Ορισμοί σύμφωνα με τον Ν. 2971/2001
«Αιγιαλός» είναι η ζώνη ξηράς που βρέχεται από τη θάλασσα κατά τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της. Ο αιγιαλός αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος της Χώρας, που προστατεύεται από την Πολιτεία, η οποία το διαχειρίζεται, σύμφωνα με τη φύση του και τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του (άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 2971/2001). Ο αιγιαλός τοποθετείται άρα στη στεριά. Ο αιγιαλός δεν δημιουργείται με σχετική πράξη της Πολιτείας, αλλά προκύπτει από φυσικά φαινόμενα, ήτοι τις μεγαλύτερες, αλλά συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων, για τη διαπίστωση δε του πραγματικού αυτού γεγονότος προβλέπεται σχετική διοικητική διαδικασία, άρα ο καθορισμός του ερείδεται σε αντικειμενικά στοιχεία.
«Παραλία» είναι η ζώνη της ξηράς η οποία προστίθεται στον αιγιαλό, σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 10, προς εξυπηρέτηση της επικοινωνίας της ξηράς με τη θάλασσα και αντίστροφα, καθώς και για τη διατήρηση και προστασία των ακτών από τη διάβρωση και γενικότερα την προστασία του αιγιαλού
Καθορισμός ορίων αιγιαλού/παραλίας/παλαιού αιγιαλού
Ο καθορισμός των ορίων του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού γίνεται από Επιτροπή.
Η οριογραμμή του αιγιαλού χαράσσεται με κόκκινο χρώμα στους έγχρωμους ορθοφωτοχάρτες ακριβείας με υψομετρική πληροφορία, κλίμακας τουλάχιστον 1:1000 και φωτοληψίας ετών 2008- 2009, που απεικονίζουν παράκτια ζώνη εύρους τουλάχιστον 300 μέτρων από την ακτογραμμή («υπόβαθρα»).
Εκτός της δυνατότητας της αυτεπάγγελτης κίνησης της διαδικασίας, όποιος ενδιαφέρεται για τον καθορισμό αιγιαλού και παραλίας, απευθύνεται στην αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία, η οποία μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την υποβολή σχετικής αίτησης ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο αν έχει ήδη γίνει καθορισμός.
Η Επιτροπή καθορίζει τις οριογραμμές του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού εντός μηνός από την εισαγωγή της υπόθεσης σε αυτήν και συντάσσει σχετική έκθεση. Η Επιτροπή καθορίζει την παλαιά θέση του αιγιαλού, που υπήρχε μέχρι το έτος 1884 αν υφίστανται κατοχές ιδιωτών, αλλά και προγενέστερα εάν δεν υφίστανται τέτοιες κατοχές, εφόσον η θέση του παλαιού αιγιαλού προκύπτει από ενδείξεις επί του εδάφους ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία εξαιρουμένων των μαρτυρικών καταθέσεων.
Η νομολογία για τον καθορισμό ορίων
Α) Ο αιγιαλός ως «δημόσια κτήση»
Ήδη με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του προϊσχύοντος α.ν. 2344/1940 καθιερώθηκε διοικητική διαδικασία οριοθέτησης της δημόσιας κτήσης, που προέκυπτε από τη μετατόπιση της ακτογραμμής προς τη θάλασσα.
Ενόψει της φύσης του τμήματος αυτού της ξηράς, ως ανεπίδεκτου κτήσης ιδιωτικών δικαιωμάτων όταν καταλαμβανόταν από τις αναβάσεις των χειμέριων κυμάτων, μετά την επέκταση των ορίων της ακτογραμμής προς τη θάλασσα αποτελούσε τμήμα της δημόσιας κτήσης. Λόγω του χαρακτήρα της αυτού η ως άνω διαδικασία μπορούσε κατ’ αρχήν να αναχθεί σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο κατά το παρελθόν.
Ο νομοθέτης, όμως, σταθμίζοντας τις επιπτώσεις του ως άνω καθορισμού σε διακατοχικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν θέσπισε ένα χρονικό όριο μέχρι του οποίου μπορεί να ανατρέξει η διαπίστωση αυτή. Ειδικότερα, αν πριν από το έτος 1884 υπήρχαν κατοχές ιδιωτών στην έκταση μεταξύ του σημερινού και του παλαιού αιγιαλού, η Επιτροπή μπορούσε να αναχθεί μόνο μέχρι του χρόνου αυτού για να διαπιστώσει την θέση και τα όρια του παλαιού αιγιαλού. Η κρίση της Διοίκησης για τον χρόνο διαμόρφωσης του παλαιού αιγιαλού έπρεπε να στηρίζεται σε ενδείξεις τεκμηριωμένες επιστημονικά ή σε μαρτυρικές καταθέσεις (ΣτΕ 1992/2017).
Β) Η αιτιολογία της απόφασης της αρμόδιας Επιτροπής
Νόμιμο στοιχείο κρίσεως για τον καθορισμό της οριογραμμής του αιγιαλού αποτελούν οι διαπιστώσεις της Επιτροπής από επιτόπια επίσκεψη και αυτοψία και οι σχετικές εκτιμήσεις της για τη μορφολογία της ακτής, τη μορφολογία των συνεχόμενων με την ακτή εκτάσεων, το φυσικό όριο της βλάστησης και τη μορφολογία αυτού κατά τόπους, το γεγονός ότι στην περιοχή δεν εντοπίσθηκαν παράκτιοι φυσικοί πόροι, τα μετεωρολογικά στοιχεία της περιοχής, τη μορφολογία του πυθμένα, τον τομέα ανάπτυξης του κυματισμού σε σχέση με το μέτωπο της ακτής, τη μη ύπαρξη νόμιμων τεχνικών έργων, την ύπαρξη χωροταξικών κατευθύνσεων και χρήσεων γης που επηρεάζουν την παράκτια ζώνη, τη μη ύπαρξη καταγεγραμμένων δημοσίων κτημάτων σε άμεση γειτνίαση με την παράκτια ζώνη, τη μη ύπαρξη κτηματολογίου, την ύπαρξη ευπαθών οικοσυστημάτων και προστατευόμενων περιοχών. Κατόπιν τούτων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και καθ’ ό μέρος πλήττει την ανέλεγκτη τεχνική κρίση της Διοίκησης ως απαράδεκτος, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής και αόριστη, διότι η ύπαρξη άμμου προέρχεται μόνον από τη διάβρωση εκ της αέναης κυματικής δράσης και όχι από την εναπόθεση φερτών υλών (ΣτΕ 1391/2016).
Για περισσότερα, βλ. https://www.pgalanislaw.gr/blog/
Παναγιώτης Γαλάνης,
Δικηγόρος Περιβαλλοντικού – Πολεοδομικού Δικαίου, PhD, LLM
[email protected]
www.pgalanislaw.gr