποκρατείου Πολιτείας εντός του δάσους της Πάρνηθας και η ρυμοτόμησή του. Και όλα αυτά, παρά την ισχύ του αναγκαστικού νόμου 856/1937 «Περί εθνικών δρυμών» (ΦΕΚ Α’ 368/21.09.1937) και παρ’ όλο που το άρθρο 79 του Δασικού Κώδικα (νδ/γμα 86/1969, ΦΕΚ Α’ 7/18.01.1969, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 του νδ/τος 996/1971 (ΦΕΚ Α’ 192), όριζε και εξακολουθεί να ορίζει, στις παρ. 1 και 2 αυτού, ότι: «1. Έκαστος εθνικός δρυμός αποτελείται: α) Από τον πυρήνα αυτού ή τον καθ’ αυτό εθνικόν δρυμόν απολύτου προστασίας … β) Από την περί τον πυρήνα ζώνην (περιφερειακήν ζώνην) … η εκμετάλλευσις της οποίας οργανούται κατά τρόπον συμβάλλοντα εις την εκπλήρωσιν των υπό του πυρήνος του εθνικού δρυμού επιδιωκομένων σκοπών …».
ΣτΕ 3501/2010 (Τμ. Ε’ 7μ.)
Κατά του πδ/τος της 19ης Ιουλίου 2007 ασκήθηκε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας νέα αίτηση ακυρώσεως από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής, η οποία απερρίφθη με την απόφαση 3501/2010[13] της επταμελούς συνθέσεως του Ε’ Τμήματος του Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή έγινε, μεταξύ άλλων, δεκτό ότι με τα κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 1515/1985 εκδιδόμενα προεδρικά διατάγματα, προς συμπλήρωση και εξειδίκευση του προγράμματος προστασίας περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας, δύνανται να τροποποιούνται οι όροι και περιορισμοί δομήσεως και των οικισμών με εγκεκριμένα σχέδια πόλεως, οι οποίοι περιλαμβάνονται στα όρια της περιοχής παρέμβασης και ότι, κατ’ εξαίρεση, είναι ανεκτή η διατήρηση των από μακρού χρόνου υφισταμένων στους ορεινούς όγκους εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων(!), εφ’ όσον πάντως πρόκειται για ήπιες χρήσεις, οι οποίες δεν επιδεινώνουν τη λειτουργία τους ως οικοσυστημάτων.
Περαιτέρω, με την ανωτέρω απόφαση έγινε δεκτό ότι με το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα καθορίζονται: α) Ζώνες Α1 και Α2 απόλυτης προστασίας του Εθνικού Δρυμού, στη δεύτερη των οποίων επιτρέπεται η κίνηση των πάσης φύσεως οχημάτων κατά μήκος του κυρίως οδικού δικτύου, με περιορισμούς ανά ώρες, ημέρες, εποχές και θέσεις που θα καθορισθούν από τον Κανονισμό Λειτουργίας του (άρθρο 2 περ. 2), β) Ζώνες Β1, Β3, Β4, Δ3 και Γ1 ως ζώνες αναψυχής, όπου επιτρέπεται κατά διαβάθμιση η ανέγερση αναψυκτηρίων, εστιατορίων, υπαίθριων αθλητικών εγκαταστάσεων και μη υπαίθριων μόνο στα ήδη υφιστάμενα κτήρια της ζώνης Δ3 και η χρήση για πολιτιστικούς λόγους μόνο των υφισταμένων κτηρίων στη ζώνη Δ2 (άρθρο 2 περ. 3 και 5-10) και υπό όρους δομήσεως καθοριζόμενους στο άρθρο 4 ήτοι αρτιότητα γηπέδου 20.000 τ.μ. και μέγιστη επιφάνεια 120 τ.μ., και γ) Ορίζεται ότι: «Στις περιοχές που για οποιονδήποτε λόγο υπάγονται στη δασική νομοθεσία, εφαρμόζονται παραλλήλως οι ισχύουσες διατάξεις της νομοθεσίας αυτής» (άρθρο 6).
Ακατάληπτο παραμένει στον κοινό νου, πώς με την απόφαση αυτή η τσιμεντοποίηση του δάσους βαφτίζεται «δημόσιο συμφέρον!!»… Καίτοι δηλαδή η απόφαση χαρακτηρίζει ευθέως τη δόμηση εντός τμήματος του δάσους της Πάρνηθας ως «πηγή υποβάθμισης του περιβάλλοντος του ορεινού όγκου της», εν τέλει εξαίρει και εγκρίνει και μάλιστα ως διαδικασίες «που εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον», τόσο την ύπαρξη του ρυμοτομημένου οικισμού της Ιπποκρατείου Πολιτείας εντός της ζώνης Γ2 όσο και τις «μικρές συσπειρώσεις κατοικιών» που τείνουν να προσδώσουν στη ζώνη Γ1 του δρυμού χαρακτήρα περιοχής μόνιμης κατοικίας με κτήρια επιμελημένης κατασκευής(!)…
Η υπουργική απόφαση 129182/4530/27.08.2015
Το έτος 2015, ο τότε Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Αγροπεριβάλλοντος του Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας (Υ.Π.Α.Π.ΕΝ.) έθεσε εκ νέου το ζήτημα της αποδοχής της γνωμοδοτήσεως 32/7/17.10.1984 του Α.Σ.Ι.Δ., με την οποία η έκταση του οικισμού της Ιπποκρατείου Πολιτείας είχε χαρακτηριστεί ως δημόσιο δάσος, με την επισήμανση ότι η αποδοχή των αρνητικών γνωμοδοτήσεων του εν λόγω συλλογικού οργάνου είναι δεσμευτική για τον Υπουργό, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 4 του ν. 998/1979 περί προστασίας δασών και δασικών εκτάσεων (ΦΕΚ Α’ 289/29.12.1979).
Κατόπιν αυτού, ο τότε αρμόδιος Αναπληρωτής Υπουργός της Κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Γιάννης Τσιρώνης, με την απόφασή του 129182/4530/27.08.2015, αποδέχθηκε τη γνωμοδότηση 32/7/17.10.1984 του Α.Σ.Ι.Δ., κατ’ επίκληση των διατάξεων του α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων» (ΦΕΚ Α’ 488/29.12.1938), του άρθρου 8 του ν. 998/1979 και του άρθρου 9 του ν. 1341/1983 (ΦΕΚ Α’ 38/30.03.1983).
Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή απερρίφθη η από 10.6.1974 αίτηση του οικοδομικού συνεταιρισμού υγειονομικών «Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτεία» για την αναγνώριση υπέρ αυτού δικαιώματος κυριότητας σε έκταση δασικού χαρακτήρα εμβαδού 7.635 στρεμμάτων στις θέσεις «Αγία Τριάς» – «Λούσι» – «Άρμες» – «Μαυροχώραφο» – «Μπελέτσι» κ.λπ. της περιφέρειας της (πρώην) Κοινότητας Αφιδνών Ν. Αττικής (ήδη δε Δήμου Ωρωπού, κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 κεφ. 5 αριθ. 5.3 περ. Α1 του ν. 3852/2010, ΦΕΚ Α’ 87), με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε ότι ασκήθηκαν συγκεκριμένες διακατοχικές πράξεις καρπώσεως στην έκταση του δάσους καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των 30 ετών (από το 1885 έως το 1915), ούτε εάν οι πράξεις αυτές καλύπτουν ολόκληρη την έκταση, ώστε να γίνει δεκτή η απόκτηση κυριότητας έναντι του Δημοσίου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας.
Επιπλέον, στην ίδια απόφαση αναφέρεται ότι η επίμαχη έκταση «θα διαχειρίζεται και προστατεύεται ως δημόσια», ζητείται δε από το Δασαρχείο Καπανδριτίου να ενημερώσει τον οικοδομικό συνεταιρισμό ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 998/1979, έχει δικαίωμα να προσφύγει μόνο στα πολιτικά δικαστήρια. Κατόπιν τούτου, η ασκούσα καθήκοντα Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης με σχετικό έγγραφό της προς την Περιφερειακή Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας Αττικής και το Δασαρχείο Καπανδριτίου, ζήτησε το 2015 από τις υπηρεσίες αυτές να προβούν στις αναγκαίες ενέργειες για τη δήλωση της επίμαχης εκτάσεως ως δημόσιας δασικής στο Κτηματολόγιο, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2308/1995.
ΣτΕ 2585/2016 (Τμ. Ε’ 7μ.)
Με την απόφαση ωστόσο 2585/2016[14] της επταμελούς συνθέσεως του Ε’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε η ως άνω απόφαση του Αναπλ. Υπουργού 129182/4530/27.8.2015 με την οποία έγινε αποδεκτή η απόφαση 32/7/17.10.1984 του Α.Σ.Ι.Δ., έκτοτε δε η έκταση της Ιπποκρατείου Πολιτείας, θεωρείται ιδιωτική και νομίμως ρυμοτομηθείσα εντός της ζώνης Γ2 του ορεινού όγκου της Πάρνηθας.
3. Σκέψεις και συμπεράσματα
Κοινός τόπος όλων των δικαστικών αποφάσεων (ΣτΕ Ολ 2282/1992, ΣτΕ 3501/2010 και ΣτΕ 2585/2016) καθώς και του Πρακτικού επεξεργασίας σχεδίου προεδρικού διατάγματος ΣτΕ ΠΕ 305/2006, που εκδόθηκαν για την Ιπποκράτειο Πολιτεία, είναι ότι:
α) Θεωρούν ως a priori νόμιμη τη ρυμοτόμηση του εν λόγω οικισμού εντός του εθνικού δρυμού της Πάρνηθας.
β) Προκρίνουν την αποχή από οποιαδήποτε δικαστική, διοικητική ή νομοθετική διαδικασία και επιλογή, η οποία θα μπορούσε να διασαλεύσει ή ν’ απομειώσει το ήδη διαμορφωθέν οικιστικό και δομικό καθεστώς στην περιοχή.
γ) Απορρίπτουν κάθε απόπειρα καταργήσεως του υφισταμένου καθεστώτος της Ιπποκρατείου Πολιτείας για λόγους που ανάγονται στην τυπική, κυρίως, νομιμότητα των εκάστοτε υπό κρίση διοικητικών πράξεων, και
δ) Αποφεύγουν οποιαδήποτε -επί της ουσίας- εξέταση της συνταγματικότητας του ρυμοτομικού και οικιστικού καθεστώτος της Ιπποκρατείου Πολιτείας ως επαχθέστατης επέμβασης στο δασικό περιβάλλον του ορεινού όγκου της Πάρνηθας.
Μοιάζει επομένως, στην υπόθεση της Ιπποκρατείου Πολιτείας, ωσάν η ελληνική δικαιοσύνη κυριολεκτικά να «είδε το δέντρο και να έχασε το δάσος», κατά την παλιά σοφή παροιμία… Είναι δε πλέον υποκριτικό να υποστηρίζεται, πως τομή στην προστασία της αυθαίρετης δόμησης στα δάση αποτέλεσε η ψήφιση του Συντάγματος του 1975 και πως εκτάσεις που έχουν απολέσει τον δασικό τους χαρακτήρα πριν την 11η Ιουνίου 1975, λόγω επεμβάσεων που έλαβαν χώρα με διοικητική πράξη που καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας, δεν μπορούν πλέον να θεωρηθούν ως δάση ή δασικές[15], δοθέντος ότι με σωρεία νομοθετικών διατάξεων που έχουν κριθεί συνταγματικές και με τα «μορφώματα» των οικιστικών πυκνώσεων και της νομιμοποίησης δασικών αυθαιρέτων προωθείται, επίσημα και συστηματικά, η οικιστική εκμετάλλευση των δασών και των δασικών εκτάσεων όλης της χώρας.
Τούτο μας κάνει εύλογα να αναλογιζόμαστε πως και η διατήρηση στα δάση αυθαιρέτων, που ανεγέρθηκαν προ του Συντάγματος του 1975, δεν γίνεται τελικά προς τον σκοπό της προστασίας της καλόπιστης ιδιοκτησίας καθεαυτής, αλλά για την παγίωση της αυθαιρεσίας, την οποία και μεταπολιτευτικά, ως τις μέρες μας, οι εκάστοτε κυβερνήσεις προώθησαν και στήριξαν με κάθε δυνατό τρόπο. Άλλωστε και για το σοβαρότατο αυτό ζήτημα θα πρέπει κάποτε να εξετάσουμε υπεύθυνα κατά πόσον μπορεί όντως να επιτευχθεί με κριτήρια δικαιοσύνης μία ορθή στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος στην ιδιοκτησία και στο περιβάλλον, όταν για την προστασία της ιδιοκτησίας και της εμπιστοσύνης ορισμένων μόνο διοικουμένων καταλήγει να θυσιάζεται το δικαίωμα στο περιβάλλον ως πανανθρώπινο αγαθό που αφορά όχι μόνον τις παρούσες αλλά και όλες τις μέλλουσες γενιές.
Ομοίως κοινή, όσο και απογοητευτική, διαπίστωση για όλες τις ως άνω δικαστικές αποφάσεις που αφορούν την Ιπποκράτειο Πολιτεία, είναι πως -με εξαίρεση τη μειοψηφήσασα γνώμη στη ΣτΕ Ολ 2282/1992- ουδείς εκ των ανωτάτων δικαστών, που συμμετείχαν στη σύνθεσή τους, εφάρμοσε τη θεμελιώδη για τη δημοκρατία αρχή της παρ. 2 του άρθρου 87 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία: «Οι δικαστές, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος». Τούτο δε δοθέντος ότι, δυνάμει της αποφάσεως 3754/1981 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι διατάξεις του άρθρου 5 του δικτατορικού νδ/τος 886/1971, στις οποίες στηρίζεται έως και σήμερα η ύπαρξη της Ιπποκρατείου Πολιτείας εντός του ορεινού οικοσυστήματος της Πάρνηθας, κρίθηκαν κατάφωρα αντισυνταγματικές ως ευθέως αντικείμενες στο άρθρο 24 παρ. 1 του ισχύοντος Ελληνικού Συντάγματος.
4. Ως επίλογος, μια τραγωδία…
Μέσα λοιπόν από αυτή την πολυκύμαντη και θεσμικά βεβαρημένη πορεία διαμορφώθηκε το καθεστώς που συντήρησε την Ιπποκράτειο Πολιτεία ως τις μέρες μας. Ένα καθεστώς νομικά σαθρό και εχθρικό προς τη φύση και τον άνθρωπο που, παρά την επιφανειακή εικόνα του ειδυλλιακού οικισμού μέσα στο καταπράσινο περιβάλλον της Πάρνηθας, σταδιακά έλαβε τη μορφή του «χρονικού ενός προαναγγελθέντος θανάτου» για το οικοσύστημα του σημαντικότερου δρυμού της Αττικής και τις ανθρώπινες περιουσίες που δημιουργήθηκαν στο συγκεκριμένο τμήμα του.
Τη συνέχεια και την κατάληξη όλων αυτών τη γνωρίζουμε όλοι… Η καταστροφή δεν άργησε να έρθει μέσα από τον πύρινο εφιάλτη που, στις 6 Αυγούστου 2021, μετέτρεψε την Ιπποκράτειο Πολιτεία σε στάχτες, στο πλαίσιο μίας τραγωδίας εθνικών διαστάσεων, που βιώνουμε τις τελευταίες ημέρες από τις τεράστιες δασικές πυρκαγιές που κατακαίνε τη χώρα απ’ άκρη σε άκρη, εξαντλώντας τις δυνάμεις, τις αντοχές και το κουράγιο ενός ολόκληρου λαού. Δυστυχώς μαζί με το καμμένο δάσος και τις υλικές περιουσίες θρηνούμε ήδη και την απώλεια του εθελοντή πυροσβέστη Βασίλη Φιλώρα, πατέρα δύο παιδιών, που τραυματίστηκε θανάσιμα ενώ επιχειρούσε με αυταπάρνηση στην Ιπποκράτειο Πολιτεία για την κατάσβεση της τρομακτικής πυρκαγιάς.
«Ενός κακού μύρια έπονται», λέει ο σοφός λαός και δυστυχώς στην περίπτωση της Ιπποκρατείου Πολιτείας το κακό σωρεύτηκε επί δεκαετίες και έδωσε το καταστροφικό αποτέλεσμα που παρακολουθούμε παγωμένοι κατά τα τελευταία εικοσιτετράωρα. Η κυβέρνηση δεν χάνει ευκαιρία να τονίζει πως είναι ικανοποιημένη που δεν θρηνήσαμε ανθρώπινες ζωές από τις πυρκαγιές εξ αιτίας της άμεσης εφαρμογής σχεδίων εκκένωσης των περιοχών, όπου ξεσπούσε πυρκαγιά. Αναμφίβολα είναι ευτύχημα ότι δεν βρήκαν, και πάλι, συνάνθρωποί μας τραγικό θάνατο μέσα στη φωτιά. Ωστόσο το μέγεθος της οικολογικής καταστροφής αλλά και της συμφοράς των ανθρώπων, που είδαν τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής να χάνονται, είναι ανυπολόγιστο.
Στην πραγματικότητα οι υπεύθυνοι νομίζουν πως έσωσαν τους ανθρώπους… Αρκεί να αναλογιστούμε πως, όταν χάνονται τα δάση, ουσιαστικά χάνονται και οι ανθρώπινες ζωές μαζί, απλά ο θάνατος είναι παρατεταμένος και θα τον δούμε με πολλές μορφές να μας πλήττει στις επόμενες χρονιές και γενιές… Και δυστυχώς αφορά όλους μας, είτε ζούμε στις πυρόπληκτες περιοχές είτε στο ευρύτερο περιβάλλον τους, καθώς «στη φύση τίποτε δεν υπάρχει μόνο του και ανεξάρτητο από όλα τα άλλα…», κατά την Ρέιτσελ Κάρσον,[16] αλλά τα πάντα -στοιχεία και διαδικασίες- είναι αλληλένδετα και αλληλεξαρτώμενα.
Η καταστροφή που συντελέστηκε για το περιβάλλον της Αττικής και, κυρίως, για το μοναδικό οικοσύστημα της Πάρνηθας, που ακόμα δεν είχε ανακάμψει από την πυρκαγιά του 2007, είναι καταλυτική για την οικολογική ισορροπία του Λεκανοπεδίου, για τον άνθρωπο και τη ζωή του στην ελληνική πρωτεύουσα που διαρκώς υποβαθμίζεται. Και είναι πλέον βέβαιο πως θα εξακολουθήσουμε να βλέπουμε τις συνέπειές της και στα χρόνια που έρχονται. Τα λόγια των επιστημόνων και των πυροσβεστών για την Ιπποκράτειο Πολιτεία προειδοποιούσαν προφητικά, ήδη από το 2018, μετά τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι: «Θα έχουμε φωτιά, εδώ είναι το Μάτι της Πάρνηθας»[17]. Ας ευχηθούμε να ήταν αυτή -έστω- η τελευταία περιβαλλοντική καταστροφή για τη χώρα μας.
Πηγή: https://dasarxeio.com/2021/08/09/100215/
Recommended Comments
Δημιουργήστε ένα λογαριασμό ή συνδεθείτε προκειμένου να αφήσετε κάποιο σχόλιο
Πρέπει να είστε μέλος για να μπορέσετε να αφήσετε κάποιο σχόλιο
Δημιουργία λογαριασμού
Κάντε μια δωρεάν εγγραφή στην κοινότητά μας. Είναι εύκολο!
Εγγραφή νέου λογαριασμούΣύνδεση
Εάν έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.
Συνδεθείτε τώρα