Μετάβαση στο περιεχόμενο
  • HoloBIM Structural
    HoloBIM Structural

  • Αρθρογραφία

    Αρθρογραφία

    419 ειδήσεις in this category

    1. Αρθρογραφία

      Engineer

      Η ιδιαίτερη ταυτότητα της νησιωτικής Ελλάδας διαβρώνεται και… σιδερώνεται προκειμένου να αξιοποιηθεί στο έπακρο. Ομως η ζήτηση έχει αλλάξει. Σήμερα ο τουρισμός που ελκύεται από την Ελλάδα δεν κυνηγά πια τα τρία «s» (sun - sex - sea) αλλά είναι «πολύ-κινητρικός» και τον κεντρίζει ο πολιτισμικός χαρακτήρας του κάθε τόπου. Μια νέα κουλτούρα τουριστικής ανάπτυξης που θα εστιάζει στην τοπικότητα ίσως να είναι η πλέον επείγουσα και δραστική απάντηση στη ραγδαία μεταμόρφωση των νησιών του Αιγαίου, που μετρούν το ένα μετά το άλλο ανεπανόρθωτες αλλοιώσεις του τόσο ξεχωριστού πολιτισμικού τοπίου τους.
      Αλλοιώσεις που ξεκίνησαν στα χρόνια της χρηματοπιστωτικής κρίσης και που σήμερα η πλειονότητα των ντόπιων έχει καταλήξει να τις αντιλαμβάνεται ως «έξυπνη» προσαρμογή στις υποτιθέμενες ακλόνητες επιταγές του υπερτουρισμού.
      Το βλέπουμε όλο και συχνότερα ότι οι νησιωτικές κοινωνίες αυτοϋπονομεύονται σταδιακά στο όνομα του εύκολου κέρδους και μιας κακώς εννοούμενης επένδυσης στα κύματα των πολυαναμενόμενων τουριστών και των παραθεριστών με δευτερεύουσες κατοικίες.
      Τήνος. Κελί με αρνητικό πρόσημο
      Manthos Prelorentzos Κάπως έτσι η ιδιαίτερη ταυτότητα της νησιωτικής Ελλάδας διαβρώνεται και… σιδερώνεται, προκειμένου να αξιοποιηθεί στο έπακρο... Το ξερολιθικό κτίσμα που έχει αντέξει δύο αιώνες και ενσωματώνει όλα τα μυστικά της παραδοσιακής μαστοριάς, μια στάνη π.χ. ή ένα κελί σε ένα άνυδρο και ανεμοδαρμένο τοπίο που προκαλεί δέος, θα μετατραπεί σε μίνι βίλα με πισίνα, ηλιακό θερμοσίφωνο, γεώτρηση, ιδιωτική οδό, άδεια (φυσικά!) και τουπέ.
      Τήνος. Εσωτερικό αγροτικού κτίσματος στην περιοχή Κουσίνια
      Manthos Prelorentzos Αραγε δεν υπάρχει άλλος τρόπος η επανάχρηση ενός αγροτικού κτίσματος να γίνει με σεβασμό στην ιδιαίτερη ταυτότητα του κάθε τόπου; Το πέτρινο βόλτο ενός ευρύχωρου σπιτικού που έχει καταρρεύσει σε ένα από τα λίγα αποτυπωμένα κυκλαδίτικα χωριά, θα γκρεμιστεί νύχτα με κάποιο πρόσχημα, προκειμένου να μη δημιουργήσει στους νέους ιδιοκτήτες μπερδέματα με το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής.
      Ομως θα μπορούσε να συντηρηθεί και να ενσωματωθεί στη νεόδμητη κατοικία τους, που θα όφειλε να κρατήσει το ύφος και την κλίμακα του οικισμού. Διότι αυτά ακριβώς, το φυσικό και το ανθρωπογενές πολιτιστικό περιβάλλον, αποτελούν σήμερα τουριστικό πόρο…
      Η συζήτηση «“μαζικός τουρισμός” ή τουρισμός με “πολυσύνθετο προϊόν”» έχει πια κριθεί. Ο «ειδικός» τουρισμός, με περίπου 35 διαφορετικά «προϊόντα» (θρησκευτικός τουρισμός, πολιτισμικός, ποδηλατικός, περιπατητικός, οικοτουρισμός, bird watching, «σκοτεινός» λ.χ. στα ίχνη του Εμφυλίου κ.ο.κ.), όπως και ο «εναλλακτικός» τουρισμός (η αναζήτηση του ιδιαίτερου, του εύθραυστου, του «μοναδικού»), έχουν αρχίσει να φέρνουν μια καθοριστική ανατροπή στα πρότυπα ανάπτυξης στην Ελλάδα και έχουν πολλαπλασιάσει τους προορισμούς.
      Το υπογραμμίζει και ο καθηγητής Τουριστικής Ανάπτυξης στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Πάρις Τσάρτας. «Το 2022, το 60% του τουρισμού (32 εκατομμύρια) ήρθε στην Ελλάδα για διακοπές και το υπόλοιπο για εναλλακτικά προϊόντα» (βλ. και «Τα ταξίδια της ζωής μας. Εμπειρίες, δικαίωμα, γιορτή», εκδ. Κριτική 2023). Η ζήτηση έχει αλλάξει και η προσφορά χρειάζεται να πάρει το μήνυμα ότι σήμερα ο τουρισμός που ελκύεται από την Ελλάδα δεν κυνηγά πια τα τρία «s» (sun - sex - sea) αλλά είναι «πολύ-κινητρικός» και τον κεντρίζει ο πολιτισμικός χαρακτήρας του κάθε τόπου.
      Τήνος. Πατητήρι από σχιστόπλακες
      Manthos Prelorentzos Το παράδειγμα της σύγχρονης Τήνου είναι ιδιαίτερα εύγλωττο. Διότι αντιπαλεύουν πολλές δυνάμεις σ’ αυτό το «χειροποίητο νησί» με τους φανατικούς Γερμανούς και Γάλλους παραθεριστές. Ετσι το είχε βαφτίσει ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης, πολύ προτού καταφτάσουν εκεί οι Χριστοφοράκοι και οι Μητσοτάκηδες.
      Ομως αυτός ακριβώς ο προσδιορισμός «χειροποίητο» μοιάζει να απειλείται σοβαρά σήμερα, όχι μόνο στην Τήνο αλλά και στη γειτονική Νάξο και την Αμοργό και σε πλήθος άλλα νησιά με ιδιαίτερη λαϊκή παραδοσιακή αρχιτεκτονική.
      Αυτά τα ζητήματα παρουσιάστηκαν, αναλύθηκαν και συζητήθηκαν στις 22 και 23 Απριλίου, μέσα από 17 εισηγήσεις ειδικών σε ένα υποδειγματικό διήμερο εκδηλώσεων που διοργανώθηκε στη Χώρα της Τήνου από την ambassada (www.ambassada.gr): έναν ανεξάρτητο πολιτιστικό και περιβαλλοντικό σύλλογο, με διαφορετικές ευαισθησίες από τους διαπλεκόμενους παραδοσιακούς. Ιδρύθηκε το 2023, είναι δραστήριος και βαθιά μελετημένος, δικτυωμένος με μαχητικούς αντίστοιχους συλλόγους σε άλλα νησιά και πεισμωμένος. Οχι για πολεμική αλλά για την καλλιέργεια μιας νοοτροπίας σεβαστικής στην αξιοποίηση του πολιτισμικού κεφαλαίου αυτού του τόπου ή και άλλων συγγενών του στο Αιγαίο.
      «Αμπασάδα» στα ισπανικά είναι το θέλημα, η από καρδιάς φροντίδα, η εξυπηρέτηση. Η ambassada τόλμησε να ανοίξει τη συζήτηση για την «Προστασία του τοπίου ως συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη του νησιού», αναζητώντας δρόμους κοινής δράσης μεταξύ των κοινωνικών ομάδων συμφερόντων.
      Εστίασε στην «επαναφορά» του «χειροποίητου τοπίου», στην καταξίωσή του και στην προστασία του ακόμη και στις νέες χρήσεις του. Και παρουσίασε διαφορετικές πτυχές αυτής της υπόθεσης, που εξακολουθεί ωστόσο να είναι ακανθώδης για πολλούς επαγγελματίες στην οικοδομή, στον τουρισμό, στην αυτοδιοίκηση.
      Στις ομιλίες τους, οι εισηγήτριες και οι εισηγητές στάθηκαν σε ζητήματα θεσμικά, νομικά, αρχιτεκτονικά, τεχνικά ή κοινωνικά, στοχεύοντας όχι στην καταγγελία αλλά στην ευαισθητοποίηση τόσο του ευρύτερου κοινού όσο και των εμπλεκόμενων επαγγελματιών.
      Ωστόσο, με τις τοποθετήσεις τους και με την προβολή συνοδευτικών φωτογραφιών, αναδείχθηκαν έμμεσα και οι αδυναμίες και τα όρια του κυρίαρχου έως τώρα μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα αλλά και οι επιλογές ορισμένων επήλυδων και ντόπιων, που είναι κακοποιητικές για το πολιτισμικό προφίλ του νησιού.
      Τήνος. Κελί στην περιοχή Πετριάδος. Η ποικιλία των λαϊκών κτισμάτων παραδοσιακής αρχιτεκτονικής με λιθοδομή χωρίς συνδετικό κονίαμα είναι εντυπωσιακή στην Τήνο κι αυτό την καθιστά ιδανικό παράδειγμα για έναν αναπροσανατολισμό του μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης.
      Manthos Prelorentzos Η τουριστική μονοκαλλιέργεια δημιουργεί προβλήματα
      Από τα πιο δραστήρια μέλη της ambassada -μαζί με τον εικαστικό Γιάννη Δελλατόλα, τον φωτογράφο Μάνθο Πρελορέντζο, τον Θοδωρή Μαρκουίζο (πρόεδρο, με κλήρο, της ambassada) κ.ά.-, η Κωνσταντίνα Παπαγεωργίου σχολίασε στην «Εφ.Συν.»:
      «Αν σήμερα οι κάτοικοι του νησιού δυσανασχετούν για την έλλειψη υποδομών, που δημιουργεί προβλήματα λειψυδρίας, δυσοσμίας, σκουπιδιών ή για την ηχορύπανση κ.λπ., στην πραγματικότητα αυτά είναι παρωνυχίδες μπροστά στη μεγάλη και κυρίως μη αναστρέψιμη καταστροφή που υποσκάπτει το μέλλον -ναι, και το τουριστικό μέλλον- του νησιού: την καταστροφή του ανεπανάληπτου τηνιακού τοπίου. Καταστρέφεται για πάντα, για στιγμιαίο όφελος, ένας πόρος από τον οποίο το νησί θα μπορούσε να αντλεί στο διηνεκές.
      »Τα προβλήματα της τουριστικής μονοκαλλιέργειας, που συνδέεται άμεσα με την αγορά ακινήτων και την οικοδομή, έγιναν περισσότερο από ορατά κατά τη διάρκεια της «οικονομικής κρίσης». Η Τήνος, μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, είχε το χάρισμα να είναι αυτάρκης.
      Η γη τώρα αλλάζει χέρια και μετατρέπεται ταχύτατα σε κάτι που έχει αξία μόνο ελάχιστες μέρες κάθε χρόνο. Οι πεζούλες γκρεμίζoνται, η γη, ακαλλιέργητη, φεύγει με τον αέρα και καταλήγει στη θάλασσα. Κι όμως, για να δημιουργηθούν δύο εκατοστά εδάφους χρειάζονται, λένε οι επιστήμονες, πεντακόσια χρόνια. Οι ίδιες οι πεζούλες ενίοτε έχουν ηλικία πολλών αιώνων.
      »Ετυχε (καλώς; κακώς;) δίπλα στην Τήνο να βρίσκεται η Μύκονος κι έχει αναπόφευκτα γίνει πρότυπο πολλών ανθρώπων εδώ στο νησί. Θα μπορούσαμε όμως να φανταστούμε ότι γειτνιάζει με την Υδρα -όπου, ως γνωστόν, δεν κυκλοφορούν αυτοκίνητα, οι ροές των τουριστών είναι αμείωτες και οι τιμές των ακινήτων υψηλότερες της Μυκόνου! Το καλύτερο, βέβαια, θα ήταν να τολμήσει η Τήνος να αποδεχτεί, να αξιοποιήσει και να προβάλει τη δική της ταυτότητα».
      Πράγματι, η ποικιλία των λαϊκών κτισμάτων παραδοσιακής αρχιτεκτονικής με λιθοδομή χωρίς συνδετικό κονίαμα είναι εντυπωσιακή στην Τήνο κι αυτό την καθιστά ιδανικό παράδειγμα για έναν αναπροσανατολισμό του μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης. Διότι εκεί, όπως έλεγαν οι παλιοί, «ο τεχνίτης δεν ήταν ποτέ ένας απλός κατασκευαστής».
      Αυτό φαίνεται στα αλώνια, στα καμίνια, στα υπαίθρια λιοτρίβια και πατητήρια, στους στάβλους, στις κρήνες, αλλά και στα μονοπάτια που τυλίγουν το νησί, καλύπτοντας διαδρομές συνολικά 150 χιλιομέτρων. Και, φυσικά, στις πεζούλες για τις καλλιέργειες και στους περίφημους περιστεριώνες που η Μελίνα Μερκούρη είχε φροντίσει να συντηρηθούν με τις παραδοσιακές τεχνικές και σήμερα είναι περίπου χίλιοι. Για πόσο καιρό, όμως, θα διατηρηθεί αυτό το παλίμψηστο;
      Ηδη από τις αρχές του 21ου αιώνα, η χρήση των νέων υλικών όπως το τσιμέντο και το πλαστικό έχει γίνει ανεξέλεγκτη. Ηδη οι νεότεροι αντιγράφουν στο σπιτικό τους είτε τον κακέκτυπο μικροαστισμό της Αθήνας είτε τις… μοντερνιές των φραγκάτων.
      Πώς θα πειστεί ο επίδοξος αγοραστής ενός οικοπέδου να μη μετακινήσει τη μαρμάρινη κρήνη για να διακοσμήσει τη σάλα του; Να μην κτίσει δύο ορόφους πάνω από τον περιστεριώνα; Να μην ξεριζώσει το αλώνι για να εγκαταστήσει μια πισίνα; Πώς θα μεταδοθούν τα μυστικά της ξερολιθιάς, όταν χαθούν οι δάσκαλοι τεχνίτες; Πώς θα ακουστεί ο ψίθυρος αυτού του συγκεκριμένου τόπου πιο δυνατά από το τραγούδι των σειρήνων;
      Τήνος. Ξερολιθική αγροτική κατοικία στην περιοχή Κουσίνια
      Manthos Prelorentzos Glocal για μια νέα κουλτούρα ανάπτυξης
      Είναι κρίσιμο να αλλάξει το τουριστικό προϊόν, είχε πει ο καθηγητής Τσάρτας, στην ομιλία του στην Τήνο. Με άλλα λόγια, είναι κρίσιμο να αλλάξει το αναπτυξιακό παράδειγμα, «διότι σημασία έχει ο βιώσιμος τουρισμός». Οι όποιες πολιτικές της απόλυτης ασυδοσίας (όπως εκείνες που κυριάρχησαν ως το '80) δεν οδηγούν πλέον πουθενά και η… «Μυκονοποίηση» έχει αρχίσει να έχει ολέθρια αποτελέσματα ακόμη και στη Μύκονο! Το μυστικό είναι η λογική του glocal (global+local) που συνταιριάζει το τοπικό με το παγκόσμιο, υποστηρίζει παρεμβάσεις από τα «κάτω» προς τα «επάνω» και, στην προκειμένη περίπτωση, δίνει αναπτυξιακή δυναμική στην τοπικότητα.
      Αυτήν την προοπτική καλλιεργούν όχι μόνο η ambassada (που εστιάζει στο ξερολιθικό περιβάλλον της Τήνου) αλλά και αντίστοιχες πρωτοβουλίες σε άλλα νησιά. Στη Νάξο λ.χ. η δραστηριότητα της Monumenta (ΑΜΚΕ για την προστασία της φυσικής και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς Ελλάδας και Κύπρου), τα τελευταία 15 χρόνια, έκανε ένα σημαντικό βήμα στο οποίο πρωτοστάτησε η αρχαιολόγος Ειρήνη Γρατσία.
      Ξεκίνησε την καταγραφή των ιστορικών αγροτικών κτισμάτων του νησιού. Ετσι, σήμερα, με τη φροντίδα του αρχαιολόγου Στέλιου Λεκάκη, έχουν ήδη καταγραφεί 200 κτίσματα σε μια βάση δεδομένων που συνδέεται με ερευνητικό πρόγραμμα του πανεπιστημίου του Νιουκάσλ στο Ηνωμένο Βασίλειο.
      Στην Αμοργό, το «Μιτάτο» (ΑΜΚΕ), που ίδρυσαν μεταξύ άλλων η αρχιτεκτόνισσα Σεμέλη Δρυμωνίτη και η κοινωνική ανθρωπολόγος Μαρία Νομικού, δημιούργησε ένα Εργαστήριο Ξερολιθιάς για την αποκατάσταση των ξερολιθικών κατασκευών αλλά και για την αποκατάσταση των παλιών πηγών νερού, για τη μετάδοση της τεχνογνωσίας και για την αποκατάσταση του κύρους της παραδοσιακής μαστοριάς.
      Στη Θηρασιά η διεπιστημονική συλλογικότητα «Μπουλούκι» (ΑΜΚΕ, βλ. boulouki.org), με ιδρυτικό μέλος τον αρχιτέκτονα Γρηγόρη Κουτρόπουλο, προκήρυξε τρεις θέσεις μαθητείας στις ντόπιες τεχνικές που επεξεργάζονται την ηφαιστειακή πέτρα.
      Ετσι κατάφερε να αποκαταστήσει έναν εντυπωσιακό υπόσκαφο οικισμό, όπου φιλοξενούνταν οι άνθρωποι που δούλευαν στα κλειστά πλέον ορυχεία της Θηρασιάς. Επιπλέον, οργάνωσε και σειρά διαλέξεων για την ένταξη των παραδοσιακών τεχνικών στη σύγχρονη κατασκευαστική τεχνική.
      Ομως τα βήματα που χρειάζεται να γίνουν είναι ακόμη πολλά. Κατ' αρχάς «μόνο αναγνωρίζοντας τι έχουμε, μπορούμε να το διαχειριστούμε», σημειώνει η Ειρήνη Γρατσία. Η τοπικότητα λ.χ. είναι μια υπόθεση που αφορά την συλλογική ταυτότητα των κατά τόπους κοινωνιών, έχει και συναισθηματική διάσταση και καλλιεργεί την κοινωνική μνήμη. Βλέπουμε ωστόσο τον κώδικα των κοινών αξιών να παρακάμπτεται, στο όνομα του άμεσου οφέλους.
      Η καταγραφή των λαϊκών κτισμάτων παραδοσιακής αρχιτεκτονικής είναι, λοιπόν, απαραίτητη. Αλλά χρειάζεται και το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο. Ομως, εδώ, υπάρχει αμηχανία για το ποιο είναι το κατάλληλο. Διότι τα «κηρυγμένα» μνημεία, αυτά που χρονολογούνται πριν από το 1830, «δικαιούνται» να προστατευτούν από τον Αρχαιολογικό Νόμο. Αλλά σήμερα συζητάμε κυρίως για μια κληρονομιά που τώρα γίνεται αντιληπτή ως τέτοια.
      Τήνος. Αγροτικό κτίσμα πάνω από τον εγκαταλελειμμένο οικισμό Μοναστήρια
      Manthos Prelorentzos Βέβαια, η τέχνη της ξερολιθιάς εντάχθηκε το 2018 στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Στοιχείων Αϋλης Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας, της UNESCO, αλλά πόσο συχνά και σε ποια έκταση μπορεί να αξιοποιηθεί αυτή η αναγνώριση; Υπάρχει πράγματι ένα κάποιο νομικό υπόβαθρο προστασίας (π.χ. η Σύμβαση της Γρανάδας του 1972) αλλά η νομική διάσταση του ζητήματος παραμένει περίπλοκη.
      Το σημαντικότερο, λοιπόν, είναι, σύμφωνα και με τον έμπειρο καθηγητή Πάρι Τσάρτα, ο συμμετοχικός σχεδιασμός: να γεφυρωθούν τα πράγματα υπό όρους και οι τοπικές ομάδες συμφερόντων να συνεργαστούν για την προστασία και την αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος.
    2. Αρθρογραφία

      Engineer

      Η άνοδος της ατμοσφαιρικής θερμοκρασίας και της στάθμης της θάλασσας, η μονιμοποίηση των τυφώνων και των πλημμυρών και πολυποίκιλοι παράγοντες που οφείλονται στο φαινόμενο του θερμοκηπίου καταπονούν τα δομικά υλικά των πάσης φύσεως κατασκευών, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή εκατομμυρίων πολιτών σε ολόκληρο τον πλανήτη.
      Οι αρχιτέκτονες και οι μηχανικοί σχεδιάζουν κτίρια και άλλες κατασκευές, όπως γέφυρες, για να λειτουργούν εντός των παραμέτρων του τοπικού κλίματος. Είναι κατασκευασμένα με υλικά και ακολουθούν πρότυπα σχεδίασης που μπορούν να αντέξουν το αναμενόμενο εύρος θερμοκρασιών, βροχοπτώσεων, χιονιού και ανέμων, καθώς και οποιωνδήποτε γεωλογικών ζητημάτων όπως οι σεισμοί, οι καθιζήσεις και τα επίπεδα των υπόγειων υδάτων.
      Οταν ξεπεραστεί οποιαδήποτε από αυτές τις παραμέτρους, πιθανότατα κάποια στοιχεία του κτιρίου θα αποτύχουν. Εάν υπάρχουν ισχυροί άνεμοι, ορισμένα πλακίδια οροφής μπορεί να αποκολληθούν. Εάν, έπειτα από μέρες έντονης βροχής, ο υδροφόρος ορίζοντας ανεβεί, το υπόγειο μπορεί να πλημμυρίσει. Ωστόσο, αφού περάσει το συμβάν, η ζημιά μπορεί να αποκατασταθεί και πρόσθετα μέτρα μπορούν να μειώσουν την επανεμφάνιση του κινδύνου.
      Ομως, νέα δεδομένα που αφορούν ορισμένες αλλαγές, όπως τις υψηλότερες μέσες ατμοσφαιρικές θερμοκρασίες και την αυξημένη υγρασία, εμφανίζουν μια τάση μονιμοποίησης. Για παράδειγμα, αυτό που προηγουμένως θεωρούσαμε πλημμύρα που συμβαίνει μια φορά τον αιώνα μπορεί να γίνει ένα συνηθέστερο περιστατικό. Μερικές από αυτές τις επιπτώσεις είναι αρκετά προφανείς.
      Τα σπίτια θα είναι πιο επιρρεπή στην υπερθέρμανση, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή των κατοίκων, κάτι που συνέβη κατά τη διάρκεια του πρόσφατου «θερμικού θόλου» στη Βόρεια Αμερική. Η αυξημένη συχνότητα των πλημμυρών και το πλημμύρισμα μεγαλύτερων περιοχών ενδέχεται να οδηγήσει στην εγκατάλειψή τους.
      Τήξη υλικών
      Σε κάποιο βαθμό, αυτές οι επιπτώσεις θα εντοπιστούν και θα μπορούσαν να περιοριστούν, με αρκετά απλές θεραπείες. Για παράδειγμα, η υπερθέρμανση μπορεί να μειωθεί με σκίαση παραθύρων με τέντες ή περσίδες, καλή μόνωση και άφθονο αερισμό. Ισως πιο ανησυχητικές είναι οι ύπουλες επιπτώσεις των προαναφερόμενων φαινομένων που υπονομεύουν σταδιακά τις βασικές λειτουργίες ενός κτιρίου με λιγότερο φανερούς τρόπους, γράφει στο Conversation ο Ραν Μπόιντελ, λέκτορας στη Βιώσιμη Ανάπτυξη στο Πανεπιστήμιο Χέριοτ-Βατ.
      Τα υλικά διαστέλλονται καθώς θερμαίνονται, ειδικά τα μέταλλα, τα οποία μπορούν να λυγίσουν μόλις ξεπεραστεί η σχεδιασμένη αντοχή τους. Για έναν ουρανοξύστη στο Σενζέν της Κίνας, οι υψηλές θερμοκρασίες κατηγορήθηκαν εν μέρει για την ανατάραξη της δομής, αναγκάζοντας την εκκένωσή του, καθώς ο χαλύβδινος σκελετός «τεντώθηκε» με τη ζέστη. Οι ακραίες θερμοκρασίες μπορούν ακόμη και να προκαλέσουν τήξη υλικών, με αποτέλεσμα οι δρόμοι να «αιμορραγούν» καθώς το επιφανειακό στρώμα της πίσσας μαλακώνει.
      Η καθίζηση –όταν το έδαφος κάτω από μια δομή υποχωρεί, προκαλώντας τη ρωγμή ή την κατάρρευσή του– αναμένεται επίσης να συμβαίνει συχνότερα σε έναν θερμότερο κόσμο. Τα κτίρια με θεμέλια σε αργιλώδη εδάφη είναι ιδιαίτερα ευάλωτα, καθώς τα εδάφη διογκώνονται όταν απορροφούν νερό και στη συνέχεια σκληραίνουν και συρρικνώνονται καθώς στεγνώνουν. Αυτό θα επιδεινωθεί με την αλλαγή των μοτίβων των βροχοπτώσεων. Για τα επόμενα 50 χρόνια, για παράδειγμα, αναμένεται ότι περισσότερο από το 10% των ακινήτων στη Βρετανία θα επηρεαστούν από καθίζηση.
      Μπετόν με «καρκίνο»
      Ισως η μεγαλύτερη ανησυχία είναι ότι αυτά τα φαινόμενα θα επηρεάσουν το οπλισμένο σκυρόδεμα, ένα από τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα υλικά στη Γη. Χρησιμοποιείται σε όλα, από ουρανοξύστες και γέφυρες έως τα υπέρθυρα πάνω από τα παράθυρα στα σπίτια. Το οπλισμένο σκυρόδεμα κατασκευάζεται με την τοποθέτηση χαλύβδινων ράβδων μέσα σε ένα καλούπι και την πρόσθεση υγρού σκυροδέματος.
      Μόλις στεγνώσει, παράγει απίστευτα ισχυρές κατασκευές. Ομως, ένα θερμότερο υγρό κλίμα θα καταστρέψει την αντοχή αυτού του υλικού. Οταν ο χάλυβας μέσα στο σκυρόδεμα βραχεί, σκουριάζει και διαστέλλεται, σπάει το σκυρόδεμα και εξασθενεί τη δομή σε μια διαδικασία που μερικές φορές αναφέρεται ως «καρκίνος του σκυροδέματος».
      Τα κτίρια σε παράκτιες περιοχές είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα καθώς το χλωρίδιο στο αλμυρό νερό επιταχύνει τη σκουριά. Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας θα ανεβάσει τον υδροφόρο ορίζοντα και θα τον καταστήσει πιο αλμυρό, επηρεάζοντας τα θεμέλια των κτιρίων, ενώ η διασπορά του αλατιού θα εξαπλωθεί περαιτέρω με ισχυρότερους ανέμους.
      Η ενανθράκωση
      Ταυτόχρονα, το σκυρόδεμα επηρεάζεται από την ενανθράκωση, μια διαδικασία όπου το διοξείδιο του άνθρακα από τον αέρα αντιδρά με το τσιμέντο για να σχηματίσει ένα διαφορετικό χημικό στοιχείο, το ανθρακικό ασβέστιο. Αυτό μειώνει το pH του σκυροδέματος, καθιστώντας τον χάλυβα ακόμη πιο επιρρεπή στη διάβρωση. Από τη δεκαετία του 1950, τα παγκόσμια επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα έχουν αυξηθεί από περίπου 300 μέρη ανά εκατομμύριο σε πάνω από 400. Περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα σημαίνει περισσότερη ενανθράκωση.
      Επί της ουσίας, προκύπτει μια αφύπνιση για την ευθραυστότητα των υπαρχόντων κτιρίων. Αλλά, πέραν αυτού, τα δεδομένα δείχνουν ότι ο πλούτος δεν προστατεύει από τις επιπτώσεις των έντονων κλιματικών φαινομένων που χτυπούν αδιάκριτα.
      Τα πλούσια έθνη έχουν την οικονομική δυνατότητα να προσαρμοστούν πιο γρήγορα και να μετριάσουν αυτές τις επιπτώσεις, αλλά δεν μπορούν να τις σταματήσουν στα σύνορα. Τα κτίρια είναι ευάλωτα σε αυτές τις επιπτώσεις, ανεξάρτητα από το πού βρίσκονται στον κόσμο και, αν μη τι άλλο, τα σύγχρονα κτίρια των ανεπτυγμένων χωρών έχουν περισσότερα πράγματα που μπορούν να πάνε στραβά, παρά οι απλούστερες παραδοσιακές κατασκευές.
    3. Αρθρογραφία

      Engineer

      Η αρχιτεκτονική χρόνια τώρα δεινοπαθεί στη χώρα μας. Ουδέποτε βρήκε τη θέση που της αρμόζει και της αξίζει, ως σημαντική πολιτιστική συνιστώσα. Πάντοτε βρισκόταν στο περιθώριο, στη σκιά, στην αφάνεια. Μάταια η πλειονότητα των Ελλήνων αρχιτεκτόνων προσπαθεί να αντιστρέψει αυτή την κατάσταση και να διαμορφώσει καλύτερες συνθήκες άσκησης του επαγγέλματός τους. Προσκρούει όμως πάνω σε ανυπέρβλητα εμπόδια, στο αδιαπέραστο τείχος που λέγεται ελληνική πραγματικότητα.
      Αναμφίβολα, η ποιότητα της αρχιτεκτονικής δημιουργίας εξαρτάται άμεσα από τη γενικότερη πολιτισμική στάθμη της κοινωνίας. Δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδεσμευτεί από το κοινωνικό γίγνεσθαι, αφού η αρχιτεκτονική αυτό εκφράζει ως χτισμένο περιβάλλον, αυτό αποτυπώνει στον χώρο και τον χρόνο: τον τρόπο που ζούμε και συμπεριφερόμαστε. Μ’ αυτή την έννοια δεν είναι ποτέ ουδέτερη, αλλά αποκαλύπτει πάντοτε τις συνθήκες που τη γέννησαν. Είναι συνεπώς κυρίως ο εργοδότης (ιδιώτης ή Δημόσιο) αυτός που προδιαγράφει το ιδεολογικό, κοινωνικό και ταξικό της πρόσημο.
      Από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, η «επίσημη» αρχιτεκτονική στον τόπο μας ακολουθούσε πιστά το δυτικό πρότυπο. Μιμούνταν, ως επί το πλείστον, άκριτα τα ευρωπαϊκά παραδείγματα εξυμνώντας το ξενόφερτο, ενώ την ίδια στιγμή η λαϊκή αρχιτεκτονική απαξιωνόταν ή αναδεικνύονταν μόνο τα φολκλορικά χαρακτηριστικά της, μέσω μιας ρομαντικής διάθεσης «επιστροφής στις ρίζες». Οι Ελληνες αρχιτέκτονες βρίσκονταν έτσι πάντοτε αντιμέτωποι με το ψευτοδίλημμα τοπικισμός ή διεθνισμός και η διαδρομή τους έμοιαζε με το πέρασμα του στενού ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη.
      Advertisement
      Στην πραγματικότητα οι αρχιτέκτονες ουδέποτε κατορθώσαμε να πείσουμε τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα για την αδήριτη ανάγκη της τέχνης και της επιστήμης μας. Αντίστοιχα, το ελληνικό Δημόσιο και οι κρατικές υπηρεσίες αντιμετώπιζαν την αρχιτεκτονική ως αχρείαστη πολυτέλεια και ενοχλητικό εμπόδιο στους σχεδιασμούς τους. Αν εξαιρέσει κανείς μια μικρή περίοδο του Μεσοπολέμου και της δεκαετίας του ’60, όπου πραγματοποιήθηκαν κάποια αξιόλογα κρατικά προγράμματα (σχολικά και νοσοκομειακά συγκροτήματα, εργατικές και προσφυγικές κατοικίες, τουριστικά καταλύματα), το Δημόσιο στην ουσία λειτούργησε υπονομευτικά και όχι ως αρωγός της αρχιτεκτονικής.
      Απ’ ευθείας αναθέσεις αντικατέστησαν τη διαδικασία των πανελλήνιων αρχιτεκτονικών διαγωνισμών. Βραβευμένες μελέτες ουδέποτε υλοποιήθηκαν και πάμπολλες φορές παρακάμφθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες, προκειμένου να χτιστούν στη θέση τους άλλα κτίρια, σχεδιασμένα από μελετητές που είχαν πολιτικές ή άλλες διασυνδέσεις με τους κρατούντες. Η κακοδαιμονία αυτή συνεχίζεται αμείωτη μέχρι τις μέρες μας, με τα παραδείγματα τέτοιων απαράδεκτων διαδικασιών να αποτελούν δυστυχώς τον κανόνα και όχι τις εξαιρέσεις. Η αρχιτεκτονική του κατεστημένου διαφημίζεται, προωθείται και χτίζεται διαχρονικά στη χώρα μας, διαμορφώνοντας και επιβάλλοντας τα πρότυπά της στην ελληνική κοινωνία.
      Και σαν να μην έφτανε αυτό, σήμερα βλέπουμε και ιδιώτες με προκάλυμμα διάφορα πολιτιστικά ιδρύματα να επεμβαίνουν και να προωθούν ανερυθρίαστα, με τις ευλογίες της ηγεσίας του ΥΠΠΟΑ, τις δικές τους προτάσεις και τους δικούς τους μελετητές, ακόμη και για δημόσια έργα που επιλέχθηκαν μέσω διεθνών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, όπως το Μουσείο Ενάλιων Αρχαιοτήτων στο λιμάνι του Πειραιά. Η αρχιτεκτονική έτσι, για άλλη μία φορά, εκφράζει ολοφάνερα την ταξική της προέλευση και στόχευση. Η διαπλοκή και οι δημόσιες σχέσεις έχουν απλωθεί σαν γάγγραινα παντού, ενώ το Δημόσιο απώλεσε τον κοινωνικό του ρόλο και υποτάχθηκε πλήρως στις επιταγές και τα συμφέροντα του ιδιωτικού.
      Ενας διαχρονικός επαρχιωτισμός χαρακτηρίζει έντονα τις επιλογές και τις αποφάσεις τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα, σε ό,τι αφορά σημαντικά αρχιτεκτονικά έργα. Εμβληματικά κτίρια ανατίθενται με απ’ ευθείας αναθέσεις σε ξένους star-architects, ενώ οι Ελληνες αρχιτέκτονες μηχανικοί αγνοούνται επιδεικτικά και σπρώχνονται στο περιθώριο. Χαρακτηριστική κι εδώ είναι η τελευταία πρωτοφανής και προκλητική μεθόδευση για τη μελέτη επέκτασης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, η οποία αποτελεί το αποκορύφωμα της απαξίωσης και υπονόμευσης του πολύπαθου θεσμού των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών. Η ξενομανία συνεχίζει ακάθεκτη να καταδυναστεύει το παρόν μας σαν εφιάλτης, ενώ την ίδια στιγμή η νεοελληνική αρχιτεκτονική υποτιμάται, υποβαθμίζεται και θεωρείται υποδεέστερη, μπροστά στην υποτιθέμενη υπεροχή των ξένων αρχιτεκτόνων.
      Δυστυχώς, ολοένα και περισσότερο, το τελευταίο διάστημα, το υπουργείο Πολιτισμού μετατρέπεται σε υπουργείο «βαρβαρότητας και απαιδευσιάς», το οποίο προσβάλλει αντί να στηρίζει τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας. Μια απλή σύγκριση του πώς αντιμετωπίζει η ελληνική πολιτεία την αρχιτεκτονική σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες αρκεί για να καταδείξει την ανύπαρκτη ανάδειξη και προώθηση του έργου των Ελλήνων αρχιτεκτόνων τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Η Ελλάδα ήταν και συνεχίζει –δυστυχώς– να είναι εισαγωγέας και μεταπράτης αρχιτεκτονικών προτύπων και πολιτισμού. Η εσωστρέφεια υπονομεύει, κατατρώγει και εκμηδενίζει ό,τι σημαντικό πάει να ανθήσει σ’ αυτόν τον τόπο ή όπως έλεγε ο Σεφέρης, «… στην Ελλάδα όπου καταστρέφουν τα πάντα σαν τις ακρίδες».
      Την ίδια ώρα, οι νέοι ταλαντούχοι αρχιτέκτονες και αρχιτεκτόνισσες πνίγονται μέσα στο τέλμα της ζοφερής καθημερινότητας των «τακτοποιήσεων και νομιμοποιήσεων». Τα όνειρα και οι προσδοκίες τους συνθλίβονται στα γρανάζια της ελληνικής γραφειοκρατίας, ζώντας διαρκώς στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού και στον εφιάλτη της ανεργίας. Η δημόσια κριτική είναι σχεδόν ανύπαρκτη και όσες κριτικές εμφανίζονται είτε αποσιωπώνται και καταχωνιάζονται είτε καλύπτονται επιδέξια κάτω από τον μανδύα ενός ανούσιου και άκαρπου καθωσπρεπισμού. Δεν συζητάμε πια μεταξύ μας οι αρχιτέκτονες, αλλά δεν συζητάμε ούτε και με την ελληνική κοινωνία που τόσο την έχουμε ανάγκη. Μόνο αν απλωθεί η αρχιτεκτονική σε ολόκληρη την κοινωνία θα μπορέσουμε να πατήσουμε στο δικό μας σταθερό έδαφος και να πραγματοποιήσουμε το μετέωρο αλλά τόσο αναγκαίο και ελπιδοφόρο βήμα προς το μέλλον.
      Τάσης Παπαϊωάννου*
      *Αρχιτέκτων-ομότιμος καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
    4. Αρθρογραφία

      Engineer

      Πολιτική Συνοχής και ΕΣΠΑ, επιτυχημένο παράδειγμα χρήσης από δήμους και περιφέρειες – Τι θα γίνει με το Ταμείο Ανάκαμψης – Οι συζητήσεις στις Βρυξέλλες στην Εβδομάδα Πόλεων και Περιφερειών ανοίγουν δρόμο για περισσότερα χρήματα στην ελληνική περιφέρεια.
      Η Ευρωπαϊκή Εβδομάδα των Πόλεων και των Περιφερειών (#EURegionsWeek) είναι το ετήσιο πανηγυρικό ραντεβού στις Βρυξέλλες μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών και των εκλεγμένων στα όργανα αυτοδιοίκησης, αλλά και στις εθνικές αρχές, όπου συζητούνται τα θέματα κυρίως της Πολιτικής Συνοχής της ΕΕ και φυσικά τα ζητήματα αυτοδιοίκησης.
      Φέτος μάλιστα, στην εβδομάδα που τρέχει αυτήν την περίοδο, στο περιθώριο των πολλών συζητήσεων και συναντήσεων, που έγιναν κυρίως διαδικτυακά, φάνηκε να προκαλείται περισσότερο ενδιαφέρον από άλλες φορές: κυρίως διότι βρίσκονται μπροστά μας οι αποφάσεις σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο για τα χρήματα του νέου ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, όπως τα ξέρουμε οι περισσότεροι στην Ελλάδα.
      Και αυτό που στις Βρυξέλλες φάνηκε πολύ έντονα φέτος ήταν ότι οι δήμοι και οι περιφέρειες όλης της Ευρώπης, της αυτοδιοίκησης συνολικά, δεν είναι διατεθειμένοι να αφήσουν στις γραφειοκρατίες και στις εθνικές αρχές το μοναδικό ιστορικά ύψος πόρων που θα αφιερωθεί τα επόμενα χρόνια για επενδύσεις, ενισχύσεις και επιχορηγήσεις σε όλη την Ευρώπη.
      Ειδικά για την Ελλάδα, ως γνωστόν, οι πόροι μπορεί να ξεπεράσουν τα 70 δις ευρώ για τα επόμενα 7-9 χρόνια, αν αξιοποιήσουμε πλήρως τα διαθέσιμα κονδύλια.
      Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Ελλάδα είχε έναν πρωταγωνιστή στην Εβδομάδα των Περιφερειών, καθώς ο Περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολος Τζιτζικώστας είναι Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Περιφερειών.
      Εκείνος μίλησε (σε ορισμένες μόνο από τις επίσημες εκδηλώσεις) επισήμως εκ μέρους της αυτοδιοίκησης με την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην εναρκτήρια εκδήλωση, υποδέχθηκε διαδικτυακά την Καγκελάριο της Γερμανίας, ως Προεδρεύουσα χώρα, Άνγκελα Μέρκελ, συνομίλησε με τον Αντιπρόεδρο της Κομισιόν Φρανς Τίμμερμανς για την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, και συζήτησε αναλυτικά με την Επίτροπο Συνοχής και Μεταρρυθμίσεων Ελίζα Φερέϊρα για όλες τις επενδύσεις που τρέχουν, αλλά και των επόμενων χρόνων, από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ.
      Ο Έλληνας περιφερειάρχης, εκ μέρους των συναδέλφων του σε όλη την Ευρώπη, ανέλυσε πραγματικά και με διαφορετικές αφορμές κάθε φορά, τον ρόλο που παίζει η αυτοδιοίκηση στην εφαρμογή όλων των πολιτικών της ΕΕ. Και εν τέλει στα έργα και τις δράσεις που βλέπουν οι πολίτες δίπλα τους κάθε μέρα.
      Αυτό τονίστηκε ιδιαίτερα για την περίοδο της τωρινής πανδημίας, όπου οι δήμοι και οι περιφέρειες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της στήριξης των πολιτών αλλά και στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων, καθημερινά, και σε πολλά επίπεδα.
      Το ζήτημα αναδείχθηκε ιδιαίτερα στη συζήτηση με την Ελίζα Φερέϊρα, καθώς η Κομισιόν επέλεξε να ανακοινώσει τα αποτελέσματα των χρηματοδοτήσεων από την Πολιτική Συνοχής μέσα στην Εβδομάδα των Περιφερειών.
      Ο κοινός τόπος όμως των τοποθετήσεων και το κλίμα που εισπράττει ένας ουδέτερος παρατηρητής φέτος είναι πολύ σαφής: η αυτοδιοίκηση στην Ευρώπη θέλει να έχει λόγο και ρόλο στις επιλογές που την αφορούν, στις αποφάσεις για την κατανομή των κονδυλίων, στα έργα που πρέπει να αποφασίζονται και να γίνονται κοντά στους πολίτες.
      Αυτό μπορεί να είναι πλέον κανόνας για τα έργα της πολιτικής Συνοχής (τις περισσότερες φορές), όσα δηλαδή χρηματοδοτούνται από το ΕΣΠΑ στην Ελλάδα αλλά τώρα υπάρχουν νέες προκλήσεις μπροστά. Και οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν δείξει ήδη ότι επιθυμούν τον έλεγχο των χρηματοδοτήσεων…
      Τι συμβαίνει με το Ταμείο Ανάκαμψης;
      Λίγες μόνον ημέρες πριν την πρώτη προθεσμία για την υποβολή των εθνικών σχεδίων στις Βρυξέλλες, η Επιτροπή των Περιφερειών ζήτησε ευθέως να έχει ρόλο και λόγο τόσο επί των αποφάσεων όσο και επί της υλοποίησης των έργων και επενδύσεων που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης.
      Το ζήτησε σχεδόν ευθέως ο Απόστολος Τζιτζικώστας. Και – ως εκ θαύματος – η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δεν ήταν αρνητική σε γενικό επίπεδο. Όπως συνηθίζεται στις Βρυξέλλες, με στρογγυλό τρόπο αποτύπωσε ότι βλέπει τις περιφέρειες και την αυτοδιοίκησης συμμάχους. Δεν το απέκλεισε δηλαδή, αλλά δεν προχώρησε και παραπέρα. Και αυτό γιατί όσον αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης ειδικά οι κυβερνήσεις έχουν προς το παρόν κυρίαρχο ρόλο – και έχουν βάλει και δικαίωμα να κρίνουν τις εκταμιεύσεις προς κάθε κράτος – μέλος…
      Ωστόσο ούτε η Επιτροπή των Περιφερειών σήκωσε τους τόνους…. Αφού στην παρουσίαση του πρώτου βαρομέτρου – έρευνας για το πώς βλέπουν οι πολίτες τη ζωή στις πόλεις και τις περιοχές τους σημείωσε τον ρόλο της αυτοδιοίκησης, τόνισε ότι η μείωση των (αυτοδιοικητικών) πόρων και εσόδων λόγω κορωνοϊού διακινδυνεύει την παροχή δημόσιων υπηρεσιών και ταυτόχρονα έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τη δημιουργία μιας «χαμένης γενιάς λόγω κορονοϊού», ειδικά για την νεολαία και τους ανέργους, αλλά και για τις αυξανόμενες περιφερειακές ανισότητες.
      Στο βάθος η πράσινη οικονομία και ο ψηφιακός μετασχηματισμός
      Η διαφαινόμενη αυτή συστράτευση στην ανάλυση μεταξύ των «γραφειοκρατών» της Κομισιόν και των εκλεγμένων από τους πολίτες αυτοδιοικητικών έκανε ίσως εντύπωση, αλλά φάνηκε μέσα στην εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Εβδομάδας των Περιφερειών ότι είχε νόημα και ουσία…
      Έτσι,  ο Τιμμερμανς, ο οποίος είναι ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, απευθυνόμενος στον Τζιτζικώστα και στους άλλους αυτοδιοικητικούς, κάλεσε τις τοπικές και περιφερειακές αρχές να αναλάβουν την ευθύνη και να διαμορφώσουν την Πράσινη Συμφωνία σε τομείς που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές τους. Και η Επιτροπή των Περιφερειών ευμενώς αποδέχθηκε την πρόσκληση…
      Έτσι δημιουργείται μια, νέα θα λέγαμε, συμμαχία που θα έχει ως στόχο να παράσχει στις τοπικές και περιφερειακές αρχές τη στήριξη και τις γνώσεις που χρειάζονται για να εφαρμόσουν αποτελεσματικότερα την εθνική ανάκαμψη και τα κονδύλια της ΕΕ ώστε η Πράσινη Συμφωνία να καταστεί πραγματική σε κάθε κοινότητα, ιδίως όσον αφορά τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, την ανάπτυξη βιώσιμων μεταφορών και την προστασία των φυσικών οικοτόπων.
      Από τη μία λοιπόν η βασική συνεργασία της ΕΕ με την αυτοδιοίκηση μέσα από την Πολιτική Συνοχής, από την άλλη η νέα συνεργασία με την Κομισιόν για την Πράσινη Συμφωνία, «δένει» η συνεργασία και μένουν οι εθνικές κυβερνήσεις να κάνουν τον επιτελικό σχεδιασμό…
      Θα ακολουθήσει σύντομα, όπως φάνηκε από τις συζητήσεις στις Βρυξέλλες, και αντίστοιχη πολιτική για τον ψηφιακό μετασχηματισμό αν και σε αυτόν τον τομέα τα πράγματα είναι πιο δύσκολα καθώς χρειάζονται επενδύσεις σε εθνικό επίπεδο (όπως τα δίκτυα 5G) και μεγάλες υποδομές, αλλά σίγουρα στις ψηφιακές δεξιότητες και στην επιχειρηματικότητα θα βρεθεί κοινός τόπος.
      Τι αλλάζει στην Ελλάδα;
      Τι σημασία έχουν όλα αυτά για τον κάθε ελληνικό τόπο; Πολύ συγκεκριμένη… Όπως αποκαλύψαμε πριν λίγες εβδομάδες, ο σχεδιασμός της ελληνικής κυβέρνησης είναι να κατευθυνθεί στις περιφέρειες περίπου το 33% του νέου ΕΣΠΑ. Και για το Ταμείο Ανάκαμψης, που η κυβέρνηση ακόμη δεν έχει ανακοινώσει βασικές λεπτομέρειες αλλά κάνει μόνο γενικές ανακοινώσεις και διαρροές, δεν υπάρχει περιφερειακή διάσταση. Αυτό ακριβώς παλεύουν οι αυτοδιοικητικοί: μέσα από τη συνεργασία με την Κομισιόν να υπάρξει μηχανισμός ώστε η διαχείριση των έργων από το ταμείο Ανάκαμψης να περάσει και μέσα από τις περιφέρειες, ενώ διεκδικούν ταυτόχρονα μεγαλύτερο ποσοστό του νέου ΕΣΠΑ.
      Όλα αυτά μεταφράζονται σε περισσότερα ή λιγότερα εκατομμύρια ευρώ, από το σύνολο των 70 δις, για κάθε περιφέρεια της χώρας στα επόμενα 7, τυπικά, αλλά 10, ουσιαστικά, χρόνια. Και οι περιφέρειες μάλλον έχουν κάθε λόγο να «φωνάζουν» ότι δεν πρέπει να επαναληφθούν λάθη του παρελθόντος, με έναν αθηνοκεντρικό σχεδιασμό και διαχείριση που δημιούργησε πολλές δυσκολίες.
      Η συνοχή, με κοινωνικό αλλά και χωρικό περιεχόμενο, πρέπει να είναι η βασική συνιστώσα, με διακυβέρνηση όσο το δυνατόν πιο κοντά στον πολίτη. Και αυτό δεν γίνεται από τα γραφεία των Αθηνών – ή κάθε πρωτεύουσας… Ευελπιστούν λοιπόν ότι με τις κατάλληλες συμμαχίες θα αλλάξει προς το καλύτερο το μοντέλο, που έχει επιτυχίες με την Πολιτική Συνοχής αλλά που με τον πακτωλό χρημάτων που προβλέπονται υπάρχει κίνδυνος να μείνουν «απέξω» οι τοπικές κοινωνίες.
      Η ελληνική κυβέρνηση πάντως έχει διακηρύξει ότι θα υπάρξουν πολλές και μεγάλες αλλαγές στη διαχείριση των κοινοτικών πόρων. Οι επόμενες εβδομάδες και λίγοι μήνες θα δείξουν αν θα καταφέρει η Αυτοδιοίκηση να πάρει μεγαλύτερο ρόλο ή αν θα επικρατήσει ένα συγκεντρωτικό μοντέλο διακυβέρνησης της κοινοτικής χρηματοδότησης για τα επόμενα χρόνια.
      [Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στην ελληνική EurActiv στο πλαίσιο της δράσης «Η Πολιτική Συνοχής δίπλα μας» και αναδημοσιεύεται στο economix.gr στο πλαίσιο της συνεργασίας περιεχομένου των δύο ΜΜΕ]
    5. Αρθρογραφία

      Engineer

      Η πρώτη δεκάδα
      Ο τελευταίος πίνακας κατάταξης των μεγαλύτερων κατασκευαστικών εταιρειών στον κόσμο δείχνει καθαρά ότι το 2018 ήταν ένα ακόμη θετικό έτος για την κατασκευαστική βιομηχανία. Ο συνολικόςκύκλος εργασιών των κορυφαίων εταιρειών του χώρου  εμφανίζει και πάλι αύξηση, αν και σε σχετικάμικρό ποσοστό: αυξήθηκε στα 1.677 δις US$, έναντι 1.608 δις US$ το προηγούμενο έτος (2017).   Η Κινεζική κυβέρνηση εξακολουθεί να επενδύει σε υποδομές, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, στο πλαίσιο της του Προγράμματος Μια Ζώνη -  Ένας Δρόμος που ξεκίνησε το 2013(γνωστό και ως Ο Δρόμος του Μεταξιού, OBOR, One Belt One Road Initiative), οπότε οι εδρεύουσεςστην Κίνα εταιρείες, βρίσκονται για μια άλλη μια φορά στην κορυφή του πίνακα. Μάλιστα δε δενδιαφαίνονται τάσεις υποχώρησης της κατασκευαστικής δραστηριότητας στην χώρα αυτή, οπότε ηπρωτοκαθεδρία της στον κατασκευαστικό τομέα αναμένεται ότι θα διατηρηθεί και τα προσεχή χρόνια.   Το 2018 η Κίνα εξακολούθησε να αποτελεί την μεγαλύτερη αγορά μηχανημάτων έργων στον κόσμο,με πωλήσεις αυξημένες κατά 30%, στις 325.000 μονάδες.   Στην κορυφή του πίνακα βρίσκεται η κρατική Κινεζική εταιρεία China State Construction andEngineering , της οποίας ο κύκλος εργασιών ανήλθε το 2018 στα 178 δις US$, έναντι 164 δις US$ το2017. Ακολουθεί η China Railway Group με 111δις US$, έναντι 101 δις US$ το 2017, ενώ στην τρίτη θέση κατατάσσεται η επίσης Κινεζική εταιρεία China Railway Construction Corporation με 109 δις US$, έναντι 99 δις US$ το 2017.    Από τις πέντε  πρώτες εταιρείες του πίνακα, οι τέσσερες είναι Κινεζικές, ενώ από τις πρώτες 10 οιπέντε είναι επίσης Κινεζικές.   Η σύνθεση της πρώτης δεκάδας παραμένει η αυτή με το 2017, με κάποιες ανακατατάξεις στην σειρά:η Αμερικανική Bechtel (η μόνη Αμερικανική εταιρεία στην πρώτη δεκάδα) υποχώρησε από την 9η θέση στην 10η και η Ισπανική ACS υποχώρησε από την 6η θέση στην 7η.   Στην 5η θέση του πίνακα βρίσκεται η Γαλλική Vinci, της οποίας ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε από τα49 στα 52US$, εμφανίζοντας όμως μικρότερη αύξηση από ότι τα προηγούμενα χρόνια.   Στην πρώτη δεκάδα κατατάσσονται επίσης η Γαλλική Bouygues (8η) και η Γερμανική Hochtief (9η).   Στον πίνακα των 200 κορυφαίων εταιρειών περιλαμβάνονται και δύο Ελληνικές, η Ελλάκτωρ (στην 147η θέση, με τζίρο 2,193 δις US$) και η ΓΕΚ - ΤΕΡΝΑ (στην 173η θέση, με τζίρο 1,655 δις US$).   Περιλαμβάνεται επίσης και η εδρεύουσα στην Αθήνα εταιρεία Consolidated Contractors Company(CCC ), η οποία δραστηριοποιείται μόνον στις Αραβικές χώρες.     Δείτε αναλυτικά τα στοιχεία της ανάλυσης εδώ:   441295234-World-s-Biggest-Construction-Contractors.pdf      
    6. Αρθρογραφία

      Engineer

      Δύο χρόνια μετά την καταστροφική πυρκαγιά οι εργασίες αποκατάστασης προχωρούν. Ωστόσο οικολόγοι αντιδρούν: Μήλον της έριδος οι βελανιδιές αλλά και ο μόλυβδος.
      Η επίσημη τελετή για το κόψιμο των απαραίτητων για την αποκατάσταση του ιστορικού καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων στις αρχές Μαρτίου επισκιάστηκε για άλλη μια φορά από διαμαρτυρίες. Για τις εργασίες αποκατάστασης πρέπει να κοπούν περίπου 2000 βελανιδιές από δασική έκταση έξω από το Παρίσι. Για την υπουργό Πολιτισμού της Γαλλίας Ροζελίν Μπασελό η διαδικασία αυτή είναι απαραίτητη προκειμένου να αποκατασταθεί η Νοτρ Νταμ όσο το δυνατόν καλύτερα και να επιστρέψει στο μέτρο του εφικτού στην παλιά της εικόνα. Τα ξύλα βελανιδιάς αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι του παλιού σκελετού της. Ωστόσο η υπόσχεση για πλήρη αποκατάσταση του μνημείου μέσα σε πέντε χρόνια φαίνεται μάλλον μη ρεαλιστική.
      Μια πυρκαγιά που σόκαρε τον κόσμο
      Οι μνήμες από τη μεγάλη πυρκαγιά στην Παναγία των Παρισίων είναι ακόμη νωπές. Η μεγαλειώδης στέγη του ναού καταστράφηκε ολοσχερώς. Για μέρες τηλεοπτικά δίκτυα από όλο τον κόσμο μετέδιδαν τις θλιβερές εικόνες από την καρδιά κυριολεκτικά της γαλλικής πρωτεύουσας. Ο Ροντόλφ Νερόν, εθελοντής πυροσβέστης που συμμετείχε στις αγωνιώδεις προσπάθειες κατάσβεσης της πυρκαγιάς και διάσωσης του Μνημείου Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, θυμάται δύο χρόνια μετά: «Πρόκειται για ένα ιστορικό μνημείο που είναι συνυφασμένο με την καρδιά της Γαλλίας. Την ίδια στιγμή όταν καλείσαι να λάβεις μέρος σε μια πυροσβεστική αποστολή δεν σκέφτεσαι πολλά. Σκέφτεσαι τι θα κάνεις και πώς. Σε πρώτο πλάνο βρίσκεται η διεκπεραίωση του καθήκοντος που καλείσαι να επιτελέσεις».
      Λίγο μετά την πυρκαγιά δωρητές από όλο τον κόσμο δεσμεύτηκαν να συγκεντρώσουν ένα δις ευρώ για τις εργασίες ανοικοδόμησης. Μέχρι στιγμής έχουν μαζευτεί 833 εκατομμύρια από 340.000 δωρητές από 150 χώρες. «Μέχρι σήμερα συνειδητοποιούμε ότι μας ευχαριστούν άνθρωποι για τη δουλειά μας. Τότε δεν είχαμε αντίληψη του τι κάναμε. Ένιωθα απλά ότι έκανα το καθήκον μου» αναφέρει ο Φαμπιέν Φρεμόν, επικεφαλής της πυροσβεστικής υπηρεσίας του Σεν Ζερμέν συρ Μοράν.
      Διαμαρτυρίες και περιβαλλοντικές ενστάσεις
      Η ιστορία με τις βελανιδιές όμως δεν βοηθά τη διαδικασία ανοικοδόμησης -το αντίθετο. Τα μισά δέντρα προέρχονται από δημόσια δάση, τα άλλα μισά από ιδιωτικές εκτάσεις. Πρόκειται ωστόσο για γέρικα δέντρα, που θα κόβονταν έτσι κι αλλιώς, εξηγεί στην DW o Γκιγιόμ Λαριέρ, εκπρόσωπος της γαλλικής υπηρεσίας που είναι αρμόδια για την προστασία των δασών. Ωστόσο αυτή η αιτιολόγηση δεν επαρκεί για τις περιβαλλοντικές οργανώσεις και τους ακτιβιστές που αντιδρούν. Σύμφωνα με τη γαλλική περιβαλλοντική οργάνωση Ρομπέν των Δασών το κόψιμο των δέντρων συνεπάγεται τoν ακρωτηριασμό του δάσους. Παράλληλα χρειάζονται πολλά χρόνια για την αναγέννηση των δασικών εκτάσεων, οι οποίες αποτελούν βιοτόπους για ζώα και πουλιά.

      Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι μετά την πυρκαγιά το δημόσιο ινστιτούτο Ineris, το οποίο μελετά το βιομηχανικό περιβάλλον και τη μόλυνση, κατέγραψε μεγάλες ποσότητες μολύβδου που είχαν απελευθερωθεί στην περιοχή γύρω από την Παναγία των Παρισίων. Η γαλλική οργάνωση Ρομπέν των Δασών προσέφυγε μάλιστα δικαστικά κατά των γαλλικών αρχών επειδή δεν έλαβαν άμεσα μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας. Η προσφυγή απορρίφθηκε μετά από μερικούς μήνες. Η οργάνωση εκτιμά μέχρι σήμερα ότι άλλα οικοδομικά υλικά, πιο σύγχρονα και πιο φιλικά προς το περιβάλλον, θα έπρεπε καλύτερα να προτιμηθούν για την αποκατάσταση της Νοτρ Νταμ, δείχνοντας μάλιστα αποφασισμένη να συνεχίσει τον δικαστικό αγώνα.
      Την ίδια ώρα, αν και με αργούς ρυθμούς, οι εργασίες στην Παναγία των Παρισίων συνεχίζονται. Eκατοντάδες εργάτες συνεχίζουν να δουλεύουν στη Νοτρ Νταμ για να την επαναφέρουν στην αρχική της κατάσταση. Ένα δύσκολο εγχείρημα και συγχρόνως μια μεγάλη πρόκληση. Ο τεχνίτης Φερντινάντ ντε Γκιλμπόν που εργάζεται σε μια σκαλωσιά αναφέρει: «Εργαζόμαστε σε ένα κτίσμα που είναι πραγματικά συναρπαστικό από αρχιτεκτονική άποψη. Είναι μοναδική ευκαιρία να μπορείς να βλέπεις το μνημείο από τόσο κοντά καθώς δουλεύεις».
      Λίζα Λουί, Παρίσι/ Afp/ France Télévision
      Επιμέλεια: Δήμητρα Κυρανούδη
      https://www.dw.com/
    7. Αρθρογραφία

      Engineer

      Η ορθολογική οργάνωση του χώρου ήταν πάντα ένας παράγοντας συνδεδεμένος με την οικονομική ανάπτυξη. Οι επιχειρήσεις δημιουργούν αξία και βελτιώνουν τη θέση τους στον ανταγωνισμό όταν, μεταξύ άλλων, εκμεταλλεύονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον χώρο στον οποίο εδρεύουν και λειτουργούν. Τις τελευταίες δεκαετίες, ο ορθολογικός χωροταξικός σχεδιασμός, συνδέεται άμεσα και με την προστασία του περιβάλλοντος. Επιβάλλει κανόνες χωρητικότητας και λειτουργίας στις επιχειρήσεις και στις υποδομές τους και, επομένως, αποτρέπει περιβαλλοντικές αυθαιρεσίες. Αντίθετα, σε περιοχές εκτός σχεδίου αλλά και στον ευρύτερο αστικό και περιαστικό χώρο οι επιβλαβείς για το περιβάλλον δραστηριότητες είναι πολύ πιο συχνές.
      Η ιδέα των Επιχειρηματικών Πάρκων βασίζεται ακριβώς στα παραπάνω δεδομένα: προκαθορισμένοι και πολεοδομημένοι χώροι με συγκεκριμένες συμβατές χρήσεις που ορίζονται από χωρικά σχέδια, λαμβάνουν ειδική έγκριση ανάπτυξης για αυτό το σκοπό και πληρούν πολλές από τις προϋποθέσεις αδειοδότησης. Οι χώροι αυτοί διατίθενται να στεγάσουν βιομηχανίες, βιοτεχνίες, logistics και άλλες χρήσεις του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα. Με αυτό τον τρόπο οι επιχειρήσεις λειτουργούν σε ένα ρυθμισμένο πλαίσιο που σέβεται το περιβάλλον, αλλά είναι επίσης απαλλαγμένες από τον “πονοκέφαλο” της συμμόρφωσης με κανόνες που πληρούνται ήδη συνολικά στο Επιχειρηματικό Πάρκο που τις φιλοξενεί. Έτσι, μπορούν να αφιερωθούν απρόσκοπτα, άρα πιο παραγωγικά, στη δραστηριότητά τους και με εύλογο "εξωτερικό" διοικητικό κόστος λειτουργίας. Είναι μια συμφέρουσα λύση για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη -κράτος, κοινωνία και επιχειρήσεις- η οποία εφαρμόζεται σε μεγάλη κλίμακα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
      Στην Ελλάδα, όμως, τα Επιχειρηματικά Πάρκα συχνά υπολειτουργούν και συνολικά στεγάζουν συγκριτικά πολύ λίγες επιχειρήσεις. Γιατί συμβαίνει αυτό;
      Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη (PDF)
      Η νέα έρευνα που δημοσιεύει η διαΝΕΟσις και πραγματοποιήθηκε από ερευνητική ομάδα της συμβουλευτικής εταιρείας Re.De-Plan AE Consultants με την επιστημονική υποστήριξη και επιμέλεια της Αθηνάς Γιαννακού, καθηγήτριας στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης του ΑΠΘ έχει ως στόχο να αναδείξει την αξία των Επιχειρηματικών Πάρκων “ως εργαλεία ανταγωνιστικότητας και περιβαλλοντικής προστασίας”. Η έρευνα, την οποία μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη εδώ, ανατρέχει στο ιστορικό των ρυθμίσεων για τις χρήσεις γης στην Ελλάδα, αλλά και σχολιάζει εκτενώς απόπειρες του παρελθόντος να αναπτυχθούν Επιχειρηματικά Πάρκα, ή, όπως ευρύτερα ονομάζονται, “οργανωμένοι υποδοχείς”, υπογραμμίζοντας με αυτόν τον τρόπο τους παράγοντες που συνδέονται με τη σημερινή κατάσταση. Τέλος, αναδεικνύει τη χρησιμότητα ενός "Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την ανάπτυξη οργανωμένων υποδοχέων επιχειρηματικότητας" και μάλιστα, οι συγγραφείς καταθέτουν συγκεκριμένη πρόταση ενός τέτοιου Σχεδίου καθώς και επιχειρούν να εκτιμήσουν ποσοτικά τον αντίκτυπο που αυτό θα είχε στην οικονομία.
      Η κατάσταση σήμερα
      Διαβάστε την επιτελική σύνοψη της μελέτης (PDF)
      Τη δεκαετία 2010-2020, μια περίοδο σημαντικής αποεπένδυσης για την Ελλάδα, η συμβολή της μεταποίησης παρέμεινε εν πολλοίς σταθερή, σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επομένως, υπάρχει η ανάγκη να δοθούν κίνητρα για περαιτέρω ανάπτυξη του τομέα. Όπως αναφέραμε παραπάνω, η λειτουργία Επιχειρηματικών Πάρκων ενθαρρύνει τις επενδύσεις καθώς αφαιρούν κόστος από τις επιχειρήσεις ενώ παράλληλα με κατάλληλο σχεδιασμό και εφαρμογή, ωφελούν την κοινωνία και το περιβάλλον.
      Ωστόσο, τα Επιχειρηματικά Πάρκα (οργανωμένοι υποδοχείς) που λειτουργούν πλήρως σήμερα στην Ελλάδα είναι λίγα, μόλις 26 σύμφωνα με υπολογισμούς της συγγραφικής ομάδας. Εκτός από τον περιορισμένο αριθμό τους είναι επιπλέον άνισα κατανεμημένα, συγκριτικά με τις ανάγκες της μεταποίησης στη χώρα. Για παράδειγμα, περίπου το 44% της μεταποιητικής δραστηριότητας της χώρας αφορά στην Αττική και στη Βοιωτία (λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης βιομηχανιών στην περιοχή των Οινοφύτων). Ωστόσο, μόνο 4 Επιχειρηματικά Πάρκα, δηλαδή μόλις 2,86% του συνόλου, λειτουργούν στην επικράτεια αυτών των δύο νομών. Μάλιστα, η λειτουργία αυτών των τεσσάρων υποδοχέων είναι κι αυτή ανομοιογενής: ο ένας (Θίσβη) ανήκει εξολοκλήρου σε μια επιχείρηση, ο δεύτερος (Σχιστό) παρουσιάζει υψηλά ποσοστά πληρότητας, ο τρίτος (Άνω Λιόσια) "αντιμετωπίζει σημαντικά λειτουργικά ζητήματα" και ο τέταρτος (Κερατέα) βρίσκεται στην Ανατολική Αττική, που, όπως γράφουν οι ερευνητές ,"δεν αποτελεί περιοχή προτίμησης των επιχειρήσεων". Οι συγγραφείς παρατηρούν επίσης ότι αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ Επιχειρηματικών Πάρκων και αναγκών της βιομηχανίας δεν περιορίζεται στην Αττική και στη Βοιωτία, αλλά είναι γενικευμένη.
      Όμως, εφόσον οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν λειτουργούν μέσα σε Επιχειρηματικά Πάρκα, πού λειτουργούν τελικά; Ο όρος που περιγράφει τις περιοχές με μεγάλη συγκέντρωση βιομηχανιών, αλλά χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, είναι "Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις". Πρόκειται για "βιομηχανικές περιοχές" που δεν σχεδιάστηκαν ποτέ ως τέτοιες, αλλά για πολλούς, διαφορετικούς λόγους προσέλκυσαν επιχειρήσεις να εγκατασταθούν εκεί και μετατράπηκαν "από τα κάτω" σε χώρους φιλοξενίας επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά προβλήματα με αυτές τις περιοχές, τόσα που ο όρος Άτυπη Βιομηχανική Συγκέντρωση συχνά καταλήγει να είναι ευφημισμός.
      "Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις σε περιοχές χωρίς δίκτυα και υποδομές πρόσβασης και περιβαλλοντικής διαχείρισης", παρατηρούν οι συγγραφείς, "αναπτύχθηκαν κατά εκατοντάδες και συνεχίζουν να φιλοξενούν τη βιομηχανία, τα logistics, τις μικρές και μεσαίες βιοτεχνικές εγκαταστάσεις σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, καθιστώντας το μοντέλο της παρόδιας δόμησης στις επαρχιακές και τις εθνικές οδούς τη δεσπόζουσα κατεύθυνση χωρικής οργάνωσης των επαγγελματικών εγκαταστάσεων". Σε ένα άλλο σημείο σημειώνουν: "Όταν οι αναπτυξιακές προοπτικές μιας περιοχής σχεδιάζονται χωρίς να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις ιδιαιτερότητες του χώρου (...), αλλά αντίθετα εστιάζουν μόνο στους τρόπους με τους οποίους μπορεί να επιτευχθεί η ανάπτυξη διάφορων οικονομικών μεγεθών, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να παραγκωνίζεται ο βασικός (και μακροπρόθεσμος) στόχος της ανάπτυξης, που δεν είναι άλλος από τη συνεχή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων μιας συγκεκριμένης περιοχής και γενικότερα της χώρας".
      Χωροταξία και χρήσεις γης
      Πέρα, όμως, από τις ευρύτερες κοινωνικές ή περιβαλλοντικές συνέπειες, το άναρχο τοπίο το οποίο περιγράφουν οι συγγραφείς έχει συνέπειες και για την ίδια την ανάπτυξη της μεταποίησης και τελικά για το σύνολο της οικονομίας. Ο ελλιπής σχεδιασμός των Επιχειρηματικών Πάρκων, όπου υπάρχουν, και η έλλειψή τους εκεί που θα έπρεπε να υπάρχουν, αφήνουν χώρο για τη ρύθμιση των θεμάτων (περιβάλλοντος, χωροταξίας, οικονομικών, κλπ.) που αναπόφευκτα θα προκύψουν με ευκαιριακές ρυθμίσεις. Τέτοιες ρυθμίσεις, ειδικά όσον αφορά στη δόμηση σε περιοχές χωρίς καθορισμένες χρήσεις, με τη σειρά τους, δημιουργούν ένα πλαίσιο αβεβαιότητας (μπορεί, πχ. να καταπέσουν οποιαδήποτε στιγμή στο Συμβούλιο της Επικρατείας), το οποίο τελικά βλάπτει τις ίδιες τις επενδύσεις, τις οποίες υποτίθεται διευκολύνουν. "Σε διάστημα 35 ετών που η χώρα προσπαθεί να οργανωθεί χωροταξικά", παρατηρούν οι συγγραφείς, "μόνο το 20% περίπου των εκτάσεων των δημοτικών ενοτήτων της επικράτειας διαθέτουν θεσμοθετημένες χρήσεις γης, γεγονός που εκτός των άλλων αποτελεί τον κύριο παράγοντα αβεβαιότητας, με σοβαρές επιπτώσεις στον σχεδιασμό των επενδύσεων".
      Η μελέτη παραθέτει ένα ενδιαφέρον χρονικό των χωροταξικών νόμων στην Ελλάδα. Οι συγγραφείς αναφέρονται στους νόμους που έθεσαν τις βάσεις του χωροταξικού σχεδιασμού στη χώρα: από το άρθρο 24 του Συντάγματος του 1975 που έδωσε στο κράτος επισήμως την αρμοδιότητα της προστασίας του περιβάλλοντος μέχρι τον Ν.947/1979 που εισήγαγε τον όρο "χρήσεις γης" αλλά έμεινε ανεφάρμοστος και τον Ν.1337/1983 που αποτελεί τη βάση της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας μέχρι σήμερα και εισάγει τις Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου. Οι πρόσφατοι Ν.4685/2020 και 4759/2020, καθώς και το ΠΔ 59/2018 κλείνουν αυτή τη σειρά νομοθεσίας, διευρύνοντας τις γενικές και ειδικές κατηγορίες χρήσεων γης και εισάγοντας νέες που σχετίζονται με την οικονομική δραστηριότητα.
      Το θεσμικό πλαίσιο των Επιχειρηματικών Πάρκων
      Παρότι τα Επιχειρηματικά Πάρκα ποτέ δεν έγιναν ο κανόνας για την εγκατάσταση των επιχειρήσεων, τα τελευταία 50-60 χρόνια λειτουργούν κάποια από αυτά στη χώρα. Πώς, αλήθεια, θεσμοθετήθηκαν; Πώς εξελίχθηκαν στον χρόνο και ποιοι κανόνες ισχύουν γι’ αυτά;
      Η πρώτη αναφορά ελληνικού νόμου σε Βιομηχανικές Περιοχές, στις γνωστές σήμερα ΒΙΠΕ, είναι στον Ν.4458 του 1965. Ένα χρόνο αργότερα, η τότε τράπεζα ΕΤΒΑ ίδρυσε ανώνυμη εταιρεία για την εκμετάλλευση των ΒΙΠΕ. Περισσότερο από μια δεκαετία αργότερα, ο Ν.742/1977 θεσπίζει τις 25 πρώτες ΒΙΠΕ της χώρας με κριτήρια γεωγραφικού προσδιορισμού. Ωστόσο, η θεσμοθέτηση αυτή έγινε, όπως γράφουν οι ερευνητές, "με προτεραιότητες που όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων δεν μπόρεσαν να ταυτιστούν και να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της βιομηχανίας και της ευρύτερης επιχειρηματικότητας επαρκώς, τόσο χωρικά όσο και από πλευράς βιωσιμότητας". Στο μεταξύ και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα αστικοποιήθηκε ραγδαία. Επομένως, το κράτος επέσπευσε τη διαδικασία θεσμοθέτησης χρήσεων γης και αποφάσισε να παραχωρήσει το δικαίωμα ανάπτυξης οργανωμένων υποδοχέων και σε φορείς της ιδιωτικής οικονομίας, με ή χωρίς τη συμμετοχή του δημοσίου με τον Ν.2545/1997. Με τον νόμο αυτό ιδρύονται οι Βιομηχανικές και Επιχειρηματικές Περιοχές (ΒΕΠΕ), μια "ομπρέλα" που περιλαμβάνει ΒΙΠΕ, ΒΙΠΑ (Βιομηχανικό Πάρκο), ΒΙΟΠΑ  (Βιοτεχνικό Πάρκο) και Τεχνόπολη. Συνδυαστικά με αυτούς τους δύο νόμους, του 1965 και του 1997 θεσμοθετήθηκαν 50 οργανωμένοι υποδοχείς, ενώ ακόμη 5 θεσμοθετήθηκαν με τον νεότερο νόμο 3982 του 2011 (που καθιερώνει και τον όρο "Επιχειρηματικά Πάρκα") και βρίσκονται μέχρι σήμερα σε διάφορα στάδια υλοποίησης.
      Ο νέος νόμος
      Πέρυσι ψηφίστηκε ο Ν.4982/2022 που αποτελεί πλέον το νέο θεσμικό πλαίσιο για την ίδρυση, ανάπτυξη και διαχείριση Επιχειρηματικών Πάρκων. Τον Ιανουάριο του 2022, όσο ο νόμος βρισκόταν ακόμα σε δημόσια διαβούλευση, ο πολιτικός μηχανικός, διευθύνων σύμβουλος της Re.De-Plan και μέλος της ομάδας της μελέτης, Μανώλης Μπαλτάς είχε δημοσιεύσει μέσα από την ιστοσελίδα της διαΝΕΟσις "12 προτάσεις για τα νέα Επιχειρηματικά Πάρκα". Συνολικά εκείνο το πιο παλιό κείμενο, που περιλαμβάνεται και στη μελέτη, παραμένει επίκαιρο καθώς περιλαμβάνει ευρύτερες κατευθύνσεις και ιδέες που είναι χρήσιμες για τη συνεχή βελτίωση του σχετικού πλαισίου. Προτείνει την κατάρτιση μιας Εθνικής Στρατηγικής για τη Χωροθεσία, ώστε τα Επιχειρηματικά Πάρκα να είναι ένα μόνο μέρος της. Συστήνει στοχευμένες παρεμβάσεις για τις διάφορες πιθανές περιπτώσεις φορέων υλοποίησης ενός Επιχειρηματικού Πάρκου (πχ. δημόσιο-δήμοι, ένας ιδιώτης-ιδιοκτήτης, πολλοί ιδιώτες-ιδιοκτήτες, κλπ). Προτείνει επίσης μια σειρά από σχετικά μη οικονομικά κίνητρα, όπως είναι πχ. η εξυπηρέτηση αναγκών στάθμευσης εντός του πάρκου, όπου αυτό είναι εφικτό ή απαλλαγές από τον φόρο μεταβίβασης.
      Στο πεδίο της αδειοδότησης, το κείμενο προτείνει τη σύσταση ειδικής υπηρεσίας (ΕΥΔ) για τις αδειοδοτήσεις, με οικονομικά κίνητρα, εντός της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, με εκχώρηση μέρους των διαδικασιών ελέγχου της αδειοδότησης σε πιστοποιημένους φορείς της ιδιωτικής οικονομίας, πιο σαφείς προθεσμίες ανταπόκρισης και αντικειμενικές διαδικασίες αξιολόγησης περισσότερων πτυχών μιας επένδυσης που αφορά  σε Επιχειρηματικό Πάρκο. Υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη για μια καλύτερη οργάνωση, αλλά και διεύρυνση των επιτρεπόμενων δραστηριοτήτων εντός των Επιχειρηματικών Πάρκων (ειδικά όσων λειτουργούν βάσει ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ). Στο ίδιο κείμενο υπάρχουν αρκετές τεχνικές προτάσεις για την απλοποίηση της περιβαλλοντικής και της δασικής νομοθεσίας που αφορά στα Επιχειρηματικά Πάρκα, προκειμένου να μειωθεί περαιτέρω ο χρόνος αδειοδότησης τους.
      Το κείμενο ασχολείται επίσης με τους όρους γύρω από την ιδιωτική χρηματοδότηση Επιχειρηματικών Πάρκων και ο συγγραφέας εισηγείται "σημαντικές αναδιαρθρώσεις" για την πιστοποίηση ενός υποδοχέα ως πάρκου - πχ. απλοποίηση διαδικασιών εφαρμογής ρυμοτομικού σχεδίου, επίσπευση της πραγματοποίησης έργων υποδομής, πιο αποτελεσματική εποπτεία των φορέων από τη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας κ.ά. Επιπλέον, προτείνονται συγκεκριμένες αλλαγές στους κανόνες εγκατάστασης και λειτουργίας επιχειρήσεων μέσα στα Επιχειρηματικά Πάρκα και επισημαίνεται ο εκσυγχρονισμός των όρων με τους οποίους λειτουργούν οι φορείς διαχείρισης των πάρκων ώστε να διασφαλίζεται μια πιο ομαλή σχέση με τις επιχειρήσεις. Ακόμα, παρατίθενται προτάσεις για την καλύτερη κατάρτιση χρηματοδοτικών προγραμμάτων γύρω από τα Επιχειρηματικά Πάρκα και προτείνονται αλλαγές στις δομές διακυβέρνησης - στην αδειοδότηση των πάρκων, στους φορείς που αδειοδοτούν, καθώς και στη γνωμοδότηση ή την επίλυση διαφορών. Τέλος, ο συγγραφέας προτείνει τη θεσμοθέτηση μιας Συντονιστικής Επιτροπής Παρακολούθησης της εφαρμογής του νόμου για τα Επιχειρηματικά Πάρκα, υπό την εποπτεία της Κυβερνητικής Επιτροπής  Βιομηχανίας, αποτελούμενη από εκπροσώπους 9 σχετικών φορέων (από Γενικές Γραμματείες Υπουργείων έως την ΚΕΔΕ, την ΚΕΕ και τον ΣΕΒ ).
      Ένα σημαντικό μέρος αυτών των τεχνικών προτάσεων για αλλαγές πράγματι υιοθετήθηκαν στο τελικό κείμενο του νόμου. Πιο συγκεκριμένα, ο νόμος αίρει κάποια από τα εμπόδια προκειμένου οι Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις της Αττικής να μετεξελιχθούν σε Επιχειρηματικά Πάρκα. Ακόμα, δίνει τη δυνατότητα σε Επιχειρηματικά Πάρκα να εγκατασταθούν σε δύο ή περισσότερους χώρους, κάτι που διευκολύνει τις δραστηριότητες της εφοδιαστικής αλυσίδας στα εμπορευματικά λιμάνια. Επίσης, εκσυγχρονίζει τη νομοθεσία για την αδειοδότηση των ρεμάτων, απλοποιεί το σύστημα απόδοσης των εισφορών σε χρήμα απευθείας στους φορείς υλοποίησης και, τέλος, δίνει νέα κίνητρα για την ανάπτυξη επιχειρηματικών πάρκων (πχ. ένταξη των εισφορών σε χρήμα στις δαπάνες που εκπίπτουν φορολογικά).
      Ωστόσο, η μελέτη αναδεικνύει και σημεία που μένουν να ρυθμιστούν ακόμη, κάνοντας τις σχετικές προτάσεις. Ως το μεγαλύτερο πρόβλημα που ανακύπτει από την εφαρμογή του νέου νόμου οι συγγραφείς ξεχωρίζουν την απαίτηση του νόμου να υπάρχει πλήρης κυριότητα (ή εναλλακτικά 80% + 20% με δικαίωμα συμφωνιών ή απαλλοτρίωσης) της έκτασης για την έγκριση ανάπτυξης ενός νέου Επιχειρηματικού Πάρκου ή για την επέκταση κάποιου οργανωμένου υποδοχέα που υπάρχει ήδη. Γιατί είναι όμως τόσο δύσκολο να συμβεί αυτό; Τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια θεσπίστηκαν σχετικά πρόσφατα και αποτελούν πλέον το νέο εργαλείο πολεοδομικού σχεδιασμού 1ου επιπέδου, στη θέση των παλιών ΓΠΣ. Κατά την επόνηση των ΤΠΣ λαμβάνονται πράγματι υπόψη οι παράμετροι του νέου νόμου για τα Πάρκα σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς – πράγμα που, σε κάθε περίπτωση, είναι σχετικώς αδύνατο λόγω της δομής της ελληνικής ιδιοκτησίας (μικροί κλήροι).
      Όμως, σήμερα υπάρχουν πάρα πολλές  περιοχές, 467 συγκεκριμένα που διαθέτουν εγκεκριμένες-θεσμοθετημένες χρήσεις γης βιομηχανίας, με βάση τα έως σήμερα ισχύοντα ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ (Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο / Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτών Πόλεων). Οι περιοχές αυτές (με χρήσεις γης βιομηχανίας-βιοτεχνίας βάσει εγκεκριμένων ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ σε ισχύ) έχουν καθεστώς πολυϊδιοκτησίας. "Το γεγονός αυτό", γράφουν οι ερευνητές, "καθιστά ανέφικτη την οργάνωση-πολεοδόμηση αυτών των περιοχών, κατά κανόνα Άτυπων Βιομηχανικών Συγκεντρώσεων, και ως εκ τούτου αδρανοποιεί πλήρως το θεσμικά ρυθμισμένο χωροταξικό περιβάλλον της χώρας για τις επαγγελματικές εγκαταστάσεις βιομηχανίας-βιοτεχνίας".
      Επιπλέον, οι συγγραφείς παρατηρούν ότι "το νέο καθεστώς διοίκησης-διαχείρισης [σσ. που προβλέπει ο νέος νόμος] δεν φαίνεται να αποτρέπει συγκρουσιακές καταστάσεις μεταξύ φορέων διαχείρισης και εγκατεστημένων επιχειρήσεων, ενώ υπάρχει ενδεχόμενο περαιτέρω όξυνσής τους, κατάσταση η οποία θα έπρεπε να έχει αποφευχθεί μέσα από διάλογο για την επίτευξη των μέγιστων δυνατών συγκλίσεων και συναινέσεων".
      Η ανάγκη για ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης
      Τι μπορεί να γίνει όμως σήμερα; Ίσως η πιο σημαντική συνεισφορά της μελέτης είναι η προσπάθεια των συγγραφέων να αναδείξουν την ανάγκη για ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης γύρω από τα Επιχειρηματικά Πάρκα. Προτού παραθέσουν τη δική τους θέση, παρουσιάζουν δύο πρόσφατες άλλες μελέτες γύρω από τα Επιχειρηματικά Πάρκα και την καλύτερη δυνατή ανάπτυξή τους. Η πρώτη μελέτη ανατέθηκε από τη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας και παραδόθηκε το 2018, ενώ αναθεωρήθηκε το 2021. Η μελέτη αυτή καταγράφει τις Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις ανά την ελληνική επικράτεια και επιπλέον υπογραμμίζει τις ανάγκες ανάπτυξης Επιχειρηματικών Πάρκων ανά τύπο - άλλωστε με βάση αυτή τη μελέτη διαμορφώνεται και η σχετική νομοθεσία για τα Επιχειρηματικά Πάρκα.
      Η δεύτερη σχετική μελέτη ανατέθηκε από την Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων το 2018 και αποτελεί και αυτή μια απόπειρα κατάρτισης ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τα Επιχειρηματικά Πάρκα. Τα κατά τόπoυς επιμελητήρια-μέλη της Ένωσης υπέδειξαν τόσο της Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις στην επικράτειά τους, όσο και τις πιο κατάλληλες τοποθεσίες για την ανάπτυξη νέων Επιχειρηματικών Πάρκων.
      Η συγγραφική ομάδα "πάτησε" επάνω στα αποτελέσματα της μελέτης της ΚΕΕ προκειμένου να καταρτίσει τη δική της πρόταση για ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Τον Μάιο του 2020 και τον Ιούνιο του 2021, οι ερευνητές απευθύνθηκαν, με στοχευμένα ερωτηματολόγια, στους Δήμους εκείνους εντός των ορίων των οποίων η μελέτη της ΚΕΕ πρότεινε να αναπτυχθούν νέα Επιχειρηματικά Πάρκα. Με αυτή την μεθοδολογία, οι συγγραφείς συνέλεξαν και επεξεργάστηκαν τα δεδομένα και επιχείρησαν να καταθέσουν μια πολύ συγκεκριμένη πρόταση που εκτείνεται σε βάθος 20ετίας. Η πρότασή τους αυτή αφορά στην ανάπτυξη Επιχειρηματικών Πάρκων σε 73 περιοχές, συνολικής επιφάνειας περίπου 100.000 στρεμμάτων σε ολόκληρη την Ελλάδα, με συνολικό προϋπολογισμό Є1,14 δισ. (με δημόσια συμμετοχή στο 40%, δηλαδή περίπου Є23 εκατ. κάθε χρόνο για 20 χρόνια).
      Πέρα από την πρόταση του Εθνικού Σχεδίου Δράσης, οι ερευνητές επιχειρήσαν ακόμη να υπολογίσουν τα οφέλη που θα είχε μια υποθετική πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου για την ελληνική οικονομία - φυσικά τέτοιου είδους εκτιμήσεις πάντοτε συνοδεύονται από σημαντικούς περιορισμούς. Με την παραδοχή επομένως, ότι θα δημιουργηθούν 73 Επιχειρηματικά Πάρκα συνολικής έκτασης 100.000 στρεμμάτων και με 25.300 περίπου στρέμματα επαγγελματικών κτιρίων, οι συγγραφείς υπολόγισαν ότι μπορεί να αποδώσουν συνολικά οικονομική ανάπτυξη περίπου Є13,8 δισ. ή 7,7% του ΑΕΠ (σε όρους 2018).
      Επιχείρησαν επίσης, να υπολογίσουν τις θέσεις εργασίας, τις οποίες μπορεί να δημιουργήσει τόσο η ανάπτυξη αυτών των 73 Πάρκων, όσο και, τελικά, η δραστηριότητα μέσα σε αυτά. Το όφελος από την ανάπτυξη των έργων υποδομής υπολογίστηκε σε 13.414 θέσεις απασχόλησης ενώ για την ανάπτυξη των νέων κτηριακών εγκαταστάσεων σε 152.840 θέσεις απασχόλησης. Τέλος, υπολόγισαν επίσης ότι οι μόνιμες θέσεις εργασίας για τη λειτουργία των επιχειρήσεων  θα είναι από 46.475, αν το σύνολο των επιχειρήσεων που θα εγκατασταθούν στα επιχειρηματικά πάρκα του Εθνικού Σχεδίου είναι εντάσεως κεφαλαίου (που είναι συνήθως οι πιο παραγωγικές), έως 139.425 θέσεις, αν οι επιχειρήσεις που θα εγκατασταθούν είναι μόνο εντάσεως εργασίας..
      Συνοπτικά, η ανάπτυξη Επιχειρηματικών Πάρκων είναι μια διεθνώς καθιερωμένη πρακτική, η οποία, αν γίνεται σωστά, προσφέρει σημαντικά οφέλη για όλους τους εμπλεκόμενους: επιχειρήσεις, κράτος και, ευρύτερα, το κοινωνικό σύνολο. Η Ελλάδα, παρά τα βήματα που έχουν γίνει, δεν έχει καταφέρει να εκμεταλλευτεί τη συγκεκριμένη αναπτυξιακή ευκαιρία. Οι οργανωμένοι υποδοχείς στη χώρα συχνά δεν αντιστοιχούν στις περιοχές με σημαντική βιομηχανική παραγωγή. Αντίθετα, οι επιχειρήσεις συγκεντρώνονται σε Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις, πχ. σε περιοχές γύρω από τις εθνικές οδούς, και λειτουργούν συχνά σε ένα πλαίσιο αβεβαιότητας πολλών, μικρών "ρυθμίσεων ευκαιρίας", το οποίο είναι πιθανό να εμποδίζει σημαντικές επενδύσεις. Η νέα μελέτη που δημοσιεύει η διαΝΕΟσις αποτυπώνει με λεπτομέρεια την κατάσταση και επιπλέον παραθέτει τις θεσμικές παρεμβάσεις που οι συγγραφείς θεωρούν κατάλληλες προκειμένου να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια.
      ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ ΠΑΡΚΑ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ (PDF)
      ΕΠΙΤΕΛΙΚΗ ΣΥΝΟΨΗ ΜΕΛΕΤΗΣ (PDF)
    8. Αρθρογραφία

      Engineer

      Τα τελευταία χρόνια το σχετικό κόστος στέγασης στην Ελλάδα έχει εκτοξευτεί. Σύμφωνα με τη Eurostat, τα ελληνικά νοικοκυριά που δεν ιδιοκατοικούν πληρώνουν για στέγαση το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους μεταξύ των χωρών της ΕΕ, περίπου 37%.
      Περίπου 1 στα 3 νοικοκυριά που ζουν στις πόλεις πληρώνουν ακόμη πιο πολλά, περισσότερο από 40% του εισοδήματός τους για στέγαση -επίσης το πιο μεγάλο ποσοστό στην Ευρώπη. 3 στους 4 ενοικιαστές ηλικίας 18 έως 44 ετών δηλώνουν ότι το ενοίκιο που πληρώνουν τους προκαλεί άγχος. Οι εμπειρικές καταγραφές της αναζήτησης σπιτιού στην Αθήνα, συνήθως γραμμένες σε απελπισμένο τόνο, συμπληρώνουν την ίδια εικόνα.
      Πώς φτάσαμε όμως να έχουμε την πιο ακριβή, συγκριτικά με το εισόδημα, στέγαση στην Ευρώπη; Μια εξήγηση είναι η μεγάλη μείωση των εισοδημάτων. Από το 2009 μέχρι το 2014 οι Έλληνες έχασαν περισσότερο από 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Την ίδια περίοδο, οι τουρίστες στις πόλεις και στα νησιά αυξάνονταν. Οι ιδιοκτήτες βρήκαν νέες επιλογές εκμετάλλευσης των ακινήτων τους, όπως οι βραχυχρόνιες μισθώσεις, οι οποίες επηρέασαν με τη σειρά τους τις τιμές και τα ενοίκια.
      Όμως, πριν ακόμη συμβούν τα παραπάνω, η Ελλάδα ήταν ήδη μια χώρα χωρίς σπουδαία στεγαστική πολιτική. Μέσα στην καταιγίδα της κρίσης διαλύθηκε ό,τι υπήρχε: το 2012 ο ΟΕΚ, ο κρατικός φορέας που έτρεχε τα πιο μαζικά προγράμματα στέγασης στη χώρα, καταργήθηκε χωρίς να αντικατασταθεί.
      ­Διαβάστε Μια Συνοπτική Παρουσίαση Της Έρευνας (PDF)
      Το τελευταίο διάστημα η συζήτηση για τη στεγαστική πολιτική έχει ανοίξει ξανά. Όλοι αναγνωρίζουν το πρόβλημα και τις ευρύτερες συνέπειές του, π.χ. στο δημογραφικό προφίλ της χώρας. Η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει μέτρα που μένουν να εφαρμοστούν, ενώ και τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν κάνει προτάσεις. Πώς μπορεί όμως να μοιάζει μια σύγχρονη και αποτελεσματική στεγαστική πολιτική στην Ελλάδα;
      Για να απαντήσει κάποιος σε αυτή την ερώτηση πρέπει πρώτα να κοιτάξει πίσω: στη στεγαστική πολιτική που είχε στο παρελθόν η Ελλάδα, στο αποτύπωμα, στις ανεπάρκειες, αλλά και στο τέλος της.
      Ο "ξαφνικός θάνατος" του ΟΕΚ
      Στις 12 Φεβρουαρίου 2012, σε μια δραματική συνεδρίαση της Βουλής, όσο στην οδό Σταδίου καίγονταν οι κινηματογράφοι Αττικόν και Απόλλων, ψηφίστηκε ο Ν. 4046/2012, το δεύτερο μνημόνιο. Ο νόμος, ένα εκτενές κείμενο 574 σελίδων με πολλά παραρτήματα, όπως και τα υπόλοιπα μνημόνια, προέβλεπε σημαντικές περικοπές και εκατοντάδες αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε μέχρι τότε το κράτος.
      Η ψήφισή του εξασφάλισε απαραίτητη χρηματοδότηση και "ξεκλείδωσε" τη μείωση του χρέους, που έγινε γνωστή ως PSI. Όμως ήμασταν ίσως στην πιο σκοτεινή στιγμή της ελληνικής κρίσης. Η αναταραχή στη χώρα, που είχε χάσει 15% του ΑΕΠ της μέσα σε δύο χρόνια, ήταν τόσο μεγάλη που λίγοι ασχολήθηκαν τότε με ένα σύντομο απόσπασμα στο Παράρτημα 5 του νόμου. Εκεί έγραφε ότι, στο πλαίσιο της μείωσης του μη μισθολογικού εργασιακού κόστους, πρέπει "να υιοθετηθεί νομοθεσία να κλείσουν μέσα σε 6 μήνες μικροί φορείς ειδικού σκοπού που ασχολούνται με κοινωνικές δαπάνες οι οποίες δεν αποτελούν προτεραιότητα".
      Οι δύο φορείς "που δεν αποτελούν προτεραιότητα" στους οποίους αναφερόταν το απόσπασμα ήταν ο Οργανισμός Εργατικής Εστίας και ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας. Ο πρώτος, ο πιο μικρός σε μέγεθος από τους δύο, είχε ως αντικείμενο τη "μετεργασιακή μέριμνα" (προγράμματα οικονομικών διακοπών και κουπόνια μειωμένου εισιτηρίου σε θέατρα και άλλα θεάματα), αλλά και την υποστήριξη της λειτουργίας των συνδικάτων.
      Ο δεύτερος, ο ΟΕΚ, πραγματοποιούσε την κρατική στεγαστική πολιτική για τους μισθωτούς εργαζόμενους. Στην πραγματικότητα, ήταν ο οργανισμός που επί έξι δεκαετίες "έτρεχε" τα πιο μαζικά έργα στέγασης που πραγματοποιούνταν στη χώρα, είτε αυτά ήταν κατασκευαστικά είτε αφορούσαν στήριξη για την απόκτηση σπιτιού από την αγορά.
      Το 2012, όταν έκλεισε ο ΟΕΚ, τα μέσα ενημέρωσης και οι πολιτικοί ασχολούνταν με άλλες περικοπές του δεύτερου μνημονίου, όπως αυτές των συντάξεων. Επομένως, εκτός από τη μικρή αναφορά του ίδιου του μνημονίου σε "μείωση του μη μισθολογικού κόστους", δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες που να εξηγούν την απόφαση.
      Γιατί μπορεί η Ελλάδα και οι δανειστές της να συμφώνησαν τελικά τότε να κλείσουν τον ΟΕΚ; Όταν κάποιος κάνει την ερώτηση σε ανθρώπους, οι οποίοι είχαν κάποια σχέση με τον οργανισμό εκείνη την περίοδο, οι απαντήσεις που παίρνει είναι διάφορες: "Ίσως θεωρήθηκε ότι το κράτος δεν μπορεί να λειτουργεί ως τράπεζα ή ως κατασκευαστική εταιρεία"· "Δεν υπήρχε τότε επείγον στεγαστικό πρόβλημα: το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα είναι αρκετά υψηλό και εκείνη την περίοδο, λόγω της κρίσης, οι τιμές και τα ενοίκια ήταν χαμηλά"· "Ίσως σκέφτηκαν ότι όπου υπάρχουν δημόσια έργα υπάρχει και διαφθορά ή ότι ο οργανισμός ήταν ανταγωνιστικός προς τον ιδιωτικό τομέα"· "Κυκλοφορεί ένα 'ράδιο αρβύλα' ότι έλειπαν περίπου 300 εκατομμύρια ευρώ για να κλείσει η συμφωνία για το μνημόνιο, ένα ποσό που αντιστοιχούσε περίπου στο αποθεματικό του οργανισμού τότε".
      Τον Απρίλιο του 2013, ο ΟΕΚ τυπικά απορροφήθηκε από τον τότε ΟΑΕΔ (πλέον ΔΥΠΑ). Όμως στην πραγματικότητα σταμάτησε κάθε νέα δραστηριότητα. Σταμάτησε να εκδίδει νέα δάνεια, να επιδοτεί το επιτόκιο στεγαστικών δανείων ή να δίνει επιδόματα ενοικίου. Σταμάτησε, επίσης να σχεδιάζει νέους οικισμούς και να κατασκευάζει κατοικίες. Από τότε μέχρι σήμερα, η λειτουργία του αφορά όσα είχαν σχεδιαστεί ή μείνει "ανοιχτά" πριν από το 2012: παρακολούθηση δανείων που είχαν ήδη εκδοθεί και ολοκλήρωση των έργων που είχαν ήδη αρχίσει.
      Στενό με φόντο την Ακρόπολη, 2023 | Φωτογραφία: διαΝΕΟσις Αντιπαροχή για "μικρούς παίκτες"
      Πώς φτάσαμε όμως στο μεγάλο κενό της στεγαστικής πολιτικής; Το ελληνικό κράτος, παρότι είχε κάποια στεγαστική πολιτική, αυτή δεν ήταν ποτέ πολύ ισχυρή και οργανωμένη, αντίστοιχα με άλλες χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης. Ποια ήταν η παρέμβαση του κράτους για να αποκτήσουν σπίτι οι Έλληνες; "Στην Ελλάδα το κράτος δεν ασχολήθηκε ποτέ ιδιαίτερα σοβαρά με τη στέγαση", παρατηρεί ο επίκουρος καθηγητής Πολεοδομίας και Διαχείρισης Ακινήτων στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Νίκος Τριανταφυλλόπουλος. "Υπήρξαν ασφαλώς ο ΟΕΚ και κάποιες προσπάθειες να δημιουργηθούν στεγαστικές τράπεζες, όπως παλιότερα η Κτηματική και η Στεγαστική Τράπεζα και να διευκολυνθεί έτσι η έκδοση στεγαστικών δανείων. Όμως, η στεγαστική πολιτική ασκήθηκε κυρίως με έναν έμμεσο τρόπο, με την ενθάρρυνση της αντιπαροχής, αλλά και με καταπατήσεις και έπειτα νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων. Η κοινωνική κατοικία, ενώ υπήρξε κι αυτή, δεν αναπτύχθηκε ποτέ σε τέτοια κλίμακα ώστε να κάνει σημαντική διαφορά".
      Παρόμοια είναι και η οπτική του ομότιμου καθηγητή Ανθρώπινης Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Θωμά Μαλούτα: "Στην Ελλάδα είχαμε ένα αναπτυξιακό μοντέλο το οποίο ήταν αρκετά διαφορετικό από αυτό των ευρωπαϊκών βιομηχανικών χωρών, που έβλεπαν τη στέγαση ως έναν τρόπο για να εξασφαλίσουν την ύπαρξη και την επιβίωση των εργαζομένων", λέει. "Στην Ελλάδα, η εποχή της μεγάλης γεωγραφικής μετακίνησης από την επαρχία προς τις πόλεις μεταπολεμικά δεν ήταν ακριβώς μια εποχή εκβιομηχάνισης: όσοι έφυγαν από την ύπαιθρο δεν έβρισκαν εύκολα δουλειά ούτε στις πόλεις -σχεδόν άλλοι τόσοι, άλλωστε, μετανάστευσαν στο εξωτερικό. Επομένως, ούτε το κράτος ούτε οι εργοδότες είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διατηρήσουν τους εργαζόμενους ευχαριστημένους και σε επαρκή αριθμό.
      Σε αυτό το πλαίσιο, η στέγαση έγινε περισσότερο ατομικό και οικογενειακό μέλημα παρά δημόσιο. Έπρεπε να 'στήσεις' τη δική σου ιδιοκατοίκηση, λίγο-πολύ με τα δικά σου χέρια. Αντίστοιχα, το πολιτικό σύστημα φρόντισε να περιχαρακώσει τον τομέα της κατοικίας ως έναν χώρο που μπορούσαν να λειτουργήσουν και να αναπαράγονται οι μικροί παίκτες: ο μικρός οικοπεδούχος και ο μικρός κατασκευαστής. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν πολύ δύσκολο για τις τράπεζες να εμπλακούν με τον στεγαστικό τομέα. Από την άλλη μεριά ο μικρός εργολάβος ήταν προστατευμένος από την είσοδο των μεγάλων κατασκευαστικών εταιρειών στην αγορά. Ο μεγάλος δεν είχε, ανά μονάδα, μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους από αυτό που είχε ο μικρός. Έτσι, οι μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες, που θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν μεγαλύτερα, κρατικά ή ιδιωτικά έργα κατοικιών εν πολλοίς απείχαν".
      Η αντιπαροχή, δηλαδή η ανταλλαγή γης με διαμερίσματα, ήταν μια συναλλαγή που επέτρεψε σε πολλούς Έλληνες να αποκτήσουν σπίτι χωρίς να το πληρώσουν με μετρητά και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη της Αθήνας και άλλων ελληνικών πόλεων. Το ντοκιμαντέρ "Χτίστες, νοικοκυρές και η οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας" (2021), βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της Ιωάννας Θεοχαροπούλου -αντίστοιχα η παραγωγή και η έκδοση χρηματοδοτήθηκαν από το Ίδρυμα Ωνάση-, καταγράφει με λεπτομέρεια την εποχή της αντιπαροχής, από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα. Παρακολουθεί αρκετές προσωπικές ιστορίες, κυρίως οικοδόμων και εργολάβων και των συζύγων τους. Στη διάρκεια του ντοκιμαντέρ, ένας "χτίστης" αφηγείται το πώς κουβάλησε λάσπη με έναν τενεκέ από το ισόγειο, για να χτίσει τον έκτο όροφο μιας πολυκατοικίας. Μία από τις "νοικοκυρές" θυμάται πώς βοήθησε τον σύζυγό της να χτίσει το δικό τους σπίτι -έπρεπε να βιαστούν για να είναι έτοιμο πριν έρθει ο χειμώνας. Την ίδια εποχή δεν ήταν ασυνήθιστο οι οικοδόμοι να κάνουν τις δικές τους μικρές αισθητικές παρεμβάσεις στα σχέδια των πολυκατοικιών που ετοίμαζαν οι μηχανικοί -ένα συνηθισμένο παράδειγμα είναι τα μοτίβα των τοίχων έξω από τα παράθυρα των λουτρών.
      Οι ανθρώπινες ιστορίες γύρω από το χτίσιμο της πόλης φανερώνουν εν πολλοίς την απουσία μιας σημαντικής κεντρικής παρέμβασης, ενός σχεδίου. Ωστόσο, αναδεικνύουν και την ιδιαιτερότητα της Αθήνας, τουλάχιστον στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. "Γυρίζοντας το ντοκιμαντέρ είδαμε μία-μία τις προκαταλήψεις μας για την Αθήνα να καταπέφτουν", λέει ο Τάσος Λάγγης, ο οποίος μαζί με τον Γιάννη Γαϊτανίδη έγραψε το σενάριο και σκηνοθέτησε το φιλμ. "Είμαι ένας άνθρωπος περίπου 50 ετών και μεγάλωσα ακούγοντας συχνά για το κακό που έκανε η αντιπαροχή στις πόλεις, ότι η Αθήνα 'δεν βλέπεται'. Με την εμπειρία του ντοκιμαντέρ όλο αυτό κατέρρευσε. Γνωρίσαμε ανθρώπους που τότε ήταν νέοι και χτυπημένοι από τη μεταπολεμική φτώχεια. Το μοναδικό πράγμα που ήθελαν ήταν ό,τι θέλουμε κι εμείς σήμερα: να ζήσουν με την οικογένειά τους σε ένα σπίτι με καλές συνθήκες, ασφαλείς υγειονομικές συνθήκες και με μια προοπτική προκοπής. Άρχισαν με αυτό το όνειρο, με αυτές τις ανάγκες και το κατάφεραν. Αυτή η οπτική της Αθήνας, ως μιας πόλης που χτίστηκε με βάση αυτά τα συναισθήματα και τις επιθυμίες, ήταν μια μεγάλη έκπληξη για εμένα. Η Αθήνα δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με πόλεις στην Τουρκία και στη Μέση Ανατολή, ούτε όμως με ευρωπαϊκές πόλεις, όπως η Ρώμη ή το Παρίσι. Είναι κάτι μοναδικό, το οποίο ίσως επειδή μας είναι τόσο οικείο έχει γίνει, κατά κάποιον τρόπο, αόρατο".
      Από την άλλη πλευρά, τα όποια μέτρα του κράτους για τη στέγαση ήταν περιορισμένα σε κλίμακα και εφαρμόζονταν πάντοτε στο περιθώριο -σπανιότερα οδήγησαν την ανάπτυξη των πόλεων ή της άλλαξαν κατεύθυνση. Εξάλλου, αφορούσαν μόνο συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού.
      Κάποιες γνωστές παρεμβάσεις έγιναν για να αποκτήσουν γη οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία μετά το 1922, ενώ σε πολλές ελληνικές πόλεις χτίστηκαν προσφυγικοί οικισμοί (η Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομίας και Στέγασης που πραγματοποίησε μια επιτυχημένη ανάπλαση στα προσφυγικά του Ταύρου σταμάτησε κι αυτή να λειτουργεί το 2010). Το ελληνικό κράτος φρόντισε επίσης να στεγάσει κάποιους φοιτητές με τις φοιτητικές εστίες, να διευκολύνει τους άστεγους και, μέχρι πρόσφατα, τους πρόσφυγες το πρώτο διάστημα μετά την αναγνώριση του ασύλου.
      Τι ήταν ο ΟΕΚ;
      Ημεγαλύτερη, με διαφορά, ομάδα για τη στέγαση της οποίας μερίμνησε κάπως το ελληνικό κράτος ήταν οι μισθωτοί εργαζόμενοι. O OEK, ένας οργανισμός που λειτούργησε από το 1954 και για 58 ακόμη χρόνια, εισέπραττε από το ΙΚΑ ένα μικρό μέρος των εισφορών των εργοδοτών (στο 0,75% όταν έκλεισε) και του μισθού των εργαζομένων (1%), προκειμένου να πραγματοποιεί προγράμματα στέγασης. Ήταν δηλαδή ένας αυτοχρηματοδοτούμενος οργανισμός, που δεν επιβάρυνε τον κρατικό προϋπολογισμό, αφού οι εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών χρηματοδοτούσαν ολόκληρη τη δραστηριότητά του, ακόμη και τους μισθούς του προσωπικού.
      Συνολικά, το ποσό από τις εισφορές αυτές ήταν σημαντικό, κοντά στα 650 εκατομμύρια ευρώ ετησίως τα τελευταία χρόνια πριν από το κλείσιμο, αλλά συνήθως το ΙΚΑ απέδιδε πολύ λιγότερα, συχνά λιγότερα από τα μισά. Ταυτόχρονα με το κλείσιμο του ΟΕΚ το 2012, καταργήθηκε η σχετική εισφορά των εργοδοτών, ενώ το 2020, οκτώ χρόνια αργότερα, καταργήθηκε η αντίστοιχη εισφορά των εργαζομένων.
      Ο ΟΕΚ ήταν ένας μάλλον ασυνήθιστος οργανισμός στο πλαίσιο του ελληνικού Δημοσίου. Πριν από το κλείσιμο, εργάζονταν εκεί περίπου 730 εργαζόμενοι: μεταξύ τους ήταν 200 πολιτικοί μηχανικοί, αρχιτέκτονες, τοπογράφοι, γεωπόνοι ή γεωφυσικοί και 100 οικονομολόγοι, μαθηματικοί ή λογιστές. Μαζί με κάποιους συμβασιούχους και με τους μαθητευόμενους των προγραμμάτων stage, το προσωπικό είχε κάποια στιγμή προσεγγίσει τους 1.000 εργαζομένους σε τοπικά γραφεία, σε όλες τις περιφέρειες της χώρας.
      Φυσικά, ο ΟΕΚ δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Αν υπήρχε κάτι ασυνήθιστο ήταν το ότι είχε σχετικά μικρή δραστηριότητα σε σύγκριση με άλλους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς οργανισμούς. Για παράδειγμα, αντίστοιχοι αυστριακοί και ολλανδικοί φορείς διαχειρίζονται (με πολύ διαφορετικά μοντέλα από το ελληνικό) περισσότερο από το 20% του συνόλου των κατοικιών στις χώρες τους. Όλοι οι σχετικοί οργανισμοί στην Ευρώπη συμμετέχουν στη συνομοσπονδία παρόχων κοινωνικής κατοικίας Housing Europe και συνολικά διαχειρίζονται σχεδόν 25 εκατομμύρια κατοικίες. Η Ελλάδα δεν συμμετέχει πια, παρά μόνο μέσω της Αναπτυξιακής Μείζονος Αστικής Θεσσαλονίκης, που εντάχθηκε τους τελευταίους μήνες έχοντας δημοσιεύσει μια σχετική μελέτη το 2020.
      Όπως συμβαίνει συχνά με την ελληνική δημόσια διοίκηση, έτσι και στην περίπτωση του πρώην ΟΕΚ, τα δημόσια διαθέσιμα δεδομένα σπανίζουν. Σύμφωνα με υπολογισμούς που είχε κατά καιρούς δημοσιοποιήσει ο οργανισμός (χωρίς σχολαστική τεκμηρίωση) συνολικά 700.000 νοικοκυριά υποστηρίχθηκαν οικονομικά στο να αποκτήσουν ή να νοικιάσουν σπίτι όσο καιρό αυτός λειτουργούσε: 100.000 αγόρασαν έτοιμη κατοικία με δάνειο, 362.000 έχτισαν σπίτι με δάνειο, 238.000 επισκεύασαν το σπίτι τους με δάνειο και 100.000 (ή πιθανόν περισσότεροι) κάθε χρόνο λάμβαναν επίδομα ενοικίου συνολικού ύψους 1.000 έως 1.200 ευρώ. Αντίστοιχα, περίπου 500 οικισμοί κοινωνικών κατοικιών στεγάζουν μέχρι σήμερα περίπου 50.000 νοικοκυριά.
      Ο ΟΕΚ έδινε περισσότερα δάνεια, απ’ ό,τι κατασκεύαζε κατοικίες. Τα δάνεια και τα επιδόματα συνήθως αποτελούσαν περισσότερο από το 70% των εξόδων του οργανισμού. Όμως κι αυτό δεν ίσχυε πάντοτε. Για παράδειγμα, μετά το 2007, όταν οι τρίτεκνοι αναγνωρίστηκαν ως πολύτεκνοι, τότε οι μισθωτοί τρίτεκνοι έγιναν αμέσως δικαιούχοι στεγαστικού δανείου. Τα έξοδα για δάνεια αυξήθηκαν ξαφνικά κατά επιπλέον 160-195 εκατ. ευρώ τον χρόνο και το μέρος των εξόδων του ΟΕΚ που αφορούσε δάνεια είχε εκτιναχθεί στο 95% μέσα σε δύο χρόνια.
      Τα επιδόματα ενοικίου στα μέσα της δεκαετίας του 2000 κόστιζαν περισσότερο από 150 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Όμως, τότε οι υπηρεσίες του Δημοσίου δεν "συνομιλούσαν" τόσο συχνά η μία με την άλλη και η διασταύρωση των στοιχείων των δικαιούχων ήταν πιο δύσκολη. Εργαζόμενοι στον πρώην οργανισμό λένε ότι "η διαδικασία της διασταύρωσης ίσως δεν ήταν πάντα εξαντλητική". Από την άλλη μεριά, το 2012 η Ελλάδα έμεινε χωρίς καμία επιδότηση του ενοικίου για πέντε χρόνια μέχρι το 2017. Τότε θεσπίστηκε ένα νέο, χαμηλό επίδομα, ως όρος του μνημονίου, και δίνεται μέχρι σήμερα από τον ΟΠΕΚΑ.
      Συγκριτικά με το σύνολο των κατοικιών στη χώρα, οι κατοικίες που κατασκεύασε ο ΟΕΚ είναι λίγες και, επομένως, δεν έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων. Αλλά άφησαν αποτύπωμα, κυρίως στις πιο μικρές πόλεις. Οι κατοικίες αυτές συνήθως χτίζονταν μακριά από το κέντρο και, επομένως, ήταν ένας έμμεσος τρόπος να επεκταθούν οι πόλεις προς μια κατεύθυνση. Μια σειρά από απαραίτητες εγκαταστάσεις, όπως το δίκτυο ηλεκτροδότησης ή η αποχέτευση, έφτασαν σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους δικαιούχους του ΟΕΚ. Αφού υπήρχε νερό, ρεύμα και αποχέτευση, πολύ περισσότεροι έχτιζαν στις ενδιάμεσες περιοχές.
      Ο πρώην OEK διαχειριζόταν τη γη (σε κάποιες περιπτώσεις την αγόραζε), την ενέτασσε στο σχέδιο πόλης αν ήταν εκτός, εκπονούσε πολεοδομική μελέτη, δημοπρατούσε την κατασκευή και την επέβλεπε. Έπειτα επέλεγε, μέσω κλήρωσης, τους δικαιούχους και καθόριζε το τίμημα που αυτοί θα πλήρωναν.
      Οι κατοικίες του ΟΕΚ, συνήθως εμβαδού 80 έως 130 τ.μ. σε διώροφα ή τετραώροφα κτήρια, υπάρχουν σε οικισμούς σε όλη την επικράτεια. Παρότι οι δύο πιο μεγάλοι, με διαφορά, οικισμοί τους οποίους έχτισε ο ΟΕΚ βρίσκονται στην Αττική, οι κοινωνικές κατοικίες είναι περισσότερες στην περιφέρεια.
      Η ελληνική εκδοχή της κοινωνικής κατοικίας εστίαζε σχεδόν αποκλειστικά στην ιδιοκτησία και την ιδιοκατοίκηση. Στις περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης οι κοινωνικές κατοικίες διατίθενται συνήθως προς ενοικίαση, δημιουργώντας μία, κατά κάποιον τρόπο, παράλληλη αγορά, που "ανταγωνίζεται" τα ενοίκια της ελεύθερης αγοράς -και πιθανόν συμβάλλει στο να μειωθούν. Επιπλέον, μια τέτοια αγορά ενοικιαζόμενης κοινωνικής κατοικίας δημιουργεί ένα "απόθεμα" κατοικιών, το οποίο το κράτος μπορεί να παραχωρεί, με χαμηλό ενοίκιο, σε όσους πληρούν τα σχετικά κριτήρια κάθε χρονική στιγμή. Στην Ελλάδα, οι κοινωνικές κατοικίες παραχωρούνταν στον δικαιούχο έναντι χαμηλού αντιτίμου, και αφότου το πλήρωνε γινόταν ο ίδιος ιδιοκτήτης τους, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάστασή του αργότερα.
      Επομένως, η στιγμή που θα γινόταν η κλήρωση για τους δικαιούχους είχε ξεχωριστή σημασία. Αρκετοί από τους συνομιλητές μας για τις ανάγκες αυτού του άρθρου περιέγραψαν, όχι χωρίς ειρωνεία, αυτή την περίοδο σαν "μια μεγάλη γιορτή", όπου "εμφανίζονταν όλες οι αρχές του κράτους".
      Πόσο όμως θα πλήρωναν τελικά οι δικαιούχοι για το καινούργιο σπίτι τους; Είναι κάτι που το μάθαιναν μετά από πολύ καιρό. Μετά την κλήρωση άρχιζε η διαδικασία υπολογισμού του κόστους της κατασκευής και καθορισμού του αντιτίμου της κάθε κατοικίας. Το προσωπικό του ΟΕΚ συνυπολόγιζε το κόστος της γης και της ανέγερσης του οικισμού και της κατοικίας, και υπολόγιζε ένα ενιαίο κόστος ανά τ.μ. για τους κατοίκους του κάθε οικισμού. Τη δεκαετία του 2000 αυτό το κόστος ήταν συνήθως κοντά στα 400 ευρώ, παρότι υπήρχαν οικισμοί που χρεώνονταν πολύ περισσότερο, ακόμα και περισσότερο από τα διπλάσια. Ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία. Ο καθορισμός του κόστους μπορεί να διαρκούσε αρκετά χρόνια και, στο μεταξύ, ο δικαιούχος πλήρωνε ένα αντίτιμο κάθε μήνα, έναντι. Δεν ήταν ασυνήθιστο δικαιούχοι ή σύλλογοι οικιστών να ισχυρίζονται ότι η κατοικία τους ή ο οικισμός τους έχει κακοτεχνίες και να διεκδικούν χαμηλότερο αντίτιμο, αφότου είχαν ήδη μετακομίσει.
      Την τελευταία δεκαετία, οι, πολύ λιγότεροι, εργαζόμενοι του πρώην ΟΕΚ (και αναλογικά, ακόμα λιγότεροι μηχανικοί) που έχουν παραμείνει στη ΔΥΠΑ ουσιαστικά διαχειρίζονται μόνο ανοιχτές υποθέσεις. Από τη φύση των ρυθμίσεων που θεσπίστηκαν στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, καταλαβαίνει κάποιος ότι η διαχείριση που ασκούσε ο οργανισμός δεν ήταν πάντα ιδανική. Πέντε χρόνια μετά το κλείσιμο, το 2017, ορίστηκε μέγιστη τιμή ανά τ.μ. για τους οικισμούς που δεν είχαν ακόμη τιμολογηθεί και ανακοινώθηκαν πολύ ευνοϊκές ρυθμίσεις για όσους ακόμη χρωστούσαν.
      Πολλά από τα δάνεια του ΟΕΚ ήταν "κόκκινα". Το 2018 ρυθμίστηκαν με πολύ ευνοϊκές ρυθμίσεις και με κούρεμα τόκων υπερημερίας. Ταυτόχρονα, παραμένει μέχρι σήμερα ο γρίφος της αξιοποίησης της αρκετά μεγάλης περιουσίας του πρώην ΟΕΚ: σύμφωνα με ανεπίσημους υπολογισμούς, πρόκειται για εκτάσεις τουλάχιστον 4.500 στρεμμάτων σε όλη την Ελλάδα, συνήθως δωρεές δήμων ή περιφερειών, στην πολύ μεγάλη πλειοψηφία τους εκτός σχεδίου πόλης.
      Ένα χωριό από το μέλλον
      Υπάρχει ένα "παιδί" της ελληνικής στεγαστικής πολιτικής, που σήμερα έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Βόρεια της Αθήνας, στην Πεύκη, βρίσκεται το Ηλιακό Χωριό, δηλαδή 435 κατοικίες, οργανωμένες σε κτήρια δύο, τεσσάρων και έξι ορόφων. Πρόκειται για τον δεύτερο μεγαλύτερο οικισμό του ΟΕΚ, μετά το Ολυμπιακό Χωριό με τις 2.300 κατοικίες. Το Ηλιακό Χωριό σχεδιάστηκε την περίοδο 1978 έως 1981 από το γραφείο του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Τομπάζη και κατασκευάστηκε μέχρι το 1989 με τέτοιο τρόπο ώστε τα κτήρια να είναι ενεργειακά αποδοτικά με πολλούς, καινοτόμους τρόπους.
      Τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 δεν υπήρχε η συζήτηση περί κλιματικής αλλαγής και ήμασταν πολύ μακριά από τους αλλεπάλληλους κύκλους των σημερινών προγραμμάτων "Εξοικονομώ". Όμως τότε ο κόσμος άφηνε πίσω του δύο μεγάλες πετρελαϊκές κρίσεις. "Tο Ηλιακό Χωριό ήταν ένα πιλοτικό έργο στα σπάργανα της ενασχόλησης με την 'ηλιακή' όπως ονομάστηκε αρχικά αρχιτεκτονική ή τον βιοκλιματικό σχεδιασμό, όπως τον αποκαλούμε σήμερα", λέει ο αρχιτέκτονας Άκης Τηλεμάχου, ο οποίος είναι σήμερα συνεργάτης του γραφείου Τομπάζη. Στο "χωριό" συνυπήρχαν συστήματα μόνωσης μαζί με, ιδιαίτερα καινοτόμα για την εποχή, "ενεργητικά συστήματα", που σχεδιάστηκαν για να παρέχουν θέρμανση και ζεστό νερό στις κατοικίες εξοικονομώντας ενέργεια. Τότε χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα τεχνολογίες όπως το αποκεντρωμένο σύστημα αντλιών θερμότητας, συλλέκτες αέρος, επίπεδοι συλλέκτες νερού, διεποχιακή αποθήκευση θερμότητας με συλλέκτες νερού και μια μεγάλη υδατοδεξαμενή όγκου 600 κυβικών μέτρων.
      Ηλιακό Χωριό, 2023 | Φωτογραφία: διαΝΕΟσις Τα "ενεργητικά" συστήματα αυτά είχαν σχεδιαστεί ως μια πιθανή απάντηση στις πετρελαϊκές κρίσεις: με πιο ενεργειακά αποδοτικές κατοικίες οι άνθρωποι ήταν λιγότερο εξαρτημένοι από την τιμή του πετρελαίου και από το καρτέλ του ΟΠΕΚ. Το ενδιαφέρον μάλιστα για το πόσο καλά μπορεί να λειτουργούν οι πρωτοπόρες ενεργειακές κατοικίες ήταν ευρύτερο: το γερμανικό Υπουργείο Έρευνας και Τεχνολογίας πλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του κόστους της μελέτης για την ανάπτυξη του Ηλιακού Χωριού. Αντίστοιχα, ερευνητές του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μετρούσαν, τα πρώτα χρόνια μετά τα εγκαίνια, την απόδοση των συστημάτων.
      Μια βόλτα στο Ηλιακό Χωριό σήμερα μαρτυρά ότι τα περισσότερα από αυτά τα συστήματα δεν δουλεύουν όπως σχεδιάστηκαν -κάποια δεν λειτούργησαν ποτέ. Στις ταράτσες των σπιτιών τα περισσότερα ηλιακά πάνελ είναι φθαρμένα. Άλλα έχουν πλέον απομακρυνθεί· οι σιδεριές στις οποίες στηρίζονταν χάσκουν γυμνές και σε κάποιες από αυτές οι κάτοικοι έχουν στερεώσει συμβατικούς ηλιακούς θερμοσίφωνες. Σποραδικά εμφανίζονται πεταμένα μονωτικά υλικά. Τελικά, το 2019 το Ηλιακό Χωριό έκανε ό,τι θεωρητικά δεν είχε ανάγκη να κάνει: συνδέθηκε με το δίκτυο του φυσικού αερίου.
      Γιατί όμως, παρότι η αρχική ιδέα πίσω από την κατασκευή του Ηλιακού Χωριού με τα χρόνια γινόταν ολοένα και πιο επίκαιρη, το ίδιο το χωριό φαινόταν να την εγκαταλείπει; Οι πρώτες αξιολογήσεις του ΑΠΘ διαπίστωναν ότι οι κάτοικοι, παρότι είχαν εκπαιδευτεί γύρω από τα συστήματα που είχαν τότε εγκατασταθεί, δυσκολεύονταν να τα λειτουργήσουν με σωστό τρόπο. Τοποθετούσαν έπιπλα στους νότιους τοίχους, τα οποία "έκλειναν" τους τοίχους θερμικής αποθήκευσης σε κάποια από τα κτήρια του οικισμού και έτσι τον χειμώνα τα σπίτια ήταν πιο κρύα. "Αν κάποιος αφήνει τα παντζούρια κλειστά ή την τέντα κατεβασμένη στον χώρο του 'θερμοκηπίου' κατά τη διάρκεια μιας χειμωνιάτικης μέρας ή έχει τοποθετήσει έπιπλα ή πράγματα που σκιάζουν π.χ. τον πάγκο νερού, γιατί αυξήθηκαν οι ανάγκες της οικογενείας του σε χώρους, θα υπάρξει μείωση του κέρδους θερμότητας που περιμένουμε", εξηγεί ο Άκης Τηλεμάχου.
      Από την άλλη πλευρά, πόσο εύκολο ήταν οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί να έχουν τον νου τους σε όλα αυτά τα άγνωστα και απαιτητικά συστήματα, ενώ παράλληλα συνέχιζαν τις δουλειές τους και τις ζωές τους; Και, όσο οι σχετικές τεχνολογίες βελτιώνονταν, γιατί δεν αναβαθμίστηκαν τα ίδια τα συστήματα; "Πέραν της συντήρησης των έργων ή της κατάρτισης των κατοίκων, έργα των οποίων η λειτουργία ή και η ίδια η φύση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε εκτενή χρήση μηχανολογικών ή άλλων τεχνολογιών, κινδυνεύουν εύκολα να θεωρηθούν παρωχημένα με τους σύγχρονους ρυθμούς εξέλιξης των αντίστοιχων τεχνολογιών. Για να εξασφαλίζεται η λειτουργία τους, θα πρέπει να εξασφαλίζεται και η ενημέρωση ή η αναβάθμισή τους. Επιπλέον τα τελευταία χρόνια είχαμε σχετικά φθηνή ενέργεια", λέει ο Άκης Τηλεμάχου.
      Ωστόσο, θα ήταν άδικο το αποτύπωμα του Ηλιακού Χωριού να περιοριστεί μόνο στα συστήματα που δεν λειτούργησαν. Είναι σίγουρα ενδιαφέρον, ίσως το πιο ενδιαφέρον, ότι το ελληνικό κράτος έκανε μια τέτοια υπέρβαση. Είχε την ικανότητα να φανταστεί και να προκρίνει, ακόμη και κατ’ εξαίρεση της συνηθισμένης δραστηριότητας του ΟΕΚ, την κατασκευή ενός τέτοιου οικισμού εκείνη την περίοδο.
      Πέρα από αυτό, το Ηλιακό Χωριό παραμένει περισσότερο από 30 χρόνια αργότερα ένας ζωντανός οικισμός. Τα κτήρια έχουν σωστό προσανατολισμό, είναι οργανωμένα σε κομψά οικοδομικά τετράγωνα με επαρκή δημόσιο χώρο, με πλατείες και αίθρια -πράγματα τα οποία σπανίζουν στις ελληνικές πόλεις. Είναι επίσης πιθανό να συνέβαλε στο "ζωντάνεμα" ολόκληρης της περιοχής. Περπατώντας από το Μαρούσι προς την τοποθεσία του, επί πολλά οικοδομικά τετράγωνα τα περισσότερα κτήρια φαίνεται να έχουν χτιστεί τουλάχιστον μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980, παράλληλα ή αργότερα από τον οικισμό.
      Όπως ένας μυς του ανθρώπινου σώματος, έτσι και μια κρατική υπηρεσία, αν μείνει αδρανής για πολύ καιρό ατροφεί. Μετά το κλείσιμο του ΟΕΚ το 2012 και τη μη αντικατάστασή του από κάτι άλλο, το ελληνικό κράτος έχασε τη δυνατότητα να "τρέχει" αντίστοιχα έργα. Δεν μπορεί πια να ασκεί στεγαστική πολιτική και, μέσα από αυτή, να επιδρά θετικά στην ανάπτυξη των πόλεων, να φαντάζεται ένα βιώσιμο μέλλον και να προσαρμόζεται σε αυτό.
      Ηλιακό Χωριό, 2023 | Φωτογραφία: διαΝΕΟσις -------
      Μετά από μια δεκαετία χωρίς στεγαστική πολιτική, ήρθε μια δύσκολη στεγαστική κρίση. Πώς μπορεί να σχεδιαστούν τα κατάλληλα μέτρα από το μηδέν, αποφεύγοντας τα λάθη του παρελθόντος; Ποιος θα τα εφαρμόσει, πόσοι και ποιοι άνθρωποι; Πόσα χρήματα χρειάζονται και πώς μπορεί να βρεθούν, αλλά και να έχουν τον μικρότερο δυνατό δημοσιονομικό αντίκτυπο; Και, τελικά, μετά την εμπειρία των μνημονίων, μπορεί να ξαναβρεί το ελληνικό κράτος την ικανότητά του να υπερβεί την εποχή του, αυτή τη φορά με επιτυχία;
      Είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα, το να γίνουν οι παραπάνω ερωτήσεις και να απασχολήσουν τον δημόσιο διάλογο. Όμως, πώς μπορεί να μοιάζουν οι απαντήσεις; Σε αυτό το σημείο, είναι χρήσιμο κάποιος να στρέψει το βλέμμα του έξω από τη χώρα, στην υπόλοιπη Ευρώπη. Διαφορετικές χώρες έχουν άλλους τρόπους να ασκούν στεγαστική πολιτική, οι οποίοι σχηματίστηκαν σε διαφορετικές συνθήκες. Είναι δύσκολο, και πιθανόν καταδικασμένο να αποτύχει, τα μέτρα που πήρε μια χώρα να μεταφερθούν αυτούσια στο περιβάλλον μιας άλλης. Όμως, οι διαφορετικές οπτικές πάνω στο ζήτημα της στέγασης φανερώνουν τα προβλήματα που πρέπει να λυθούν και τις επιλογές που υπάρχουν.
      Ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες στην Αυστρία
      Το 1995 ο "starchitect" Ζαν Νουβέλ, που μεταξύ άλλων έχει σχεδιάσει τη Φιλαρμονική του Παρισιού και την επέκταση του Εθνικού Μουσείου Τέχνης στη Μαδρίτη, παρέδωσε τα σχέδιά του για την αναμόρφωση του πρώτου από τους τέσσερις πύργους του Gasometer. Σχεδόν ταυτόχρονα, ακόμη τρεις αυστριακοί αρχιτέκτονες παρέδωσαν αντίστοιχα σχέδια για τους υπόλοιπους τρεις πύργους. Τα Gasometers, τέσσερις μεγάλες, κυκλικές δεξαμενές γκαζιού (με ύψος 70 και διάμετρο 60 μέτρα η καθεμία) κοντά στο κέντρο της Βιέννης χτίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα. Όμως, στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ήταν έρημες ήδη επί περισσότερα από 30 χρόνια.
      Τα σχέδια του Νουβέλ και των υπόλοιπων αρχιτεκτόνων προέβλεπαν την αναμόρφωση των δεξαμενών σε χώρους συναυλιών, εμπορικά κέντρα, κινηματογράφους, γυμναστήρια, φοιτητικές εστίες και κατοικίες. Το έργο ολοκληρώθηκε τελικά έξι χρόνια αργότερα και μεταμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό ολόκληρη την περιοχή. Σήμερα, αποτελεί από μόνο του μια ζωντανή γειτονιά όπου κινούνται καθημερινά ή κατοικούν περισσότεροι από 4.000 άνθρωποι. Ο χώρος έχει αποκτήσει πλέον και τουριστικό ενδιαφέρον: εκεί πραγματοποιούνται τακτικά ξεναγήσεις για όσους θέλουν να μάθουν περισσότερα για τις παλιές δεξαμενές και για την ανάπλασή τους.
      Ωστόσο, αξίζει κάποιος να σταθεί λίγο περισσότερο στις κατοικίες μέσα στα Gasometers. Από τις 800 συνολικά κατοικίες, οι περισσότερες, περίπου 600, είναι κοινωνικές κατοικίες. Ιδιοκτήτης είναι ο δήμος της Βιέννης και τα διαμερίσματα διατίθενται για ενοικίαση σε δικαιούχους των αντίστοιχων προγραμμάτων κοινωνικής στέγασης. Οι ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες είναι κάτι μάλλον συνηθισμένο στην Αυστρία. Στη Βιέννη, μια πόλη 1,9 εκατομμυρίων κατοίκων, ο δήμος καθώς και κάποιοι μη κερδοσκοπικοί συνεταιρισμοί διαχειρίζονται περίπου 200.000 ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες. Σε ολόκληρη τη χώρα, 1 στις 5 κατοικίες είναι ενοικιαζόμενη κοινωνική κατοικία, ενώ η Αυστρία είναι μία από τις μόλις έξι χώρες του ΟΟΣΑ όπου, από το 2010 μέχρι το 2018, το ποσοστό αυτών των κατοικιών αναλογικά με το σύνολο αυξήθηκε. Τα κριτήρια για τους δικαιούχους ενοικίασης κοινωνικών κατοικιών είναι ιδιαίτερα γενναιόδωρα: έχει υπολογιστεί ότι περιλαμβάνουν τη μεγάλη πλειοψηφία, περίπου 80%, των νοικοκυριών στη χώρα.
      Οι τέσσερις πύργοι του Gasometer | Πηγή: Shutterstock "Το σύστημα κοινωνικής στέγασης στην Αυστρία άρχισε με την εκβιομηχάνιση", εξηγεί η πρέσβης της χώρας στην Αθήνα, Ερμίνε Πόπελερ. "Σε κάποια μέρη, όπως στη Στυρία, η ανάπτυξη αυτή συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τη βιομηχανία: εκεί υπήρχε μεγάλη ανάγκη για εργάτες στα ορυχεία. Από την άλλη πλευρά, η Βιέννη, ως έδρα του οίκου των Αψβούργων στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν πολύ ελκυστική για τους ανθρώπους να μείνουν και να εργαστούν. Επομένως δημιουργήθηκε και εκεί μια σημαντική ανάγκη για στέγαση. Η πόλη της Βιέννης αποφάσισε τότε να αρχίσει το σύστημα της κοινωνικής κατοικίας ενώ, παράλληλα, δημιουργήθηκαν και οι πρώτοι συνεταιρισμοί".
      Πώς λειτουργεί όμως στην πράξη ένα τόσο παλιό σύστημα, όπου η παρέμβαση του κράτους είναι τόσο σημαντική; Πώς οργανώνεται; "Η κάθε πόλη έχει τα δικά της κριτήρια για τους δικαιούχους", εξηγεί η Ερμίνε Πόπελερ. "Οι εκατοντάδες μη κερδοσκοπικοί συνεταιρισμοί στέγης χρηματοδοτούνται μέσω ειδικών δανείων από στεγαστικές τράπεζες. Εισπράττουν επίσης εισφορές από τους δήμους και φυσικά εισπράττουν τα ενοίκια που πληρώνουν οι δικαιούχοι. Με αυτό τον τρόπο έχουν κεφάλαιο που το χρησιμοποιούν για τη διαχείριση των κατοικιών και για τις απαραίτητες επενδύσεις σε υποδομές".
      Παρότι η Αυστρία επιδοτεί κάποια δάνεια ή σπανιότερα παρέχει χρηματοδότηση για την απόκτηση σπιτιού σε πολύ φτωχά νοικοκυριά, η βάση της αυστριακής στεγαστικής πολιτικής είναι οι ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες. Είναι μάλλον αναμενόμενο ότι τα ενοίκια, που καθορίζονται κυρίως από την περιοχή και από το κόστος κατασκευής της κοινωνικής κατοικίας είναι αισθητά χαμηλότερα από αυτά της ελεύθερης αγοράς. Πρόκειται για μια παράλληλη αγορά ακινήτων. Επηρεάζει άραγε αυτό τις τιμές στην ελεύθερη αγορά; "Σίγουρα, υπάρχει μια σύνδεση της κρατικά επιδοτούμενης αγοράς κατοικίας με την ελεύθερη", λέει η Ερμίνε Πόπελερ. "Αυτό βέβαια δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Για παράδειγμα, οι τιμές των πολυτελών κατοικιών ακολουθούν τη διεθνή αγορά πολυτελών κατοικιών χωρίς να επηρεάζονται από ό,τι συμβαίνει στην κοινωνική κατοικία".
      Συνδυασμός πολλών παρεμβάσεων στη Γαλλία
      ΗΓαλλία είναι κι αυτή μια χώρα με ιδιαίτερα ανεπτυγμένο σύστημα ενοικιαζόμενων κοινωνικών κατοικιών: περίπου 14% του συνόλου των κατοικιών στη χώρα λειτουργούν με αυτό τον τρόπο. Ωστόσο, η χρηματοδότηση του συστήματος διαφέρει από την αντίστοιχη της Αυστρίας. "Υπάρχει ένας ειδικός μηχανισμός, το 1% των μισθών για τη στέγη", λέει ο Γάλλος πολεοδόμος, αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα real estate του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, Αρτούρ Ακολέν. "Πλέον βέβαια η εισφορά για την κοινωνική κατοικία έχει μειωθεί στο 0,45%, αλλά έχει μείνει το όνομα. Αυτό το ποσοστό κρατείται από όλους τους μισθούς που πληρώνονται στη χώρα από επιχειρήσεις ενός μεγέθους και πάνω, και παρέχει κεφάλαιο στην ενοικιαζόμενη κοινωνική κατοικία. Ένα μικρότερο μέρος του χρησιμοποιείται για την υποστήριξη της αγοράς κατοικίας. Οι επιχειρήσεις έχουν επίσης κάποιο λόγο στο πώς μοιράζονται αυτά τα χρήματα και κάποιες φορές ζητούν επιπλέον προνόμια για τους εργαζόμενους του κλάδου τους".
      Πρόκειται επίσης για ένα σύστημα νεότερο από αυτό της Αυστρίας. Σχεδόν ταυτόχρονα με την ανοικοδόμηση μετά τον πόλεμο, οι Γάλλοι μετακινήθηκαν μαζικά από την περιφέρεια προς τις πόλεις, δημιουργώντας έτσι νέες ανάγκες στέγασης. Για να ικανοποιηθούν οι νέες ανάγκες, τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 οι αρχές κατασκεύασαν τεράστια συγκροτήματα κοινωνικών κατοικιών με εκατοντάδες διαμερίσματα το καθένα στα προάστια των γαλλικών πόλεων. Πολλά από αυτά τα συγκροτήματα εξελίχθηκαν σε γκέτο. "Παρότι έχουν γίνει νεότερες επενδύσεις στην εκ νέου ανάπτυξη, είναι γεγονός ότι σε πολλά από αυτά τα πρώτα συγκροτήματα σήμερα υπάρχει φτώχεια και παραβατικότητα", εξηγεί ο Αρτούρ Ακολέν.
      Ωστόσο, η ιστορία δεν τελειώνει εκεί. Από τις περίπου 5 εκατομμύρια κοινωνικές κατοικίες που λειτουργούν στη Γαλλία, πολλές, περίπου 2 εκατομμύρια, προστέθηκαν τα τελευταία 20 χρόνια. "Πρόκειται συνήθως για πιο μικρά συγκροτήματα 10, 20 ή 30 διαμερισμάτων, διάσπαρτα σε περιοχές των πόλεων, ακόμα και σε πιο ακριβές περιοχές στο κέντρο του Παρισιού. Γίνεται μεγάλη προσπάθεια πλέον να πραγματοποιούνται μικρότερα έργα, πιο ενταγμένα στην κάθε περιοχή όπου αναπτύσσονται. Επιπλέον, και τα μεγαλύτερα καινούργια έργα διαθέτουν κατοικίες τόσο στην ελεύθερη αγορά όσο και στην κρατικά επιδοτούμενη", λέει ο Αρτούρ Ακολέν και αναφέρεται σε ένα έργο που βρίσκεται σε εξέλιξη, στη συνοικία Clichy-Batignolles στο Παρίσι.
      Στον χώρο ενός παλιού αμαξοστασίου, σε μια έκταση 540 στρεμμάτων στο 17ο διαμέρισμα του Παρισιού λειτουργούν ήδη τα νέα δικαστήρια, ένας ουρανοξύστης ύψους 160 μέτρων που σχεδίασε ο Ρέντσο Πιάνο. Απέναντι από τα δικαστήρια, γύρω από ένα μεγάλο πάρκο 100 στρεμμάτων όπου βρίσκονται τρία κρατικά θέατρα, γραφεία, σχολεία και καταστήματα, κατασκευάζονται 3.400 κατοικίες, με τις μισές από αυτές να ενοικιάζονται, ή να είναι προγραμματισμένο να ενοικιαστούν ως κοινωνικές κατοικίες. Οι δικαιούχοι επιλέγονται με πολλά, διαφορετικά κριτήρια ανά περιοχή και για ένα τέτοιο καινούργιο διαμέρισμα σε ελκυστική τοποθεσία η αναμονή μέχρι να μετακομίσουν στο νέο σπίτι τους μπορεί να ξεπεράσει τα πέντε χρόνια.
      Η συνοικία Clichy-Batignolles στο Παρίσι | Πηγή: https://www.parisetmetropole-amenagement.fr/sites/default/files/2022-05/plan_du_projet_version_web_101017.pdf Φυσικά, το να υπάρχουν κοινωνικές κατοικίες σε δημοφιλείς περιοχές δεν έχει μόνο θετικά. Έφερε και ένα περίεργο είδος παραβατικότητας: "Ο γαλλικός Τύπος έχει γράψει για περιπτώσεις δικαιούχων που νοίκιαζαν 'δεύτερο χέρι' κοινωνικές κατοικίες μέσω Airbnb και βεβαίως πλήρωσαν πρόστιμο. Μετά από αυτές τις περιπτώσεις οι δήμοι έθεσαν κάποιους επιπλέον περιορισμούς", λέει ο Αρτούρ Ακολέν.
      Ταυτόχρονα, με την ενοικίαση σπιτιών, το γαλλικό κράτος δίνει επίσης ένα αρκετά σημαντικό επίδομα ενοικίου, το οποίο δικαιούνται περίπου τα μισά νοικοκυριά που ζουν στο ενοίκιο, ακόμα και στις κοινωνικές κατοικίες. Το επίδομα αυτό κυμαίνεται από το ένα τρίτο έως το μισό του συνόλου του ενοικίου.
      Σε κάποιο βαθμό όλα αυτά τα μέτρα, μαζί με άλλους παράγοντες, είναι πιθανό να αποδίδουν: το ποσοστό των ενοικιαστών που πληρώνουν περισσότερο από το 40% του εισοδήματός τους στο ενοίκιο είναι σχετικά μικρό -8% στις πόλεις, 3% στην περιφέρεια.
      Ωστόσο, παρότι το γαλλικό σύστημα είναι σε κάποιο βαθμό αυτοχρηματοδοτούμενο -λόγω του "1% των μισθών για τη στέγη"- είναι επίσης ιδιαίτερα παρεμβατικό και πολυδάπανο. Θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; "Δεν υπάρχει μαγική λύση", εκτιμάει ο Αρτούρ Ακολέν. "Η στέγη είναι ακριβή και είναι επίσης ακριβό να συντηρηθεί. Αν θέλεις να είναι σε μια καλή τοποθεσία, η τιμή της γης είναι επίσης ακριβή. Επομένως πρέπει να βρεις τρόπους να βγαίνει αυτή η εξίσωση, πράγμα που σημαίνει τη δέσμευση σημαντικών πόρων. Στις ΗΠΑ, όπου ζω και εργάζομαι, κυκλοφορεί πολύ η ιδέα ότι αν κάνεις την αγορά να λειτουργήσει ή αν βρεις τα κατάλληλα κίνητρα δεν χρειάζεται να ξοδέψεις τόσα πολλά. Όμως, όταν σε κάθε περίπτωση το εισόδημα του νοικοκυριού δεν επαρκεί για να πληρώσει το κόστος της στέγης, πρέπει να βρεις κάποιον τρόπο να το επιδοτήσεις. Αυτός ο τρόπος μπορεί να είναι, λίγο ή πολύ, έμμεσος αλλά και αυτό ακόμα κοστίζει".
      Η διαφορετική περίπτωση της Ισπανίας
      Ησυζήτηση με την Ισπανίδα Κλάρα Μαρτίνεζ-Τολεδάνο, επίκουρη καθηγήτρια χρηματοοικονομικών στο Imperial College του Λονδίνου έφτασε κάποια στιγμή στα επιδόματα ενοικίου. "Έχω αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα των επιδομάτων ενοικίου", λέει. "Οι ιδιοκτήτες, εφόσον γνωρίζουν ότι οι ενοικιαστές λαμβάνουν το επίδομα, έχουν την επιλογή να το ενσωματώσουν αργά ή γρήγορα στο ποσό του ενοικίου. Έτσι είναι πιθανό το επίδομα, ή ένα μέρος του, να καταλήγει τελικά στον ιδιοκτήτη και όχι στον ενοικιαστή που αντιμετωπίζει βασικά το πρόβλημα".
      Τα αντίστοιχα επιδόματα ενοικίου θεσπίστηκαν σχετικά πρόσφατα στην Ισπανία και, προς το παρόν, καλύπτουν μόνο κάποια χαμηλά εισοδήματα και ένα μικρό μέρος του ενοικίου, ειδικά στις πόλεις. "Τελικά, το μέτρο δεν επηρέασε πολλούς ανθρώπους επειδή υπάρχουν όλοι αυτοί οι περιορισμοί", λέει η Μαριόνα Σεγκού, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο CY Cergy στο Παρίσι, η οποία έχει ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα της στέγασης. "Το μέτρο αυτό είχε μάλιστα και συγκεκριμένο προϋπολογισμό, οπότε πολλοί το ζήτησαν αλλά κάποια στιγμή τελείωσαν τα χρήματα και χρειάστηκε να βρεθούν νέοι πόροι".
      Η Ισπανία, όπως και η Ελλάδα, με τα μέτρα που θέσπισε διαχρονικά, ενθάρρυνε τους ανθρώπους να αποκτήσουν ή να χτίσουν σπίτι, και όχι να νοικιάσουν. "Η αγορά σπιτιού είναι κάπως σαν 'το ισπανικό όνειρο', κάθε Ισπανός ονειρευόταν να έχει ένα σπίτι", εξηγεί η Μαριόνα Σεγκού. "Υπάρχει μια παροιμία στα ισπανικά που λέει ότι 'τα τούβλα δεν πέφτουν ποτέ' εννοώντας ότι η επένδυση σε ένα σπίτι είναι πάντα καλή, επειδή είναι ασφαλής. Αλλά δεν είναι μόνο μια ασφαλής επένδυση, είναι και κερδοφόρα. Αυτή την κουλτούρα την ενθάρρυναν επίσης οι κυβερνήσεις. Αυτά φυσικά τα λέγαμε πριν από την κρίση. Η Ισπανία υπέφερε πολύ την προηγούμενη δεκαετία από μια φούσκα στην κατασκευή κατοικιών και στα στεγαστικά δάνεια, η οποία έσκασε με μαζικούς πλειστηριασμούς".
      Αφού οι Ισπανοί ήθελαν να γίνουν ιδιοκτήτες, οι κυβερνήσεις τούς βοηθούσαν. Η στεγαστική πολιτική του κράτους ήταν κι αυτή προσανατολισμένη στην ιδιοκτησία. Το κράτος κυρίως επιδοτούσε δάνεια και έχτιζε σπίτια τα οποία αργότερα παραχωρούσε σε δικαιούχους. Σήμερα, τρεις στους τέσσερις Ισπανούς έχουν ιδιόκτητο σπίτι, ποσοστό επίσης αντίστοιχο με το ελληνικό (73%) και αρκετά υψηλότερο από της Αυστρίας (54%) και της Γαλλίας (65%). Αντίστοιχα, οι ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες είναι σχετικά ανύπαρκτες (λιγότερο από 2% του συνόλου των κατοικιών).
      "Το γεγονός ότι μέχρι πολύ πρόσφατα οι κοινωνικές κατοικίες ήταν προς πώληση και όχι προς ενοικίαση δημιούργησε πρόβλημα", λέει η Μαριόνα Σεγκού. "Ουσιαστικά, αυτό έδωσε τη δυνατότητα σε κάποιους να αγοράσουν σπίτι σε χαμηλή τιμή ως δικαιούχοι, και μετά από 30 χρόνια οι ίδιοι ή τα παιδιά τους μπορούσαν να πουλήσουν το σπίτι στην τιμή της αγοράς και να έχουν μεγάλο κέρδος. Αυτό φυσικά συμφέρει τους δικαιούχους, αλλά με αυτό τον τρόπο το κράτος χάνει σταδιακά όλες τις μονάδες κοινωνικής κατοικίας και εξαναγκάζεται να χτίζει συνεχώς".
      Το 2021, η Ισπανία άλλαξε λίγο τη στρατηγική της και περιέλαβε στο σχέδιό της για το Ταμείο Ανάκαμψης ένα φιλόδοξο έργο ανάπτυξης 20.000 ενεργειακά αποδοτικών κοινωνικών κατοικιών που θα διατεθούν προς ενοικίαση ως κοινωνικές κατοικίες. Εν πολλοίς πρόκειται για ακίνητα της Sareb, της κρατικής τράπεζας ("bad bank") στην οποία κατέληξαν χιλιάδες ακίνητα που εκπλειστηριάστηκαν την προηγούμενη δεκαετία. Ωστόσο, η Μαριόνα Σεγκού διατηρεί τις αμφιβολίες της: "Είναι πολύ πιθανό τα σπίτια αυτά να βρίσκονται σε περιοχές όπου οι άνθρωποι δεν θέλουν να ζήσουν. Είναι ένα θέμα που επανέρχεται συνέχεια στον δημόσιο διάλογο, ότι υπάρχουν τρία εκατομμύρια άδεια σπίτια στην Ισπανία. Ναι, αυτό ισχύει αλλά αυτά τα σπίτια ίσως να μην είναι στις μεγάλες πόλεις ή στα περίχωρά τους. Υπάρχει αναντιστοιχία με τις ανάγκες. Θα εκπλαγώ αν από τις 20.000 κατοικίες της 'bad bank' οι μισές είναι σε περιοχές με κάποια ζήτηση. Ακόμα και αν είναι, οι 20.000 κατοικίες για τα δεδομένα της Ισπανίας είναι ένας πολύ μικρός αριθμός για να κάνει κάποια αισθητή διαφορά".
      ­
      Διαβάστε Μια Συνοπτική Παρουσίαση Της Έρευνας (PDF)
      Το θέμα της στέγασης βρίσκεται σταθερά ψηλά στον ισπανικό δημόσιο διάλογο. Ωστόσο, ακόμη και μετά τις αυξήσεις των τελευταίων ετών οι Ισπανοί, κατά μέσο όρο, δεν πληρώνουν τόσο πολλά, όσο π.χ. οι Έλληνες, για στέγαση: πληρώνουν 11% του εισοδήματός τους (έναντι 34%) στις πόλεις. Όμως, οι πιο νέοι και οι πιο φτωχοί, αντιμετωπίζουν δυσανάλογο πρόβλημα, ειδικά σε περιοχές που για διάφορους λόγους οι τιμές αυξάνονται με πολύ γρήγορο ρυθμό. Αυτή η συνθήκη δημιούργησε σημαντική πίεση για τη ρύθμιση των πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης, αφού συνέπεσε χρονικά με την εξάπλωσή τους.
      Η Μαριόνα Σεγκού συμμετείχε σε μια ερευνητική ομάδα που επιχείρησε να μετρήσει τον αντίκτυπο της εισόδου του Airbnb στη Βαρκελώνη το 2015. Η μελέτη αυτή πράγματι διαπίστωσε (στατιστικά) σημαντική αύξηση των ενοικίων μετά την έλευση του Airbnb. Η αύξηση αυτή μάλιστα ήταν τριπλάσια στις πολύ τουριστικές περιοχές, δηλαδή εκείνες με πολλές καταχωρήσεις στην πλατφόρμα. "Φαίνεται ότι το Airbnb αύξησε τις τιμές, αλλά όχι εξωπραγματικά. Από ερευνητική σκοπιά μπορούμε να πούμε ότι σίγουρα παρατηρούμε μια αύξηση, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι το Airbnb προκάλεσε το σύνολο της αύξησης των ενοικίων την ίδια περίοδο. Κάποιοι χρησιμοποίησαν την έρευνά μας για να πουν 'είδατε η επίδραση δεν είναι τόσο μεγάλη, δεν πρέπει να ανησυχούμε τόσο'. Άλλοι είπαν 'βλέπετε κάτι υπάρχει εδώ, πρέπει να παρέμβουμε'", λέει η Μαριόνα Σεγκού.
      Ωστόσο, ο διάλογος για την επίδραση των πλατφορμών είναι ακόμη ζωηρός και οι ειδικοί δεν έχουν καταλήξει με κάποια βεβαιότητα σε ένα συμπέρασμα. Την ίδια στιγμή, πολλές πόλεις δεν έχουν τον χρόνο να περιμένουν το συμπέρασμα -η μεγάλη άνοδος των ενοικίων τις έχει οδηγήσει στο να επιβάλλουν περιορισμούς σε τουριστικές περιοχές. Μία από αυτές τις πόλεις είναι η Βαρκελώνη. Τον Σεπτέμβριο του 2020, η τοπική κυβέρνηση της Καταλονίας επέβαλε περιορισμούς στο ύψος του ενοικίου που μπορούν να ζητήσουν οι ιδιοκτήτες από τους ενοικιαστές τους σε κάποιες τουριστικές περιοχές της περιφέρειας, ανάμεσά τους και το κέντρο της Βαρκελώνης. Ο περιορισμός παρέμεινε σε ισχύ μόνο ενάμιση χρόνο, μέχρι τον περσινό Μάρτιο, καθώς έπειτα κατέπεσε στο ισπανικό Συνταγματικό Δικαστήριο.
      Η σχετικά μικρή διάρκεια των περιορισμών, καθώς και το γεγονός ότι υπήρχαν αξιόπιστα δεδομένα σχετικά με τα ποσά των ενοικίων και τις νέες ενοικιάσεις σπιτιών (πρέπει να δηλώνονται υποχρεωτικά σε ηλεκτρονική πλατφόρμα) πυροδότησαν έναν ακόμη κύκλο μελετών. Σε μία από αυτές συμμετείχε η Μαριόνα Σεγκού και εξηγεί τα συμπεράσματά της: "Βρήκαμε μια σημαντική μείωση στα ενοίκια στις περιοχές που επέβαλαν τον περιορισμό, της τάξης του 5-6%. Όμως, δεν βρήκαμε μείωση του αριθμού των νέων συμβολαίων μετά τη θέσπιση των μέτρων. Οπότε δεν υπήρχε αντίκτυπος στην προσφορά, οι ιδιοκτήτες φαίνεται ότι συνέχισαν να νοικιάζουν τα σπίτια τους με τον ίδιο ρυθμό, σε λίγο χαμηλότερες τιμές. Ωστόσο, αυτά που βρίσκουμε είναι πιθανόν μια βραχυπρόθεσμη επιρροή. Κάποιος μπορεί να υποθέσει π.χ. ότι ο αντίκτυπος στην προσφορά δεν φαίνεται στον πρώτο χρόνο αλλά θα γίνει αισθητός αργότερα".
      ------
      Όπως δείχνουν οι ιστορίες άλλων χωρών, πολλά από τα προβλήματα είναι κοινά, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Η συγκέντρωση επενδυτικού ενδιαφέροντος σε ακίνητα στα κέντρα των πόλεων, μια δεκαετία μείωσης, στασιμότητας ή αναιμικών αυξήσεων στα εισοδήματα μετά την παγκόσμια κρίση του 2008 και η είσοδος νέων επιλογών εκμετάλλευσης των ακινήτων από τους ιδιοκτήτες τους, όπως το Airbnb, έφεραν νέα προβλήματα παντού. Ταυτόχρονα, δημιουργούνται ολοένα και πιο επιτακτικές ανάγκες ανακαινίσεων και ενεργειακής αναβάθμισης. Στην Ελλάδα, φαίνεται ότι οι ίδιες προκλήσεις είναι πιο έντονες από οπουδήποτε στην Ευρώπη.
      Πανοραμική άποψη της Αθήνας | Φωτογραφία: διαΝΕΟσις Οδύσσεια στην Αθήνα
      "Το συμπέρασμα που έβγαλα από την εμπειρία αναζήτησης σπιτιού στην Αθήνα είναι ότι αν θέλουμε σαν ζευγάρι κάποια στιγμή να μετακινηθούμε προς το κέντρο της πόλης χρειαζόμαστε και οι δύο μια δεύτερη δουλειά επειγόντως", λέει η Λίνα Γιάνναρου. Η δημοσιογράφος της "Καθημερινής" κατέγραψε πρόσφατα το σαφάρι της (ή "Οδύσσεια", όπως γράφει ο τίτλος του σχετικού άρθρου) για την εύρεση ενός διαμερίσματος στο κέντρο της Αθήνας. Περιγράφει με αρκετή λεπτομέρεια όσα είδε εκείνη την περίοδο: σπίτια με σοβαρές ελλείψεις, πλημμελώς συντηρημένα, ή και ακατάλληλα για κατοίκηση με τους ιδιοκτήτες να ζητούν δυσανάλογα υψηλά ενοίκια. Εντυπωσιάστηκε τόσο, που, όπως λέει σήμερα, αναρωτήθηκε "αν αξίζει να 'ματώσεις' οικονομικά για να βρίσκεσαι κοντά σε θέατρα, μπαρ και εστιατόρια που δεν θα έχεις χρόνο να επισκεφθείς".
      Δεν ήταν όμως μόνο τα σπίτια και οι τιμές που της έκαναν εντύπωση, αλλά ακόμη και η συμπεριφορά που αντιμετώπισε. "Οι μεσίτες κατέβαλαν πραγματικά ελάχιστη προσπάθεια να μου 'πουλήσουν' ένα σπίτι", θυμάται. "Έκανα δεκάδες ραντεβού, ούτε ένας δεν έκανε τηλεφώνημα follow up για να ρωτήσει εάν τελικά ενδιαφέρομαι, να συμπληρώσει κάποια πληροφορία, να προτείνει ίσως άλλο διαμέρισμα. Μέχρι σήμερα δεν έχω καταλάβει εάν ήταν επειδή είναι τόσο πολλοί οι ενδιαφερόμενοι ή επειδή, αντίθετα, αντιλαμβάνονται ότι με αυτές τις τιμές είναι δύσκολο να υπάρξει συμφωνία".
      Μια άσχημη εικόνα
      Όλα μαρτυρούν ότι δεν πρόκειται απλώς για κακή τύχη της δημοσιογράφου. Τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας αποτυπώνουν με σαφήνεια την αύξηση: ο δείκτης των τιμών των διαμερισμάτων φαίνεται ότι θα κλείσει για το 2022 κατά περισσότερο από 10% αυξημένος, συγκριτικά με το 2021 (τα στοιχεία είναι προσωρινά και εκκρεμεί το τέταρτο τρίμηνο). Στα νέα διαμερίσματα, πενταετίας, στην Αθήνα, η αύξηση μπορεί να ξεπεράσει το 13%. Αλλά και το 2021, η αύξηση συγκριτικά με το 2020 ήταν μικρότερη, αλλά σημαντική: περίπου 7,5% στο σύνολο της χώρας.
      Η ιστοσελίδα "σπιτόγατος", όπου καταχωρίζονται μαζικά αγγελίες ακινήτων προς πώληση και ενοικίαση, δημοσιεύει αναλυτικά στοιχεία για τις τιμές ανά περιοχή. Δεν είναι επίσημα στοιχεία, αλλά είναι πολύ πιθανό να είναι ενδεικτικά. Σε 48 από τις 62 περιοχές για τις οποίες δημοσιεύονται δεδομένα (περίπου ταυτίζονται με τις Περιφερειακές Ενότητες) σημειώθηκε αύξηση των ενοικίων το τελευταίο τρίμηνο του 2022, συγκριτικά με την ίδια εποχή το 2021. Σε δεκατέσσερις από αυτές η αύξηση ξεπερνάει το 10%. Στην Αρκαδία, στο Κιλκίς, στο Λασίθι και στη Μεσσηνία η αύξηση των ενοικίων, στις αγγελίες του σπιτόγατου, ξεπερνάει το 20%. Από αυτές τις τέσσερις περιοχές μόνο το Κιλκίς "πέφτει" κάτω από τα 5 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο.
      Από την άλλη πλευρά, είναι δύσκολο, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε οποιαδήποτε χώρα, τα εισοδήματα και ειδικά οι μισθοί να ακολουθήσουν αντίστοιχους ρυθμούς αύξησης. Επιπλέον, η κρίση της προηγούμενης δεκαετίας παραμένει αισθητή στα εισοδήματα των Ελλήνων. "Βγαίνοντας από την κρίση, η αγορά κατοικίας και ακινήτων έγινε αντικείμενο ενδιαφέροντος για ξένους επενδυτές. Αυτό οδήγησε τις τιμές της αγοράς και των ενοικίων προς τα πάνω", λέει ο Θωμάς Μαλούτας. "Τα εισοδήματα όμως δεν ακολούθησαν την ίδια πορεία, οπότε η ψαλίδα άνοιξε ακόμη περισσότερο. Αυτό έχει δημιουργήσει στεγαστικά ζητήματα με αρκετή οξύτητα".
      Ωστόσο, είναι σημαντικό, ερμηνεύοντας τα παραπάνω στοιχεία να έχει κάποιος κατά νου το υψηλό ποσοστό ιδιοκτησίας, περίπου 73% του πληθυσμού. Επίσης, τα ακίνητα αποτελούν, κατά μέσο όρο, το 70% της περιουσίας ενός νοικοκυριού. Επομένως, η μεγάλη πλειοψηφία, σχεδόν 3 στους 4 βλέπουν τα τελευταία χρόνια την αξία της περιουσίας τους να αυξάνει, χωρίς συνήθως να αντιμετωπίζουν το ψυχολογικό βάρος της "Οδύσσειας" αναζήτησης σπιτιού. Το 63% μένει στην ιδιόκτητη κατοικία του.
      Τι συμβαίνει όμως με τους υπόλοιπους, με το 27% που δεν είναι ιδιοκτήτες και με όσους δεν μένουν στο σπίτι τους; Τα πράγματα εκεί είναι πραγματικά δύσκολα. Σύμφωνα με τη Eurostat, τα ελληνικά νοικοκυριά που δεν ιδιοκατοικούν πληρώνουν για στέγαση το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους μεταξύ των χωρών της ΕΕ, περίπου 37%. Περίπου 1 στα 3 νοικοκυριά που ζουν στις πόλεις πληρώνουν ακόμη πιο πολλά, περισσότερο από 40% του εισοδήματός τους για στέγαση -επίσης το πιο μεγάλο ποσοστό στην Ευρώπη. Το πρόβλημα είναι ακόμα πιο έντονο για τα πιο φτωχά νοικοκυριά. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το φτωχότερο 20% των ελληνικών νοικοκυριών πληρώνει 43% (διάμεση τιμή) του εισοδήματός του στο ενοίκιο. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου Eteron, 3 στους 4 ενοικιαστές ηλικίας 18 έως 44 ετών δηλώνουν ότι το ενοίκιο που πληρώνουν τους προκαλεί άγχος.
      Πέρα από το άμεσο πρόβλημα της στέγασης για ένα αξιοσημείωτο μέρος του πληθυσμού, η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει και άλλα, λιγότερο προφανή προβλήματα. Ένα από αυτά είναι η ανισότητα: οι ιδιοκτήτες βλέπουν την περιουσία τους να αποκτά μεγαλύτερη αξία, ενώ την ίδια ώρα οι ενοικιαστές δυσκολεύονται και αγχώνονται ολοένα και περισσότερο. Είναι επίσης πιθανό η αύξηση των ενοικίων να αφορά δυσανάλογα τους νέους και, με αυτό τον τρόπο να επιδεινώνει το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας. Οι Έλληνες εγκαταλείπουν το πατρικό τους κατά μέσο όρο μετά τα 29, δηλαδή αργότερα από τον μέσο Ευρωπαίο (στα 26,5). Το ποσοστό των νέων 25 έως 34 ετών που ιδιοκατοικούν έμεινε περίπου μισό μέσα σε 13 χρόνια, από το 2005 μέχρι το 2018. Στη δημοσκόπηση του Eteron, 1 στους 10 ενοικιαστές απάντησε ότι το ζήτημα των ενοικίων τον αναγκάζει να αναβάλει τη δημιουργία οικογένειας ή την απόκτηση παιδιών.
      Διαμερίσματα στο κέντρο της Αθήνας | Φωτογραφία: διαΝΕΟσις Οι πιθανές λύσεις
      Ηκρίση φαίνεται ότι είναι αρκετά βαθιά και ότι δεν θα λυθεί εύκολα. Υπάρχουν όμως λύσεις; Υπάρχουν μέτρα που μπορούν να κάνουν κάποια διαφορά; Με το τέλος του ΟΕΚ το 2012, και με την κατάργηση των εισφορών που τον συντηρούσαν, η στεγαστική πολιτική στην Ελλάδα έπεσε στο κενό. Η απουσία της είναι πιθανό να συνέβαλε στη σημερινή δύσκολη κατάσταση. Πώς μπορεί όμως να μοιάζει μια σύγχρονη στεγαστική πολιτική; Πού χρειάζεται να έχουν το βλέμμα τους όσοι θα τη σχεδιάσουν;
      Μια προφανής κατεύθυνση είναι τα άδεια κτήρια. Σύμφωνα με την προηγούμενη απογραφή, του 2011, το 35% του συνόλου των κατοικιών στην Ελλάδα, 2,2 εκατομμύρια κατοικίες, ήταν κενές -οι 600.000 από αυτές στην Αττική. Αν εξαιρέσει κάποιος εξοχικά ή δεύτερες κατοικίες, μένουν 900.000 κατοικίες και 314.000 στην Αττική. Πιο πρόσφατα στοιχεία, που προέρχονται από την ΑΑΔΕ και έχει δημοσιοποιήσει η κυβέρνηση, συνηγορούν σε μια παρόμοια τάξη μεγέθους: 770.000 κενές κατοικίες (όπως δηλώνονται στο Ε2) σε όλη την Ελλάδα. Μια καλύτερη και πιο συστηματική καταγραφή αυτών των εκατοντάδων χιλιάδων σπιτιών μπορεί να δείξει περισσότερα για τις προοπτικές αξιοποίησής τους: Σε ποια κατάσταση βρίσκονται; Πού ακριβώς βρίσκονται; Τι ζήτηση υπάρχει για τις περιοχές στις οποίες βρίσκονται;
      "Η αξιοποίηση των κενών κατοικιών είναι ένα κομβικό σημείο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στέγασης", λέει ο επικεφαλής του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού, Αλέξης Πατέλης. "Αλλά είναι και η βέλτιστη πρακτική, δεδομένων των περιορισμών που εκ των πραγμάτων θα θέσει η κλιματική μετάβαση στο συνολικό κτηριακό απόθεμα. Η Ελλάδα έχει, άλλωστε, τον υψηλότερο αριθμό κατοικιών ανά κάτοικο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Η συγκράτηση των τιμών θα έρθει και από την ενεργοποίηση της προσφοράς".
      Ένα ακόμη βασικό σημείο σχετίζεται με την εισαγόμενη ζήτηση και τις πλατφόρμες σαν το Airbnb. Το 2019, το Airbnb είχε ξεπεράσει τα 125.000 καταχωρισμένα καταλύματα σε όλη την Ελλάδα. Παρότι ισχύει από το 2017 η υποχρέωση δήλωσης των εισοδημάτων από πλατφόρμες και, σε κάποιες περιπτώσεις, υπάρχει όριο ημερών που μπορεί κάποιος να διαθέσει το ακίνητό του στην πλατφόρμα, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι μπορούν να γίνουν περισσότερα. "Η βραχυχρόνια μίσθωση έχει μπει πάρα πολύ έντονα στην ελληνική πραγματικότητα", λέει ο Θωμάς Μαλούτας. "Έχει μειώσει την προσφορά στην ενοικιαζόμενη κατοικία και, μειώνοντας την προσφορά, συμβάλλει στην αύξηση των ενοικίων. Υπάρχει ένα μεγάλο πεδίο παρέμβασης, όπως δείχνει και η διεθνής εμπειρία. Βεβαίως, έχει παίξει και έναν θετικό ρόλο -για παράδειγμα, έχουν αναβαθμιστεί πολλά κτήρια με αυτό τον τρόπο". Αντίστοιχοι περιορισμοί στις "χρυσές βίζες", όπως ο πρόσφατος διπλασιασμός του ορίου από 250.000 σε 500.000 ευρώ για κάποιες περιοχές, πιθανόν να μετριάσουν κάπως τη ζήτηση από το εξωτερικό και, έτσι, να έχουν κάποια επίδραση στις τιμές. Όμως κι εδώ άλλες χώρες λαμβάνουν πολύ πιο δραστικά μέτρα: η Πορτογαλία πρόσφατα κατάργησε εντελώς τη χρυσή βίζα.
      Τον προηγούμενο Σεπτέμβριο η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο πακέτο μέτρων για τη στέγαση ύψους 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, που ισχυρίζεται ότι θα ωφελήσουν 137.000 δικαιούχους. Αυτό περιλαμβάνει την επιδότηση επιτοκίου για στεγαστικά δάνεια σε νέους, προγράμματα επιδότησης ανακαινίσεων και ενεργειακών αναβαθμίσεων για κενά σπίτια και για νέους, αύξηση φοιτητικών επιδομάτων στέγασης, ακόμα και ένα σύστημα "κοινωνικής αντιπαροχής", όπου το Δημόσιο θα διαμορφώσει κενά κτήρια σε κατοικίες και θα τα νοικιάσει με χαμηλό ενοίκιο σε δικαιούχους. Πολλά, ίσως τα περισσότερα από αυτά τα προγράμματα και τα μέτρα ξεπερνούν τον εκλογικό κύκλο που διανύουμε και, επομένως, οι λεπτομέρειες της εφαρμογής τους και ο αντίκτυπός τους θα φανούν στο μέλλον. Τα υπόλοιπα κόμματα έχουν καταθέσει κι αυτά τις προτάσεις τους για την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος, εστιάζοντας τόσο στους περιορισμούς στις πλατφόρμες όσο και στην επανεκκίνηση του θεσμού της κοινωνικής κατοικίας.
      Ο διάλογος για τη στεγαστική πολιτική στην Ελλάδα έχει ανοίξει ξανά. Η εμπειρία του παρελθόντος αλλά και η εμπειρία των άλλων χωρών έχουν φυσικά πολύτιμα μαθήματα να δώσουν. Πώς μπορεί να δημιουργηθεί από το μηδέν ένα νέο μοντέλο στεγαστικής πολιτικής που θα είναι αυτοχρηματοδοτούμενο και βιώσιμο, ώστε να μην εξαρτάται από τη διάθεση αναπτυξιακών πόρων ή από τον δημοσιονομικό χώρο κάθε χρονιάς; Πώς θα ενσωματώσει τις νέες προκλήσεις που έφεραν πιο σύγχρονοι τρόποι εκμετάλλευσης των ακινήτων; Πώς θα αμβλύνει τελικά τις ανισότητες πριν "ξεφύγουν", χωρίς να ανακόψει την ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων; Οι ερωτήσεις αυτές θα μας απασχολούν συχνά στο άμεσο μέλλον.
      Η Αθήνα από ψηλά | Φωτογραφία: Θωμάς Μαλούτας
    9. Αρθρογραφία

      Engineer

      αθώς ο πληθυσμός του πλανήτη μεγαλώνει και οι κοινωνίες αναπτύσσονται, εμφανίζεται ολοένα και πιο έντονο το πρόβλημα της διαχείρισης των διαθέσιμων πόρων. Πλέον οι παραγωγικές δραστηριότητες και η κατανάλωση χρησιμοποιούν πολύ μεγάλες ποσότητες υλικών πόρων που, εξ ορισμού, είναι πεπερασμένοι, ενώ το περιβάλλον επίσης επιβαρύνεται από απόβλητα και τα κατάλοιπα διαδικασιών. Έχει εμφανιστεί ως επιτακτική ανάγκη παγκοσμίως, λοιπόν, η εφαρμογή μετατροπών στην αλυσίδα παραγωγής προϊόντων αλλά και στην κατανάλωση, για να γίνει συνολικά ολόκληρη η οικονομική δραστηριότητα πιο βιώσιμη και λιγότερο σπάταλη. Η μετατροπή, ουσιαστικά, της οικονομίας από γραμμική σε "κυκλική".
      Κυκλική Οικονομία: Ευκαιρίες, Προκλήσεις Και Επιδράσεις Στην Ελληνική Οικονομία (PDF)
      Είναι μια ανάγκη επιτακτική και για τη χώρα μας που έχει, άλλωστε, αναλάβει και τις αντίστοιχες δεσμεύσεις μαζί με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τι είναι, όμως, μια "κυκλική οικονομία"; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της, ποια τα οφέλη που φέρνει και πώς μπορεί να γίνει πράξη και εδώ; Μια ερευνητική ομάδα του ΙΟΒΕ υπό τον συντονισμό του γενικού διευθυντή Νίκου Βέττα ανέλαβε για λογαριασμό της διαΝΕΟσις τη σύνταξη μιας πλήρους και αναλυτικής μελέτης για τις απαραίτητες αλλαγές που πρέπει να συμβούν και στην ελληνική οικονομία προς αυτή την κατεύθυνση. Στην πολυσέλιδη έκθεσή τους, την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ (PDF) αναλύουν τα βασικά δεδομένα, τις θεσμικές αλλαγές που έχουν υλοποιηθεί ή δρομολογηθεί, τους στόχους της χώρας για το μέλλον και τις σημαντικότερες προκλήσεις που προκύπτουν. Κάνουν, δε, και μια εκτίμηση για το όφελος μιας στροφής σε μια κυκλική οικονομία με όρους επίδρασης στο ΑΕΠ και δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
      Παρακάτω θα αναφερθούμε στα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από την έρευνα.
      1. Τι είναι "κυκλική οικονομία";
      ­Διαβάστε Μια Συνοπτική Παρουσίαση Των Αποτελεσμάτων (PDF)
      Όλα τα προϊόντα που αγοράζουμε και καταναλώνουμε παράγονται μέσα από μια συγκεκριμένη διαδικασία που πάντα ξεκινά με την εξαγωγή/εξόρυξη κάποιων πρώτων υλών από το περιβάλλον. Οι πόροι αυτοί πωλούνται, μεταφέρονται, και μετατρέπονται σε άλλες μορφές μέσα από τις διαδικασίες της βιομηχανικής παραγωγής. Μετά από διάφορα στάδια, φτάνουν στη διαμόρφωση του τελικού προϊόντος, το οποίο καταναλώνεται και, όταν ο κύκλος ζωής του ολοκληρωθεί, πετιέται στα σκουπίδια, καταστρέφεται ή ανακυκλώνεται. Κάθε αντικείμενο που υπάρχει μπροστά σας αυτή τη στιγμή, από την οθόνη που κοιτάζετε και την καρέκλα στην οποία κάθεστε μέχρι το κυπελάκι του καφέ (και τον ίδιο τον καφέ), περνάει από αυτή τη διαδικασία.
      Όπως γνωρίζουμε όλες και όλοι, σήμερα αυτή είναι κατά κανόνα μια διαδικασία σπάταλη, όχι πάντα ορθολογικά σχεδιασμένη, που σε πολλές περιπτώσεις δημιουργεί πιέσεις και προβλήματα στο φυσικό περιβάλλον. Γι’ αυτό η συζήτηση εδώ και μερικές δεκαετίες είναι έντονη για τη μετάβαση από το παραπάνω μοντέλο σε έναν πιο βιώσιμο, πιο "κυκλικό" τρόπο λειτουργίας της οικονομίας.
      Τι είναι, όμως, "κυκλική οικονομία"; Ο όρος ουσιαστικά περιγράφει ένα οικονομικό σύστημα που βασίζεται στη δραστική μείωση των αποβλήτων που παράγει η οικονομική δραστηριότητα, με την ανακύκλωση/επαναχρησιμοποίηση μεγάλου μέρους των πόρων που χρησιμοποιεί. Έρχεται να αντικαταστήσει το "γραμμικό" μοντέλο που χρησιμοποιείται ακόμα σε μεγάλο βαθμό στο οποίο, όπως το περιγράψαμε και παραπάνω, οι πόροι και οι πρώτες ύλες μετατρέπονται σε προϊόντα τα οποία διανέμονται, καταναλώνονται και, όταν φτάνουν στο τέλος του κύκλου ζωής τους, απορρίπτονται.

      Η "κυκλική οικονομία", ως εκ τούτου, δεν περιλαμβάνει μόνο την ανακύκλωση των απορριμμάτων στο τελευταίο στάδιο, αλλά και παρεμβάσεις σε όλα τα προηγούμενα στάδια, για πιο αποτελεσματική χρήση των πρώτων υλών και για την επιμήκυνση του χρόνου ζωής του προϊόντος, με τελικό στόχο την ελαχιστοποίηση της σπατάλης φυσικών πόρων.
      Για παράδειγμα, τα προϊόντα μιας κυκλικής οικονομίας πρέπει να είναι σχεδιασμένα εξαρχής έτσι ώστε να επισκευάζονται ευκολότερα και να μην χρειάζεται να αντικαθίστανται (και να πετιούνται) όποτε χαλάνε. Η ίδια η διαδικασία της παραγωγής, εξάλλου, πρέπει να είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να περιορίζει τα απόβλητα και να επαναχρησιμοποιεί διαθέσιμους πόρους. Δεν είναι καθόλου απλό πράγμα.

      Ποια είναι τα οφέλη; Πρώτα απ’ όλα, ο περιορισμός της σπατάλης (για οικονομικούς αλλά και για ηθικούς λόγους). Είναι γνωστό ότι περίπου το ένα τρίτο του συνόλου των τροφίμων που παράγονται παγκοσμίως -1,3 δισ. τόνοι, αξίας 1 τρισ. δολαρίων- καταλήγει ως απόβλητα ή αλλοιώνεται λόγω κακών πρακτικών μεταφοράς και συγκομιδής. Παράλληλα, η μείωση των αποβλήτων μειώνει τις πιέσεις στο φυσικό περιβάλλον, και όλες τις επάλληλες δραματικές συνέπειες (οικολογικές, κοινωνικές, οικονομικές) που προκύπτουν από αυτές. Υπάρχουν, όμως, και άλλα οφέλη. Μια κυκλική οικονομία μπορεί να προστατεύει τις επιχειρήσεις από απρόοπτα, όπως προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, αιφνίδιες αλλαγές στις τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών, ή άλλους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την οικονομική δραστηριότητα. Η υιοθέτηση της κυκλικής οικονομίας από τις χώρες του πλανήτη, δε, σχετίζεται με τουλάχιστον 7 από τους 17 στόχους του ΟΗΕ για τη βιώσιμη ανάπτυξη. 

      2. Πόσο κυκλική είναι η ελληνική οικονομία;
      Στην Ελλάδα, ως γνωστόν, κατά κανόνα εισάγουμε πολλά πράγματα και εξάγουμε λιγότερα. Αυτό ισχύει για τα περισσότερα πράγματα, αλλά ισχύει και για τα υλικά που χρησιμοποιεί η βιομηχανία και η μεταποίηση. Οι περισσότεροι υλικοί πόροι που μπαίνουν στην ελληνική οικονομία εισάγονται από το εξωτερικό. Και στις τέσσερις κατηγορίες στις οποίες κατατάσσονται τα διάφορα υλικά, η Ελλάδα εμφανίζεται πιο εξαρτημένη από τις εισαγωγές από ό,τι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος.

      Εκτός από τις εισαγωγές, όμως, διαφέρουμε σε σχέση με τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη και στην κατανάλωση. Στην Ελλάδα καταναλώνουμε λιγότερα υλικά κατά κεφαλήν από ό,τι οι περισσότερες χώρες της ΕΕ: 9,8 τόνους ο καθένας και η καθεμιά μας κατά μέσο όρο το 2021, έναντι 35 τόνων για κάθε Φινλανδό την ίδια χρονιά. Μάλιστα, η ποσότητα των υλικών που καταναλώνουμε έχει μειωθεί κατά 34% την τελευταία 20ετία, κυρίως χάρη στη δραματική μείωση (σχεδόν 60%) της κατανάλωσης ορυκτών ενεργειακών υλικών στη χώρα σε αυτό το διάστημα, με τη μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που έχει υλοποιηθεί σε αξιοσημείωτο βαθμό.
      Τα απόβλητα που παράγονται σήμερα στην Ελλάδα προέρχονται από διάφορες πηγές, κάποιες εκ των οποίων πολλοί και πολλές δεν γνωρίζουν. Για παράδειγμα, το 2018 το μεγαλύτερο μέρος των 45,6 εκατ. τόνων στερεών αποβλήτων που δημιουργήθηκαν στη χώρα -σχεδόν τα μισά- προέρχονταν από τα ορυχεία και τα λατομεία. Άλλες κατηγορίες αποβλήτων περιλαμβάνουν τις ηλεκτρικές μπαταρίες, ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, αυτοκίνητα και άλλα προϊόντα, ενώ πολλά απόβλητα παράγει και ο πρωτογενής τομέας (εκτιμώνται περί τους 12,5 εκατ. τόνους το 2018 -εκ των οποίων το 80% από την κτηνοτροφία). Σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2015, παράγουμε, δε, 142 κιλά απόβλητα τροφίμων ανά κάτοικο κάθε χρόνο -τα περισσότερα στην ΕΕ- την ώρα που ως χώρα είμαστε πέμπτοι ως προς το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε επισιτιστική ανασφάλεια.

      Μια πολύ σημαντική υποκατηγορία των στερεών αποβλήτων είναι τα αστικά στέρεα απόβλητα (ΑΣΑ) που περιλαμβάνουν τα σκουπίδια των νοικοκυριών, αλλά και σκουπίδια από γραφεία, καταστήματα και δημόσιους οργανισμούς. Κάθε Έλληνας και κάθε Ελληνίδα κατά μέσο όρο παράγουμε πάνω από μισό τόνο τέτοια απόβλητα κάθε χρόνο. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα, το πόσα ΑΣΑ παράγουμε εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πορεία της οικονομίας μας -πάντως κατά κεφαλήν παράγουμε περισσότερα από ό,τι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος.

      Τι τα κάνουμε αυτά τα απόβλητα; Τα θάβουμε σε χωματερές, σχεδόν όλα. Το 77,6% των ΑΣΑ οδηγούνται σε ταφή, το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ. Μόνο το 19,9% πάνε για ανακύκλωση ή κομποστοποίηση (έναντι 48,5% στη Γερμανία και 32,5% στη Σουηδία), ενώ μόνο το 1,3% χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ενέργειας.
      Η Ελλάδα ανακυκλώνει περίπου το 60% των αποβλήτων συσκευασιών (που πάνε στους γνωστούς μπλε κάδους), ένα ποσοστό κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ. Ανακυκλώνουμε σχεδόν όλες τις χάρτινες και μεταλλικές συσκευασίες που πετιούνται, αλλά μόνο το 1/3 των πλαστικών συσκευασιών και ένα μικρότερο ποσοστό συσκευασιών από γυαλί και ξύλο. 
      Η όποια ανακύκλωση, δε, γίνεται κυρίως στο εξωτερικό. Το 55,6% των χάρτινων συσκευασιών που πετιούνται στην Ελλάδα, εξάγονται σε τρίτες χώρες για να ανακυκλωθούν. Όλες οι γυάλινες συσκευασίες που πετιούνται, εξάλλου, ανακυκλώνονται στη Βουλγαρία, από εργοστάσιο ελληνικών συμφερόντων.
      Υπάρχουν και άλλες δομές που ανακυκλώνουν ή επαναχρησιμοποιούν υλικά. Στην Ελλάδα έχουμε 143 εγκεκριμένα διαλυτήρια αυτοκινήτων. Ένα μεγάλο ποσοστό των αποβλήτων από εκσκαφές, κατασκευές και κατεδαφίσεις (περίπου 44%) επαναχρησιμοποιούνται σε άλλες χρήσεις (επιχώσεις, επιστρώσεις αγροτικών δρόμων κλπ.). Ένα επίσης μεγάλο ποσοστό, όμως, (άγνωστο πόσα ακριβώς) απορρίπτονται ανεξέλεγκτα στα φυσικά οικοσυστήματα.
      Όλα αυτά οδηγούν στο αποτέλεσμα ότι η ελληνική οικονομία απέχει πάρα πολύ από το να μπορεί να χαρακτηριστεί "κυκλική". Το 2020 μόλις το 5,4% των υλικών πόρων που χρησιμοποιούνται από την οικονομία προέρχονταν από ανακυκλωμένα απόβλητα -έναντι 12,8% στην ΕΕ, 21,6% στην Ιταλία και 30,9% στην Ολλανδία. Πώς μπορεί να αλλάξει αυτή η κατάσταση; Χρειάζονται τα συνήθη συστατικά μεγάλων μεταβολών: ένα στιβαρό θεσμικό πλαίσιο και ένας πλούτος από εργαλεία, χρηματοδοτικά και άλλα.

      3. Τα εργαλεία και το πλαίσιο
      Το τρέχον Σχέδιο Δράσης για την Κυκλική Οικονομία, που παρουσιάστηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2020, καθώς και μια σειρά από οδηγίες, προτάσεις και αποφάσεις που περιγράφουν το πώς πρέπει να διαχειρίζονται διάφορες κατηγορίες αποβλήτων τα κράτη-μέλη, αποτελούν το βασικό θεσμικό πλαίσιο πάνω στο οποίο τα κράτη-μέλη αναπτύσσουν τις επιμέρους σχετικές στρατηγικές. Η ΕΕ σε αυτά τα κείμενα θέτει φιλόδοξους στόχους σε διάφορους τομείς, όπως για την οριζόντια ανακύκλωση των αστικών στέρεων αποβλήτων για το 2025 (55%) και το 2030 (60%) και για τον περιορισμό της ταφής στο 10% των διαχειριζόμενων αποβλήτων έως το 2035.
      Στην Ελλάδα, που βεβαίως απέχει πάρα πολύ από αυτούς τους στόχους, το θεσμικό πλαίσιο περιλαμβάνει κείμενα όπως το νέο Σχέδιο Δράσης για την Κυκλική Οικονομία (2021), τον Εθνικό Σχεδιασμό για τη Διαχείριση Αποβλήτων (2020), το Εθνικό Πρόγραμμα Πρόληψης Δημιουργίας Αποβλήτων (2021), αλλά και τον Εθνικό Κλιματικό Νόμο (2022). Όλα αυτά τα κείμενα πολιτικής ουσιαστικά περιγράφουν τη συμμόρφωση της ελληνικής νομοθεσίας με τις ευρωπαϊκές οδηγίες και κρίνονται επαρκή και πλήρη.
      Σήμερα υπάρχει, δε, και μια μεγάλη ποικιλία από εργαλεία (τεχνολογικά και άλλα) σε κάθε στάδιο της διαδικασίας παραγωγής, από τη συλλογή-διαλογή των αποβλήτων και τη μηχανική ή βιολογική επεξεργασία με διάφορες τεχνικές και μεθόδους σε ειδικές εγκαταστάσεις, μέχρι οικονομικά κίνητρα για τον περιορισμό της σπατάλης και την αποτελεσματικότερη διαχείριση των αποβλήτων. Πολλά από αυτά περιγράφονται αναλυτικά στο κεφάλαιο 4 της μελέτης.
      Αλλά μόνο τα στρατηγικά σχέδια και οι τεχνικές και μέθοδοι δεν αρκούν: χρειάζονται και χρήματα. Ο Εθνικός Σχεδιασμός Διαχείρισης Αποβλήτων που αναφέρθηκε παραπάνω περιγράφει την ανάγκη για επενδύσεις ύψους μεταξύ €3 και €3,5 δισ., που περιλαμβάνουν την κατασκευή ειδικών Μονάδων Επεξεργασίας Αποβλήτων (με κόστος €1,1 δισ. περίπου), μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης υπολειμμάτων (άλλο €1 δισ. περίπου) και άλλες δαπάνες για μελέτες, χώρους υγειονομικής ταφής, μονάδες επεξεργασίας βιοαποβλήτων κλπ.
      Κάποια πρώτα έργα έχουν ήδη δρομολογηθεί, όπως η Μονάδα Επεξεργασίας Αποβλήτων του Κεντρικού Πάρκου Κυκλικής Οικονομίας Αττικής, το αντίστοιχο "Πάρκο" στον Πειραιά, δύο Μονάδες Επεξεργασίας Αποβλήτων σε Χίο και Κεφαλονιά, αλλά και ιδιωτικά έργα για παραγωγή πλαστικών συσκευασιών, για τη διαχείριση των αποβλήτων της Τήλου κλπ. Χρειάζονται, όμως, πολύ περισσότερες επενδύσεις. Ευτυχώς, από ό,τι φαίνεται, κεφάλαια για τη χρηματοδότησή τους υπάρχουν. Στο κεφάλαιο 5 η έρευνα περιγράφει τις διαθέσιμες πιθανές πηγές χρηματοδότησης αυτών των έργων, όπως το νέο ΕΣΠΑ 2021-2027 (με συνολικό προϋπολογισμό €3,61 δισ. στον αντίστοιχο άξονα), οι πόροι που έχουν προβλεφθεί για το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (γνωστό ως "Ελλάδα 2.0"), από τον εθνικό προϋπολογισμό και (κυρίως) από το Ταμείο Ανάκαμψης, το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης της πενταετίας 2021-2025, το Πράσινο Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και διάφορα τομεακά ευρωπαϊκά προγράμματα.
      Αν όμως υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο, τα τεχνικά εργαλεία και οι πηγές χρηματοδότησης, γιατί δεν έχουμε ήδη μια "κυκλική οικονομία"; Τι πρέπει να γίνει για να προχωρήσει η μετάβαση;
      4. Το πρόβλημα και οι λύσεις
      Όπως αναφέρεται στην έρευνα, ως προς τη μετάβασή μας σε μια κυκλική οικονομία "τα βασικά προβλήματα στη χώρα είναι τα διοικητικά εμπόδια και η καταναλωτική συμπεριφορά". Υπάρχουν οικονομικά και νομοθετικά εμπόδια για τις σχετικές επενδύσεις, παρουσιάζονται δυσκολίες και καθυστερήσεις στη χωροθέτηση των υποδομών, αλλά εμφανίζονται και αντικειμενικά γεωγραφικά ή τεχνολογικά εμπόδια.
      Εξάλλου, εμφανίζονται αρκετά μεγάλα προβλήματα και ελλείψεις στην καταγραφή και τη συλλογή στοιχείων -κι αν δεν γνωρίζουμε πόσα και τι είδους απόβλητα έχουμε, δεν υπάρχει περίπτωση να υλοποιηθεί σχεδιασμός για τη συλλογή και την ανακύκλωσή τους. Όπως αναφέρεται στην έρευνα, σήμερα η καταγραφή είναι πολύ προβληματική, κυρίως για κάποια είδη αποβλήτων -στοιχεία για τα απόβλητα τροφίμων, ας πούμε, αναμένονται στο τέλος του 2022 ενώ σε άλλες κατηγορίες τα στοιχεία είναι ένα ή δύο χρόνια πίσω.
      Στη σελίδα 190 της έκθεσης (και στον παρακάτω πίνακα) μπορείτε να δείτε συνοπτικά καταγεγραμμένες όλες τις προτάσεις πολιτικής στις οποίες καταλήγουν οι ερευνητές. Περιλαμβάνουν μια σειρά από κρίσιμες και απαραίτητες παρεμβάσεις, από την εφαρμογή πιο αποτελεσματικής μεθοδολογίας για την καταγραφή των αποβλήτων και την αξιοποίηση του ηλεκτρονικού μητρώου αποβλήτων, μέχρι την υλοποίηση παρεμβάσεων για την καλύτερη παρακολούθηση της μετάβασης, που σήμερα είναι ελλιπής και εξαιτίας της απουσίας δεδομένων.
      Γίνεται εκτενής αναφορά, επιπλέον, και στην εφαρμογή οικονομικών κινήτρων και την υιοθέτηση (ακριβότερων) τεχνολογικών λύσεων για τη διαχείριση στερεών αποβλήτων από τις επιχειρήσεις και την υιοθέτηση του τέλους ταφής για τα απόβλητα, το οποίο πρέπει να αντικατοπτρίζει το πραγματικό περιβαλλοντικό κόστος της ταφής των αποβλήτων. "Ο σκοπός", γράφουν οι ερευνητές, "είναι η ταφή να μετατραπεί σε 'ακριβή' λύση για τη διαχείριση των αποβλήτων, αναγκάζοντας τους φορείς που τα διαχειρίζονται να αναζητήσουν άλλες λύσεις".
      Επιπλέον, οι ερευνητές δίνουν μεγάλη έμφαση σε δράσεις ενημέρωσης και εκπαίδευσης για καταναλωτές, σε σχολεία και εταιρείες, -για το ότι "κυκλική οικονομία" δεν είναι μόνο τα σκουπίδια. Είναι η διαχείριση τροφίμων, το πώς αγοράζουμε, νοικιάζουμε και χρησιμοποιούμε προϊόντα. Τέτοιες δράσεις είναι κρίσιμες, μεταξύ άλλων, και για την κάμψη των αντιδράσεων που εμφανίζονται συχνά σε τοπικές κοινωνίες που εμποδίζουν ή καθυστερούν επενδύσεις. Ο Εθνικός Σχεδιασμός Διαχείρισης Αποβλήτων, θυμίζει η μελέτη, προβλέπει την αύξηση του αριθμού Μονάδων Επεξεργασίας Αποβλήτων στην Ελλάδα σε 38 μέχρι το τέλος του 2023, αλλά πολλές τοπικές κοινωνίες αντιδρούν. Χωρίς αυτές τις υποδομές, δεν μπορεί να υπάρξει κυκλική οικονομία στην Ελλάδα.

      5. Ένας υπολογισμός για το όφελος μιας κυκλικής οικονομίας
      Στην Ελλάδα το 2019 οι κλάδοι που συνδέονται με την κυκλική οικονομία δημιούργησαν €735 εκατ. προστιθέμενης αξίας στην ελληνική οικονομία, ένα ποσό που αντιστοιχεί σχεδόν στο 0,4% του ΑΕΠ το ίδιο έτος, ενώ απασχολούσαν περίπου 68 χιλιάδες εργαζόμενους. Κι αυτό, χωρίς να υπολογίζεται ο ρόλος των ΟΤΑ σε ένα μεγάλο κομμάτι της σχετικής δραστηριότητας (τη συλλογή απορριμμάτων). Αυτά είναι τα μεγέθη σε μια οικονομία που είναι ελάχιστα "κυκλική". Τι θα γινόταν αν υλοποιούνταν τα σχέδια που περιέχουν τα στρατηγικά σχέδια; Στο κεφάλαιο 6 οι ερευνητές διατυπώνουν μια σειρά από διαφορετικά σενάρια, και αποτιμούν την επίπτωση του καθενός στην οικονομία της χώρας.
      Για παράδειγμα, υπολόγισαν πως αν όντως υλοποιηθούν επενδύσεις ύψους €2,4 δισ. για την κατασκευή νέων μονάδων ανακύκλωσης και επεξεργασίας υλικών στη χώρα, όπως περιγράφονται στον Εθνικό Σχεδιασμό Διαχείρισης Αποβλήτων, σε ορίζοντα δεκαετίας η επίπτωση στο ΑΕΠ θα φτάνει το €1,1 δισ., ενώ σε όρους εργασίας, η αναμενόμενη επίδραση υπολογίζεται σε περίπου 4,6 χιλ. θέσεις εργασίας ανά έτος, σταθερές σε ορίζοντα οκταετίας. Στο ίδιο διάστημα, τα επιπλέον έσοδα του Δημοσίου από φόρους και εισφορές θα φτάνουν τα 390 εκατομμύρια.
      Οι επιπτώσεις όμως μιας μετάβασης σε μια κυκλική οικονομία μπορεί να είναι θετικές μόνο υπό κάποιες προϋποθέσεις. Αν οι ανάγκες μιας ελληνικής κυκλικής οικονομίας για δευτερογενείς πρώτες ύλες καλύπτονται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά από εγχώρια ανακύκλωση, τότε η επίπτωση μπορεί να είναι θετική στο ΑΕΠ (κατά €70 εκατ. τον χρόνο μέχρι το 2030, σύμφωνα με το βέλτιστο σενάριο), δημιουργώντας και δεκάδες χιλιάδες θέσεις απασχόλησης (44.000 στο ίδιο σενάριο). Αυτό όμως δεν είναι το μόνο ρεαλιστικό σενάριο. Οι ελληνικές επιχειρήσεις στον κλάδο της μεταποίησης οφείλουν κι αυτές να συμμορφώνονται με ευρωπαϊκούς στόχους και θα είναι αναγκασμένες στο μέλλον να χρησιμοποιούν ανακυκλωμένους δευτερογενείς υλικούς πόρους. Αν δεν γίνουν οι απαραίτητες επενδύσεις στη χώρα και αυτές οι ανάγκες της οικονομίας καλύπτονται μόνο ή κυρίως από εισαγωγές, τότε η μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ερευνητών, σε αυτό το σενάριο θα έχουμε απώλεια θέσεων εργασίας (19.000 σύμφωνα με το χειρότερο σενάριο) αλλά και συρρίκνωση του ΑΕΠ της τάξης των €220 εκατ. τον χρόνο.

      Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη τη μελέτη εδώ:
      ΚΥΚΛΙKH ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: ΕΥΚΑΙΡIΕΣ, ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΡAΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜIΑ (PDF)
      ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ (PDF)
    10. Αρθρογραφία

      Engineer

      Οευρωπαϊκός Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), το λεγόμενο "Ταμείο Ανάκαμψης", πρόκειται να χρηματοδοτήσει με εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ χιλιάδες επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην Ελλάδα μέχρι στιγμής1 έχει αποφασιστεί η ένταξη περισσότερων από 300 έργων στο πλαίσιο 105 ευρύτερων δράσεων, με συνολικό προϋπολογισμό περίπου €22 δισ. Τα έργα αυτά είναι προγραμματισμένο να ολοκληρωθούν μέχρι το 2026 και συνοδεύονται από περισσότερους από 550 επιμέρους στόχους ή ορόσημα για την πρόοδό τους.
      Όμως, ακολουθούν και πολλά άλλα. Το ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP), γνωστό ως "Ελλάδα 2.0", προβλέπει συνολικά 184 δράσεις με επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις ύψους €31 δισ.
      Οι αριθμοί είναι ιλιγγιώδεις και, όπως φάνηκε στην πρόσφατη έρευνα για τον σχεδιασμό και τη φιλοσοφία του Ταμείου Ανάκαμψης, ο χρόνος είναι σχετικά λίγος, συνεπώς είναι αρκετά δύσκολο κάποιος να διατηρήσει μια εικόνα για το πώς έχει σχεδιαστεί να αξιοποιηθούν αυτά τα χρήματα, αλλά και για το πώς προχωράει η αξιοποίησή τους.
      Όμως οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης είναι μια σημαντική υπόθεση για την Ελλάδα. Η χώρα, που είναι η πιο ωφελημένη στην ΕΕ, χρειάζεται αυτούς τους πόρους για να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η οικονομία της και για να προσαρμοστεί στις μεγάλες προκλήσεις ενός αρκετά αβέβαιου μέλλοντος, όπως η κλιματική αλλαγή και οι δημογραφικές εξελίξεις.
      Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε μια καταγραφή μερικών βασικών μεγεθών του ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και της προόδου του, όπως προκύπτουν μέσα από δημόσια στοιχεία, τα οποία, όμως, δεν είναι πάντοτε διαθέσιμα σε μηχαναγνώσιμη ή εύκολα επεξεργάσιμη μορφή.
      Πώς λειτουργεί το RRF
      Πριν, όμως, δει κάποιος αυτά τα μεγέθη είναι σκόπιμο να γνωρίσει λίγο καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το Ταμείο Ανάκαμψης, ο οποίος είναι αρκετά διαφορετικός από τον τρόπο λειτουργίας των "τακτικών" ευρωπαϊκών πόρων, δηλαδή του ΕΣΠΑ ή της ΚΑΠ. Οι περισσότερες χώρες κατέθεσαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα σχέδιά τους για την αξιοποίηση των πόρων του RRF μέχρι τα μέσα του 2021.
      Τα σχέδια αυτά ήταν ιδιαίτερα λεπτομερή -το ελληνικό ήταν περίπου 750 σελίδες- και πρότειναν επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο τεσσάρων πυλώνων: της πράσινης μετάβασης (πυλώνας 1), της ψηφιακής μετάβασης (2), του πυλώνα απασχόλησης, δεξιοτήτων και κοινωνικής συνοχής (3) και του πυλώνα ιδιωτικών επενδύσεων και μετασχηματισμού της οικονομίας (4). Οι πυλώνες αυτοί χωρίζονται σε 18 επιμέρους άξονες και ο κάθε άξονας περιλαμβάνει μια σειρά από σχετικές δράσεις. Στο πλαίσιο αυτών των δράσεων, οι οποίες ορίζονται από τον πυλώνα και τον άξονα στους οποίους ανήκουν, εντάσσονται τα επιμέρους έργα που τελικά πραγματοποιούνται.
      Η παραπάνω δομή δίνει μεγάλη -και ασυνήθιστη, συγκριτικά με το ΕΣΠΑ- βαρύτητα στον προσανατολισμό και στον χαρακτήρα των έργων. Άλλωστε, μεταξύ των έργων που έχουν ενταχθεί μέχρι σήμερα υπάρχουν και 13 μεταρρυθμίσεις με μηδενικό προϋπολογισμό· πρόκειται κυρίως για ρυθμιστικά θέματα, όπως η δημιουργία νομοθετικού πλαισίου για τους φορτιστές των ηλεκτρικών οχημάτων, ή η νομοθεσία για την προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών.

      Τα περισσότερα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης συνοδεύονται, επίσης, από ορόσημα σχετικά με την πρόοδό τους: συγκεκριμένα τρίμηνα των επόμενων τεσσάρων ετών, μέσα στα οποία θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί συγκεκριμένα μέρη του έργου. Τα περισσότερα από αυτά τα ορόσημα, τα οποία αφορούν συνολικά 17 τρίμηνα (μαζί με όσα έχουν παρέλθει), συνδέονται επίσης με τις πληρωμές του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ τα υπόλοιπα είναι απλώς επιχειρησιακά.
      Όλα τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης έχουν ένα ή δύο υπουργεία ως "υπουργεία ευθύνης", τα οποία παρακολουθούν την πρόοδό τους. Εκτός από τα υπουργεία, η ΑΑΔΕ εμφανίζεται επίσης ως "υπουργείο ευθύνης" σε 17 έργα, τα οποία, ασφαλώς, αφορούν τη λειτουργία της ανεξάρτητης αρχής. Αντίστοιχα, το κάθε έργο έχει και τους δικούς του φορείς υλοποίησης -τα έργα που έχουν ενταχθεί μέχρι στιγμής έχουν από έναν έως οκτώ φορείς υλοποίησης. Συνήθως οι φορείς υλοποίησης είναι γενικές γραμματείες των αντίστοιχων υπουργείων, εποπτευόμενοι φορείς ή και δημόσιες επιχειρήσεις: από το ΤΑΙΠΕΔ και την Κοινωνία της Πληροφορίας μέχρι την Εθνική Σχολή Δικαστών και δημοτικά λιμενικά ταμεία ή εφορίες αρχαιοτήτων σε όλη την Ελλάδα. 
      Τα "μεγάλα" έργα
      ­
      Διαβάστε Μια Συνοπτική Παρουσίαση Των Ευρημάτων Της Έρευνας (PDF)
      Παρατηρώντας τα έργα του RRF, τα οποία έχουν ενταχθεί μέχρι τώρα στον Μηχανισμό, πριν καν δούμε τις ομαδοποιήσεις ανά πυλώνα, δράση, κλπ., γίνεται σαφές ότι το έργο με τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό απέχει κατά πολύ -κατά περισσότερο από €10 δισ.-, από τα επόμενα. Πρόκειται για τη "Δανειακή Στήριξη Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας", που έχει προϋπολογισμό €11,7 δισ. (το σύνολο του προϋπολογισμού της σχετικής δράσης ανέρχεται σε €12,7 δισ.). Είναι ένα ποσό μεγαλύτερο από το ένα τρίτο ολόκληρου του προϋπολογισμού του Ταμείου Ανάκαμψης και περίπου το μισό του προϋπολογισμού των έργων που έχουν ήδη ενταχθεί.
      Περί τίνος πρόκειται; Το "έργο" είναι κατά βάση τα χαμηλότοκα δάνεια με επιδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα οποία δίνονται μέσω των τραπεζών. Ο στόχος είναι μέχρι το τέλος του 2022 να έχει απορροφηθεί περισσότερο από μισό δισ. ευρώ και, αντίστοιχα, €3,5 δισ. μέχρι το τέλος του 2023. Τα κεφάλαια αυτά δίνονται με τραπεζικά κριτήρια, συνήθως από κοινού με τραπεζικό δανεισμό και κεφάλαια του ιδιώτη, για επενδύσεις που στην πλειοψηφία τους σχετίζονται είτε με την πράσινη είτε με την ψηφιακή μετάβαση.
      Το δεύτερο μεγαλύτερο έργο είναι και το μεγαλύτερο "κανονικό" έργο: το γνωστό "Εξοικονομώ", που επιδοτεί την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών, για το οποίο έχει προβλεφθεί προϋπολογισμός περίπου €1,3 δισ.
      Κάποιος μπορεί να πάρει μια πολύ καλύτερη εικόνα για τις προτεραιότητες του Ταμείου Ανάκαμψης αν δει τους προϋπολογισμούς ανά δράση, και όχι ανά έργο. Κάθε δράση, μέχρι στιγμής, περιλαμβάνει από ένα έως 31 έργα. Ακόμα και με αυτή την κατάταξη, η ίδια εικόνα διατηρείται για τα πιο "ακριβά" έργα: συνεχίζουν να είναι στην κορυφή ο μηχανισμός των δανείων και το "Εξοικονομώ". Είναι κάπως αναμενόμενο, επίσης, το ότι η ενεργειακή και "πράσινη" μετάβαση, μέσω του ανασχεδιασμού των κτηρίων και των πόλεων, υπερ-εκπροσωπείται στις είκοσι δράσεις με τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό. Εκτός από το "Εξοικονομώ", υπάρχει η δράση για μια σειρά "πράσινων" αναπλάσεων (π.χ. στον Ελαιώνα) και έργα ενεργειακής απόδοσης ιδιωτικών κτιρίων (€475 εκατ. συνολικός προϋπολογισμός -έχουν ενταχθεί έργα που καλύπτουν περίπου το μισό). Ακόμη υπάρχει μία δράση για τις τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας με προϋπολογισμό €450 εκατ., η οποία όμως προς το παρόν δεν περιλαμβάνει κάποιο έργο, παρά μόνο τεχνική βοήθεια. Τέλος, τα έργα που αφορούν τη μεταρρύθμιση του πολεοδομικού σχεδιασμού, και κυρίως τα τοπικά και ειδικά πολεοδομικά σχέδια σε όλη την Ελλάδα, έχουν ξεπεράσει τον προβλεπόμενο προϋπολογισμό της αντίστοιχης δράσης (€400 έναντι €250 εκατ.), αντλώντας επιπλέον πόρους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.

      Η δράση με τον τρίτο μεγαλύτερο προϋπολογισμό, που υπερβαίνει το €1 δισ., προβλέπει τον εκσυγχρονισμό του συστήματος διά βίου μάθησης ("Νέα στρατηγική για τη διά βίου μάθηση και το εθνικό σύστημα αναβάθμισης δεξιοτήτων"). Ωστόσο, τα έργα που έχουν, προς το παρόν, ενταχθεί στη συγκεκριμένη δράση αντιστοιχούν μόνο σε περίπου 10% αυτού του προϋπολογισμού. Μεταξύ των 20 δράσεων με τον πιο μεγάλο προϋπολογισμό υπάρχει μια ακόμη δράση που σχετίζεται με τις δεξιότητες του πληθυσμού, οι "ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης" -σε αυτή την περίπτωση τα έργα που έχουν ενταχθεί (ύψους €496 εκατ.) πλησιάζουν τον συνολικό προϋπολογισμό (€541 εκατ., πέμπτος κατά σειρά).
      Στις είκοσι πρώτες δράσεις με τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό κάποιος συναντάει συνολικά τέσσερις δράσεις οι οποίες έχουν σχέση με τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους. Είναι η "ψηφιοποίηση των αρχείων" (αφορά την ψηφιοποίηση αρχείων της πολεοδομίας, των υποθηκοφυλακείων και της μετανάστευσης, με προϋπολογισμό €600 εκατ.), ο ψηφιακός μετασχηματισμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (επιδοτεί σχετικές δαπάνες - €465 εκατ.), ο ψηφιακός μετασχηματισμός της εκπαίδευσης (με έργα για την προμήθεια διαδραστικών συστημάτων και εξοπλισμού ρομποτικής, αλλά και τη γνωστή "ψηφιακή μέριμνα" που επιδοτεί ηλεκτρονικό εξοπλισμό μαθητών και φοιτητών - €377 εκατ.) και ο ψηφιακός μετασχηματισμός της υγείας (ηλεκτρονικός φάκελος, τηλεϊατρική, ψηφιοποίηση ΕΟΠΥΥ, κ.ά., - €344 εκατ.).
      Αρκετές από τις "μεγαλύτερες 20" δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης αφορούν στην υγεία. Εκτός από την ψηφιοποίηση, προβλέπονται πόροι για την ανακαίνιση νοσοκομείων (€317 εκατ., με έργα ύψους €315 εκατ.), για τη μεταρρύθμιση της πρωτοβάθμιας υγείας (€271 και €247 εκατ. αντίστοιχα), για την εφαρμογή Εθνικού Σχεδίου για την Πρόληψη (€253 εκατ., αλλά μόνο €50 εκατ. σε έργα μέχρι στιγμής) καθώς και για τον συμψηφισμό του clawback με δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης (€250 εκατ.). Αντίστοιχα, εκτός από την ψηφιοποίηση, ανάμεσα στις "20 πρώτες" υπάρχει και μια ακόμη δράση που σχετίζεται με την εκπαίδευση, η "προώθηση της ποιότητας, της καινοτομίας και της εξωστρέφειας στα πανεπιστήμια" με συνολικό προϋπολογισμό €471 εκατ. αλλά με μόλις ένα, σχετικά μικρό, έργο για την ψηφιοποίηση των βιβλιοθηκών (€9,5 εκατ.) να έχει ενταχθεί σε αυτή μέχρι στιγμής.
      Τέλος, είναι ενδιαφέρον ότι μεταξύ των 20 μεγαλύτερων σε προϋπολογισμό έργων υπάρχουν μόλις δύο "παραδοσιακά" μεγάλα έργα οδικού δικτύου: το τμήμα Τρίκαλα-Εγνατία του αυτοκινητόδρομου Ε-65 (με έργα €480 εκατ.) και ο Βόρειος Οδικός Άξονας Κρήτης με προϋπολογισμό €427 εκατ. και ενταγμένα έργα ύψους €290 εκατ. Την εικοσάδα ολοκληρώνουν μια δράση για τον μετασχηματισμό του αγροτικού τομέα (κυρίως επιδοτεί επενδύσεις στην αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, κλπ.) με προϋπολογισμό €519 εκατ. και ένα πρόγραμμα επενδύσεων στον τουρισμό, με έργα €326 εκατ.
      Μεταξύ των 20 δράσεων με τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό, τα 13 είναι επενδύσεις και τα υπόλοιπα μεταρρυθμίσεις. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι η ίδια περίπου αναλογία διατηρείται και για το σύνολο των δράσεων: 116 επενδύσεις και 68 μεταρρυθμίσεις. 
      Όπως φαίνεται και από πολλές από τις παραπάνω περιπτώσεις, το ύψος του προϋπολογισμού των έργων που έχει ενταχθεί στην κάθε δράση μπορεί είτε να είναι είτε μικρότερο του προϋπολογισμού του Σχεδίου Ανάκαμψης, αν δεν έχουν ακόμη ενταχθεί όλα τα προβλεπόμενα έργα, είτε μεγαλύτερο, αν για την ίδια δράση προβλέπονται πόροι από άλλες χρηματοδοτικές πηγές, όπως στην περίπτωση των τοπικών πολεοδομικών σχεδίων. Επομένως, αν κάποιος αλλάξει τα κριτήρια της κατάταξης με βάση τον συνολικό προϋπολογισμό των ενταγμένων έργων, βλέπει μια ελαφρώς διαφορετική λίστα. Απουσιάζουν οι δράσεις για τη διά βίου μάθηση, για τα πανεπιστήμια, για την αποθήκευση ενέργειας και για το Εθνικό Σχέδιο Πρόληψης, οι οποίες βρίσκονται σε αρχικό ακόμη στάδιο. Αντίθετα, προστίθενται στη λίστα τέσσερις άλλες δράσεις: η προμήθεια μικροδορυφόρων (€200 εκατ.), η διασύνδεση της Νάξου, της Θήρας, της Μήλου, της Φολεγάνδρου και της Σερίφου στο ηλεκτρικό δίκτυο (€194 εκατ.), τα κίνητρα για την προσέλκυση επενδύσεων "εξαιρετικής σημασίας" (€173 εκατ.) και η αναβάθμιση των υπηρεσιών cloud του Δημοσίου (€118 εκατ. -τα €95 εκατ. στον προϋπολογισμό του Ταμείου Ανάκαμψης).
      Τέλος, οι δύο δράσεις με τον μεγαλύτερο αριθμό έργων είναι, με διαφορά, αυτές που αφορούν τον πολιτισμό: "ο πολιτισμός ως μοχλός ανάπτυξης" και οι "πολιτιστικές διαδρομές", με συνολικά 61 έργα σχετικά μικρού προϋπολογισμού. Με τα έργα αυτά επισκευάζονται ή συντηρούνται δεκάδες αρχαιολογικοί χώροι, εκκλησίες και άλλα μνημεία. Επιπλέον, έχουν ήδη ενταχθεί και επτά έργα προϋπολογισμού €46 εκατ. για την ανάπτυξη του πρώην βασιλικού κτήματος στο Τατόι.
      Οι τομείς που προχωρούν πιο γρήγορα
      Ηανάλυση των δράσεων δίνει, ασφαλώς, μια εικόνα για τη γενικότερη φύση των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης. Όμως η κατάταξη των έργων ανά πυλώνα, παρότι οι ενταγμένοι προϋπολογισμοί δεν ταυτίζονται πάντοτε με τη συμμετοχή του Ταμείου Ανάκαμψης, δίνει μια ενδεικτική εικόνα για το ποια μέρη του "Ελλάδα 2.0" προχωρούν πιο γρήγορα και ποια λιγότερο.

      Ο πυλώνας με "ενταγμένο" το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού του μέχρι στιγμής είναι ο πυλώνας 4, που αφορά τις ιδιωτικές επενδύσεις και τον μετασχηματισμό της οικονομίας. Εκεί τα 166 έργα που έχουν ενταχθεί αντιστοιχούν σε περίπου 85% των πόρων, δηλαδή €15 από τα €17,6 δισ. Ωστόσο, αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον δανειακό μηχανισμό, που "καταλαμβάνει" περισσότερα από €12 δισ. Μέχρι στιγμής, τα έργα σε τρεις από τους επτά άξονες του συγκεκριμένου πυλώνα, η "βελτίωση της φορολογικής διοίκησης" (4.1), η "ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού τομέα" (4.4) και η "προώθηση της "έρευνας και καινοτομίας" (4.5) αντιστοιχούν σε λιγότερο από 20% του προϋπολογισμού του Σχεδίου.
      Ακολουθεί στην κατάταξη ο πυλώνας 2, που αφορά τον ψηφιακό μετασχηματισμό, με δεσμευμένα €1,6 από τα €2,2 δισ. -δηλαδή περίπου το 72%- σε 25 έργα. Η εικόνα είναι περισσότερο ομοιόμορφη εκεί, αφού τα έργα σε καθέναν από τους τρεις άξονες του πυλώνα αντιστοιχούν σε τουλάχιστον 40% του συνολικού προϋπολογισμού. Ο πυλώνας 3 για την απασχόληση, τις δεξιότητες και την κοινωνική συνοχή ακολουθεί με τον προϋπολογισμό των 88 ενταγμένων έργων στο 53% του προϋπολογισμού (€2,8 από τα €5,2 δισ.). Δύο άξονες, η "επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση" (3.2) και η "πρόσβαση σε χωρίς αποκλεισμούς πολιτικές" (3.4) φαίνεται να μένουν συγκριτικά πιο πίσω, με έργα που αντιστοιχούν σε λιγότερο από 33% του προϋπολογισμού.
      Τελευταίος έρχεται ο πυλώνας 1, του πράσινου μετασχηματισμού, με 38 έργα που αντιστοιχούν στο 42% του συνολικού προϋπολογισμού των €6,2 δισ. Μάλιστα, η "υστέρηση" αυτή φαίνεται να "οδηγείται" από τους άξονες 1.1, 1.3 και 1.4, που αφορούν την ενεργειακή μετάβαση (ενταγμένα έργα στο 16% της πρόβλεψης του "Ελλάδα 2.0"), τις "πράσινες" μεταφορές (8%) και την "αειφόρο χρήση των πόρων, ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή και διατήρηση της βιοποικιλότητας" (5%) αντίστοιχα. Αντίθετα, ο άξονας 1.2, που αφορά την ενεργειακή αναβάθμιση των κτηρίων έχει ενταγμένα έργα €2,3 δισ. από τα €2,7 δισ., στο 84% του προϋπολογισμού του Σχεδίου Ανάκαμψης. Το μεγαλύτερο από αυτά τα έργα είναι το "Εξοικονομώ".
      Τα ορόσημα και ο χρόνος
      Όμως, πώς και πότε είναι σχεδιασμένο να ολοκληρωθούν όλα αυτά τα έργα; Τα 317 έργα που περιλαμβάνονται σε αυτή τη συνοπτική καταγραφή "κουβαλούν" μαζί τους 567 ορόσημα, δηλαδή μέρη του έργου που πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί σε συγκεκριμένο χρόνο -από μηδέν έως επτά το κάθε έργο. Τα ορόσημα αυτά, που τις περισσότερες φορές συνδέονται και με την εκταμίευση των δόσεων του Ταμείου (άρα έχουν ευρύτερη σημασία, αφού η μη εκπλήρωση κάποιων θεωρητικά μπορεί να "μπλοκάρει" τις πληρωμές) αντιστοιχούν το καθένα σε ένα τρίμηνο, μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο του 2026.

      Όπως φαίνεται, η χρονιά με τα περισσότερα ορόσημα είναι το 2025 και ειδικά το τελευταίο τρίμηνο της χρονιάς, που θα είναι και το πιο "φορτωμένο" τρίμηνο από όλα, καθώς τότε πρέπει να ολοκληρωθεί περίπου το ένα τρίτο του συνόλου των οροσήμων: 190 από τα 567. Όμως και η χρονιά που διανύουμε, το 2022, έχει αρκετά ορόσημα: 145 στο σύνολο με τα 96 από αυτά να αφορούν το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου.
      Συμπέρασμα
      Το Ταμείο Ανάκαμψης, λόγω του μεγέθους του και της φύσης του, ως ένα ταμείο με συγκεκριμένα έργα και στόχους, έχει μεγάλη σημασία για την Ελλάδα. Η χώρα μπορεί με αυτούς τους πόρους να πραγματοποιήσει με σχετική άνεση αναγκαίους, και "ακριβούς" μετασχηματισμούς που θα τη βοηθήσουν, εν μέσω αβεβαιότητας και κρίσεων, να προσαρμοστεί σε προκλήσεις του μέλλοντος. Πλέον, περισσότερα από 300 έργα έχουν ενταχθεί για χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και "τρέχουν", επομένως υπάρχει μια "πρώτη εικόνα" για το πώς προχωράει η αξιοποίηση αυτών των πόρων. Ξεχωρίζει η "δανειακή στήριξη μέσω του RRF", όπου προβλέπεται να απορροφηθεί περισσότερο από το ένα τρίτο του συνολικού προϋπολογισμού· η επιτυχία της δράσης αυτής θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και την επιτυχία ολόκληρου του "Ελλάδα 2.0". Όμως δεν είναι μόνο τα δάνεια: οι πόροι που προβλέπονται για την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών και για την αναβάθμιση των δεξιοτήτων του πληθυσμού είναι επίσης μαζικής κλίμακας. Όπως και η χρηματοδότηση δράσεων ψηφιοποίησης, εκπαίδευσης, υγείας αλλά και κάποιων έργων υποδομών. Πώς θα προχωρήσουν όλα αυτά τα έργα;
      Τα επόμενα τέσσερα χρόνια η χώρα θα πρέπει να εκπληρώσει εκατοντάδες ορόσημα και στόχους που σχετίζονται με επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις του RRF και συνδέονται επίσης με τις πληρωμές. Ταυτόχρονα θα αξιοποιεί και τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς πόρους, του ΕΣΠΑ και της ΚΑΠ. Το ελληνικό κράτος δεν έχει διαχειριστεί ποτέ στο παρελθόν τόσους πολλούς πόρους σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Είναι μια πρωτόγνωρη συνθήκη, που ίσως τελικά να κρίνει και το αποτέλεσμα.
    11. Αρθρογραφία

      Engineer

      ι νεοφυείς επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται κυρίως στον τομέα της τεχνολογίας, οι λεγόμενες startup, άρχισαν να λαμβάνουν μεγάλη δημοσιότητα από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Αφενός η οικονομική κρίση οδήγησε στη συρρίκνωση ή στην κατάρρευση πολλών παραδοσιακών επιχειρήσεων στη χώρα και άφησε πολλούς Έλληνες να αναζητούν νέες επιλογές απασχόλησης. Από την άλλη, οι τεχνολογικές αλλαγές επηρέαζαν καταλυτικά ολοένα και περισσότερες αγορές διεθνώς και παρουσίαζαν μια σειρά από σημαντικές ευκαιρίες. Οι μεγάλες ιστορίες επιτυχίας επιχειρήσεων σε όλο τον κόσμο που "άρχισαν από ένα γκαράζ" και γιγαντώθηκαν γρήγορα, όπως η Google, διαμόρφωσαν όχι μόνο ένα επιχειρηματικό περιβάλλον αλλά μια ευρύτερη κουλτούρα, ένα "οικοσύστημα".
      Σήμερα, έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την καθιέρωση του όρου startup, ενώ κάποιες διάσημες αμερικανικές startups του παρελθόντος έχουν εξελιχθεί σε διεθνή ολιγοπώλια. Ωστόσο, το ίδιο μοντέλο λειτουργίας αυτών των νεοφυών επιχειρήσεων -το αρχικά μικρό μέγεθος της καθεμίας, οι μεγάλες φιλοδοξίες, η εξωστρέφεια, οι angel investors, τα επίπονα πρώτα στάδια, οι εντυπωσιακές "έξοδοι" αλλά και κάποιες "φούσκες"- έχει αντέξει. Η τεχνολογία, άλλωστε, συνεχίζει να αλλάζει τις αγορές και τις ζωές των ανθρώπων διεθνώς με αμείωτο ρυθμό. 
      Πώς, όμως, έχουν εξελιχθεί οι τοπικές startups; Η έρευνα της διαΝΕΟσις (PDF) με επιστημονική υπεύθυνη την ομότιμη καθηγήτρια στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιωάννα-Σαπφώ Πεπελάση, η οποία πραγματοποιήθηκε από τη συμβουλευτική εταιρεία Octane, επιχειρεί να χαρτογραφήσει τις ελληνικές startups και το οικοσύστημα που τις υποστηρίζει. Οι ερευνητές ανέτρεξαν στη βιβλιογραφία, έκαναν 14 συνεντεύξεις με επιδραστικά στελέχη της τοπικής αγοράς, ενώ παράλληλα ανέδειξαν χαρακτηριστικά παραδείγματα άλλων χωρών, απομονώνοντας πρωτοβουλίες που θα μπορούσε να υιοθετήσει η Ελλάδα για να αναπτύξει με υγιή τρόπο ακόμη περισσότερο τη συγκεκριμένη αγορά.
      Παράλληλα, οι ερευνητές ετοίμασαν ένα ερωτηματολόγιο στο οποίο απάντησαν 267 ιδρυτές τέτοιων νεοφυών επιχειρήσεων. Με αυτό τον τρόπο συγκεντρώθηκαν χρήσιμες πληροφορίες για το προφίλ αυτών των εταιρειών, για τους ιδρυτές τους, για τα προβλήματα και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν, ακόμη και για την επίδραση της πανδημίας στη δραστηριότητά τους. Μάλιστα, πολλές από αυτές τις πληροφορίες δεν υπήρχαν διαθέσιμες μέχρι πρότινος. 
      ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΚΟΠΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (PDF)
      Μεταξύ των ιδρυτών startups που απάντησαν στην έρευνα, η μεγάλη πλειοψηφία -8 στους 10- είναι άνδρες, μια ανισότητα που παρατηρείται και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες έχουν, κατά μέσο όρο, αντίστοιχη κατανομή μεταξύ των φύλων. Από τη σκοπιά της ηλικίας, οι ιδρυτές των startups είναι σχετικά νέοι: 9 στους 10 είναι νεότεροι από 44 ετών, ενώ περισσότεροι από το 50% είναι νεότεροι από 34 ετών. Είναι επίσης συνήθως αρκετά μορφωμένοι: 48,7% έχουν μεταπτυχιακό και 17,2% διδακτορικό. Οι περισσότεροι δηλώνουν σπουδές είτε σε σχολή Πολυτεχνείου είτε σε σχολή διοίκησης επιχειρήσεων. Το 68,2% έχει σαν πλήρη απασχόληση τη startup του.
      Το 24% διαθέτει μικρή (έως 3 χρόνια) ή καθόλου προϋπηρεσία. 3 στους 10 ιδρυτές που απάντησαν στην έρευνα είναι λίγο-πολύ πιο έμπειροι, με προϋπηρεσία 4 έως 10 χρόνια, ενώ το 22,8% των ιδρυτών δήλωσαν ότι διαθέτουν σημαντική εργασιακή εμπειρία, άνω των 15 ετών. Βεβαίως, παρότι από ό,τι φαίνεται και από τα παραπάνω στοιχεία οι περισσότεροι από τους ερωτώμενους διαθέτουν κάποια προϋπηρεσία, η πλειοψηφία (62,5%) δήλωσε ότι δεν διέθετε προηγούμενη εμπειρία στη διαχείριση μιας νεοφυούς επιχείρησης. 

      Σε κάθε περίπτωση, ένα μεγάλο μέρος των ιδρυτών των startup που απάντησαν στην έρευνα -σχεδόν 4 στους 10- δήλωσαν ότι η προϋπηρεσία τους αφορά σε μια δουλειά με "ουδέτερη έως ανύπαρκτη" σχέση με το αντικείμενο της startup τους. Αρκετοί από αυτούς, 22,5% του συνόλου, δηλώνουν ότι είχαν τουλάχιστον μία αποτυχημένη επιχειρηματική προσπάθεια στο παρελθόν. Πρόκειται, επομένως, για επιχειρηματίες που πήραν ένα σημαντικό ρίσκο: πολλοί είχαν μικρή ή καθόλου προϋπηρεσία, συχνά σε άσχετα αντικείμενα, ενώ κάποιοι "κουβαλούσαν" το βάρος μίας ή περισσότερων αποτυχημένων προσπαθειών. 
      Ενδιαφέρον έχουν και οι διαφορές στο προφίλ των ιδρυτών ανάλογα με το αν δραστηριοποιούνται στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της χώρας. Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, "ο startupper που έχει ιδρύσει και λειτουργεί την εταιρεία στο εξωτερικό έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτόν που επιχειρεί στην Περιφέρεια της Ελλάδας". Ο ιδρυτής startup στο εξωτερικό είναι πιο συχνά μεγαλύτερος σε ηλικία (35-44 ετών, έναντι 25-34 ετών), έχει περισσότερη εργασιακή εμπειρία (4-10 χρόνια έναντι 0-3), αλλά και περισσότερη εμπειρία σε διευθυντικές θέσεις (1-5 χρόνια έναντι 0-1). 
      Η "γεωγραφία" των εταιρειών
      Φυσικά, εκτός από τις ερωτήσεις που αφορούν τους ίδιους, όπως οι παραπάνω, οι ερωτώμενοι απάντησαν και σε ερωτήσεις για τις εταιρείες που ίδρυσαν. Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των ελληνικών startups;
      Η χρονιά κατά την οποία ιδρύθηκαν οι περισσότερες συγκριτικά με τις υπόλοιπες χρονιές -σχεδόν 2 στις 10-, ήταν το 2018. Η μεγάλη πλειοψηφία των startup του δείγματος, το 93%, ιδρύθηκε την περίοδο 2013-2020. Περισσότερες από τις μισές ιδρύθηκαν στην Αθήνα. Η αμέσως επόμενη επιλογή των ιδρυτών (15,4%) ήταν κάποια ευρωπαϊκή πόλη, ενώ ακολουθούν η Θεσσαλονίκη (12,7%), η Πάτρα (4,5%), οι ΗΠΑ και το Ηράκλειο (3%). Στη μεγάλη πλειοψηφία τους (76,4%) είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις με έως 10 εργαζόμενους. Λιγότερο από 3% απασχολεί περισσότερους από 50 εργαζόμενους. 
      ­Διαβάστε Μια Συνοπτική Παρουσίαση Της Έρευνας
      Παρά το μικρό τους μέγεθος, οι startups φαίνεται να αποτελούν συνεργατικά σχήματα. Το 48,3% των εταιρειών είχε δύο ιδρυτές, το 19,9% τρεις, ενώ το 13,9% περισσότερους από τρεις. Μόνο το 18% είχε έναν ιδρυτή. Σχεδόν 1 στους 3 δηλώνει ότι σύνταξε το επιχειρηματικό σχέδιό του μαζί με έναν μέντορα. Ωστόσο, οι ομάδες των ιδρυτών είναι στην πλειοψηφία τους και αυτές ανδροκρατούμενες: το 62,2% αποτελείται μόνο από άνδρες, ενώ μόλις το 6,4% μόνο από γυναίκες. 
      Σε ποιους τομείς δραστηριοποιούνται οι startups; Ο τομέας στον οποίο δραστηριοποιούνται οι περισσότερες είναι ο τουρισμός. Όπως είναι μάλλον αναμενόμενο, μεγάλο ποσοστό αυτών των εταιρειών, σχεδόν 1 στις 10, δραστηριοποιείται στην πληροφορική και τις επικοινωνίες (ΤΠΕ), ενώ αντίστίστοιχο είναι και το ποσοστό που ασχολείται με την αγροδιατροφή και με τις επιστήμες ζωής και υγείας (8,6%). Είναι αρκετά ενδιαφέρον το ότι η σειρά των τομέων για τις startups του εξωτερικού είναι λίγο διαφορετική: προηγούνται οι ΤΠΕ και έπονται ο τουρισμός και η αγροδιατροφή. 

      Προβληματισμοί και ευκαιρίες
      Τι μορφή έχει όμως το προϊόν των ελληνικών startups; Tο 87,5% των εταιρειών περιλαμβάνει τη χρήση ψηφιακής τεχνολογίας ως την αρχική ιδέα, ενώ 38,6% έχουν μια καθαρά ψηφιακή ιδέα. Λιγότεροι έχουν μια "φυσική" ιδέα που χρησιμοποιεί όμως ψηφιακή τεχνολογία (26,6%) ή, αντίστροφα, μια ψηφιακή ιδέα με μερική φυσική παρουσία (22,5%). Μόνο 12,4% ακολουθούν το παραδοσιακό, αμιγώς φυσικό μοντέλο. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι η μεγάλη πλειοψηφία των startups της έρευνας, περίπου 7 στις 10, χρειάστηκε να αναπροσαρμόσει την αρχική ιδέα, μία ή περισσότερες φορές. Μάλιστα το 19,5% το έκανε περισσότερες από δυο φορές. Επιπλέον, οι startups αποτελούν, κατά πλειοψηφία, μια εξωστρεφή δραστηριότητα: 63,7% δηλώνουν ότι στοχεύουν σε διεθνείς πελάτες και μόνο 36,3% σε εγχώριους. Ωστόσο, 1 στους 3 δηλώνει ότι το μεγαλύτερό του πρόβλημα είναι η έλλειψη εμπειρίας στην προσέλκυση διεθνών πελατών. 


      Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι σχεδόν οι μισές από τις startups του δείγματος άρχισαν τη δραστηριότητά τους με πολύ χαμηλό κεφάλαιο, από μηδέν έως 10.000 ευρώ. Μόνο μία στις πέντε (21,7%) άρχισαν με κεφάλαιο άνω των 50.000 ευρώ. Το 35,2% αυτών των εταιρειών σήμερα δηλώνουν κερδοφόρες, ενώ περίπου οι μισές (47,9%) δηλώνουν ότι δεν κερδοφορούν στην παρούσα συγκυρία. Αναφορικά με τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν για το μέλλον τους, οι ιδρυτές ξεχωρίζουν περισσότερο από κάθε άλλη τη δυνατότητα επέκτασής τους (22,8%), ενώ ακολουθεί η στελέχωση (19,1%), ο ανταγωνισμός (16,9%), καθώς και η διαθεσιμότητα χρηματοδότησης (15%). Μεταξύ πιθανών αλλαγών που θα βελτίωναν τη δραστηριότητά τους, οι ιδρυτές του δείγματος επιλέγουν περισσότερο από κάθε άλλη, την "τροποποίηση του ασφαλιστικού και φορολογικού πλαισίου" (79,8%).

      Παρότι η πανδημία δεν δημιούργησε στις startups τα προβλήματα που δημιούργησε σε άλλες επιχειρήσεις (8 στους 10 ιδρυτές δηλώνουν ότι εφάρμοσαν τηλεργασία), συνολικά η επίδραση που είχε ήταν μάλλον ανάμεικτη. Περίπου οι μισοί ιδρυτές τόνισαν στην έρευνα πως η πανδημία της Covid-19 επηρέασε αρνητικά την πορεία της επιχείρησής τους. Το 28,5% των ιδρυτών θεωρούν πως η πανδημία είχε (μερικώς ή απόλυτα) θετική επίδραση στην εξέλιξη της εταιρείας τους, ενώ το 22,8% δήλωσαν ότι δεν είχε καμία επίδραση.
      Καλές πρακτικές
      Ηέρευνα της διαΝΕΟσις, προκειμένου να αναδείξει τις ευκαιρίες για την τοπική οικονομία από την ανάπτυξη των startups, πλαισιώνει τα παραπάνω ενδιαφέροντα ευρήματα με στοιχεία από προηγούμενες έρευνες που είχαν πραγματοποιηθεί, αλλά και από το νεοϊδρυθέν Μητρώο Νεοφυών Επιχειρήσεων της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας. Από αυτές τις πηγές προκύπτουν επίσης ενδιαφέροντα συμπεράσματα, όπως, για παράδειγμα, το ότι οι εργαζόμενοι σε startups αμείβονται με αρκετά ανταγωνιστικούς μισθούς, ενώ 4 στους 10 λαμβάνουν επίσης μετοχές της εταιρείας ως παροχή. Ή ότι το 2021 οι δέκα κορυφαίες ελληνικές startups συγκέντρωσαν το τετραπλάσιο ποσό χρηματοδότησης που συγκέντρωσαν οι δέκα κορυφαίες του 2020, ένα ποσό ύψους περίπου 398 εκατομμυρίων ευρώ.

      Ταυτόχρονα, η έρευνα παραθέτει καλές πρακτικές από δέκα χώρες (εννέα ευρωπαϊκές και το Ισραήλ). Εξηγεί αναλυτικά τα φορολογικά κίνητρα που έδωσε σε επενδυτές το Ηνωμένο Βασίλειο, τις πολιτικές προσέλκυσης επενδυτών στο Ισραήλ, τη δημιουργία ανεξάρτητου από τα πανεπιστήμια κέντρου ερευνών στη Γερμανία, την προσέλκυση εταιρειών για τεστάρισμα πρωτότυπου προϊόντος στην Ολλανδία, τα κίνητρα για την προσέλκυση ταλέντων που θέσπισε η Εσθονία, τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες της Ιρλανδίας, καθώς και την ανανέωση των κέντρων επιχειρηματικότητας στα πανεπιστήμια της Ιταλίας. Τέλος, η μελέτη καταλήγει σε προτάσεις πολιτικής για την περαιτέρω ανάπτυξη των ελληνικών startups, αλλά και σε έναν οδηγό με πολλές πηγές πληροφόρησης για τους ίδιους τους επίδοξους ιδρυτές τέτοιων επιχειρήσεων. 

      Ακούγεται συχνά η άποψη ότι οι startups είναι μια επιχειρηματική δραστηριότητα που ταιριάζει στα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Όπως φαίνεται από τα παραπάνω στοιχεία της έρευνας της διαΝΕΟσις, οι startups είναι, όπως οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις, πολύ μικρές σε μέγεθος. Επίσης, προσλαμβάνουν και πληρώνουν καλά καταρτισμένους εργαζόμενους, οι οποίοι υπάρχουν στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, οι startups συγκεντρώνουν επίσης χαρακτηριστικά που είναι ζητούμενα για την εξέλιξη του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου: είναι εξωστρεφείς, αξιοποιούν εξειδικευμένη γνώση και αφορούν τομείς σε μεγάλη ανάπτυξη διεθνώς. Επομένως, από αυτή τη σκοπιά, η υγιής ανάπτυξή τους φαίνεται να αποτελεί μια σημαντική και ευρύτερη οικονομική ευκαιρία για τη χώρα και για την κουλτούρα των τοπικών επιχειρήσεων.
      Μπορείτε να διαβάσετε τα αποτελέσματα της μελέτης, στα παρακάτω αρχεία:
      ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΚΟΠΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (PDF)
      ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ
      ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΝΕΟΦΥΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (PDF)
    12. Αρθρογραφία

      Engineer

      έχρι το 2050 η χώρα μας, όπως και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, θα πρέπει να έχει σταματήσει να εκλύει αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου -ή, έστω, να δεσμεύει από την ατμόσφαιρα ισοδύναμη ποσότητα όσων εκλύει. Θα πρέπει να γίνει "κλιματικά ουδέτερη". Το 2050, όμως, θα θέλουμε να έχουμε μια ακμάζουσα και αναπτυσσόμενη οικονομία, φτηνό ηλεκτρισμό, θέρμανση και ψύξη στα σπίτια, να κινούμαστε με αυτοκίνητα και μέσα μαζικής μεταφοράς, να παράγουμε βιομηχανικά προϊόντα και να απολαμβάνουμε, γενικά, τους καρπούς του ανθρώπινου πολιτισμού. Γι’ αυτό θα πρέπει να παράγουμε και να καταναλώνουμε ενέργεια. Στην εποχή μας, τρεις δεκαετίες πριν από το 2050, ο τομέας της ενέργειας προκαλεί το 40% των εκλύσεων που στέλνουμε στην ατμόσφαιρα. Από τους 96,1 εκατ. τόνους ισοδύναμου CO2 που εκλύονταν από την Ελλάδα το 2018, οι 38,3 εκατ. προέρχονταν από εκεί."96 εκατομμύρια τόνοι" (ή, "μεγατόνοι") ακούγεται πολύ, και είναι, πράγματι, περισσότερο από ό,τι εκλύουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες παρόμοιου μεγέθους, όπως η Πορτογαλία ή η Ουγγαρία. Αλλά είναι κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε. και το χαμηλότερο νούμερο τα τελευταία 30 χρόνια. Το 1990 η χώρα μας έστελνε 105,8 μεγατόνους ισοδύναμου CO2 στην ατμόσφαιρα. Το 2005, τη χειρότερη χρονιά, έστειλε 139,1. To 2050 θα πρέπει να φτάσει στο μηδέν.
      Πώς θα το κατορθώσουμε; Και, επιπλέον, πώς θα γίνει αυτή η μετάβαση λύνοντας ταυτόχρονα τα πολλά και μεγάλα προβλήματα του ενεργειακού τομέα που έχουμε σήμερα, αναβαθμίζοντας τις υποδομές και τις υπηρεσίες, αυξάνοντας την ενεργειακή ασφάλεια, μειώνοντας την ενεργειακή φτώχεια και θωρακίζοντας έναν από τους κρισιμότερους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα;
      Μια ερευνητική ομάδα του ΙΟΒΕ υπό τον συντονισμό του γενικού διευθυντή Νίκου Βέττα ανέλαβε για λογαριασμό της διαΝΕΟσις μια πλήρη και αναλυτική χαρτογράφηση του τομέα ενέργειας στη χώρα μας. Στην πολυσέλιδή έκθεσή τους, την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ (PDF) αναλύουν τα βασικά δεδομένα, τις θεσμικές αλλαγές που έχουν υλοποιηθεί ή δρομολογηθεί, τους στόχους της χώρας για το μέλλον και τις σημαντικότερες προκλήσεις που προκύπτουν. Επιπλέον, μπορείτε να διαβάσετε και ένα κείμενο πολιτικής (PDF) που προετοίμασε η ερευνητική ομάδα για το ίδιο θέμα με κεντρικό άξονα τον ρόλο του τομέα της ενέργειας στην επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας. 
      Παρακάτω θα δούμε μερικά από τα βασικά σημεία της έρευνας συνοπτικά.
      1. Ενέργεια & ελληνική οικονομία
      Ηπαραγωγή και η κατανάλωση ενέργειας επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή κάθε χώρας. Σχετίζονται άμεσα με το παραγωγικό μοντέλο της, τη βιομηχανία, τη φτώχεια και την ποιότητα ζωής των πολιτών.
      Ο ενεργειακός τομέας επηρεάζει κάθε οικονομία με δύο τρόπους: αφενός συνεισφέρει απευθείας στην προστιθέμενη αξία της οικονομίας με όλες τις δραστηριότητες της αλυσίδας παραγωγής και εφοδιασμού ενέργειας και των κλάδων που συνδέονται με τον ενεργειακό τομέα, και αφετέρου με την ευρύτερη επίδραση στην οικονομία, μέσω των τιμών των ενεργειακών προϊόντων, που επηρεάζουν κάθε οικονομική δραστηριότητα (σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά). Αξίζει να πούμε δυο λόγια για τον ρόλο που παίζει ο κλάδος αυτός στην ελληνική οικονομία. 
      ­
      Διαβάστε Το Κείμενο Πολιτικής Για Την Ενέργεια (PDF)
      Η άμεση συμβολή του ενεργειακού τομέα στην ελληνική οικονομία εκτιμάται στο 3,8% του ΑΕΠ (2017), ενώ ο τομέας δίνει δουλειά σε περίπου 50.000 ανθρώπους, οι περισσότεροι εκ των οποίων απασχολούνται στο (χονδρικό και λιανικό) εμπόριο καυσίμων. Αν συνυπολογίσουμε και τους κλάδους που συνδέονται στενά με τον ενεργειακό, εκτιμάται ότι η ευρύτερη συνεισφορά του (ειδικότερα στην απασχόληση) είναι πολλαπλάσια. Σχεδόν το 1/3 των ελληνικών εξαγωγών προϊόντων είναι εξαγωγές ενεργειακών προϊόντων. Πρόκειται σχεδόν αποκλειστικά για προϊόντα πετρελαίου από τα ελληνικά διυλιστήρια. Η χώρα μας όμως εισάγει και πολλά προϊόντα ενέργειας -το 27% των ελληνικών εισαγωγών συνολικά, με τη συντριπτική πλειοψηφία να είναι αργό πετρέλαιο που εισάγουμε κυρίως από το Ιράκ, το Καζακστάν, τη Ρωσία και άλλες χώρες, και το περισσότερο από το οποίο επανεξάγεται μετά την επεξεργασία του στα ελληνικά διυλιστήρια. Γενικά, η αξία των ενεργειακών προϊόντων που εισάγουμε είναι μεγαλύτερη από αυτών που εξάγουμε (15 δισ. ευρώ έναντι 10,7 δισ. το 2019).
      Αξίζει δε να αναφέρουμε ότι ο κλάδος της ενέργειας έχει πολύ μεγάλη σημασία και για τα δημόσια έσοδα. Το 64% της τιμής της αμόλυβδης βενζίνης είναι δασμοί ή φόροι, για παράδειγμα. Τα έσοδα από τους ειδικούς φόρους στην ενέργεια έφταναν το 3% του ΑΕΠ το 2019, έναντι 1,8% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Αυτό, μάλιστα είναι κάτι που άλλαξε από το 2010 και την αρχή της κρίσης και μετά.

      Με τα παραπάνω βλέπουμε ότι ο κλάδος της ενέργειας έχει μεγάλη σημασία για την οικονομία της χώρας. Τι περιλαμβάνει, όμως, "ο κλάδος της ενέργειας"; Η απάντηση είναι περίπλοκη και περιλαμβάνει πολλές πολύ σημαντικές και διαφορετικές μεταξύ τους δραστηριότητες, κάποιες εκ των οποίων σχετίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται. "Κάθε ενεργειακό σύστημα, με την έννοια του συνόλου των διευθετήσεων με τις οποίες αξιοποιούνται φυσικοί πόροι για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής", γράφει ο Βάτσλαβ Σμιλ, "έχει τρεις θεμελιώδεις συνιστώσες: τους φυσικούς (ανανεώσιμους ή μη ανανεώσιμους) ενεργειακούς πόρους, την τεχνολογία μετατροπής τους σε διαθέσιμη ενέργεια και μια ποικιλία ειδικών χρήσεων των διαθέσιμων ροών ενέργειας". Η έρευνα αναλύει κάθε μία από αυτές τις συνιστώσες όπως λειτουργούν στη χώρα μας σε αναλυτικά κεφάλαια -εδώ θα καταγράψουμε μόνο ενδεικτικά μερικές από αυτές, μαζί με τα βασικά τους στοιχεία. Πριν ξεκινήσουμε την καταγραφή, όμως, αξίζει να σημειώσουμε τρία βασικά χαρακτηριστικά του τομέα στη χώρα μας:
      α) Σήμερα η Ελλάδα παραμένει μια οικονομία που στηρίζεται στα ορυκτά καύσιμα (άνθρακας, πετρέλαιο και φυσικό αέριο) και έχει μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας.


      β) Το 36,7% της ενέργειας που παράγεται στη χώρα καταναλώνεται για μεταφορές, το 24,3% για οικιακή κατανάλωση, το 22,8% στη βιομηχανία και το 13% στο εμπόριο και τις υπηρεσίες.

      γ) Τα βασικά προβλήματα του τομέα ξεκινούν από τις ελλείψεις στις υποδομές και το κόστος της ενέργειας και φτάνουν μέχρι τους ιλιγγιώδεις ανεξόφλητους λογαριασμούς της ΔΕΗ (περίπου 2,7 δισ. ευρώ το 2019).

      Αλλά ας τα δούμε ένα ένα. 
      2. Η ηλεκτρική ενέργεια
      Πολλοί ταυτίζουν τον κλάδο της ενέργειας με την ηλεκτρική ενέργεια. Η ηλεκτρική ενέργεια είναι, όμως, μόνο ένα τμήμα της ενεργειακής παραγωγής και κατανάλωσης μιας χώρας. Βεβαίως, είναι ίσως το πιο σημαντικό -και αναμένεται στο μέλλον να γίνει ακόμα σημαντικότερο. Η ηλεκτροπαραγωγή αναμένεται να τριπλασιαστεί μέσα στα επόμενα 50 χρόνια, κυρίως από τον εξηλεκτρισμό τομέων τελικής κατανάλωσης. Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος στο κοντινό μέλλον θα χρησιμοποιεί ενέργεια από το δίκτυο ηλεκτρισμού για δραστηριότητες για τις οποίες έως τώρα έκαιγε ορυκτά καύσιμα. Η δε ηλεκτρική ενέργεια θα παράγεται ολοένα και περισσότερο από νέες, διαφορετικές πηγές.
      Αυτή η μετάβαση έχει ξεκινήσει και στην Ελλάδα. Η ισχύς ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων που βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα μειώνεται και παράλληλα οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος αυξάνονται θεαματικά τα τελευταία χρόνια. Πλέον το 1/3 της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα προέρχεται από τις ΑΠΕ. Σκεφτείτε ότι η εγκατεστημένη ισχύς των φωτοβολταϊκών σταθμών στη χώρα πενταπλασιάστηκε μόνο μέσα σε δύο χρόνια, από το 2011 ως το 2013. 



      Βεβαίως, διαχρονικά η χώρα μας βασίζεται σε κάποιο βαθμό στην καύση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Σε κάποια νησιά που δεν είναι συνδεδεμένα με το κεντρικό δίκτυο ηλεκτρισμού της χώρας καίγονται ντίζελ και μαζούτ για να παραχθεί ηλεκτρικό ρεύμα ενώ, ως γνωστόν, στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες καίμε λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλα εργοστάσια της ΔΕΗ, τα οποία βρίσκονται κοντά στις περιοχές όπου εξορύσσεται ο λιγνίτης, ένας γαιάνθρακας που περιέχει σχετικά χαμηλό ποσοστό άνθρακα. Το 2018, το 32,3% της ηλεκτροπαραγωγής προερχόταν από καύση λιγνίτη.

      Αυτή, ωστόσο, είναι μια πρακτική που -όπως φαίνεται και από το διάγραμμα-, σταδιακά μειώνεται και σύντομα θα σταματήσει τελείως. Εδώ και πολλά χρόνια, η καύση του λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας είναι οικονομικά ασύμφορη. Καθώς εκλύει μεγάλες ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, η λειτουργία τέτοιων μονάδων κοστίζει πολλά σε δικαιώματα εκπομπών άνθρακα, η τιμή των οποίων ρυθμίζεται από το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών της EE. To 2013 η μέση τιμή που αναγκάζονταν να πληρώνουν ρυπογόνες μονάδες παραγωγής ενέργειας και βιομηχανίες ήταν 4,4 ευρώ ανά τόνο CO2, αλλά το 2019 η τιμή είχε εκτοξευθεί στα 24,8 ευρώ ανά τόνο CO2, πράγμα που στην πράξη σημαίνει ότι, όπως φαίνεται και στο παρακάτω διάγραμμα, πλέον όλες οι λιγνιτοπαραγωγές μονάδες της ΔΕΗ είναι ζημιογόνες. Το ελληνικό κράτος έχει ήδη προγραμματίσει το κλείσιμό τους. Αυτό, βεβαίως, σημαίνει ότι τα 3,35 GW που παράγουν αυτές οι μονάδες θα πρέπει να αντικατασταθούν από άλλες πηγές από το 2023 και μετά και, βεβαίως, ότι οι περιοχές που στηρίζονταν οικονομικά από αυτά τα εργοστάσια θα πρέπει να στηριχθούν κατά τη μετάβασή τους σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες.

      Στη χώρα μας την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται την καταναλώνουν κυρίως οι υπηρεσίες (καταστήματα, γραφεία κλπ. -34,6% το 2019), τα σπίτια (33,6%) και η βιομηχανία (23,8% το 2019 -από 40,8% το 1990).

      Η ηλεκτρική ενέργεια, δε, κοστίζει ακριβά. Το 2019 η ηλεκτρική ενέργεια στην Ελλάδα είχε τις ακριβότερες τιμές χονδρικής σε ολόκληρη την ΕΕ. Αυτό όμως δεν μεταφράζεται σε πολύ υψηλές τιμές (σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα) για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις, λόγω ευνοϊκότερης φορολογίας.


      Ωστόσο, καθότι οι δαπάνες για ενέργεια παραμένουν ένα από τα σημαντικότερα βάρη τόσο για τα νοικοκυριά, όσο και για τις επιχειρήσεις -με προφανείς επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητά τους, οι ερευνητές υπολόγισαν τις επιπτώσεις που θα είχε μια μείωση στο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου στην ελληνική οικονομία. Εκτιμούν, λοιπόν, ότι μια μείωση 10% στο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου θα είχε θεαματική θετική επίδραση στην οικονομία, προσθέτοντας σχεδόν 1 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ και 21.500 νέες θέσεις εργασίας.
      Πώς όμως φτάνει το ηλεκτρικό ρεύμα από την παραγωγή στην κατανάλωση; Στο πρώτο στάδιο στην Ελλάδα υπάρχει ένα κεντρικό Εθνικό Διασυνδεδεμένο Σύστημα (ΕΔΣ) με 12 χιλιάδες χιλιόμετρα καλώδια και 356 υποσταθμούς, το οποίο διαχειρίζεται η ανώνυμη εταιρεία ΑΔΜΗΕ και το οποίο συνδέεται με το αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Σύστημα (μέσω Ιταλίας, Αλβανίας, Βουλγαρίας, Βόρειας Μακεδονίας και Τουρκίας). Υπάρχουν επίσης και 29 αυτόνομα δίκτυα στα μη-διασυνδεδεμένα νησιά (όπου, όπως είπαμε, κυρίως παράγεται ενέργεια με καύση μαζούτ και ντίζελ, και πλέον και από ΑΠΕ). Αξίζει να αναφέρουμε, εξάλλου, πως παρόλο που η παραγωγή ενέργειας στα νησιά αυτά έχει πολύ υψηλότερο κόστος, οι πολίτες εκεί πληρώνουν τα ίδια για ηλεκτρικό ρεύμα με τους υπόλοιπους Έλληνες. Η διαφορά καλύπτεται από τις χρεώσεις για "ΥΚΩ" στους λογαριασμούς όλων των νοικοκυριών της χώρας. Αυτό προγραμματίζεται να αλλάξει, βεβαίως, με την ολοκλήρωση της διασύνδεσης των νησιών με το ΕΔΣ τα επόμενα χρόνια.
      Από εκεί και πέρα, από τους υποσταθμούς του ΑΔΜΗΕ το ηλεκτρικό ρεύμα φτάνει στα σπίτια με ένα δίκτυο διανομής που έχει καλώδια μήκους 240 χιλιάδων χιλιομέτρων και εξυπηρετεί 7,6 εκατομμύρια πελάτες. Αυτό το δίκτυο το διαχειρίζεται ένας άλλος οργανισμός, ο Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας, γνωστός ως ΔΕΔΔΗΕ. Μία από τις σημαντικότερες προτεραιότητες για τα επόμενα χρόνια είναι η μετατροπή αυτού του δικτύου σε "έξυπνο δίκτυο" με 13 συγκεκριμένα έργα ψηφιοποίησης και αναβάθμισης των υποδομών, όπως η αντικατάσταση όλων των παλαιών μετρητών με ηλεκτρονικούς, "έξυπνους" μετρητές.
      Αυτές οι δομές και όλα αυτά τα αρκτικόλεξα δεν υπήρχαν πριν από δεκαπέντε χρόνια. Ο ΑΔΜΗΕ ιδρύθηκε το 2011, ο ΔΕΔΔΗΕ το 2012. Αν και δεν έχει γίνει ευρέως αντιληπτό από την κοινωνία, ολόκληρη η δομή και η λειτουργία του δικτύου ηλεκτροδότησης της χώρας έχει αλλάξει ριζικά στη χώρα μας μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Πριν από μόλις λίγα χρόνια η ΔΕΗ είχε το απόλυτο μονοπώλιο στην παραγωγή, μεταφορά, διανομή και προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα. Αυτό έχει αλλάξει. Βεβαίως, η ΔΕΗ ακόμα ελέγχει περίπου το 50% της συνολικής παραγωγής και το 67,7% της προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά το σύστημα μεταφοράς και τα δίκτυα διανομής πλέον έχουν διαχωριστεί ιδιοκτησιακά, και δεκάδες ιδιωτικές εταιρείες ανταγωνίζονται πλέον στην παραγωγή και την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας.
      Μια άλλη εξαιρετικά σημαντική αλλαγή είναι το ότι τους τελευταίους μήνες -και πολύ καθυστερημένα-, η Ελλάδα άρχισε να εφαρμόζει το υπόδειγμα στόχος (target-model), ενώ εντάχθηκε και στις ενιαίες αγορές των ευρωπαϊκών δικτύων που ρυθμίζουν τις τιμές συντονισμένα από τον Δεκέμβριο του 2020, μέσω της διασύνδεσης με την Ιταλία. Αυτή είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη. Το άνοιγμα αυτών των νέων αγορών, που θα ρυθμίζουν καλύτερα τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος σε πραγματικό χρόνο ανάλογα με τις συνθήκες, την προσφορά και τη ζήτηση έγινε πολύ καθυστερημένα, αλλά είναι ένα απαραίτητο βήμα για τη διασύνδεση της απομονωμένης ελληνικής αγοράς με τα ευρωπαϊκά δίκτυα.
      3. Τα ορυκτά καύσιμα
      Στην Ελλάδα χρησιμοποιούμε προϊόντα πετρελαίου κυρίως για θέρμανση και για κίνηση οχημάτων. Περίπου η μισή τελική κατανάλωση ενέργειας προέρχεται από τα προϊόντα πετρελαίου (53%). Είναι ένα υψηλό ποσοστό -το 5ο υψηλότερο στην ΕΕ- αλλά στο παρελθόν ήταν ακόμα μεγαλύτερο: δέκα χρόνια πριν ήταν στο 63%. 
      Είναι αξιοσημείωτο το ότι τα ελληνικά νοικοκυριά δαπανούν περισσότερα χρήματα για καύσιμα κίνησης (το 4,4% των δαπανών του μέσου νοικοκυριού) από ότι για ηλεκτρικό ρεύμα (3,1%) -κάτι το οποίο πιθανότατα σχετίζεται και με το ότι έχουμε την 3η ακριβότερη αμόλυβδη βενζίνη στην ΕΕ.
      Όπως αναφέραμε, ο πολύ σημαντικός ρόλος των ορυκτών καυσίμων στην ελληνική οικονομία αποτυπώνεται και από το μέγεθος των εξαγωγών προϊόντων πετρελαίου (το 28% των εξαγωγών της χώρας - από 7% το 2000). Αυτός ο τομέας, όμως, θα αντιμετωπίσει μεγάλες προκλήσεις στο μέλλον, καθώς η χώρα τις επόμενες δεκαετίες θα κληθεί -όπως όλες οι χώρες του κόσμου- να μειώσει ραγδαία τις εκπομπές διοξειδίου το άνθρακα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, αν όντως ληφθούν σοβαρά μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης διεθνώς, η ζήτηση για πετρέλαιο θα κορυφωθεί μέσα στη δεκαετία του 2020 και στη συνέχεια θα αρχίσει να υποχωρεί κατά περισσότερο από 50% μέχρι το 2040 στις ανεπτυγμένες οικονομίες (και κατά 10% στις αναπτυσσόμενες).
      Η χώρα μας εισάγει σχεδόν όλο το πετρέλαιο που χρησιμοποιεί, καθότι τα κοιτάσματα στην επικράτειά της παράγουν ελάχιστες ποσότητες (το κεφάλαιο 4 αναφέρει αναλυτικά την ιστορία αναζήτησης κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στη χώρα μας). Βεβαίως, το θέμα της εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων που μπορεί να υπάρχουν στο Αιγαίο επανέρχεται πολύ συχνά στον δημόσιο διάλογο. Η έρευνα υποστηρίζει ότι υπό προϋποθέσεις η εκμετάλλευση υδρογονανθράκων "δεν αντιτίθεται μεσοπρόθεσμα στη διακηρυγμένη πολιτική απο-ανθρακοποίησης" και ότι "δύναται να αποτελέσει μια δραστηριότητα που θα συμβάλει στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας". Τονίζει, δε, και τη γεωπολιτική σημασία μιας αναβάθμισης του γεωπολιτικού ρόλου της χώρας στην περιοχή. Ωστόσο, υπογραμμίζει και τις προοπτικές που διαμορφώνονται από την πολιτική αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, οι οποίες εξασφαλίζουν ότι η ζήτηση για ορυκτά καύσιμα στο μέλλον θα είναι, όπως είπαμε, αναπόφευκτα μικρότερη. Κάτι που ασφαλώς θα επηρεάσει πιθανές μελλοντικές επενδύσεις που θα έχουν ορίζοντα δεκαετιών.
      Εκτός από το πετρέλαιο, όμως, υπάρχει και το φυσικό αέριο.
      Το φυσικό αέριο εκλύει λιγότερο CO2 και προσφέρεται για μια γρήγορη μείωση των εκπομπών, όταν αντικαθιστά τη χρήση άλλων ορυκτών καυσίμων. Στη χώρα μας μπήκε σχετικά πρόσφατα στο ενεργειακό μείγμα (μόλις το 1996) και πλέον καλύπτει περίπου το 17,3% της ακαθάριστης εγχώριας κατανάλωσης, ένα ποσοστό που αναμένεται να μείνει σταθερό μέχρι το 2030. Σημαντικά έργα υποδομής (αγωγοί, υπόγεια αποθήκη Καβάλας, ΑΣΦΑ Αλεξανδρούπολης) είναι επίσης υπό κατασκευή. Στη συνέχεια και η κατανάλωση αυτή θα πρέπει να μειωθεί, βεβαίως -το φυσικό αέριο θεωρείται μόνο μεταβατικό καύσιμο. Μολονότι όντως συνεισφέρει λιγότερο στο φαινόμενο του θερμοκηπίου από την καύση προϊόντων πετρελαίου, η διαφορά δεν είναι τόσο μεγάλη όσο νομίζουν πολλοί. Η τιμή αναφοράς του συντελεστή εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για το φυσικό αέριο είναι 44,6% μικρότερη από το λιγνίτη, 27,5% λιγότερη από το μαζούτ και 24,3% λιγότερη από το ντίζελ. Προς το παρόν η κατανάλωσή του παγκοσμίως αυξάνεται -με την εξαίρεση του 2020, λόγω πανδημίας-, αλλά σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις αναμένεται να κορυφωθεί μέχρι το 2040 (ή ακόμα και μέχρι το 2030, αν ληφθούν πιο ριζοσπαστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης από όσα είναι ήδη προγραμματισμένα) και στη συνέχεια θα αρχίσει να μειώνεται ραγδαία. Στην Ευρώπη αυτή η υποχώρηση αναμένεται να αρχίσει νωρίτερα, από την τρέχουσα δεκαετία.
      4. Η ενεργειακή αποδοτικότητα
      Ένα από τα σημαντικότερα θέματα που αφορούν τόσο τον ενεργειακό τομέα εν γένει όσο και τις πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης είναι το θέμα της ενεργειακής αποδοτικότητας. Είναι ένα κρίσιμο, σοβαρό πρόβλημα το οποίο συχνά περνά απαρατήρητο από τον δημόσιο διάλογο, στο οποίο όμως υπάρχουν πολύ μεγάλα περιθώρια για παρεμβάσεις και επενδύσεις, που όχι μόνο θα βελτίωναν τις προοπτικές επίτευξης των στόχων για το 2030 και το 2050, αλλά θα προσέφεραν και μια γερή τόνωση στην ελληνική οικονομία.
      "Η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας", γράφουν οι ερευνητές, "η οποία υποστηρίζεται και προωθείται από την ενεργειακή πολιτική, απαιτεί σημαντικές επενδύσεις, οι οποίες δημιουργούν θέσεις εργασίας και προστιθέμενη αξία στην οικονομία. Παράλληλα, οδηγεί σε περιορισμό των δαπανών των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών για ενέργεια, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα και το διαθέσιμο εισόδημά τους, αντίστοιχα. Τα οφέλη είναι σημαντικά και για την ενεργειακή ασφάλεια των δικτύων, τα οποία θα είναι σε θέση να εξυπηρετούν τη ζήτηση πιο εύκολα. Επιπλέον, η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας είναι σημαντικό εργαλείο για τον περιορισμό της ενεργειακής φτώχειας".
      Αξίζει να θυμόμαστε ότι τα σπίτια στην Ελλάδα δαπανούν ενέργεια κυρίως για τη θέρμανση (60%) και για τη χρήση οικιακών συσκευών (20%). Το 55% των περίπου 6,4 εκατ. κατοικιών στην Ελλάδα (το 4,1 εκατ. από αυτές κατοικούνται) χτίστηκαν πριν από το 1981, οπότε έχουν χαμηλά επίπεδα θερμικής μόνωσης -ή και καθόλου. Μόλις το 6,4% των κατοικιών στην Ελλάδα ανήκουν στις ανώτερες ενεργειακές κλάσεις "Α" και "Β". Χρειάζονται, λοιπόν, μεγάλης έκτασης επεμβάσεις για την αναβάθμιση αυτού του κτηριακού αποθέματος (θερμομόνωση, αναβάθμιση συστημάτων θέρμανσης/ψύξης, αντικατάσταση κουφωμάτων κλπ.). Σύμφωνα με εκτιμήσεις, αν τα κτήρια κάθε είδους στην Ελλάδα πληρούσαν τις προδιαγραφές του νέου, εναρμονισμένου με τα ευρωπαϊκά πρότυπα Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτηρίων, τότε θα κατανάλωναν από 43% μέχρι 71% λιγότερη ενέργεια.

      Κι αυτό δεν έχει μόνο αντίκτυπο στην κατανάλωση ενέργειας και τις εκλύσεις που αυτή συνεπάγεται, αλλά και στα οικονομικά κάθε νοικοκυριού. Μια μείωση της κατανάλωσης ενέργειας κατά 40% σημαίνει μείωση δαπάνης σχεδόν 500 ευρώ για ένα νοικοκυριό που πληρώνει 1.200-1.300 ευρώ ετησίως για ενέργεια.
      Το πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι τέτοιες παρεμβάσεις κοστίζουν πολύ.
      Τα τελευταία δέκα χρόνια τα προγράμματα "Εξοικονόμηση Κατ’ Οίκον" που χρηματοδοτούν την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών στη Ελλάδα (κουφώματα, θερμομόνωση και άλλες τέτοιες παρεμβάσεις) οδήγησαν στην ανακαίνιση σχεδόν 100.000 κατοικιών. Το νέο πρόγραμμα "Εξοικονομώ-Αυτονομώ" (που έχει ήδη ενταχθεί στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας) πρόκειται να χρηματοδοτήσει την ενεργειακή αναβάθμιση πάνω από 180.000 κατοικιών. Για να φτάσουμε στο 2050 και τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας, ωστόσο, θα χρειαστούν πολύ περισσότερα. Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), για το οποίο θα μιλήσουμε και παρακάτω, προβλέπει την ανακαίνιση ή αντικατάσταση του 12%-15% του συνόλου των κατοικιών της χώρας ώστε να μετατραπούν σε κατοικίες σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης μέχρι το 2030.
      5. Οι ενεργειακές πολιτικές που υπάρχουν
      ΗΕυρωπαϊκή Ένωση πρωταγωνιστεί στις παγκόσμιες προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Από την προηγούμενη δεκαετία κιόλας έχει θέσει για λογαριασμό των κρατών-μελών συγκεκριμένους στόχους μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, ώστε η ευρωπαϊκή οικονομία να καταστεί κλιματικά ουδέτερη μέχρι το 2050, συνεισφέροντας στον περιορισμό της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας στον πλανήτη όχι περισσότερο από 2οC μέχρι το τέλος του αιώνα, σε σύγκριση με τη μέση θερμοκρασία στην προ-βιομηχανική εποχή. Ως εκ τούτου, η ΕΕ έχει αναπτύξει μια εξαιρετικά πλούσια δραστηριότητα ως προς την παραγωγή στρατηγικών, κειμένων πολιτικής, οδηγιών και κανονισμών που ισχύουν για όλα τα κράτη-μέλη. Και αυτά τα κείμενα περιέχουν και πολλούς ρυθμιστικούς κανόνες που αφορούν στην ενέργεια.
      Οι αρχικοί ποσοτικοί στόχοι πολιτικής της ΕΕ για την Ενέργεια και το Κλίμα (γνωστοί και ως στόχοι "20-20-20"), οι οποίοι νομοθετήθηκαν το 2009, είχαν χρονικό ορίζοντα μέχρι το 2020 και περιελάμβαναν:
      τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2020 κατά τουλάχιστον 20% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990, την αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ μέχρι το 2020 τουλάχιστον στο 20% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας και τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας μέχρι το 2020 κατά τουλάχιστον 20%. Η ΕΕ συνολικά τα πήγε καλά ως προς αυτούς τους στόχους. Το ίδιο και η δική μας χώρα. Στο διάστημα που μεσολάβησε όπως είδαμε και παραπάνω έγινε μεγάλη πρόοδος στην ένταξη των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της Ελλάδας. Μεγάλο ρόλο στην επίτευξη των στόχων, ωστόσο, έπαιξε και το ότι στη δεκαετία που μεσολάβησε η χώρα υπέστη μια γιγάντια οικονομική κρίση, με μια συνακόλουθη συρρίκνωση της οικονομικής της δραστηριότητας.

      Πλέον η φαρέτρα των ρυθμιστικών κανόνων της ΕΕ έχει οδηγήσει στη δημιουργία μιας πληθώρας στρατηγικών σχεδίων και στη χώρα μας, από το "ΕΣΔΕΑ" για την ενεργειακή απόδοση και το "ΕΣΕΚ" που αναφέρθηκε και παραπάνω, μέχρι το "ΣΔΑΜ" για τις λιγνιτικές περιοχές.
      Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το οποίο δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2019, ενσωματώνει τις βασικές κατευθύνσεις της πολιτικής της ΕΕ και αποτελεί το βασικό εργαλείο ενεργειακής πολιτικής της χώρας για την επίτευξη ποιοτικών και ποσοτικών στόχων την περίοδο 2021-2030. Το ΕΣΕΚ περιλαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής, τα οποία λαμβάνουν υπόψη το δυναμικό, τις τεχνικές ιδιαιτερότητες και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ελληνικού ενεργειακού συστήματος στους τομείς της παραγωγής, διάθεσης και κατανάλωσης ενέργειας. Οι στόχοι που προβλέπει περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:
      Μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου μέχρι το 2030 κατά τουλάχιστον 42% σε σύγκριση με το επίπεδο των εκπομπών το 1990 (και 56% έναντι του 2005). Αυτός ο στόχος, σύμφωνα με πρόσφατες ανακοινώσεις αναμένεται να αναθεωρηθεί, βεβαίως, από 42% σε τουλάχιστον 55%. Πράγμα που σημαίνει ότι μέχρι το 2030 η χώρα μας θα πρέπει να εκλύει περίπου 50 μεγατόνους ισοδύναμου CO2 Αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ τουλάχιστον σε 35% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας μέχρι το 2030 και μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή 61%-64% έως το 2030. Βελτίωση της Ενεργειακής Αποδοτικότητας (ΕΑ) κατά τουλάχιστον 38% μέχρι το 2030 σε σύγκριση με προβλέψεις που έγιναν το 2007. Μηδενικό μερίδιο του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή έως το 2028.
      Αλλά και αυτοί οι φιλόδοξοι στόχοι αργά ή γρήγορα θα επανεκτιμηθούν προς το ακόμα πιο φιλόδοξο.
      Το ΕΣΕΚ περιλαμβάνει μια σειρά από πολιτικές για την αγορά ενέργειας, τις ΑΠΕ, την ενεργειακή ασφάλεια, τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης αλλά και για την ενεργειακή μετάβαση σε διάφορους τομείς της ελληνικής οικονομίας (στο κεφάλαιο 10.4 της μελέτης μπορείτε να βρείτε μια αναλυτική παρουσίαση των πολιτικών). Μέρος των προτάσεων αυτών, δε, είναι επενδύσεις ύψους 43,8 δισ. ευρώ μέσα στην τρέχουσα δεκαετία οι οποίες, αν υλοποιηθούν, δεν θα βοηθήσουν μόνο στην επίτευξη των φιλόδοξων στόχων για τις εκλύσεις CO2, αλλά θα κινητοποιήσουν και την ελληνική οικονομία, καλύπτοντας μεγάλο μέρος του επενδυτικού κενού της προηγούμενης δεκαετίας. Αξίζει να αναφερθεί ότι πολλές από αυτές τις επενδύσεις έχουν ήδη ενταχθεί στην πρόταση της χώρας για την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ (προγράμματα και δράσεις για τις ανακαινίσεις κτηρίων, έργα ηλεκτρικών διασυνδέσεων και ΑΠΕ, έργα για την επέκταση της ηλεκτροκίνησης, απολιγνιτοποίηση και δίκαιη μετάβαση κ.ά.). To 37% των πόρων αυτών, που για την Ελλάδα θα ανέρχονται συνολικά σε περίπου 32,1 δισ. ευρώ (σε δάνεια και επιχορηγήσεις) προορίζονται αποκλειστικά για δράσεις 'πράσινης" ανάπτυξης.
      Στο κεφάλαιο 10.7 οι ερευνητές υπολογίζουν τη μακροοικονομική επίπτωση μιας τέτοιας επενδυτικής καταιγίδας σε υποδομές και μέτρα για την "πράσινη" ενέργεια όπως περιγράφονται. Την εκτιμούν σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,6 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας, 1,2 δισ. ευρώ επιπλέον δημόσια έσοδα, και 35.000 νέες θέσεις απασχόλησης στο ίδιο διάστημα. 
      Αλλά, βεβαίως, η προσπάθεια δεν τελειώνει στο 2030. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ είναι υποχρεωμένα να προετοιμάσουν και πιο μακροπρόθεσμα σχέδια για το 2050 και τον στόχο της ενεργειακής ουδετερότητας -δηλαδή για την περίπτωση της Ελλάδας το "96,1 μεγατόνοι" του 2018, που το 2030 πρέπει να έχει πάει στο "50 μεγατόνοι", θα πρέπει μέχρι το 2050 να πάει στο μηδέν. Η Μακροχρόνια Στρατηγική για το 2050 περιλαμβάνει μια σειρά από πολιτικές και στόχους που επεκτείνουν τα μέτρα που προβλέπονται στο ΕΣΕΚ και στην επόμενη εικοσαετία αλλά, καθότι αυτά δεν είναι σε καμία περίπτωση επαρκή για μια τόσο μεγάλης κλίμακας ενεργειακή μετάβαση, πλαισιώνονται και από άλλες, πιο "εξωτικές" πολιτικές που βασίζονται εν μέρει και σε νέες τεχνολογίες οι οποίες ακόμη είναι ανώριμες ή ασύμφορες, όπως η δέσμευση και αποθήκευση εκλυόμενου άνθρακα, μέθοδοι χημικής αποθήκευσης ενέργειας, ή η εκτεταμένη χρήση υδρογόνου σε εφαρμογές στη βιομηχανία, τις μεταφορές και αλλού.
      6. Οι προτάσεις της έρευνας
      Μετά από όλα αυτά, η έρευνα καταλήγει σε μια σειρά από προτάσεις πολιτικής που συμπληρώνουν όσα προβλέπονται από τα προαναφερθέντα σχέδια και θέτουν και μια βασική προτεραιοποίηση για όσα πρέπει να γίνουν. 
      Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι τέσσερις άξονες στους οποίους θα πρέπει να δοθεί έμφαση στο επόμενο διάστημα και μαζί να γίνουν και σημαντικές επενδύσεις είναι:
      Βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Ανάπτυξη της παραγωγής ενέργειας με ΑΠΕ. Αναβάθμιση και ενίσχυση υποδομών στα δίκτυα ενέργειας για διευκόλυνση των ΑΠΕ και σταδιακή σύζευξη τομέων τελικής κατανάλωσης ενέργειας. Δίκαιη μετάβαση των περιοχών που εξαρτώνται από το λιγνίτη.  Εδώ θα αναφέρουμε επιγραμματικά μερικές από τις προτάσεις πολιτικής ανά τομέα:
       Για την εξοικονόμηση ενέργειας:
      Παροχή αποτελεσματικών κινήτρων (εκπτώσεις φόρων, επιδοτήσεις κλπ.), ώστε να αντιμετωπιστούν τα εμπόδια για επενδύσεις σε ενεργειακή αναβάθμιση κτηρίων (διάρθρωση κτηριακού αποθέματος, ελλιπής πληροφόρηση, αποτυχίες της αγοράς, έλλειψη τεχνικής εμπειρίας, ρυθμιστικά εμπόδια κ.ά.), Βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των δημοσίων κτηρίων. Προώθηση της χρήσης συστημάτων ΑΠΕ για κάλυψη θερμικών και ψυκτικών αναγκών. Προώθηση συμβάσεων ενεργειακής απόδοσης από εταιρείες ενεργειακών υπηρεσιών. Βελτιώσεις στον Κανονισμό Ενεργειακής Απόδοσης Κτηρίων (ΚΕΝΑΚ, κτήρια σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης ενέργειας) με καθορισμό σύγχρονων προδιαγραφών και αποτελεσματικό έλεγχο συμμόρφωσης. Για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας:
      Εξασφάλιση ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρισμού με επαρκή ρευστότητα, αποτελεσματική εποπτεία και χρηματοοικονομική ακεραιότητα και αξιοπιστία, που θα συμβάλει στη μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας. Διατήρηση υφιστάμενων και εφαρμογή νέων μέτρων μείωσης του ενεργειακού κόστους βιομηχανικών επιχειρήσεων. Διασφάλιση βιωσιμότητας και ρευστότητας του μηχανισμού χορήγησης λειτουργικής ενίσχυσης στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ. Σχεδιασμός του συστήματος στήριξης των ΑΠΕ μετά τη μετάβαση στο target-model. Προστασία των καταναλωτών και αντιμετώπιση της ενεργειακής ένδειας. Διασφάλιση ικανοποιητικού ρυθμού είσπραξης των λογαριασμών ηλεκτρισμού. Λειτουργία αγοράς ή μηχανισμού αποζημίωσης διαθεσιμότητας ισχύος, με συμμετοχή και της ζήτησης. Σαφές κανονιστικό πλαίσιο για την αντικατάσταση παλαιωμένου εξοπλισμού μονάδων ΑΠΕ (repowering). Ανάπτυξη θεσμικού πλαισίου για θαλάσσια αιολικά πάρκα. Για το δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας:
      Ψηφιοποίηση και αναβάθμιση. Οριστικοποίηση μοντέλου διενέργειας επένδυσης σε "έξυπνους" μετρητές και "ευφυή" δίκτυα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και πηγών χρηματοδότησης. Εισαγωγή μηχανισμών οικονομικών κινήτρων στις ρυθμιζόμενες χρεώσεις των δικτύων. Στενή συνεργασία μεταξύ των διαχειριστών των δικτύων μεταφοράς και διανομής και διαλειτουργικότητα μεταξύ των συστημάτων. Καθορισμός ενιαίου πλαισίου ασφάλειας του κυβερνοχώρου στην ΕΕ συμπεριλαμβανομένων προληπτικών, διορθωτικών και αμυντικών σχεδίων για το ενεργειακό σύστημα. Για τις ενεργειακές υποδομές:
      Αναβάθμιση και ενίσχυση συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και διασυνδέσεων δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου με γειτονικές χώρες. Υποστήριξη των ΑΠΕ που σχετίζονται με τις νέες τεχνολογίες (π.χ. υδρογόνο, βιοοικονομία κ.λπ.) και των "πράσινων" μεταφορών. Ανάπτυξη εθνικού σχεδίου για σταθμούς φόρτισης δημόσιας χρήσης με δεσμεύσεις σχετικά με την ταχύτητα αύξησης φορτίου και την επενδυτική προσέγγιση. Προετοιμασία του δικτύου και άλλων εγκαταστάσεων για λύσεις γρήγορης φόρτισης. Ανάπτυξη σταθμών γρήγορης φόρτισης σε αυτοκινητόδρομους. Κανονισμούς για την κατασκευή σταθμών φόρτισης σε κατοικίες και εμπορικά κτήρια. Διευκόλυνση της δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης στην ανάπτυξη δικτύου σταθμών φόρτισης με σταθερό και ελκυστικό για επενδύσεις επιχειρηματικό πλαίσιο για τη λειτουργία σε περιοχές με διαφορετικά χαρακτηριστικά, όπως αστικές και αγροτικές περιοχές. Και ακόμα:
      Αναπτυξιακός σχεδιασμός με στρατηγικές δράσεις και χρηματοδοτικά προγράμματα για τη δίκαιη μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών. Διαμόρφωση στρατηγικού μακροπρόθεσμου πλαισίου για την Έρευνα και Ανάπτυξη στον τομέα Ενέργειας με εστίαση: α) στο επιχειρηματικό και αναπτυξιακό δυναμικό της έρευνας στον ενεργειακό τομέα και β) σε συνεργασίες πανεπιστημίων, επιχειρήσεων και κράτους στον τομέα της καινοτομίας. Ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών εξοικονόμησης ενέργειας, έξυπνων δικτύων, τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας κ.ά. Ενεργή συμμετοχή των κεντρικών και τοπικών αρχών της χώρας για τη διευκόλυνση των σχεδιαζόμενων ή σε εξέλιξη έργων (διασύνδεση νησιών, ενίσχυση του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, επενδύσεις σε ΑΠΕ κ.ά.).
    13. Αρθρογραφία

      Engineer

      Ελλάδα υστερεί σε όλους τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς δείκτες αποκέντρωσης. Γι’ αυτό τον λόγο, το αίτημα της "αποκέντρωσης", δηλαδή της μεγαλύτερης ανεξαρτησίας των δήμων και της απεξάρτησής τους από τον προϋπολογισμό του κεντρικού κράτους είναι διαρκές εδώ και δεκαετίες. Θα μπορούσε λοιπόν η απόδοση του ΕΝΦΙΑ, ή ενός μέρους του, στους δήμους να είναι η λύση σε αυτό το σημαντικό πρόβλημα; Θα μπορούσε να δώσει στους δήμους τον χώρο που χρειάζονται για να "αναπνεύσουν";
      Η ιδέα της ύπαρξης ενός φόρου ο οποίος επιβάλλεται στην ακίνητη περιουσία και ενισχύει τις τοπικές κοινωνίες δεν είναι καινούργια, ούτε στην Ευρώπη αλλά ούτε και στην Ελλάδα. Μάλιστα, από το 1993 το Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ) πιστώνεται στους δήμους μέσω των λογαριασμών ηλεκτροδότησης. Όμως μια πιθανή αντικατάσταση του μικρότερου ΤΑΠ από ένα μέρος του ΕΝΦΙΑ θα συνιστούσε μια αλλαγή κλίμακας, μια σημαντική μεταρρύθμιση. Πώς θα μπορούσε να γίνει μια τέτοια μεταρρύθμιση ώστε, με ρεαλιστικό τρόπο, να αξιοποιηθούν τα οφέλη και να μετριαστούν οι πιθανές ανισορροπίες;
      Η έρευνα: Η Φορολογία Των Ακινήτων Ως Πηγή χρηματοδότησης Των ΟΤΑ
      Η διαΝΕΟσις ανάθεσε στον καθηγητή Δημόσιας Οικονομικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Νίκο Τάτσο μια μελέτη για τα ακριβή χαρακτηριστικά μιας τέτοιας μεταρρύθμισης. Η έρευνα που προέκυψε χαρτογραφεί λεπτομερώς τόσο τις επιλογές και τους πόρους των δήμων σήμερα, όσο και την ακριβή λειτουργία των φόρων στην ακίνητη περιουσία και, πιο αναλυτικά, του γνωστού ΕΝΦΙΑ, που πληρώνουν οι έλληνες φορολογούμενοι από το 2013. 
      Μετά από σημαντική ανάλυση των παραμέτρων, η έρευνα καταλήγει και σε μια συγκεκριμένη πρόταση οκτώ σημείων, η οποία δίνει τις κατευθύνσεις για μια τέτοια μεταρρύθμιση, ώστε αυτή να δίνει μεγαλύτερη ανεξαρτησία στους δήμους, αλλά να μην επιβαρύνει περαιτέρω, ούτε την κεντρική κυβέρνηση, ούτε τους δήμους, αλλά ούτε και τους φορολογούμενους. 
      1. Οι Δήμοι
      Υπάρχουν πολλές παραλλαγές και μεγάλη ποικιλία στα μοντέλα οικονομικής ενίσχυσης της τοπικής αυτοδιοίκησης και των δήμων παγκοσμίως. Άλλωστε, στις χώρες του ΟΟΣΑ υπάρχουν 132.555 δήμοι, ενώ αντίστοιχα στις 28 (προ Brexit) χώρες της Ε.Ε. υπάρχουν 87.091 δήμοι. Μόνο στην Ελλάδα οι δήμοι σήμερα είναι 3321. Ωστόσο, από κάθε σκοπιά, είναι κοινός τόπος ότι όσο περισσότερο αποκεντρωμένο είναι ένα κράτος και όσο μεγαλύτερη ανεξαρτησία διαθέτουν οι δήμοι του, τόσο μεγαλύτερα είναι τα οφέλη που απολαμβάνει.
      Γιατί χρειαζόμαστε την αποκέντρωση; Η διεθνής βιβλιογραφία διαθετει αρκετές πειστικές απαντήσεις στην παραπάνω ερώτηση: Τα δημόσια αγαθά και οι υπηρεσίες που παράγονται σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών, ειδικά σε χωρες που αυτές οι ανάγκες διαφέρουν σημαντικά από περιοχή σε περιοχή. 
      Επιπλέον, η αυτονομία και η αποκέντρωση της τοπικής αυτοδιοίκησης ευνοεί την καινοτομία και τον πειραματισμό, καθώς υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία να δοκιμαστούν και να αξιολογηθούν νέες ιδέες και πρακτικές σε τοπικό επίπεδο και, εφόσον διαπιστωθεί η αποτελεσματικότητά τους, να βρουν ευρύτερη εφαρμογή. 
      Επίσης, έχουν παρατηρηθεί οφέλη που έχουν σχέση με τον περιορισμό της γραφειοκρατίας και την αύξηση της παραγωγικότητας στον δημόσιο τομέα. Φυσικά, δεν υπάρχουν μόνο πλεονεκτήματα, αλλά και κάποια μειονεκτήματα στο αποκεντρωμένο σύστημα διοίκησης. Σύμφωνα με τη μελέτη της διαΝΕΟσις, "έχουν επισημανθεί κίνδυνοι ή προβλήματα στη λειτουργία του αναφορικά με τη διαφθορά, τον κοινωνικό κατακερματισμό, τη μακροοικονομική αστάθεια, τα χαμηλότερα επίπεδα ανάπτυξης, κ.ά." Ωστόσο, τα οφέλη παραμένουν τόσο σημαντικά που είναι αδύνατο κάποιος να τα αγνοήσει. 
      Η Ελλάδα υστερεί κατά πολύ στους δείκτες αποκέντρωσης, τους οποίους δημοσιεύει συχνά ο ΟΟΣΑ. Η τοπική αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα είναι από τις λιγότερο αυτόνομες μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ. Όπως φαίνεται στον Πίνακα 2 της μελέτης, ο οποίος παρατίθεται παρακάτω, από τη σκοπιά των δαπανών η Δανία βρίσκεται στο καλύτερο σημείο (63,55%), ενώ από τη σκοπιά των εσόδων είναι η Σουηδία (34,21%). Και στις δυο περιπτώσεις, η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των χωρών που περιλαμβάνονται στον Πίνακα. 

      Πώς χρηματοδοτούνται οι δήμοι στην Ελλάδα;
      Επομένως, προτού αναφερθεί κάποιος σε εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης για τους δήμους στην Ελλάδα, ανάμεσά τους και η εκχώρηση του ΕΝΦΙΑ ή μέρους του, είναι σκόπιμο να παρατηρήσει τον τρόπο με τον οποίο χρηματοδοτούνται σήμερα. Χρηματοδοτούνται από μια σειρά πηγών, που μπορεί να είναι τακτικές ή έκτακτες. Στις τακτικές συμπεριλαμβάνονται οι θεσμοθετημένοι πόροι, τα εισοδήματα από κινητή και ακίνητη περιουσία, τα ανταποδοτικά τέλη και δικαιώματα, τα έσοδα από άλλα τέλη, φόροι και εισφορές καθώς και άλλα έσοδα. Στα έκτακτα έσοδα κατατάσσονται τα δάνεια, οι δωρεές, τα κληροδοτήματα και οι κληρονομίες, η εκμετάλλευση περιουσιακών στοιχείων, οι επιχορηγήσεις για κάλυψη δαπανών και επενδύσεις, τα πρόστιμα, καθώς και άλλες πηγές. 
      Στο Γράφημα 3 και στον Πίνακα 5 της μελέτης μπορείτε να βρείτε αναλυτικά σε τι ποσοστό επί του συνόλου αντιστοιχεί η καθεμία από τις παραπάνω πηγές για τους δήμους στην Ελλάδα. Παρατηρώντας τα στοιχεία, φαίνεται ότι περίπου το 40% των εσόδων των δήμων προέρχεται από κρατικές επιχορηγήσεις για τη χρηματοδότηση των απαραίτητων λειτουργικών δαπανών. Παρότι σε όλες τις χώρες του κόσμου το κεντρικό κράτος επιχορηγεί την τοπική αυτοδιοίκηση, με μια ματιά στους αριθμούς γίνεται έτσι σαφές ότι οι δήμοι στην Ελλάδα είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένοι οικονομικά από το κεντρικό κράτος. Με αυτόν τον τρόπο φαίνεται ακριβώς η ανάγκη να αποκτήσουν πιο μεγάλη ανεξαρτησία και, επομένως, να συγκλίνουν με την πρακτική άλλων ευρωπαϊκών χωρών. 

      "Ξεφλουδίζοντας" λίγο ακόμη το "κρεμμύδι" των εσόδων των δήμων, τα οποία τους επιτρέπουν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους, βρίσκει κάποιος ότι ο κύριος όγκος των κρατικών επιχορηγήσεων προέρχεται από την κατηγορία του κρατικού προϋπολογισμού που έχει τίτλο "Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι" (ΚΑΠ, βλ. Πίνακα 17). 

      Πώς όμως βρίσκει το κεντρικό κράτος τα απαραίτητα χρήματα για να πληρωθούν οι ΚΑΠ προς τους δήμους; Το μεγαλύτερο μέρος τους προέρχεται από φόρους, που πολύ συχνά απασχολούν τον δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα. Το 40% των ΚΑΠ προέρχεται από τον φόρο εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, το 12% προέρχεται από τον ΦΠΑ και το 11,3% από τον ΕΝΦΙΑ. Τα χρήματα αυτά συγκεντρώνονται από όλους τους υπόχρεους των φόρων αυτών, που ισχύουν σε εθνικό επίπεδο, και έπειτα, με κοινή απόφαση των εκάστοτε υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ) αποδίδονται στους δήμους. Τα κριτήρια κατανομής είναι πολλά και ποικίλα. Ενδεικτικά, έχουν σχέση με το μήκος των δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης στον κάθε δήμο, με το μήκος του οδικού δικτύου, με την ορεινότητα ή νησιωτικότητά τους, με τις δημογραφικές τάσεις, κ.ά.
      2. Φόροι Ακίνητης Περιουσίας
      Πιάνοντας τώρα το θέμα της μελέτης από την άλλη "άκρη" του, δηλαδή από τους φόρους ακίνητης περιουσίας, συνειδητοποιεί κάποιος ότι, ούτε και από αυτή τη σκοπιά, η Ελλάδα μοιάζει με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Όμως, προτού καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα έχει πάλι νόημα μια μικρή εισαγωγή γύρω από τους φόρους ακίνητης περιουσίας, οι οποίοι, όπως όλοι οι φόροι, έχουν κι αυτοί πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.
      Μεταξύ των πλεονεκτημάτων που ξεχωρίζει η διεθνής βιβλιογραφία είναι το ότι κάνουν πιο δικαίο το εκάστοτε φορολογικό σύστημα, αφού αντανακλούν οφέλη πέρα από το εισόδημα που έχουν οι ιδιοκτήτες (π.χ. ασφάλεια) και εστιάζουν κυρίως στις οικονομικά ανώτερες τάξεις, που συχνά έχουν τη μεγαλύτερη ακίνητη περιουσία. Επιπλέον, αποτελούν φόρους που λειτουργούν "ελεγκτικά", συμβάλλοντας στην αύξηση των εσόδων και από άλλους φόρους: για παράδειγμα, μέσω της εξέλιξης της κατοχής ακινήτων από έναν φορολογούμενο οι αρχές μπορούν καλύτερα να εντοπίσουν έσοδα από ακίνητα (αποδόσεις, ενοίκια, κλπ.), αλλά και περιπτώσεις απότομου πλουτισμού. Με αυτόν τον τρόπο οι φόροι ακίνητης περιουσίας αποφέρουν άμεσα, αλλά και έμμεσα έσοδα.
      Ωστόσο, υπάρχουν και μειονεκτήματα, συχνά σημαντικά. Ένα μειονέκτημά των φόρων ακίνητης περιουσίας είναι οι ανισορροπίες που φέρνουν στη φορολόγηση όσων έχουν επενδύσει την περιουσία τους σε ακίνητα έναντι εκείνων που έχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία. Συχνά δε, είναι οι χαμηλότερες εισοδηματικά τάξεις που η περιουσία τους αποτελείται κυρίως από ακίνητα. Τέλος, όπως όλοι σχεδόν οι φόροι, έτσι και οι φόροι ακίνητης περιουσίας δεν είναι δυνατόν να λάβουν υπόψη τις συνολικές συνθήκες διαβίωσης των προσώπων στα οποία επιβάλλονται, ενώ η περιουσία κάποιου σε ακίνητα δεν αντανακλά απαραίτητα το εισόδημά του τη στιγμή που φορολογείται.
      Όμως, παρά τα αξιοσημείωτα μειονεκτήματα, στα οποία η μελέτη αναφέρεται εκτενώς και μπορούν σε κάποιο βαθμό να εξισορροπιστούν από άλλες παρεμβάσεις, τα πλεονεκτήματα των φόρων περιουσίας παραμένουν σημαντικά. Συνεπώς, τέτοιου είδους φόροι έχουν σχεδόν καθολική εφαρμογή στις ανεπτυγμένες χώρες.
      Ωστόσο, δεν φορολογούν όλες οι χώρες τα ακίνητα με τον ίδιο τρόπο. Όπως φαίνεται στους Πίνακες 6 και 7 της μελέτης , οι χώρες της Ευρώπης προωθούν διαφορετικά μείγματα φορολογικής πολιτικής γύρω από τα ακίνητα, επιδιώκοντας ασφαλώς να εκμεταλλευτούν τα οφέλη και να ελαχιστοποιήσουν τις αδυναμίες που παρουσιάζουν τέτοιου είδους φόροι.


      Πώς φτάσαμε στον ΕΝΦΙΑ
      Ηπορεία των φόρων ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα είναι σίγουρα ενδιαφέρουσα και αντανακλά τις διάφορες φάσεις της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Η πρώτη φορά που φορολογήθηκε η περιουσία στην Ελλάδα ήταν το 1923, με τη μορφή έκτακτης εισφοράς, προκειμένου να καλυφθούν οι πληγές της Μικρασιατικής Καταστροφής και της ανταλλαγής πληθυσμών. Έπειτα και για περισσότερο από πενήντα χρόνια, η ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα παρέμενε ανεπηρέαστη από τη φορολογία. Μάλιστα αυτό το γεγονός εντυπωσίασε και ξένους μελετητές όπως ο Τζορτζ Μπρέικ από το Μπέρκλεϊ και ο Ραλφ Τάρβει του LSE, οι οποίοι έκαναν μια γενικότερη μελέτη για τη φορολογία στην Ελλάδα το 1964, που τους ανάθεσε το νεαρό τότε ΚΕΠΕ. 

      Μετά το 1923, η πρώτη φορά που επιβλήθηκε φόρος ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα ήταν το 1975, οπότε επιβλήθηκε ο λεγόμενος Φόρος Κατοχής, ο οποίος όμως δεν έμεινε για πολύ καιρό σε ισχύ. Ακόμη μια αποπειρα επιβολής φόρου περιουσίας έγινε το 1982, όταν η τότε κυβέρνηση επέβαλε τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ), με φορολογικούς συντελεστές που κυμαίνονταν μεταξύ 0,5% και 2%. Ο ΦΑΠ συνοδεύτηκε κι αυτός από πολιτική αναταραχή και αναπροσαρμόστηκε ώστε να περιλαμβάνει όσους είχαν ακίνητη περιουσία πάνω από ένα υψηλό όριο. 
      Ο ΦΑΠ καταργήθηκε εντελώς το 1992, οπότε επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά σε όσους είχαν ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα και, την επόμενη χρονιά, το Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ), ως πόρος της τοπικής αυτοδιοίκησης, το οποίο χρεωνόταν με τον λογαριασμό ηλεκτροδότησης και ισχύει μέχρι σήμερα. Το 1997 σημειώθηκε ακόμη μια απόπειρα φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας με τον Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (ΦΜΑΠ), ο οποίος επιβάρυνε εκείνους η ακίνητη περιουσία των οποίων υπερέβαινε ένα όριο, το οποίο τη χαρακτήριζε ως "μεγάλη". Έντεκα χρόνια αργότερα ο ΦΜΑΠ αντικαταστάθηκε από το Ενιαίο Τέλος Ακινήτων (ΕΤΑΚ), το οποίο βάρυνε όλα τα ακίνητα. Το 2009, επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά στα ακίνητα ενώ το 2010, το ΕΤΑΚ καταργήθηκε και επανήλθε ο ΦΑΠ, ο οποίος είχε αφορολόγητη αξία αρχικά τα 400.000  και έπειτα τα 200.000 ευρώ. 
      Όμως ο χρόνος στον καιρό των μνημονίων έγινε πιο πυκνός. Το 2011 επιβλήθηκε το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (ΕΕΤΗΔΕ), το οποίο επιβάρυνε τις δομημένες επιφάνειες, μέσω του λογαριασμού ηλεκτροδότησης, χωρίς αφορολόγητο όριο. Το 2013, το ΕΕΤΗΔΕ αντικαταστάθηκε από το Έκτακτο Ειδικός Τέλος Ακινήτων (ΕΕΤΑ) το οποίο αντικαταστάθηκε την ίδια χρονιά από τον γνωστό Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), ο οποίος, με τροποποιήσεις, ισχύει μέχρι σήμερα.
      Μπορεί ο ΕΝΦΙΑ να μεταφερθεί στους δήμους;
      Είναι όμως ο ΕΝΦΙΑ ένας "καλός φόρος" για να ενισχύσει την τοπική αυτοδιοίκηση και ειδικότερα τους δήμους; 
      ­
      Η Φορολογία Των Ακινήτων Ως Πηγή χρηματοδότησης Των ΟΤΑ
      Ο ΕΝΦΙΑ επιβάλλεται σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή κάθε είδους νομικές οντότητες, την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους. Είναι ένας φόρος με δυο συνιστώσες: αυτή του κύριου φόρου, ο οποίος αφορά όλα τα ακίνητα και αυτή του συμπληρωματικού φόρου, που αφορά τα ακίνητα με αξία άνω των 250.000 ευρώ. ΕΝΦΙΑ καταβάλλουν περίπου 7,3 εκατομμύρια φυσικά πρόσωπα και 58.000 νομικά πρόσωπα, ενώ τα έσοδα που αποφέρει ο ΕΝΦΙΑ στο ελληνικό κράτος είναι της τάξης των 3 δισ. ευρώ. 
      Η επιβολή του ΕΝΦΙΑ είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί ιδιαίτερα απότομα και κατά πολύ μεγάλο ποσοστό η φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων ως ποσοστό του ΑΕΠ, ώστε από 0,8% (Μ.Ο. Ε.Ε.: 1,2%) το 2008 να φτάσει το 2,8% (Μ.Ο. Ε.Ε.:1,6%) και να γίνει το υψηλότερο, μαζί με εκείνο της Γαλλίας, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίστοιχα, όπως γράφει και η μελέτη, "το 2008 τα έσοδα από τον φόρο ακινήτων αποτελούσαν στην Ελλάδα το 2,6% των συνολικών φορολογικών εσόδων και το 2016 το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 7,1%, με μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 4,1%. Και το αξιοσημείωτο είναι ότι η αύξηση αυτή στη φορολόγηση της ιδιοκτησίας ακινήτων επιτεύχθηκε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα και σε μια εξαιρετικά δυσμενή οικονομική συγκυρία, με συνέπεια ο ΕΝΦΙΑ να είναι για τους φορολογούμενους όχι μόνο δυσβάστακτος αλλά και ιδιαίτερα απεχθής".



      Ένα άλλο πρόβλημα του ΕΝΦΙΑ, σύμφωνα με τη μελέτη της διαΝΕΟσις, είναι ότι υπολογίζεται με βάση τιμές ακινήτων οι οποίες είναι υψηλότερες των πραγματικών (τις λεγόμενες αντικειμενικές αξίες), κάτι που αποθαρρύνει επενδύσεις και προκαλεί κάποιες στρεβλώσεις στην αγορά των ακινήτων. Ακόμη, ο ΕΝΦΙΑ είναι ένας φόρος, ο οποίος περιέχει αντιφάσεις. Η μελέτη αναφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: 
      "Ενώ για τον υπολογισμό των αντικειμενικών αξιών εφαρμόζεται ‘συντελεστής εμπορικότητας’ των δρόμων στα οποία βρίσκονται τα επαγγελματικά ακίνητα, για τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ δεν χρησιμοποιείται τέτοιος συντελεστής. Αλλά και οι συντελεστές παλαιότητας κτηρίου που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ διαφέρουν από τους συντελεστές παλαιότητας που εφαρμόζονται στη μέθοδο υπολογισμού των αντικειμενικών αξιών όχι μόνο όσον αφορά το ύψος τους, αλλά και ως προς τη φιλοσοφία. Συγκεκριμένα, στον ΕΝΦΙΑ, οι συντελεστές παλαιότητας κυμαίνονται μεταξύ 1 και 1,25, ενώ στην περίπτωση των αντικειμενικών αξιών μεταξύ 0,6 και 1. Οι διαφορές όμως δεν περιορίζονται μόνο σ’ αυτό. Ενώ στον ΕΝΦΙΑ ο συντελεστής παλαιότητας 1 εφαρμόζεται στα κτήρια ηλικίας 26 ετών και άνω και βαίνει αυξανόμενος όσο μειώνεται η ηλικία των κτηρίων, στη μέθοδο των αντικειμενικών αξιών, η οποία χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό άλλων φόρων περιουσίας (φόρος μεταβίβασης ακινήτων, φόρος κληρονομιών, κλπ.) εφαρμόζεται το αντίθετο".
      Οι παραπάνω αντιφάσεις, η συγκυρία στην οποία θεσπίστηκε και επιβλήθηκε ο ΕΝΦΙΑ, αλλά και η πολωμένη πολιτική συζήτηση που προκάλεσε στο πιο δύσκολο σημείο της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, είναι όλοι παράγοντες που καθιστούν τη μεταρρύθμιση του φόρου μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση.
      3. Η Πρόταση της διαΝΕΟσις
      Ωστόσο, ο ΕΝΦΙΑ ενσωματώνει ταυτόχρονα και αρκετά από τα χαρακτηριστικά ενός καλού τοπικού φόρου. Η επιβολή του συνδέεται άμεσα με την περιοχή (δήμο) στην οποία βρίσκεται η φορολογική του βάση (ακίνητο), η οποία δεν μπορεί να αποκρυφτεί -και άρα να υπάρξει φοροδιαφυγή- αλλά ούτε και να μεταφερθεί από τον ένα τόπο στον άλλο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ιδέα της αξιοποίησης εσόδων από φόρους στην ακίνητη περιουσία για την ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα δεν είναι καινούργια.
      Αντίστοιχες προτάσεις έχουν κατατεθεί στον δημόσιο διάλογο ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980), λίγα χρόνια πριν από τη θέσπιση του ΤΑΠ, μετά από πρόταση της Ελληνικής Εταιρείας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (ΕΕΤΑΑ). Όμως και αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πολλοί πολιτικοί υπογράμμισαν την ανάγκη της απεξάρτησης της τοπικής αυτοδιοίκησης από την κεντρική κυβέρνηση μέσω απευθείας εσόδων, ενώ το 2017 μελέτη της ΚΕΔΕ υπογράμμιζε τα οφέλη από μια πιθανή μεταφορά των εσόδων του ΕΝΦΙΑ στους αντίστοιχους δήμους. Το 2018, η τότε αξιωματική αντιπολίτευση και σημερινή κυβέρνηση ενέταξε μια τέτοια μεταφορά πόρων στο προεκλογικό πρόγραμμά της. 
      Είναι σαφές ότι πολλοί βλέπουν σημαντικά οφέλη σε μια τέτοια μεταρρύθμιση. Όμως πόσο εύκολα μπορεί να γίνει μια τέτοια μεταρρύθμιση και, τελικά, να αποφέρει αυτά τα οφέλη;
      Η μελέτη της διαΝΕΟσις χαρτογραφεί τους τρόπους με τους οποίους ο ΕΝΦΙΑ, ο οποίος παρά τις αδυναμίες παραμένει ένας αποδοτικός φόρος, θα μπορούσε να αλλάξει και να συμβάλλει αποφασιστικά στην αποκέντρωση και στην αυτονομία των δήμων, ένα πεδίο στο οποίο, όπως είδαμε, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά. Γι’ αυτό τον λόγο, η μελέτη παραθέτει μια συγκεκριμένη, ολοκληρωμένη πρόταση μεταφοράς των εσόδων από τον ΕΝΦΙΑ στην τοπική αυτοδιοίκηση και, ειδικά, στους δήμους. 
      Ωστόσο, η μελέτη θεωρεί το ενδεχόμενο ο φόρος να μεταφερθεί αυτούσιος στους δήμους, όπως ζητούν πολλοί, μετά από κατάργηση των ΚΑΠ, μια ιδέα όχι ιδιαίτερα ρεαλιστική. Όπως σημειώνει η έρευνα, αν συνέβαινε αυτό θα ήταν πιθανό κάποιοι δήμοι να βρεθούν με πολύ περισσότερα ή πολύ λιγότερα έσοδα στη διάθεσή τους, αφού η φορολογική βάση του ΕΝΦΙΑ δεν κατανέμεται ισομερώς ανα δήμο, ούτε ασφαλώς συμπίπτει με την κατανομή των ΚΑΠ. Με άλλα λόγια, η αξία των ακινήτων σε κάθε δήμο δεν αντανακλά απαραίτητα τις χρηματοδοτικές ανάγκες του ίδιου δήμου. Όπως σημειώνει η μελέτη, "ιδιαίτερα όταν η μεταφορά γίνεται από μια βαθμίδα διοίκησης σε μία άλλη, όπου υπεισέρχονται και άλλοι, πολύ πιο σύνθετοι και σημαντικοί παράγοντες από αυτούς που άπτονται του καθαρά ταμειακού/λογιστικού σκέλους. Κάθε λοιπόν σκέψη για μεταφορά του ΕΝΦΙΑ στην Τοπική Αυτοδιοίκηση βρίσκεται αντιμέτωπη με σημαντικές προκλήσεις". Επομένως, κάθε απόπειρα αυτούσιας μεταφοράς του φόρου στους δήμους θα δημιουργούσε πολύ σημαντικές ανισορροπίες.
      Γι’ αυτό τον λόγο, η μελέτη της διαΝΕΟσις προτείνει μια μεταρρύθμιση του ΕΝΦΙΑ, η οποία, όπως φαίνεται και στο Σχήμα 1, θα έχει τρία σκέλη: α) τη μεταφορά μέρους του κύριου ΕΝΦΙΑ στους δήμους, β) την ισόποση μείωση των ΚΑΠ που λαμβάνουν, αλλά και γ) ταυτόχρονη διατήρηση του υπόλοιπου κύριου ΕΝΦΙΑ, και ολόκληρου του συμπληρωματικού φόρου, στη διάθεση του κεντρικού κράτους. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς, αλλά και οι φορολογούμενοι, πληρώνουν και εισπράττουν το ίδιο ποσό, αλλά αυτά τα χρήματα αξιοποιούνται με πιο αποτελεσματικό τρόπο.

      Τα οκτώ σημεία
      Πιο αναλυτικά, η βασική ιδέα της πρότασης της μελέτης της διαΝΕΟσις, προκειμένου να φανούν τα οφέλη μιας μεταρρύθμισης σε αυτή την κατεύθυνση, μπορεί να αναλυθεί σε οκτώ σημεία: 
      1. Για λόγους που αναλύονται στη μελέτη, σε πρώτο τουλάχιστον στάδιο, ο ΕΝΦΙΑ δεν προτείνεται να εκχωρηθεί αυτούσιος στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Προτείνεται η διάσπαση του κύριου φόρου, αυτού δηλαδή που επιβάλλεται σε όλους τους ιδιοκτήτες ακινήτων, σε δύο όμοιους σε όλα φόρους, εκ των οποίων ο ένας θα εκχωρηθεί στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ταυτόχρονα, όμως γίνεται και ισόποση μείωση των ΚΑΠ, του κύριου δηλαδή μέρους των τακτικών κρατικών επιχορηγήσεων προς τους δήμους. Ο υπόλοιπος κύριος φόρος καθώς και ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ, ο οποίος βαρύνει την ακίνητη περιουσία αξίας πάνω από 250.000 ευρώ, θα παραμένει στο κεντρικό κράτος.
      2.Η μεταφορά τμήματος του ΕΝΦΙΑ στην Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν χρειάζεται άλλες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο του φόρου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτό δεν έχει ανάγκη βελτιώσεων. Όμως, με αυτόν τον τρόπο η μεταφορά μπορεί να γίνει άμεσα, "χωρίς καθυστερήσεις, αλλαγές στην κατανομή των βαρών, πιθανές υπαναχωρήσεις ή ‘προσαρμογές’ στους αρχικούς στόχους, που κατά κανόνα παρατηρούνται όταν γίνονται αλλαγές σε ένα φόρο". Γενικά, δεν φαίνεται σκόπιμο να συνδεθεί χρονικά η μεταφορά του φόρου στην Τοπική Αυτοδιοίκηση με αλλαγές στο θεσμικό του πλαίσιο.
      3.Η μεταφορά μέρους του ΕΝΦΙΑ στους δήμους γίνεται σε αντικατάσταση ισόποσου μέρους των ΚΑΠ, οι οποίες, σε μεγάλο μέρος τους, παρέχονται σήμερα στους δήμους για συγκεκριμένες χρήσεις. Το μέρος αυτό του ΕΝΦΙΑ θα είναι το νέο Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ), το οποίο θα εξακολουθήσει να διατίθεται για τις συγκεκριμένες χρήσεις. Έτσι οι επιβαρύνσεις στην ακίνητη περιουσία θα παραμείνουν, όπως και σήμερα, δύο: Ο μειωμένος πλέον ΕΝΦΙΑ με τον συμπληρωματικό του φόρο που θα παραμείνουν στο Κεντρικό Κράτος, και το νέο ΤΑΠ που θα προκύψει και θα αποτελεί πόρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Επιπλέον, με αυτόν τον τρόπο στα ακίνητα θα υπάρχει, όπως και σήμερα, μία μόνο επιβάρυνση από κάθε βαθμίδα διοίκησης. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δεν εγείρεται θέμα συνταγματικότητας, γιατί το νέο ΤΑΠ παραμένει όπως το ισχύον, ανταποδοτικό.
      4.Στο σενάριο μιας τέτοιας μεταρρύθμισης, οι ΟΤΑ θα έχουν τη δυνατότητα να αυξάνουν ή να μειώνουν το νέο ΤΑΠ μέσα σε προκαθορισμένα όρια, π.χ. κατά 20%, με απόφαση του εκάστοτε δημοτικού συμβουλίου, προκειμένου να προσαρμόσουν τα έσοδά τους σύμφωνα με τις ανάγκες του δήμου.
      5.Ο νέος αυτός φόρος, το νέο ΤΑΠ θα εισπράττεται από την ΑΑΔΕ (και όχι μέσω του λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος) μαζί με τον ΕΝΦΙΑ και τον συμπληρωματικό φόρο της Κεντρικής Διοίκησης. Ο κάθε δήμος θα ενημερώνει την ΑΑΔΕ για τον συντελεστή του σημείου 4, και εκείνη θα του αποδίδει τα αντίστοιχα έσοδα αφαιρώντας ένα μικρό ποσοστό εξόδων διαχείρισης.
      6.Τα έσοδα του σημερινού Τέλους Ακίνητης Περιουσίας μπορούν είτε να ενσωματωθούν στους συντελεστές του τμήματος του ΕΝΦΙΑ που θα μεταφερθεί στους δήμους (στο νέο ΤΑΠ, δηλαδή) είτε στον συντελεστή που, σύμφωνα με το σημείο 4, αποφασίζουν τα δημοτικά συμβούλια.
      7.
      Με τη μείωση των ΚΑΠ κατά το ποσό του ΕΝΦΙΑ που θα μεταφερθεί στους δήμους τα έσοδα τόσο του κρατικού προϋπολογισμού όσο και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στο σύνολό της θα παραμείνουν αμετάβλητα. Κάποιες διαφορές που αναπόφευκτα θα υπάρξουν σε σχέση με την προγενέστερη κατάσταση στα οικονομικά των δήμων μπορούν να αντισταθμιστούν από το σύστημα κατανομής των κρατικών επιχορηγήσεων (υπόλοιποι ΚΑΠ), όπως με την έκπτωση από τους ΚΑΠ που αναλογούν σε κάθε δήμο των εσόδων του από το νέο ΤΑΠ.
      8.Η πρακτική της παραπάνω έκπτωσης συμβάλλει στην αποφυγή δυο πολύ σημαντικών στρεβλώσεων: Όπως αναφέρει η μελέτη: "α) Οι ΟΤΑ που θα αποφασίσουν να αυξήσουν το ΤΑΠ γιατί θέλουν να παρέχουν αυξημένες υπηρεσίες στους δημότες τους ή να χρηματοδοτήσουν κάποια ανάγκη τους δεν ‘τιμωρούνται’ για το επιπλέον ποσό ΤΑΠ που θα εισπράξουν με μείωση κατά το ποσό αυτό των ΚΑΠ που τους αναλογούν, και β) οι ΟΤΑ που αποφασίζουν να μειώσουν το ΤΑΠ δεν αποζημιώνονται για την απώλεια των εσόδων τους με τη χορήγηση επιπλέον ΚΑΠ και συνακόλουθα δεν στερούν με την απόφασή τους ΚΑΠ από τους άλλους ΟΤΑ".
      Τελικά, η ιδέα της μεταφοράς του ΕΝΦΙΑ, ή ενός μέρους του, στους δήμους έχει σημαντικά προτερήματα. Όμως ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο μπορεί μια τέτοια ιδέα να πραγματοποιηθεί παρουσιάζει πολλές προκλήσεις. Η μελέτη της διαΝΕΟσις καταλήγει σε μια καλά ζυγισμένη και προπάντων ρεαλιστική πρόταση ώστε η μεταφορά μέρους του ΕΝΦΙΑ στους δήμους να μην έχει οικονομικό κόστος για κανέναν, αλλά ταυτόχρονα να συμβάλει στην ανεξαρτησία της τοπικής αυτοδιοίκησης.
      1. Η μέλετη της διαΝΕΟσις βασίστηκε σε στοιχεία του 2017 που ο αριθμός των δήμων ήταν 325.
    14. Αρθρογραφία

      Engineer

      Η απάντηση, βεβαίως, είναι “δεν ξέρουμε”. Κανένας φορέας δεν έχει καταγεγραμμένες όλες τις ελληνικές γέφυρες και κανένας φορέας δεν έχει τη συνολική ευθύνη παρακολούθησης και συντήρησής τους. Εκ πρώτης όψεως αυτό μπορεί να ακούγεται απίστευτο, αλλά αν λάβει κανείς υπ’ όψιν το πότε και το πώς έχουν κατασκευαστεί οι χιλιάδες γέφυρες που βρίσκονται στο πολυδαίδαλο ελληνικό οδικό δίκτυο, ίσως να μην είναι και τόσο περίεργο.
      Ας ξεκινήσουμε, όμως, από τους ορισμούς. “Γέφυρα” είναι μια τεχνική κατασκευή που συνδέει δύο ή περισσότερα σημεία περνώντας πάνω από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια. Το τι ακριβώς θεωρείται γέφυρα, ωστόσο, είναι πιο θολό. Όλοι αναγνωρίζουμε τις μεγάλες γέφυρες πάνω από ποτάμια, χειμάρρους και κοιλάδες που βλέπουμε στο οδικό δίκτυο, αλλά μια ευρύτερη χρήση του ορισμού μπορεί να συμπεριλάβει ακόμα και αυτές τις μικρές διόδους κάτω από δρόμους για να περνούν οχετοί, που δεν φαίνονται καν από το δρόμο. Συχνά ως “γέφυρες” χαρακτηρίζονται τέτοια τεχνικά έργα που έχουν μήκος τουλάχιστον 6 μέτρα.
      Κανένας φορέας δεν έχει καταγεγραμμένες όλες τις ελληνικές γέφυρες και κανένας φορέας δεν έχει τη συνολική ευθύνη παρακολούθησης και συντήρησής τους. Σύμφωνα, ωστόσο, με εκτιμήσεις σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν 17.000 γέφυρες περίπου.
      Μπορεί να μην γνωρίζουμε ακριβώς πόσες είναι οι ελληνικές γέφυρες, αλλά χάρη στην κατασκευή των πολύ μεγάλων αυτοκινητοδρόμων τις τελευταίες δεκαετίες από ιδιωτικές κοινοπραξίες στη χώρα μας, οι οποίες είχαν την εκπόνηση μελετών για το ελληνικό δίκτυο ως κομμάτι του έργου που είχαν αναλάβει, έχουμε μια εκτίμηση. Από αυτές τις πηγές ξέρουμε, λοιπόν, ότι οι νέες εθνικοί οδοί περιλαμβάνουν περίπου 3.000 γέφυρες μήκους άνω των 6 μέτρων (οι μισές εκ των οποίων είναι καινούργιες, ενώ οι υπόλοιπες ήταν προϋπάρχουσες), ενώ περίπου άλλες τόσες υπολογίζεται ότι βρίσκονται στις παλιές εθνικές οδούς και το επαρχιακό δίκτυο. Αν συμπεριληφθούν και μικρότερες γέφυρες (π.χ. μήκους 2 μέτρων και άνω), ο συνολικός αριθμός των γεφυρών στην Ελλάδα εκτιμάται γύρω στις 17.000.
      Προφανώς, πολλές από αυτές είναι παλαιές. Αρκετοί κύριοι οδικοί άξονες στη χώρα μας κατασκευάστηκαν στις δεκαετίες του ’50 και του ’80, πράγμα που σημαίνει ότι αφενός κατασκευάστηκαν με πολύ διαφορετικές (και ανεπαρκείς) προδιαγραφές από αυτές που ισχύουν σήμερα και, αφετέρου, ότι κάποιες από αυτές πλησιάζουν το τέλος της θεωρητικής τους ζωής, δεδομένου μάλιστα ότι δεν συντηρούνται ούτε αναβαθμίζονται τακτικά. Και τα δύο θέματα είναι σημαντικά. Για παράδειγμα, οι κανονισμοί των προηγούμενων δεκαετιών δεν περιελάμβαναν σωστές προβλέψεις για τη μελλοντική εξέλιξη της κίνησης στους δρόμους και τα φορτία που θα έμελλε να εξυπηρετήσει η γέφυρα. Επιπλέον, δεν προέβλεπαν τη χρήση σκυροδέματος υψηλής ποιότητας, δεν είχαν επαρκείς προβλέψεις για τους σεισμούς, δεν είχαν προβλέψεις για έντονα καιρικά φαινόμενα, τη μελλοντική στάθμη ποταμών και χειμάρρων ή τη διάβρωση του εδάφους.
      Σκεφτείτε μόνο την αύξηση της κυκλοφορίας στους ελληνικούς δρόμους. Η ετήσια μέση ημερήσια κυκλοφορία στη λεωφόρο Ποσειδώνος, για παράδειγμα, εκτοξεύτηκε από 40.000 το 1971 στα 110.000 το 1995. Από το 1986 μέχρι το 2006 ο δείκτης ιδιοκτησίας ΙΧ των Ελλήνων αυξήθηκε κατά 207%. Οι γέφυρες που είχαν κατασκευαστεί τις δεκαετίες του ’60 ή του ’70 δεν είχαν στον σχεδιασμό τους προβλέψεις για τέτοια φορτία.
      Πρακτικά όλες οι γέφυρες που έχουν κατασκευαστεί στην Ελλάδα πριν από το 1961 δεν ακολουθούσαν κανένα συγκεκριμένο κανονιστικό πλαίσιο. Αυτές που κατασκευάστηκαν αργότερα και μέχρι και τη δεκαετία του ’80, ακολουθούσαν παρωχημένους (πια) γερμανικούς κανονισμούς και όλες οι γέφυρες που κατασκευάστηκαν πριν από το 1993 δεν είχαν επαρκείς αντισεισμικές προβλέψεις στο σχεδιασμό τους. Ακόμα και οι κανόνες του 1993 θεωρούνται παρωχημένοι σήμερα. Σήμερα, παρεμπιπτόντως, που η χώρα μας έχει ενσωματώσει πλήρως τα τελευταία ευρωπαϊκά πρότυπα, η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα πιο σύγχρονα κανονιστικά πλαίσια στον κόσμο. Αλλά με τις παλαιότερες γέφυρες υπάρχει πρόβλημα.

      Ακόμα σημαντικότερο, όμως, είναι το ότι δεν υπάρχει συστηματική παρακολούθηση όλων αυτών των γεφυρών ανά την Ελλάδα. Αυτές που έχουν ενταχθεί στο δίκτυο των σύγχρονων αυτοκινητοδρόμων παρακολουθούνται και μάλιστα η ανακατασκευή και η συντήρηση κάποιων -όπως της γέφυρας της Αταλάντης στην Ιονία Οδό-, περιλαμβάνονται και στη σύμβαση της κοινοπραξίας που διαχειρίζεται τον δρόμο. Όλες οι γέφυρες του επαρχιακού οδικού δικτύου και των παλαιών εθνικών οδών, όμως, δεν παρακολουθούνται και δεν συντηρούνται τακτικά. Όπως θα δούμε και παρακάτω, άλλες χώρες εφαρμόζουν μεθόδους παρακολούθησης και προγράμματα τακτικών επιθεωρήσεων και έργων συντήρησης για τις γέφυρές τους. Εμείς όχι. Στη χώρα μας εργασίες ενίσχυσης και συντήρησης γίνονται συνήθως μεμονωμένα σε εξόφθαλμα ετοιμόρροπες κατασκευές, κυρίως μετά από την πρωτοβουλία τοπικών φορέων. “Σε όλο τον κόσμο υπάρχει, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, η έννοια της προληπτικής συντήρησης”, δήλωσε πέρυσι ο πρόεδρος του ΤΕΕ Γ. Στασινός. “Δεν είναι δυνατόν να συνεχίσουμε κάθε φορά να κλαίμε πάνω από ερείπια”.
      Άλλες χώρες εφαρμόζουν μεθόδους παρακολούθησης και προγράμματα τακτικών επιθεωρήσεων και έργων συντήρησης για τις γέφυρές τους. Στη χώρα μας εργασίες ενίσχυσης και συντήρησης γίνονται συνήθως μεμονωμένα σε εξόφθαλμα ετοιμόρροπες κατασκευές, κυρίως μετά από την πρωτοβουλία τοπικών φορέων.
      Τα συμβάντα που έχουμε στη χώρα μας βεβαίως δεν περιλαμβάνουν καμία τραγωδία παρόμοια της Γένοβας, αλλά δεν είναι λίγα σε αριθμό. Η έκθεση αναφέρει μια σειρά από παραδείγματα, από τη γέφυρα του Ολβιού ποταμού στο Φενεό Κορινθίας που έπεσε τον περασμένο Φεβρουάριο, μέχρι το χτισμένο το 1866 τοξωτό γεφύρι της Πλάκας στον Άραχθο, που έπεσε το 2015. Υπάρχουν δε και κάμποσα παραδείγματα γεφυρών η επικινδυνότητα των οποίων ήταν εξόφθαλμη και αντιμετωπίστηκε ή αντιμετωπίζεται, όπως οι δίδυμες γέφυρες στον Χάραδρο ή η γέφυρα του ποταμού Νέστου. Και υπάρχει και η περίπτωση της γέφυρας Γρηγορίου Λαμπράκη στον Πειραιά, η οποία εξυπηρετεί τεράστιους αριθμούς οχημάτων κάθε μέρα και πρόκειται να σηκώσει επιπλέον και το βάρος του τραμ. Η γέφυρα αυτή, που κατασκευάστηκε το 1960, μοιάζει καταπονημένη και προβληματική ακόμα και στα μάτια μη-ειδικών περαστικών. Η εταιρεία που διαχειρίζεται το τραμ ανέλαβε τη μελέτη της γέφυρας με μια σειρά από δοκιμές και μετρήσεις οι οποίες, παραδόξως, έδειξαν πως η στατική επάρκεια της γέφυρας δεν χρειάζεται καμία αναβάθμιση. Παρ’ όλα αυτά, η εταιρεία προχωρά ήδη σε εργασίες ενίσχυσης της συγκεκριμένης γέφυρας, κυρίως για να επεκτείνει και τον χρόνο ζωής της.
      Τι κάνουν οι άλλοι;
      Μετά από την κατάρρευση της γέφυρας Μοράντι στη Γένοβα, η ιταλική κυβέρνηση ξεκίνησε άμεσα ένα πρόγραμμα εγκατάστασης συστημάτων δομικής παρακολούθησης σε πολλές από τις δεκάδες χιλιάδες γέφυρες της χώρας. Ο διευθυντής μιας εταιρείας που έχει αναλάβει την επιθεώρηση και τον έλεγχο 50.000 από αυτές δήλωσε ότι όλες οι γέφυρες από σκυρόδεμα που κατασκευάστηκαν στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 στην Ιταλία έχουν φτάσει ή και ξεπεράσει το προσδόκιμο της ζωής τους. Από ό,τι έγινε γνωστό, κάθε χρόνο 15-20 γέφυρες καταρρέουν στη χώρα λόγω έλλειψης συντήρησης ή λόγω ηλικίας.
      Και στη Γαλλία όμως η κατάρρευση της γέφυρας Μοράντι προκάλεσε την άμεση αντίδραση της κυβέρνησης -η αρμόδια υπουργός ανακοίνωσε ένα σχέδιο ελέγχου και συντήρησης με τακτικές επιθεωρήσεις προϋπολογισμού 1 δισ. ευρώ, ενώ το υπουργείο δημοσίευσε και μια λίστα 23 μεγάλων γεφυρών που απαιτούν διορθωτικές επεμβάσεις. Στη Γερμανία, έρευνα του 2017 εκτίμησε πως το 12,4% των γεφυρών της χώρας είναι σε κακή κατάσταση, αλλά μόνο ένα αντίστοιχο ποσοστό (12,5%) είναι σε καλή κατάσταση, χωρίς κανένα πρόβλημα. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο από εκεί είναι το ότι στην ανατολική Γερμανία το πρόβλημα είναι λιγότερο έντονο, καθώς εκεί ένα μεγάλο μέρος του οδικού δικτύου ανακατασκευάστηκε μετά την ενοποίηση, ενώ στη δυτική Γερμανία τα περισσότερα μεγάλα έργα υποδομής σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Αυτό, παρεμπιπτόντως, εξηγεί και το γιατί και η δική μας χώρα ενδέχεται να βρίσκεται σε σχετικά καλύτερη κατάσταση από άλλες, πιο προηγμένες χώρες. Και εδώ μεγάλο ποσοστό των υποδομών κατασκευάστηκε σχετικά πρόσφατα, με ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις και προδιαγραφές.
      Μία χώρα που έχει κάνει σημαντικά βήματα στο θέμα της καταγραφής και της αντιμετώπισης του προβλήματος είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, που ούτως ή άλλως αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις στο θέμα της συντήρησης των υποδομών τους. Εκεί υπάρχουν θεσμοθετημένα πρότυπα συντήρησης γεφυρών από το 1971 κιόλας, και όλες οι γέφυρες -614.387 σε αριθμό- είναι καταγεγραμμένες και καταχωρημένες σε ένα λεπτομερές μητρώο, με στοιχεία για την ηλικία τους, τα υλικά κατασκευής τους, την ημερήσια κυκλοφορία και πολλά άλλα, καθώς και με την αξιολόγηση της δομικής τους κατάστασης, η οποία προκύπτει από τα δομικά τους στοιχεία (τρόπος κατασκευής, δοκιμές, υλικά) και από τακτικές επιθεωρήσεις.

      Βεβαίως, μια τέτοια καταγραφή είναι χρήσιμη εφόσον οδηγεί και σε συντονισμένη ανταπόκριση στην πραγματικότητα που αποκαλύπτουν τα δεδομένα. Τα στοιχεία λένε, για παράδειγμα, πως το 9,1% των γεφυρών στις ΗΠΑ το 2016 κρίνονταν ως δομικά ανεπαρκείς. Πρόκειται για σχεδόν 56.000 γέφυρες, που έχουν 188 εκατομμύρια διελεύσεις την ημέρα. Το να επισκευαστούν ή να ανακατασκευαστούν όλες είναι ένα γιγάντιο, δύσκολο, κοστοβόρο έργο. Στις ΗΠΑ και αλλού οι μηχανικοί ήδη χρησιμοποιούν τεχνολογικές λύσεις για να κάνουν την παρακολούθηση και τη συντήρηση των γεφυρών που χτίζονται τώρα ευκολότερη και φτηνότερη, αλλά η συντήρηση πολλών χιλιάδων επισφαλών παλαιών κατασκευών παραμένει μια σημαντική και μεγάλη πρόκληση, η οποία μάλιστα όσο περνά ο καιρός θα γίνεται μεγαλύτερη. Οι περισσότερες γέφυρες στις ΗΠΑ έχουν σχεδιαστεί για να έχουν διάρκεια ζωής τα 50 χρόνια -ο μέσος όρος ζωής τους σήμερα είναι τα 43 χρόνια. Το 2012 ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα υπέγραψε νόμο για τη χρηματοδότηση έργων συντήρησης των υποδομών μεταφορών της χώρας ύψους εκατοντάδων δισ. δολαρίων. Ίσως να μην αρκούν.
      Στη χώρα μας η ιδέα για τη δημιουργία ενός Εθνικού Μητρώου Γεφυρών υπάρχει εδώ και μερικά χρόνια, και κάποιες κινήσεις έχουν γίνει για την δημιουργία ενός αρμόδιου φορέα. Η έκθεση τονίζει ότι πρόκειται για ένα απαραίτητο έργο (χωρίς να θεωρείται απαραίτητη η δημιουργία ενός καινούριου φορέα για να το υλοποιήσει, πάντως) το οποίο μάλιστα θα πρέπει να σχεδιαστεί με τα πιο σύγχρονα μέσα. Ένα τέτοιο μητρώο θα πρέπει να περιλαμβάνει τα πλήρη στοιχεία κάθε γέφυρας, από την ημερομηνία και τη μέθοδο κατασκευής μέχρι τα υλικά, τον όγκο διερχόμενων οχημάτων, τη σεισμικότητα της περιοχής και τυχόν επισκευές ή εργασίες συντήρησης έχουν συμβεί στο παρελθόν. Βεβαίως θα πρέπει να περιλαμβάνει και μια ενημερωμένη βαθμολόγηση της κατάστασης της κάθε γέφυρας, ώστε το Μητρώο να μην είναι μια απλή καταγραφή των γεφυρών, αλλά ένα εργαλείο με το οποίο αρμόδιοι θα μπορούν να προσδιορίζουν προτεραιότητες. Το Μητρώο θα πρέπει να είναι ενταγμένο σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα ασφάλειας για τις γέφυρες, που θα προσδιορίζει και το τι πρέπει να γίνει όταν εντοπιστεί κάθε γέφυρα που αντιμετωπίζει προβλήματα.

      Σύμφωνα με την Αμερικανική Κοινότητα Πολιτικών Μηχανικών, ένα πρόγραμμα ασφάλειας για τις γέφυρες θα πρέπει να περιλαμβάνει μια σειρά από απαραίτητες δράσεις, όπως:
      Τακτικά προγράμματα επιθεώρησης και αξιολόγησης σύμφωνα με τις πιο σύγχρονες ερευνητικές και αναλυτικές τεχνικές. Τακτικά προγράμματα συντήρησης για ολόκληρο το σύστημα. Επιβολή ορίων φορτίων και ταχύτητας σε δομικά ανεπαρκείς ή ξεπερασμένες γέφυρες. Ιεράρχηση και χρηματοδότηση της αντικατάστασης λειτουργικά ευάλωτων γεφυρών. Βεβαίως, τόσο το Μητρώο όσο και ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ασφάλειας για τις ελληνικές γέφυρες θα πάρουν πολύ καιρό για να υλοποιηθούν και να αρχίσουν να λειτουργούν. Οι ερευνητές στην έκθεσή τους τονίζουν ότι στο μεταξύ είναι επιτακτική η ανάγκη για την αξιολόγηση και τη συντήρηση ευπαθών γεφυρών που ενδέχεται να μην μπορούν να περιμένουν να ολοκληρωθεί το Μητρώο. Τα ζητούμενα για ένα τέτοιο έργο είναι δύο: Πώς γίνεται ο έλεγχος και πώς επισημαίνονται οι ευπαθείς γέφυρες στις οποίες πρέπει να γίνει έλεγχος. Για το δεύτερο πρόβλημα οι ερευνητές προτείνουν τη δημιουργία μιας πλατφόρμας (είτε στη νέα ηλεκτρονική πλατφόρμα μελών του Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών Ελλάδος, είτε στην υπάρχουσα πλατφόρμα του Τεχνικού Επιμελητηρίου) στην οποία εθελοντές μηχανικοί θα μπορούν να καταχωρούν ευπαθείς γέφυρες της περιοχής τους οι οποίες κρίνουν ότι θα πρέπει να ελεγχθούν. Στη συνέχεια, τεχνικά κλιμάκια (που ούτως ή άλλως θα κληθούν να αξιολογήσουν γέφυρες κατά τη σύνταξη του Μητρώου) μπορούν να επιθεωρήσουν τις συγκεκριμένες γέφυρες και να τις αξιολογήσουν χρησιμοποιώντας σύγχρονες τεχνικές και εξειδικευμένες μεθοδολογίες.
      Και, βεβαίως, η ανάγκη παρακολούθησης, αξιολόγησης και συντήρησης θα πρέπει να προβλέπεται και κατά την κατασκευή κάθε νέου τεχνικού έργου -και γέφυρας- και στη χώρα μας, κάτι που δεν γινόταν τις προηγούμενες δεκαετίες. Η τεχνολογία προσφέρει τα κατάλληλα εργαλεία ώστε οι άνθρωποι που θα κληθούν σε 50 ή σε 70 χρόνια να αξιολογήσουν και να συντηρήσουν τις υποδομές που κατασκευάζονται σήμερα, να μην αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε εμείς.
      Αυτοί που σήμερα κατασκευάζουν μια νέα γέφυρα πάνω από τον ποταμό Πολσεβέρα, στη Γένοβα, στο σημείο όπου στεκόταν μέχρι πέρυσι η γέφυρα Μοράντι, ασφαλώς το έχουν και αυτό στο μυαλό τους. Η γέφυρα, σχεδιασμένη από τον αρχιτέκτονα Ρέντσο Πιάνο, θα ανοίξει στην κυκλοφορία στις αρχές του 2020.
      Η έκθεση: https://www.dianeosis.org/wp-content/uploads/2019/09/Gefyres_stin_ellada.pdf
       
    15. Αρθρογραφία

      GTnews

      Η νέα κυβέρνηση αναμένεται να λάβει αποφάσεις, μεταξύ άλλων, και για τις ενστάσεις που έχουν υποβάλει για τις αντικειμενικές αξίες ακινήτων, οι μισοί δήμοι της χώρας. Στο μεταξύ, μέχρι το τέλος του 2023 θα πρέπει να ενταχθούν στο σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού άλλες 2.167 περιοχές σε όλη τη χώρα που αντιπροσωπεύουν το 1,5% της ελληνικής επικράτειας.
      Η αντικειμενική αξία ακινήτου είναι στην ουσία η φορολογητέα αξία του και κάθε 2-3 έτη το υπουργείο Οικονομικών αναπροσαρμόζει τις τιμές ζώνης και κατ’ επέκταση μεταβάλλονται οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων. Ωστόσο, τα δύο τελευταία χρόνια, το 2021 και το 2022 οι αντικειμενικές αξίες έχουν αναπροσαρμοστεί δύο χρόνια συνεχόμενα και πλέον θεωρείται πιθανή η ετήσια αναπροσαρμογή.
      Οι αντικειμενικές τιμές υπολογίζονται με βάση τις τιμές ζώνης και τις μεθόδους υπολογισμού του κράτος για την επιβολή φορολογίας και αποτελούν φορολογικό τεκμήριο της αξίας των ακινήτων.
      Πώς θα υπολογίσετε την αντικειμενική αξία
      Σύμφωνα με τον οδηγό της ΑΑΔΕ, ο υπολογισμός της αντικειμενικής αξίας πραγματοποιείται με τον πολλαπλασιασμό ποικίλων συντελεστών και παραγόντων που σχετίζονται με το ακίνητο.
      Συγκεκριμένα, το υπουργείο Οικονομικών παρέχει τα φύλλα υπολογισμού της αξίας κατοικίας ή διαμερίσματος και οικοπέδου, ενώ έχει θέσει σε λειτουργία και την εφαρμογή valuemaps.gov.gr, μέσω της οποίας ο ιδιοκτήτης μπορεί να υπολογίσει την αντικειμενική αξία του ακινήτου του.
       «Φύλλα Υπολογισμού Αξίας Ακινήτων» Φ.Υ.Α.Α. Ο ιδιοκτήτης του ακινήτου μπορεί να ακολουθήσει τη διαδρομή εισόδου στην εφαρμογή μέσω του Διαδικτυακού τόπου της Α.Α.Δ.Ε.:
      Αρχική σελίδα //Πολίτες // Φορολογικές υπηρεσίες // Ακίνητα // Φύλλα Υπολογισμού Αξίας Ακινήτων. Αρχική σελίδα // Επιχειρήσεις // Φορολογικές υπηρεσίες // Ακίνητα // Φύλλα Υπολογισμού Αξίας Ακινήτων. Η είσοδος σε αυτήν την εφαρμογή διενεργείται με τη χρήση των κωδικών του TAXISnet.
      Η διαδικασία βήμα - βήμα
      1. Τα πεδία συμπληρώνονται αντίστοιχα και ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του κάθε ακινήτου.
      2. Τα έντυπα συνοδεύονται από τις οδηγίες τους. Οι σχετικές ΠΟΛ-διατάξεις αναλύουν την συμπλήρωσή τους.
      3. Στα έντυπα του αντικειμενικού προσδιορισμού (ΦΥΑΑ) υπάρχουν τεχνικά στοιχεία και ανάλογα με τον τύπο των ακινήτων (όπως οικόπεδο, διαμέρισμα, κατάστημα, αποθήκη, ειδικό κτίριο κλπ.) συμπληρώνονται αντίστοιχα και κατά περίπτωση η ΤΙΜΗ ΖΩΝΗΣ (Τ.Ζ), ο ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ (Σ.Ε), ο ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥ (Σ.Α.Ο), ο ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥ (Σ.Ο), η ΤΙΜΗ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥ (Τ.Ο), ο ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΙΣΟΓΕΙΟΥ (Κ) -που καθορίζονται και αναπροσαρμόζονται με αποφάσεις- και επιλέγονται προσδιοριστικά στοιχεία όπως: πρόσοψη (σε αίθριο, σε πλατεία, κλπ.), όροφος, επιφάνεια, παλαιότητα κτιρίου, συνιδιοκτησία, ειδικές συνθήκες (σεισμός, πλημμύρα, πυρκαγιά, απαλλοτρίωση, κ.λπ.), δέσμευση (διατηρητέο κτίριο, αρχαιολογική έρευνα κλπ.) .
      4. Για τον υπολογισμό της αξίας κτισμάτων ακινήτων, τα οποία βρίσκονται σε περιοχές όπου δεν ισχύει το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού με αντικειμενικά κριτήρια και ανάλογα με τύπο των ακινήτων (όπως διαμέρισμα, κατάστημα, αποθήκη, βιομηχανικό κτίριο κλπ.) εφαρμόζεται η τιμή εκκίνησης (που καθορίζεται και αναπροσαρμόζεται με αποφάσεις) και επιλέγονται προσδιοριστικά στοιχεία όπως επιφάνεια, παλαιότητα κτιρίου, ειδικές συνθήκες (σεισμός, πλημμύρα, πυρκαγιά, απαλλοτρίωση) κλπ.
      5. Επίσης για τον Προσδιορισμό της αξίας γης εκτός σχεδίου πόλης και οικισμών που δεν έχουν ειδικούς όρους δόμησης με το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες των ακινήτων εφαρμόζεται η Αρχική Βασική Αξία Γης (Α.Β.Α.), Αρχική Οικοπεδική Αξία (Τ.Ο.ΑΡΧ), Ειδική Βασική Αξία Γης (Ε.Β.Α.), που καθορίζονται και αναπροσαρμόζονται με αποφάσεις και προσδιοριστικά στοιχεία ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της γης εκτός σχεδίου πόλης και οικισμών που δεν έχουν ειδικούς όρους δόμησης (όπως χρήση αγροτική, βοσκότοπος, δασική κλπ.), οικοδομική εκμετάλλευση, θέση (εντός Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου, πρόσωπο σε Εθνική, Επαρχιακή, Κοινοτική οδό), απόσταση από θάλασσα, αρτιότητα, απαλλοτρίωση κλπ
      Οι χάρτες valuemaps Μέσω του συγκεκριμένου εργαλείου, ο ιδιοκτήτης του ακινήτου μπορεί να εντοπίσει την αξία βάση της οποίας φορολογείται το ακίνητο. Για τον υπολογισμό της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου θα πρέπει να ακολουθήσει τα εξής βήματα:
      Είσοδος στην εφαρμογή valuemaps.gov.gr Γράφει την διεύθυνση του ακινήτου του στο αντίστοιχο πλαίσιο πάνω αριστερά. Κάνει κλικ στον χάρτη για να δει στο πλαίσιο που εμφανίζεται την τιμή ζώνης του ακινήτου του. Ανοίγει την εφαρμογή υπολογισμού της αντικειμενικής αξίας, κάνοντας κλικ πάνω δεξιά στο σύμβολο “€”. Συμπληρώνει στο πλαίσιο στα δεξιά στην κατηγορία ακινήτου “ΚΑΤΟΙΚΙΑ (Ε1)”. Η “Α.Τιμή Εκκίνησης (Τιμή Ζώνης)” συμπληρώνεται αυτόματα. Συμπληρώνει τα στοιχεία: “Β. Συντελεστής Πρόσοψης”, “Γ. Συντελεστής Ορόφου” και Εμπορικότητας. Συμπληρώνει την “Δ. Επιφάνεια (σε τ.μ.)” και ο “Ε. Συντελεστής Επιφάνειας” εμφανίζεται αυτόματα. Αν το πλάτος των εξωτερικών τοίχων του ακινήτου είναι μεγαλύτερο ή ίσο των 0,50 μέτρων ο χρήστης επιλέγει το αντίστοιχο κουτάκι. Στο πλαίσιο “ΣΤ. Συντελεστής Παλαιότητας” αναγράφεται το έτος κατασκευής. Τα χρόνια παλαιότητας συμπληρώνονται αυτόματα. Επιλογή των πιθανών ειδικών συνθηκών στο πλαίσιο “Ζ. Συντελεστές Ειδικών Συνθηκών”. Στο πλαίσιο “Η. Συντελεστής Αποπεράτωσης” συμπλήηρώνει τον ΣΑΟ και την Κατάσταση Αποπεράτωσης. Στο πεδίο “Θ. Συντελεστής Τρόπου Κατασκευής” να επιλεχθεί ο τρόπος κατασκευής του ακινήτου. Τέλος, ο χρήστης μπορεί να συμπληρώσει τυχόν εξοπλισμό που συντρέχει στην επιλογή “Ι. Συντελεστής Εξοπλισμού”.
    16. Αρθρογραφία

      Engineer

      Η Μεσσηνία έχει αναδειχτεί σε αναγνωρίσιμο τουριστικό προορισμό γιατί ευτύχησε να αποκτήσει δύο σημαντικούς πόλους έλξης: το πρότυπο τουριστικό συγκρότημα Costa Navarino στου Ρωμανού και την Αρχαία Μεσσήνη, που ήλθαν να προστεθούν στα εξέχοντα πολιτιστικά κατάλοιπα μιας μακραίωνης ιστορίας, διάσπαρτα στο αλώβητο φυσικό παραθαλάσσιο περιβάλλον της Μεσσηνίας, πατρίδας του ευλογημένου ελαιόδεντρου.  Η Αρχαία Μεσσήνη ως ένα αρχαιολογικό και οικολογικό πάρκο έχει αποκτήσει τη δική της δυναμική και πληρότητα, χάρη στις δυνατότητες που προσφέρουν τα μεγαλειώδη αρχαιολογικά κατάλοιπα μιας αρχαίας πόλης (ευανάγνωστης και παιδευτικής), οι ήπια δομημένοι σύγχρονοι οικισμοί που την περιβάλλουν, καθώς και οι μακρόχρονες επενδύσεις χρόνου και κόπου των τελευταίων δεκαετιών με την οικονομική υποστήριξη του Ελληνικού Κράτους, των Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων και των χορηγιών.
      Η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία που με έχει ορίσει διευθυντή του έργου της Αρχαίας Μεσσήνης και η Εταιρεία Μεσσηνιακών Αρχαιολογικών Σπουδών, της οποίας έχω την τιμή να είμαι πρόεδρος, έχουν συμβάλει τα μέγιστα, όχι μόνο με την ανασκαφή, την αναστήλωση, τις δημοσιεύσεις και την ανάδειξη γενικά της αρχαίας πόλης, αλλά και με την αγορά της γης, τις περιφράξεις, τις διαμορφώσεις, τα αποστραγγιστικά έργα και τα προστατευτικά στέγαστρα. Εχει παραδώσει στο κράτος από το 1999, εκτός από τα 18 χιλιάδες καταγραμμένα αρχαία αντικείμενα, ένα μουσείο και ένα αρχαιολογικό πάρκο για λειτουργία και εκμετάλλευση.    ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΡΚΟ: ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΕΣ   Το αρχαιολογικό πάρκο της Αρχαίας Μεσσήνης αποτελεί μια περιορισμένη αλλά πολύτιμη έκταση του φυσικού κόσμου, που περιλαμβάνει αρχιτεκτονικά κατάλοιπα οικοδομημάτων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, πολιτικού και λατρευτικού χαρακτήρα, τοπική χλωρίδα και μικροπανίδα, καθώς και ζωντανούς ανθρώπους, περαστικούς επισκέπτες ή μόνιμους κατοίκους.   Ενα αρχαιολογικό πάρκο επιτυγχάνει τους στόχους του, κινεί το ενδιαφέρον και προσελκύει επισκέπτες εφόσον διαθέτει, όπως η Αρχαία Μεσσήνη:    1) Ορια συγκεκριμένα.  2) Ικανοποιητική προσπέλαση (πάσχει δυστυχώς το τοπικό οδικό δίκτυο και δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα η απουσία ευρύτερων χώρων στάθμευσης).  3) Διαμορφωμένες εσωτερικές διαδρομές με πολλαπλές επιλογές.  4) Στάσεις για ανάπαυση και θέαση.  5) Σήμανση εξωτερική και εσωτερική (είναι ανεπαρκής και λανθασμένη η εξωτερική σήμανση του οδικού δικτύου προς τον αρχαιολογικό χώρο).  6) WC και αναψυκτήρια ανάλογα με το μέγεθος της έκτασης (τα υφιστάμενα είναι ανεπαρκή).  7) Υποδομές ανάλογα με τις ανάγκες, όπως φωτισμός, δίκτυο ύδρευσης, δίκτυο απορροής όμβριων, δίκτυο ποτίσματος φυτών, αντιπυρική προστασία (εκκρεμεί προς το παρόν η έγκριση μελέτης γενικού φωτισμού του πάρκου και η εφαρμογή της).  Εξασφάλιση της συνέχισης των ερευνών και της αποκατάστασης των μνημείων.  9) Αρχιτεκτονική τοπίου με διαμορφώσεις, φυτεύσεις, διαδρομές. 10) Εκδοτήριο και πωλητήριο (απουσιάζει το πωλητήριο και τα πωλητέα είδη, προς το παρόν).   Τα 10 ως άνω στοιχεία τα διαθέτει γενικώς η Αρχαία Μεσσήνη, απαιτούνται όμως οι ακόλουθες οργανωτικές ενέργειες:   1. Επιστημονικά τεκμηριωμένο μάρκετινγκ και επώνυμο τουριστικό και πολιτιστικό προϊόν, που θα δώσει στην περιοχή την τουριστική-πολιτιστική του ταυτότητα (branding). 2. Επαγγελματικά σχεδιασμένη προβολή. 3. Σύνδεση με επιχειρήσεις (τουριστικές, μεταποιητικές) της περιοχής και με αξιόλογα τοπικά προϊόντα. 4. Ψηφιακά μέσα που να καταλαμβάνουν χρονικά τις περιόδους πριν, κατά και μετά το ταξίδι της επίσκεψης. Σε αυτά περιλαμβάνονται και μέσα επί τόπου (π.χ. ψηφιακή ξενάγηση) αλλά και ηλεκτρονικό πωλητήριο. 5. Παραγωγή και διάθεση ενθυμίων, όπως αντιγράφων χαρακτηριστικών ευρημάτων της περιοχής του πάρκου, και αντικειμένων σύγχρονης τέχνης.   ΕΚΚΛΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥΣ   Ο πολιτισμός και ό,τι αυτός περιλαμβάνει (μνημεία, μουσεία, φεστιβάλ μουσικής, ασμάτων, θεάτρου, κινηματογράφου, χορού, συμπεριλαμβανομένου του «καλαματιανού», εικαστικές εκθέσεις, διατροφή, φυσικό περιβάλλον) βρίσκεται στο επίκεντρο των προσπαθειών προβολής και ανάπτυξης μιας περιοχής.   Απευθύνομαι στους αρμόδιους φορείς της Μεσσηνίας (περιφερειάρχες, δημάρχους και άλλους) γιατί δημιουργούν τεράστια προβλήματα η απουσία σύγχρονου οδικού δικτύου και επαρκών χώρων στάθμευσης γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Μεσσήνης· η παραπλανητική οδική σήμανση προς αυτόν· η απουσία τακτικής συγκοινωνίας μεταξύ Αρχαίας Μεσσήνης, νέας Μεσσήνης και Καλαμάτας· η απουσία περιφερειακής αγροτικής οδού πέριξ του περιφραγμένου αρχαιολογικού χώρου για λόγους πυρασφάλειας και προστασίας· το λίαν επικίνδυνο οδικό δίκτυο μεταξύ νέας Μεσσήνης – Λάμπαινας – Αρσινόης – Αρχαίας Μεσσήνης· η απουσία παρακαμπτήριας οδικής αρτηρίας από κατάλληλο σημείο της νέας εθνικής οδού Αθήνας – Καλαμάτας, η οποία να οδηγεί απευθείας στην Αρχαία Μεσσήνη· το γεγονός ότι ο ερχόμενος εξ Αθηνών επισκέπτης χάνει τον δρόμο και τον προσανατολισμό του, εξαπατημένος από λανθασμένες πινακίδες· η απουσία λεωφορειακής σύνδεσης από Καλαμάτα και νέα Μεσσήνη προς την αρχαία Μεσσήνη για όσους δεν διαθέτουν ιδιωτικό αυτοκίνητο· η αμέλεια καθαρισμών από ξερά χόρτα και σκουπίδια στα κράσπεδα των δρόμων· η αντιαισθητική και απαράδεκτη για έναν αρχαιολογικό χώρο εναέρια όδευση των δικτύων φωτισμού και τηλεπικοινωνιών· η απουσία βιολογικού καθαρισμού των οικιστικών απόβλητων στο Μαυρομάτι και την Αρσινόη· η μη εισέτι εφαρμογή πολεοδομικού σχεδίου στους οικισμούς Αρσινόη και Μαυρομάτι, που αποτελεί προϋπόθεση για την κήρυξη του αρχαιολογικού χώρου της Αρχαίας Μεσσήνης ως μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς, όπως έχει ήδη προταθεί από το υπουργείο Πολιτισμού.   Τα βαρίδια που αποτρέπουν ή καθυστερούν τις εξελίξεις είναι σε γενικές γραμμές: Η απουσία αναγνώρισης της μεγάλης οικονομικής αξίας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η τροχοπέδη της διαρκώς διογκούμενης γραφειοκρατίας. Η προβαλλόμενη έλλειψη πόρων εκ μέρους των νέων δήμων και της Περιφέρειας. Η απουσία μακροπρόθεσμου προγραμματισμού για φλέγοντα θέματα, όπως χωματερές, απόβλητα, ανακύκλωση, μόλυνση του περιβάλλοντος, δημόσια υγεία, πυρασφάλεια, πόροι.   #Του καθηγητή Πέτρου Θέμελη , δημοσιεύθηκε στην eleftheriaonline.gr
    17. Αρθρογραφία

      Engineer

      Θα χρειαστεί να γίνουν πολλά για να γεφυρώσει η Ευρώπη το ενεργειακό χάσμα που δημιουργήθηκε από την πρόσφατη διακοπή της παροχής ρωσικού αερίου, τους δύσκολους στόχους μείωσης των εκπομπών και τις μακροχρόνιες διαρθρωτικές προκλήσεις, όπως σημειώνει η Deutsche Bank σε σημερινό εκτεταμένο report.
      Μετά την εισβολή στην Ουκρανία, η ΕΕ ανακοίνωσε ότι θα μειώσει την εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο κατά δύο τρίτα μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, αντισταθμίζοντας το έλλειμμα με υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) από προμηθευτές όπως οι ΗΠΑ και το Κατάρ και με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). 
      Φαίνεται  ότι η ΕΕ θα περάσει τον ερχόμενο χειμώνα με αρκετές προμήθειες, ενισχυμένες από τα αποθέματα φυσικού αερίου τα οποία έσπευσε να συσσωρεύσει το καλοκαίρι. 
      Ωστόσο, υπάρχουν τουλάχιστον 10 σημαντικά εμπόδια για την Ευρώπη καθώς επιδιώκει επειγόντως να εξασφαλίσει τον ενεργειακό της εφοδιασμό για το 2023 και μετά – την ίδια στιγμή που μετακινείται από τον άνθρακα στο φυσικό αέριο, και από εκεί σε καθαρότερες εναλλακτικές πηγές. 
      Αυτά τα μακροπρόθεσμα "σημεία συμφόρησης" περιλαμβάνουν περιορισμούς στην τρέχουσα χωρητικότητα, λόγω των περιορισμών της υπάρχουσας υποδομής και των επιλογών καυσίμων της Ευρώπης και προκλήσεις για το μέλλον όπως η γραφειοκρατία, η έλλειψη χρηματοδότησης, δεξιοτήτων και υλικών και η αντίθεση της κοινής γνώμης. 
      Πιο αναλυτικά, τα εμπόδια αυτά, όπως επισημαίνει η Deutsche Bank, είναι τα εξής:
      1. Υπάρχουσες υποδομές
      Το φυσικό αέριο αντιπροσωπεύει σχεδόν το ένα τέταρτο του συνολικού ενεργειακού εφοδιασμού της ΕΕ και τα ορυκτά καύσιμα συνολικά εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν περίπου τα τρία τέταρτα. Οι μεγαλύτεροι χρήστες δεν μπορούν εύκολα να υποκαταστήσουν το αέριο με άλλες πηγές, π.χ. το αέριο χρησιμοποιείται από τα μισά γερμανικά σπίτια για θέρμανση και από τη βιομηχανία (π.χ. χημικά και πετροχημικά, μέταλλα, χαρτί και τρόφιμα) και ως πρώτη ύλη για χημικά και πετροχημικά.
      2. Περιορισμένο LNG
      Το υγροποιημένο φυσικό αέριο είναι το πλησιέστερο υποκατάστατο του φυσικού αερίου. Η χωρητικότητα LNG της Ευρώπης έχει σχεδόν εξαντληθεί από τον Ιανουάριο. Η Γερμανία και η Ανατολική Ευρώπη στερούνται σε μεγάλο βαθμό την εξειδικευμένη υποδομή για την εισαγωγή και την επαναεριοποίηση LNG. Η Γερμανία έχει προγραμματίσει την κατασκευή πέντε πλωτών τερματικών σταθμών LNG, οι οποίοι θα καλύπτουν το 20% των τρεχουσών εισαγωγών φυσικού αερίου της, με τους τρεις πρώτους να αναμένεται να ξεκινήσουν να λειτουργούν στις αρχές του 2023. 
      Οι κύριοι εξαγωγείς προς την Ευρώπη είναι οι ΗΠΑ, το Κατάρ και η Ρωσία, με ποσοστό περίπου 20-25% η καθεμία. Χωρίς τη Ρωσία, οι εναλλακτικοί προμηθευτές χρειάζονται χρόνο για να ενισχύσουν τις εγκαταστάσεις υγροποίησης. Οι εξαγωγές LNG των ΗΠΑ στην Ευρώπη έχουν υπερδιπλασιαστεί από πέρυσι, αντιπροσωπεύοντας τα τρία τέταρτα των εξαγωγών LNG. Η Ευρώπη πρέπει να ανταγωνιστεί τους μεγαλύτερους εισαγωγείς LNG στον κόσμο, την Κίνα και την Ιαπωνία.

      3. Κακή χρονιά για άλλες πηγές
      Η χρήση φυσικού αερίου έχει αυξηθεί φέτος εν μέσω προκλήσεων για άλλες πηγές. Η πυρηνική παραγωγή της Γαλλίας αναμένεται να πέσει στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών δεκαετιών λόγω της συντήρησης στους μισούς παλιούς αντιδραστήρες της. Ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ενέργειας της Ευρώπης, έχει γίνει καθαρός εισαγωγέας. Η Γερμανία έχει καθυστερήσει τα μακροχρόνια σχέδιά της για σταδιακή κατάργηση των τριών τελευταίων πυρηνικών της εργοστασίων μέχρι το τέλος του έτους. Σε ό,τι αφορά τις υδροηλεκτρικές και υδάτινες μεταφορές, το πιο ζεστό καλοκαίρι της Ευρώπης προκάλεσε αύξηση της ζήτησης για ψύξη, μείωσε την υδροηλεκτρική ενέργεια και οδήγησε τον Ρήνο να πέσει σχεδόν σε χαμηλά επίπεδα-ρεκόρ, διακόπτοντας τη μεταφορά υλικών όπως ο άνθρακας. 

      4. Ελλιπείς υποδομές ΑΠΕ
      Γιατί δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε 100% ανανεώσιμες πηγές ενέργειας; Η παροχή αιολικής και ηλιακής ενέργειας είναι ασυνεπής, π.χ. στη Γερμανία παρέχουν από λιγότερο από 10% έως και 100% της ωριαίας ζήτησης ενέργειας, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Γιατί έχει σημασία αυτό; Η ηλεκτρική ενέργεια δεν μπορεί ακόμη να αποθηκευτεί σε κλίμακα και με χαμηλό κόστος, επομένως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν μπορούν να είναι η κύρια πηγή για την κάλυψη της ζήτησης. Η Γερμανία εξαρτάται από τον άνθρακα/λιγνίτη για το 34% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, μακράν η πιο εξαρτώμενη μεγάλη οικονομία. Θα χρειαστεί να αυξήσει το φυσικό αέριο, τώρα κατά 10%, για να γεφυρώσει το χάσμα. Επίσης, η διανομή της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές περιορίζεται από την υπάρχουσα υποδομή. 

      5. Μικρή η μείωση στην κατανάλωση ενέργειας
      Η συνολική χρήση ενέργειας στην Ευρώπη έχει αλλάξει ελάχιστα τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς η βελτιωμένη απόδοση αντισταθμίστηκε από τη μεγαλύτερη κατανάλωση σε τομείς όπως η υπερβολική θέρμανση και ψύξη. Οι πολιτικές της δεκαετίας του 1970 περιλάμβαναν δελτίο για τα νοικοκυριά και τη βιομηχανία. Αυτή τη φορά η πολιτική επικεντρώνεται στη μείωση των νομισματικών απωλειών αντί στη μείωση της ζήτησης. 
      Η βιομηχανία μείωσε την κατανάλωση το καλοκαίρι, π.χ. 20% στη Γερμανία, εν μέσω πτώσης της ζήτησης. Τα νοικοκυριά έχουν κάνει μόνο μέτριες, προσαρμοσμένες στις καιρικές συνθήκες, περικοπές στην κατανάλωση φέτος και τα περιθώρια για χειμερινές περικοπές είναι περιορισμένα. 
      6. Χρηματοδότηση
      Οι τερματικοί σταθμοί LNG, οι εγκαταστάσεις επαναεριοποίησης και τα έργα δικτύων διανομής είναι ακριβά και ευαίσθητα στα επιτόκια, όπως είναι τα ομόλογα. Οι αποδόσεις αυξάνονται, η οικονομική δραστηριότητα επιβραδύνεται και οι χώρες πιέζουν τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, γεγονός που μπορεί να περιορίσει τις ταμειακές ροές για τις απαραίτητες επενδύσεις. 
      Η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια έως το 2050 θα κόστιζε 5,3 τρισεκατομμύρια δολάρια (πηγή: BloombergNEF). Αυτή η δαπάνη θα γίνει εκ των προτέρων, καθώς οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν υψηλό αρχικό πάγιο κόστος και χαμηλότερο λειτουργικό κόστος αργότερα. Στη Γερμανία, σχεδόν 200 GW νέων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στοχεύονται μέχρι το 2030, που σημαίνει ότι θα χρειαζόταν 25-30 GW χωρητικότητας φυσικού αερίου για την αντιμετώπιση των ελλείψεων.
      7. Γραφειοκρατία
      Οι μακροχρόνιες, πολύπλοκες και αδιαφανείς διοικητικές διαδικασίες, εμποδίζουν την ανάπτυξη ενεργειακών έργων. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας συχνά δεν ενσωματώνονται στον χωροταξικό και περιβαλλοντικό σχεδιασμό. Υπάρχουν επίσης ζητήματα πολιτικής, δομής της αγοράς και πρόσβασης στο δίκτυο, καθώς και τελωνειακές καθυστερήσεις για εισαγωγές υλικών όπως ηλιακά πάνελ. 
      Πάντως, πολλά από τα σχέδια της ΕΕ αφορούν τη μείωση της γραφειοκρατίας και τη δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής αγοράς. Επίσης, ο νέος νόμος για αιολική ενέργεια της Γερμανίας, που ψηφίστηκε τον Ιούλιο, εστιάζει στην επιτάχυνση των διαδικασιών σχεδιασμού και έγκρισης. Στοχεύει στη δημιουργία δεσμευτικών στόχων χρήσης γης και στην αύξηση της διαθέσιμης έκτασης στο 2% της γης. 
      8. Ελλείψεις σε μέταλλα και Σπάνιες Γαίες
      Οι τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα έχουν μεγαλύτερη ένταση μετάλλων από τις παραδοσιακές τεχνολογίες. Η εξάρτηση της Ευρώπης θα μετατοπιστεί από τα ορυκτά καύσιμα σε μέταλλα και Σπάνιες Γαίες (REE) που συγκεντρώνονται σε λίγα μόνο έθνη. Η Κίνα αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ήμισυ της παγκόσμιας αγοράς βαναδίου, γραφίτη και αλουμινίου. Η Αυστραλία κυριαρχεί στο λίθιο. και το Κονγκό στο κοβάλτιο. 
      Γιατί ο χαλκός είναι ιδιαίτερα σημαντικός; Ο χαλκός, όπου κυριαρχεί η Χιλή, είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την αιολική και ηλιακή ενέργεια, ενώ ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο περιέχει διπλάσιο χαλκό από ένα συμβατικό. Τα ορυχεία σήμερα είναι κοντά στην εξάντληση. Η παγκόσμια ζήτηση για χαλκό είναι σχεδόν διπλάσια της προσφοράς, για νικέλιο είναι τριπλάσια και για βανάδιο, κοβάλτιο και γραφίτη είναι περίπου πέντε φορές.

      9. Έλλειψη δεξιοτήτων
      Η τεχνογνωσία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας συγκεντρώνεται σε λίγες εταιρείες και η εγκατάσταση απαιτεί εργατικό δυναμικό. Το BloombergNEF εκτιμά ότι η Ευρώπη είχε εισαγάγει ένα τρίτο περισσότερα ηλιακά πάνελ από την Κίνα έως τον Ιούλιο απ' όσα θα μπορεί να εγκαταστήσει όλο το χρόνο, λόγω ανεπαρκούς εργατικού δυναμικού. 
      Η Ευρώπη θα πρέπει να διαχειριστεί μια μετάβαση στην απασχόληση για πολλούς από τους 7,5 εκατομμύρια εργαζομένους της στην ενέργεια, ή το 2,4% της απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων 700.000 που προμηθεύουν άνθρακα, πετρέλαιο και φυσικό αέριο και 1,4 εκατομμύρια που εργάζονται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ξεχωριστά στοιχεία δείχνουν ότι 1,3 εκατομμύρια άνθρωποι απασχολούνταν στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην ΕΕ το 2020. 
      Επίσης, για να αναπτύξει την πυρηνική της ικανότητα και να διαφοροποιηθεί μακριά από τη Ρωσία, η Ευρώπη μπορεί να χρειαστεί να στραφεί σε υπερπόντιους παραγωγούς συμπεριλαμβανομένης της Κίνας ως έναν από τους κορυφαίους παίκτες στις πυρηνικές τεχνολογίες.

      10. Aντίθεση της κοινής γνώμης 
      Πάνω από το 85% των πολιτών της ΕΕ δηλώνουν ότι υποστηρίζουν φιλόδοξους στόχους για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και θα υποστήριζαν νέα έργα αιολικής και ηλιακής ενέργειας κοντά στον τόπο διαμονής τους. Ωστόσο, στην πράξη, η αντίθεση της κοινής γνώμης στις ανεμογεννήτριες και τα εκτεταμένα ηλιακά πάρκα είναι ένα από τα κύρια εμπόδια στην επέκταση σε μια ήπειρο με περιορισμένη διαθεσιμότητα γης. Οι περιβαλλοντικές ανησυχίες έχουν επιβραδύνει δραματικά τις γερμανικές εγκαταστάσεις. 
      Είναι το σχιστολιθικό αέριο μια επιλογή; Η Ευρώπη εκτιμάται ότι έχει μεγαλύτερα αποθέματα σχιστολιθικού φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ, κυρίως στην Πολωνία και τη Γαλλία. Αλλά δεν έχει εμπορική παραγωγή, λόγω της υψηλότερης πυκνότητας πληθυσμού, των κανονισμών και της αντίθεσης του κοινού στο fracking - την ίδια διαδικασία που χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ για την εξαγωγή του φυσικού αερίου που πωλούν στην Ευρώπη. 
      Επίσης, το αποθηκευόμενο "πράσινο υδρογόνο" είναι κάτι που δεν μπορεί να αποτελέσει λύση, καθώς δεν υπάρχει αρκετή χωρητικότητα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για την παραγωγή της απαιτούμενης ποσότητας, ενώ υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με το πόσο εύκολα μπορούν να τοποθετηθούν οι αγωγοί για να το μεταφέρουν.
    18. Αρθρογραφία

      Engineer

      Ο νέος νόμος 5092/2024 για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας στις παραθαλάσσιες περιοχές άπτεται σημαντικών θεμάτων που σχετίζονται με την παραχώρηση των αιγιαλών, όπως η οριοθέτησή τους, οι διαγωνισμοί για την παραχώρησή τους, οι υποχρεώσεις των παραχωρησιούχων και η αντιμετώπιση των παραβάσεων.  
      Στοχεύοντας στη μεγαλύτερη διαφάνεια των διαγωνισμών παραχώρησης μέσω κεντρικής ηλεκτρονικής διαδικασίας και την υψηλότερη αποτελεσματικότητα των ελέγχων μέσω της αξιοποίησης της σύγχρονης τεχνολογίας σε συνδυασμό με την αυστηροποίηση των ποινών, προσπαθεί να αντιμετωπίσει διαχρονικές παθογένειες. Από την άλλη, όμως, έχει προκαλέσει έντονη κριτική από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, κυρίως αναφορικά με την οριοθέτηση του αιγιαλού.
      Οριοθέτηση του αιγιαλού και απάτητες παραλίες
      Η οριοθέτηση του αιγιαλού αποτελεί ένα εξαιρετικά κρίσιμο θέμα, το οποίο επηρεάζει απόλυτα τη δόμηση στην περιοχή και ειδικότερα την απόσταση από την οριογραμμή, όπου αυτή επιτρέπεται.
      Η προϋφιστάμενη διάταξη (άρθρο 1 παρ. 2 εδ. β’ ν. 2971/2001) για ελάχιστο πλάτος 30 μέτρων από την οριογραμμή του αιγιαλού που συνιστά αδόμητη ζώνη καταργείται (άρθρο 3) με την αιτιολογία ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν επιφέρει κάποιο προστατευτικό αποτέλεσμα, ιδίως με δεδομένη την ποικιλομορφία του παραλιακού μετώπου της χώρας. Ωστόσο, αν και καταργείται το κατώτατο όριο των 30 μέτρων, δεν καταργείται το ανώτατο όριο των 50 μέτρων από την οριογραμμή του αιγιαλού, πράγμα που σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση επιτρέπεται η δόμηση στα 50 μέτρα ανεξάρτητα από τυχόν ιδιαιτερότητες της εκάστοτε παραλίας. 
      Το άρθρο 5 περιγράφει αναλυτικά τη διαδικασία οριοθέτησης του αιγιαλού, τονίζοντας ότι λαμβάνονται υπόψη οι φυσικές και λοιπές ενδείξεις που επηρεάζουν το πλάτος του αιγιαλού και της παραλίας, όπως για παράδειγμα η γεωμορφολογία του εδάφους, οι παράκτιοι πόροι και η ύπαρξη νομίμως υφιστάμενων τεχνικών έργων στην περιοχή. Επιπλέον, διατυπώνονται και ειδικότερες προβλέψεις για την οριογραμμή παραλίας ανά περίπτωση, όπως η ύπαρξη σχεδίου πόλης, παραδοσιακοί οικισμοί,  πόλη ή οικισμός που προϋφίστανται του 1923 ή με πληθυσμό κατά των 2.000 κατοίκων.
      Ο καθορισμός γίνεται από επιτροπή, η οποία συγκροτείται σε επίπεδο περιφερειακής ενότητας με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, ενώ προβλέπεται και η συγκρότηση δευτεροβάθμιας επιτροπής, στην οποία υποβάλλεται ενδικοφανής προσφυγή και κατά της οποίας παρέχεται η δυνατότητα άσκησης αίτησης ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
      Η όσο το δυνατόν ευρύτερη δυνατότητα ελέγχου της οριοθέτησης του αιγιαλού συμπληρώνεται και με τους απαιτούμενους όρους δημοσιότητας (δημοσίευση σε ΦΕΚ, μόνιμη ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, τοιχοκόλληση στις αποκεντρωμένες διοικήσεις). Επιπλέον, η καταγραφή του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού γίνεται σε ορθοφωτογραφικά υπόβαθρα τηρούμενα στο Ελληνικό Κτηματολόγιο.
      Ενδιαφέρον έχουν και οι διατάξεις των άρθρων 4 και 22, όπου για πρώτη φορά καθιερώνεται η έννοια των απάτητων παραλιών. Πρόκειται για αιγιαλούς και παραλίες ιδιαίτερης αισθητικής, γεωμορφολογικής ή οικολογικής αξίας σε περιοχές Natura 2000, όπου απαγορεύονται η παραχώρηση απλής χρήσης, η οποία ορίζεται ως "κάθε χρήση, από την οποία δεν παραβιάζεται ο προορισμός του αιγιαλού και της παραλίας ως κοινόχρηστων πραγμάτων και δεν επέρχεται αλλοίωση στη φυσική μορφολογία τους και τα βιοτικά στοιχεία τους", και εν γένει όλες οι δραστηριότητες οι οποίες μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τη μορφολογία  και την ακεραιότητά τους από οικολογικής άποψης. Μάλιστα, βάσει της αιτιολογικής έκθεσης η απαγόρευση θα περιλαμβάνει και την τοποθέτηση κινητών στοιχείων στις απάτητες παραλίες (όπως ομπρελών, ξαπλωστρών κλπ). 
      Παρόλη τη θέσπιση των απάτητων παραλιών αλλά και την έμφαση στον καθορισμό του αιγιαλού με αδιάβλητα κριτήρια και ανεξάρτητη διαδικασία, η διάταξη για την κατάργηση του ελάχιστου ορίου προστασίας των 30 μέτρων παραλίας οδήγησε στις αντιδράσεις γνωστών περιβαλλοντικών οργανώσεων, όπως η WWF Ελλάς, η Greenpeace και η Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης.
      Η διαδικασία της παραχώρησης
      Η παραχώρηση τμημάτων αιγιαλού και της παραλίας βρίσκεται στο επίκεντρο της τουριστικής αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, όμως έχει απασχολήσει στο παρελθόν ουκ ολίγες φορές τις αρχές και την κοινή γνώμη με τις συχνές και ευρείες παραβάσεις των παραχωρησιούχων. Υπό αυτό το πρίσμα, στόχος του νέου νόμου είναι να εκσυγχρονιστεί η διαδικασία δημοπράτησης αλλά και να τεθούν συγκεκριμένα όρια για την κάλυψη του αξιοποιούμενου τμήματος.
      Σύμφωνα με το άρθρο 9 του νέου νόμου, ο ορισμός των τμημάτων του αιγιαλού και της παραλίας όπου επιτρέπεται η παραχώρηση απλής χρήσης κατόπιν πλειοδοτικής δημοπρασίας θα γίνεται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών έως την 15η Ιανουαρίου κάθε έτους μετά από γνώμη των οικείων δήμων που διατυπώνεται έως την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους και σχετική εισήγηση της Κτηματικής Υπηρεσίας έως την 1η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Γίνεται σαφές, επομένως, ότι ο βασικός άξονας είναι η αρκετά έγκαιρη ολοκλήρωση της διαδικασίας από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, ώστε να περιοριστούν και μελλοντικά προβλήματα.
      Για να αποφευχθούν ζητήματα υπερβολικής κάλυψης της παραλίας, όπου δεν θα παρέχεται η δυνατότητα στους λουόμενους να αξιοποιήσουν το ελεύθερο μέρος της, εισάγονται από τον νόμο συγκεκριμένες προστατευτικές διατάξεις. Συγκεκριμένα, το ανώτατο εμβαδόν παραχώρησης ορίζεται στα 500 τ.μ. και σε κάθε περίπτωση απαγορεύεται η κάλυψη άνω του 50% του εμβαδού ή του μήκους του μετώπου του διακριτού τμήματος. Επιπλέον, είναι απαραίτητη η απόσταση 6 μέτρων μεταξύ των τμημάτων που παραχωρούνται, ενώ επιβάλλεται και απαγόρευση παραχώρησης αιγιαλού και παραλίας όταν το μήκος ή το πλάτος είναι μικρότερο των 4 μέτρων ή όταν το συνολικό εμβαδόν του αιγιαλού είναι μικρότερο των 150 τ.μ. 
      Αναφορικά με την πλειοδοτική δημοπρασία για την παραχώρηση απλής χρήσης, στο επίκεντρο των ρυθμίσεων του νέου νόμου βρίσκεται το Πληροφοριακό Σύστημα "Μητρώο Συμβάσεων Παραχώρησης Απλής Χρήσης Αιγιαλού και Παραλίας", έτσι ώστε να επιτυγχάνεται κεντρική εκτέλεση των διαγωνισμών παραχώρησης με διαφανή και σύγχρονη ηλεκτρονική διαδικασία. Στο εν λόγω σύστημα θα υπάρχουν όλα τα δεδομένα σχετικά με τις δημοπρασίες, τις παραχωρήσεις απλής χρήσης τμημάτων αιγιαλών και παραλιών, καθώς και δεδομένα σχετικά με αυτοψίες, καταγγελίες, αλλά και φωτογραφικό υλικό για τη διενέργεια ελέγχων. Έτσι, η δημοπράτηση θα ολοκληρώνεται ευκολότερα και γρηγορότερα, ενώ ταυτόχρονα θα είναι πιο αποτελεσματική η παρακολούθηση της συμμόρφωσης των παραχωρησιούχων με τους όρους των συμβάσεων.  
      Σύμφωνα με το άρθρο 10, η ηλεκτρονική διενέργεια των διαγωνισμών γίνεται μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε έτους από την Κτηματική Υπηρεσία. Επομένως, πλέον, η εκτέλεση γίνεται κεντρικά και όχι από τους δήμους, όπως συνέβαινε με το προϋφιστάμενο καθεστώς. Το πληροφοριακό σύστημα συλλέγει πληροφορίες για τις αντικειμενικές αξίες των όμορων ακινήτων και παράγει τη διακήρυξη του διαγωνισμού, η οποία αναρτάται τουλάχιστον 20 ημέρες πριν τη διεξαγωγή της δημοπρασίας στην εν λόγω πλατφόρμα. Η τιμή πρώτης προσφοράς εξάγεται αυτόματα βάσει του προβλεπόμενου στο άρθρο 10 παρ. 5 μαθηματικού τύπου.
      Υποχρεώσεις παραχωρησιούχων και δήμων
      Το άρθρο 8 θεσπίζει ελάχιστες υποχρεώσεις των παραχωρησιούχων που στοχεύουν στην απρόσκοπτη πρόσβαση του κοινού στην παραλία καθώς και στη διευκόλυνση των καταγγελιών. Καινοτόμο ρύθμιση αποτελεί η υποχρέωση του παραχωρησιούχου για ανάρτηση πινακίδας με σκοπό την πρόσβαση του κοινού στο σύστημα ηλεκτρονικών καταγγελιών. 
      Οι υποχρεώσεις του παραχωρησιούχου μετά τη λήξη της σύμβασης ορίζονται στο άρθρο 13, σύμφωνα με το οποίο πρέπει να αφαιρούνται από τον αιγιαλό τα κινητά στοιχεία που τοποθετήθηκαν για τους σκοπούς της παραχώρησης και ο χώρος να παραδίδεται καθαρός από κάθε είδους ρύπο.
      Εφόσον ο παραχωρησιούχος δεν συμμορφώνεται με τις εν λόγω υποχρεώσεις που πηγάζουν εκ του νόμου αλλά και τις συμβατικές του υποχρεώσεις, η σύμβαση μπορεί να καταγγελθεί αζημίως από τον παραχωρούντα φορέα.
      Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διάταξη του άρθρου 8 ότι οι συμβάσεις παραχώρησης είναι προσωποπαγείς και συνεπώς δεν μπορούν να μεταβιβαστούν. Η επαναφορά αυτής της πρόβλεψης αποτρέπει το εμπόριο που είχε δημιουργηθεί, κυρίως στις δημοφιλείς παραλίες, εξασφαλίζοντας κατά το δυνατόν τη μη εμπορευματοποίηση της παράκτιας ζώνης και την τήρηση των υποχρεώσεων των παραχωρησιούχων. 
      Στο άρθρο 14 του νόμου αναφέρονται και οι υποχρεώσεις των δήμων ως προς τους αιγιαλούς και τις παραλίες της χωρικής τους αρμοδιότητας. Τέτοιες υποχρεώσεις αφορούν την καθαριότητα, την ανάρτηση σχεδίου όπου φαίνονται οι παραχωρήσεις, την ενημέρωση της αστυνομίας σε περίπτωση διαπίστωσης καταπατήσεων των κοινόχρηστων χώρων, την πρόσληψη ναυαγοσωστών και την άσκηση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων τους. Η απαρίθμηση των υποχρεώσεων των δήμων αναδεικνύει το γεγονός ότι ο ρόλος τους είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την προστασία του περιβάλλοντος, την ασφάλεια των λουομένων και των εργαζομένων και γενικά για την τήρηση της νομιμότητας στους αιγιαλούς και τις παραλίες.  
      Καταγγελίες και κυρώσεις
      Η διευκόλυνση των καταγγελιών εκ μέρους του κοινού και η αυστηροποίηση των κυρώσεων για τις παραβάσεις των παραχωρησιούχων αποτελούν χαρακτηριστικά των διατάξεων του ν. 5092/2024, έτσι ώστε να καταπολεμηθούν αποτελεσματικά τα ουκ ολίγα περιστατικά που είχαν παρατηρηθεί τα προηγούμενα έτη με καταπάτηση μεγαλύτερης επιφάνειας του αιγιαλού και την παρεμπόδιση του κοινού στην πρόσβασή του στην παραλία. 
      Το άρθρο 16 παρέχει τη δυνατότητα ηλεκτρονικών καταγγελιών από το κοινό μέσω της χρήσης ηλεκτρονικών μέσων, ιδίως με χρήση QR – code, ο οποίος βρίσκεται στην πινακίδα σήμανσης του αιγιαλού ή της παραλίας. Κατά συνέπεια, οποιοσδήποτε διαπιστώνει παράβαση σε μια συγκεκριμένη παραλία, θα μπορεί να σκανάρει με το κινητό του τον κωδικό και να αποστέλλει την καταγγελία στις αρμόδιες αρχές. Πέρα από την προφανή απλοποίηση της διαδικασίας για τον καταγγέλλοντα, η χρήση ηλεκτρονικών μέσων διευκολύνει και τις αρχές, καθώς τίθεται υπόψη τους αποδεικτικό υλικό το οποίο προκύπτει σε πραγματικό χρόνο.
      Αρμόδιες αρχές για τη διενέργεια ελέγχων τήρησης της νομιμότητας καθίστανται, σύμφωνα με το άρθρο 17, η Κτηματική Υπηρεσία, οι δήμοι, οι ελεγκτικές υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε., η Οικονομική Αστυνομία και το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Προκειμένου τα ανωτέρω όργανα να δρουν αποτελεσματικά, χωρίς να διακυβεύεται η ασφάλεια των ιδίων και των λουόμενων, θα συνεπικουρούνται από την Ελληνική Αστυνομία, ενώ για τον έλεγχο των παραλιών θα χρησιμοποιούνται drones ή δορυφόροι.  
      Αναφορικά με τις διοικητικές και ποινικές κυρώσεις (άρθρα 18-20), αυτές κλιμακώνονται ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης. Τα κυριότερα διοικητικά μέτρα είναι:
      - Έκδοση πράξης άμεσης απομάκρυνσης (εντός 48 ωρών) από την Κτηματική Υπηρεσία σε περίπτωση κατάληψης αιγιαλού και παραλίας χωρίς τη σύναψη σύμβασης παραχώρησης ή καθ’ υπέρβαση της σύμβασης παραχώρησης.  
       - Σε περιπτώσεις αυθαίρετης κατάληψης επιβάλλεται σφράγιση και διακοπή λειτουργίας της επιχείρησης στον χώρο που έχει καταληφθεί και εντός 24 ωρών από την κοινοποίηση της διαταγής ο χώρος σφραγίζεται με ταινία, τοποθετείται σχετική πινακίδα που αναφέρει τη σφράγιση και τον λόγο και την απαγόρευση εισόδου.  
      - Κατεδάφιση των παράνομων έργων με πρωτόκολλο της Κτηματικής Υπηρεσίας, το οποίο κοινοποιείται βάσει του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας στον φερόμενο κύριο ή νομέα ή κάτοχο ή κατασκευαστή αυτών, ο οποίος, μέσα σε 30 ημέρες από την κοινοποίηση, κατεδαφίζει τα κτίσματα και αίρει τα πάσης φύσεως κατασκευάσματα, εξαιρουμένων όσων εμπίπτουν στη νομοθεσία για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς και όσων έχουν ήδη κηρυχθεί προστατευόμενα ή διατηρητέα με απόφαση αρμόδιας αρχής. 
      Επιπλέον, επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις στους παραβάτες από την Κτηματική Υπηρεσία, με τα πρόστιμα να ποικίλουν ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης. Μάλιστα, για πρώτη φορά καθιερώνονται πρόστιμα για παρεμπόδιση της ελεύθερης πρόσβασης του κοινού στη θάλασσα, τον αιγιαλό και την παραλία, από 2.000 έως 60.000€.  
      Οι ποινικές κυρώσεις περιλαμβάνουν τη φυλάκιση τουλάχιστον 1 έτους και χρηματική ποινή για μεταβολή χωρίς άδεια ή καθ’ υπέρβαση αυτής ή με άδεια που εκδόθηκε παράνομα,. Αν η μεταβολή προκαλεί σημαντική οικολογική, περιβαλλοντική ή γεωμορφολογική διατάραξη ή βλάβη, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 2 ετών και χρηματική ποινή. 
      Ο κ. Παναγιώτης Κορδώνης είναι Δικηγόρος, Ανώτερος Συνεργάτης Δικηγορικής Εταιρείας Your Legal Partners
    19. Αρθρογραφία

      Engineer

      Η δυναμική του κατασκευαστικού κλάδου στην Ελλάδα διατηρήθηκε και το 2023, γεγονός που αποτυπώνεται στην εξέλιξη δεικτών οικονομικής συγκυρίας, όπως το παραγόμενο προϊόν του κλάδου, οι επενδύσεις και η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα. Η υιοθέτηση πρακτικών βιωσιμότητας στην κατασκευή ενός οικιστικού ακινήτου σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις αποτελεί βασικό κριτήριο για τις επενδύσεις στον κατασκευαστικό κλάδο καθώς συνυπολογίζεται εξίσου σημαντικά στην αξία μιας κατοικίας όπως η τοποθεσία. Σε μια εποχή μάλιστα όπου η δυναμική του κατασκευαστικού κλάδου στην Ελλάδα διατηρήθηκε και το 2023, γεγονός που αποτυπώνεται στην εξέλιξη διαφόρων δεικτών οικονομικής συγκυρίας, όπως το παραγόμενο προϊόν του κλάδου, οι επενδύσεις και η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα.
      Ποιες όμως είναι οι αλλαγές της υιοθέτησης πρακτικών βιωσιμότητας στον κατασκευαστικό κλάδο και ειδικότερα στον κλάδο οικιστικών ακινήτων; Η ΕΕ ανακοίνωσε πρόσφατα την υποχρέωση ανακαίνισης για ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων μεταξύ 2028-2032, κάτι το οποίο για ιδιοκτήτες που θέλουν να πουλήσουν ή ενοικιάσουν το ακίνητό τους, δημιουργεί νέες υποχρεώσεις που θα οριστικοποιηθούν με την ενσωμάτωση της οδηγίας στην ελληνική νομοθεσία.
      Η «ενεργειακή» οδηγία, ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα όπου μεγάλο ποσοστό των παλαιών ακινήτων είναι κατασκευασμένα πριν από το 1980, έχει ιδιαίτερη σημασία. Τι αλλάζει με βάση τα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται για ένα υποψήφιο αγοραστή αλλά και υποψήφιο πωλητή ενός οικιστικού ακινήτου, σε σχέση με μια δεκαετία πριν;
      «Σε κατασκευαστικό επίπεδο, οι αλλαγές που προέκυψαν στις προδιαγραφές των κτιρίων από το 2020 και μετά, έναντι των προηγούμενων ετών, είναι χαοτικές», αναφέρει στο ΑΠΕ/ΜΠΕ ο Ιωσήφ Αραμπατζής CEO και Owner της κατασκευαστικής εταιρείας ΕΠΙΚΥΚΛΟΣ. «Έχουν συμβεί αλλαγές εκ θεμελίων, από τη χρήση υδατοστεγούς σκυροδέματος μέχρι τα κελύφη και τα μηχανολογικά των κτιρίων. Επιπλέον λόγω της έλλειψης εργατικού δυναμικού, εκτιμάται ότι θα ακολουθήσουν αυξήσεις στις τιμές των ακινήτων τα επόμενα χρόνια.
      'Αλλωστε είναι γεγονός ότι τα σύγχρονα ακίνητα στην Ελλάδα παραμένουν σε πολύ χαμηλότερες τιμές με αντίστοιχα των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών. Μια ακόμη σημαντική διαφορά που έχουμε διαπιστώσει σε σχέση με μια δεκαετία πριν, είναι η αξία που δίνεται πλέον στην αρχιτεκτονική, είτε πρόκειται για μία ανακαίνιση είτε για την κατασκευή μιας ολόκληρης πολυκατοικίας, που παλαιότερα ήταν πολύ μικρή έως και μηδενική. Ο ρόλος του αρχιτέκτονα σήμερα είναι καταλυτικός, ακόμη και στην ανακαίνιση επιμέρους δωματίων, όπως της κουζίνας ή του μπάνιου ενός ακινήτου. Ως κατασκευαστική εταιρεία ήδη από το 2009 επενδύσαμε στην αρχιτεκτονική τόσο με τη σύσταση εσωτερικής ομάδας, όσο και με εξωτερικές συνεργασίες με μεγάλα αρχιτεκτονικά γραφεία», αναφέρει.
      Οι τάσεις στην χώρα μας σήμερα σε κατασκευαστικό επίπεδο
      Τα νέα αυτά δεδομένα εκτός από τις επιπτώσεις που έχουν στη ζήτηση και προσφορά των οικιστικών ακινήτων αλλάζουν ριζικά και τον κατασκευαστικό κλάδο και στην αγορά ακινήτων. Επηρεάζουν όχι μόνον την κατασκευή των νέων κατοικιών αλλά και το υπάρχον τεράστιο απόθεμα των κατοικιών που υπάρχει στην χώρα μας, Αναλυτικότερα, οι τάσεις που διαμορφώνονται σύμφωνα και με τον κ.Αραμπατζή είναι:
      Η εικόνα της αγοράς αλλάζει σχεδόν κάθε εξάμηνο. Τα τελευταία 2-3 εξάμηνα, παρατηρείται ότι η ελληνική οικογένεια, στην προσπάθειά της να αποκτήσει ένα νέο σύγχρονο σπίτι, προβαίνει σε εκπτώσεις ως προς τις ανάγκες της. Τα υψηλά επιτόκια και οι οικονομικοί περιορισμοί οδηγούν σε επιλογή διαμερισμάτων λιγότερων τετραγωνικών μέτρων. Επιπλέον το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων επιλέγει να μη δημιουργήσει μεγάλη οικογένεια, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να έχουν μεγαλύτερη ζήτηση κατοικίες των 50-60 τ.μ με ένα υπνοδωμάτιο, τα οποία αποτελούν πάντα μια ασφαλή επενδυτική ευκαιρία με πολύ καλή απόδοση. Η ζήτηση για πολυτελές (luxury) ακίνητο παρουσιάζει σταθερή άνοδο τα τελευταία χρόνια, έχοντας ένα σημαντικό κοινό αυτή την περίοδο στην Ελλάδα. Πλήθος Ελλήνων, αλλά και αγοραστές από τη Μέση Ανατολή, την Ευρώπη, την Αμερική και την Κίνα αποφασίζουν να επενδύσουν σε αυτή την κατηγορία, κυρίως λόγω της γεωγραφικής μας θέσης, αλλά και της συμφέρουσας τιμής των ακινήτων. Οι σοβαρές επενδύσεις σε επαγγελματικά κτίρια που γίνονται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Κατ' επέκταση αυτού, παρατηρείται η τάση για δημιουργία μικρών κοινοτήτων κατοικιών γύρω από τα μεγάλα επαγγελματικά κτίρια, ακόμα και σε μια μικρή αγορά όπως είναι η ελληνική. Περιοχές όπως το Μαρούσι δημιουργούν νέες συνθήκες με χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, των οποίων οι εργαζόμενοι επιλέγουν να κατοικήσουν σε κοντινή απόσταση από τον εργασιακό τους χώρο, προκειμένου να βελτιώσουν την καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής τους. Στο πλαίσιο αυτό το επόμενο έργο στην ΕΠΙΚΥΚΛΟΣ είναι η κατασκευή σύγχρονων και ευέλικτων κατοικιών, σε ένα εξαιρετικό οικόπεδο σε στρατηγικό σημείο του Αμαρουσίου, που αυτή τη στιγμή είναι στο στάδιο της αρχιτεκτονικής μελέτης. Οι μεγάλες αστικές αναπλάσεις, με επίκεντρο το Ελληνικό, αλλά και πολλά μεγάλα ξενοδοχεία που κατασκευάζονται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, θα καθορίσουν πολύ τις εξελίξεις στον κλάδο της κατασκευής και των ακινήτων. Οι τεράστιες ανάγκες για έμπειρο εργατικό δυναμικό, θα συμπαρασύρουν τις τιμές στο κόστος κατασκευής και κατ' επέκταση τις τιμές της αγοράς των ακινήτων, οι οποίες θα συνεχίσουν να αυξάνονται τουλάχιστον για τα επόμενα 5 χρόνια. Δίνει ως παράδειγμα την κατασκευή από ενός μεγάλου ξενοδοχειακού συγκροτήματος στην Πάρο, όπου η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η διαχείριση από την εταιρία με έξυπνο τρόπο της ζήτησης του επενδυτή, συγκρατώντας ταυτόχρονα χαμηλά το κόστος της κατασκευής, ώστε να υλοποιηθεί το έργο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, παραμένοντας μια σοβαρή επένδυση για τους ιδιοκτήτες.
    20. Αρθρογραφία

      Engineer

      Η έρευνα εκτιμά ότι έως το 2050, πάνω από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού θα ζει κάτω από δεκάδες χιλιάδες γερασμένα μεγάλα φράγματα. «Πρόκειται για ένα αναδυόμενο παγκόσμιο κίνδυνο».
      Πολλά από τα μεγάλα φράγματα νερού στη Γη γερνάνε πια και αποτελούνε ένα νέο παράγοντα κινδύνου, σύμφωνα με μία νέα μελέτη από το Ινστιτούτο για το Νερό, το Περιβάλλον και την Υγεία του Πανεπιστημίου των Ηνωμένων Εθνών. Τα περισσότερα από τα 58.700 μεγάλα υδροηλεκτρικά φράγματα ανά τον κόσμο, τα οποία έχουν κατασκευασθεί μεταξύ 1930 και 1970, σχεδιάστηκαν για να διαρκέσουν 50 έως 100 χρόνια, συνεπώς συνιστούν σταδιακά ένα αναδυόμενο καθόλου αμελητέο κίνδυνο, σύμφωνα με τους ερευνητές.
      Η έρευνα εκτιμά ότι έως το 2050, πάνω από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού θα ζει κάτω από δεκάδες χιλιάδες γερασμένα μεγάλα φράγματα. «Πρόκειται για ένα αναδυόμενο παγκόσμιο κίνδυνο, στον οποίο δεν έχουμε δώσει ακόμη προσοχή. Ο κίνδυνος από τα φράγματα μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο, δεκαετία με τη δεκαετία», προειδοποίησε ο διευθυντής του ινστιτούτου, Βλαντιμίρ Σμάκτιν. Όπως ανέφερε, «ένα μεγάλο τσιμεντένιο φράγμα 50 ετών, πιθανότατα θα αρχίσει να εμφανίζει σημάδια γήρανσης».
      Η «χρυσή» εποχή των φραγμάτων στην Ευρώπη και στις άλλες ανεπτυγμένες χώρες, ήταν στις δεκαετίες του 1960 και 1970. Επειδή έχει έκτοτε μειωθεί δραστικά ο αριθμός των νέων μεγάλων φραγμάτων που βρίσκονται υπό κατασκευή ή σχεδιασμό, το παγκόσμιο δυναμικό των φραγμάτων γερνάει συνεχώς. Χάρη στην έμφαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (αιολική, ηλιακή κ.ά.), πολλά από τα σχεδιαζόμενα φράγματα πιθανώς δεν θα κατασκευαστούν ποτέ, καθώς δεν αναμένεται να υπάρξει άλλη κατασκευαστική «επανάσταση» στα φράγματα.
      Αν ένα φράγμα έχει σχεδιαστεί καλά, έχει κατασκευαστεί σωστά και συντηρείται κανονικά, τότε μπορεί εύκολα να παραμείνει λειτουργικό για ένα τουλάχιστον αιώνα. Το πρόβλημα όμως είναι ότι αρκετά από τα μεγάλα φράγματα στον πλανήτη δεν πληρούν κάποια - ή κάποιες - από αυτές τις τρεις προϋποθέσεις. Δεκάδες έχουν υποστεί σημαντικές ζημιές ή και κατάρρευση κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, από τις ΗΠΑ μέχρι την Ινδία, τη Βραζιλία και το Αφγανιστάν.
      Ο αριθμός των προβληματικών φραγμάτων αυξάνεται κάθε χρόνο και ο κίνδυνος επιτείνεται λόγω της κλιματικής αλλαγής, η οποία έχει κάνει πιο συχνές τις καταρρακτώδεις βροχοπτώσεις και τις πλημμύρες, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος υπερχείλισης των φραγμάτων, αλλά και διάβρωσης τους. Εκτός από τον κίνδυνο για τους πληθυσμούς στα κατάντη των υδροηλεκτρικών φραγμάτων, τα τελευταία γίνονται λιγότερο αποτελεσματικά και στην παραγωγή ηλεκτρισμού. 
      Η μελέτη, αν και θεωρεί σπάνια μια μεγάλης κλίμακας καταστροφή σε ένα φράγμα, επισημαίνει την πρόκληση να αυξηθούν οι προσπάθειες συντήρησης των φραγμάτων (που εκ των πραγμάτων γίνονται μια ολοένα πιο δαπανηρή διαδικασία) και παράλληλα να τεθούν εκτός λειτουργίας μια σειρά από φράγματα που κρίνονται πλέον μη ασφαλή ή δυσλειτουργικά - ένα φαινόμενο που κερδίζει έδαφος στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Όμως μέχρι σήμερα, λίγα μεγάλα φράγματα έχουν πάρει «σύνταξη», συνεπώς δεν υπάρχει αρκετή σχετική τεχνογνωσία. Ο «παροπλισμός» ακόμη κι ενός μικρομεσαίου φράγματος, απαιτεί εργασίες ετών, αν όχι δεκαετιών.
      Στην Ινδία, 64 μεγάλα φράγματα θα έχουν ηλικία τουλάχιστον 150 ετών το 2050. Στη Βόρεια Αμερική και στην Ασία υπάρχουν ήδη περίπου 2.300 εν λειτουργία φράγματα που έχουν ηλικία άνω των 100 ετών και 16.000 που είναι 50 έως 100 ετών. Στην Ευρώπη, εκτιμάται ότι περίπου ένα στα δέκα μεγάλα φράγματα έχει ηλικία πάνω από ένα αιώνα.
      Παγκοσμίως εκτιμάται ότι 7.000 έως 8.300 κυβικά χιλιόμετρα νερού βρίσκονται παγιδευμένα πίσω από μεγάλα φράγματα, αρκετά για να σκεπάσουν σχεδόν όλο τον Καναδά κάτω από ένα μέτρο νερού. Σχεδόν το 50% της παγκόσμιας ροής των ποταμών εμποδίζεται από φράγματα, κάτι που δημιουργεί αυξανόμενες περιβαλλοντικές και κοινωνικές ανησυχίες, πέρα από εκείνες για την ασφάλεια.
      Το 93% των μεγάλων φραγμάτων (τέτοια θεωρούνται όσα έχουν ύψος τουλάχιστον 15 μέτρων ή όγκο νερού τουλάχιστον τρία εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού) βρίσκονται σε μόνο 25 χώρες, με την «πρωταθλήτρια» Κίνα να διαθέτει το 40% του συνόλου (σχεδόν 24.000). Πάνω από τα μισά φράγματα του κόσμου (το 55% ή συνολικά 32.716) βρίσκονται σε μόνο τέσσερις χώρες της Ασίας: Κίνα, Ινδία, Ιαπωνία και Ν.Κορέα. 
      Η μελέτη του UN University εδώ: https://inweh.unu.edu/ageing-water-storage-infrastructure-an-emerging-global-risk/
    21. Αρθρογραφία

      Engineer

      Περίληψη. Το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον για την πτύχωση αναζωπυρώθηκε με τη δημοσίευση του σημαντικού βιβλίου τού Gilles Deleuze, Η πτύχωση. Ο Leibniz και το μπαρόκ, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 στο Παρίσι. Η πτύχωση είναι μια πολιτιστική παράμετρος που απαντάται σε πολλές περιόδους της ιστορίας, αλλά κατά βάση κατατάγεται στο μπαρόκ. Διότι στο μπαρόκ η πτύχωση τείνει προς την απεριόριστη συμπερίληψη, αναπαριστά τη συνεχή κίνηση, και συνεχώς επίσης αναφέρεται σε άλλες πτυχώσεις. Ο Matthew Krissel θεωρεί ότι η πτύχωση είναι μια διαφοροποιούσα αρχή στην αρχιτεκτονική και ουσιαστικά συνεπάγεται μια συνεχώς εξελισσόμενη αρχιτεκτονική, όπως τα λογισμικά των υπολογιστών, που αντιβαίνει στην κλασική αρχή της firmitas, της σταθερότητας ή της στατικότητας.
      Πολλά παραδείγματα μπορούν να δοθούν από μια τέτοια συνεχώς εξελισσόμενη αρχιτεκτονική: η αρχιτεκτονική του εικονοκυττάρου του Stephen Perella εξερευνά τη μορφοπλαστική διατύπωση χωρίς αναφορά στη λειτουργία, στατικότητα και άλλες ουσιώδεις αρχές της αρχιτεκτονικής. Έπειτα, η διάσημη υγρή αρχιτεκτονική του Marcos Novak, και η ακριβής, ανακριβής και επακριβής αρχιτεκτονική δημιουργία του Greg Lynn, όπως συνδέεται με τον άμορφο σχεδιασμό και συντελείται μέσα από διαδικασίες πληροφορικής φύσης, είναι επίσης παρόμοια παραδείγματα συνεχώς εξελισσόμενης αρχιτεκτονικής.
      Η αρχιτεκτονική αυτή δεν αποζητά πλέον τη σταθερότητα, αλλά τη συνεχή εναλλαγή και κίνηση διαμέσου περίπλοκων διαδικασιών πληροφορικής φύσης, και γι' αυτό δίνει την εντύπωση ότι έχει πλέον απολέσει οποιαδήποτε έννοια ανθρωπισμού. Η πτύχωση, ωστόσο, δίνει τη δυνατότητα να επαναφέρουμε την ανθρωπιστική διάσταση της αρχιτεκτονικής, την ίδια στιγμή που θεμελιώνουμε θεωρητικά εξελίξεις στον σχεδιασμό, οι οποίες προκύπτουν από την ψηφιακή τεχνολογία που στην εποχή μας κυριαρχεί στην αρχιτεκτονική πράξη και σκέψη. Το διακύβευμα της πτύχωσης είναι η εγγενής ηθική του αειφόρου σχεδιασμού, όπως προκύπτει από την ανάγνωση και χρήση της πτύχωσης από τον Luke Feast.    
      Δρ Κωνσταντίνος Β. Πρώιμος, Διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Κριτικός Τέχνης κι Επιμελητής Εκθέσεων, Χανιά Κρήτης, Ελλάδα
      Λέξεις κλειδιά: Deleuze, πτύχωση, ψηφιακή αρχιτεκτονική, firmitas, ηθική του αειφόρου σχεδιασμού
      Τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει διαπιστωθεί ένα αυξημένο ενδιαφέρον από τους αρχιτέκτονες για την έννοια της πτύχωσης, όπως αυτή αναπτύχθηκε στο σημαδιακό βιβλίο του Gilles Deleuze, Η πτύχωση. Ο Leibniz και το μπαρόκ, το οποίο δημοσιεύτηκε στη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του 1980¹. Αυτό το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον για την πτύχωση είναι ενδεικτικό των κοινωνικών πιέσεων που ασκούνται στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, αφενός από έναν ολοένα και πιο ψηφιακό κόσμο, αφετέρου από την περιπλοκότητα των σύγχρονων πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Ωστόσο, το ενδιαφέρον για την πτύχωση είναι επίσης εμβληματικό των δραματικών αλλαγών που έχουν λάβει χώρα, όχι μόνο στην αρχιτεκτονική θεωρία και σκέψη και στην επιστημολογία της αρχιτεκτονικής, αλλά και στην ίδια την αρχιτεκτονική πρακτική.
      Οι τρεις κλασικές αρχές της αρχιτεκτονικής, οι venustas, firmitas και utilitas, ή χάρη, σταθερότητα και χρησιμότητα, όπως διατυπώθηκαν από τον Ρωμαίο αρχιτέκτονα Βιτρούβιο κατά τον 1ο αιώνα π.Χ., και επανεμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της Ιταλικής Αναγέννησης από τον Alberti, ήταν ανέκαθεν οι πλέον διαχρονικές αξίες της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, οι οποίες έχουν ανεξίτηλα σημαδέψει την ιστορία της αρχιτεκτονικής στον δυτικό κόσμο. Μεταξύ των τριών αυτών αξιών, ο κλασικισμός πάντα θεωρούσε τη χάρη ως προεξάρχουσα, σε σύγκριση με τη σταθερότητα και τη χρησιμότητα, ενώ ο μοντερνισμός μετατόπισε το ενδιαφέρον στη χρησιμότητα ή λειτουργία εις βάρος των άλλων δύο. 
      Στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα και ειδικά τα τελευταία τριάντα χρόνια, είναι η firmitas, η σταθερότητα, που αμφισβητείται στο όνομα της πτύχωσης. Η σταθερότητα σημαίνει φυσικά τόσο τη στατική επάρκεια όσο και την αντοχή στον χρόνο. Το καλύτερο πρότυπο σταθερότητας είναι ίσως η Αιγυπτιακή πυραμίδα, η οποία, ως γνωστόν, στόχευε να εξασφαλίσει την κυριαρχία του ηγεμόνα στην αιωνιότητα, ακόμα και μετά τον θάνατό του. Σήμερα, κτίρια όπως το Μουσείο Τέχνης του Tel Aviv στο Ισραήλ, που σχεδιάστηκε από τον Preston Scott-Cohen το 2007 και ολοκληρώθηκε το 2011, ή το Σπίτι μπουκάλι του Klein στο Rye της Victoria στην Αυστραλία, που σχεδιάστηκε από τον Charles Ryan McBride το 2008, φαίνονται να είναι στον αντίποδα της πυραμίδας από τη σκοπιά της σχεδιαστικής λογικής τους. Διότι, πρώτον, η έντονη καμπυλόγραμμη μορφή τους ή η πτύχωση χρειάζεται μεγάλη συντήρηση για να παραμείνει ανέπαφη στον χρόνο, σε αντίθεση με την υποτυπώδη και ελάχιστη συντήρηση που χρειάζεται η πυραμίδα για να αντέξει στον χρόνο. Κατά δεύτερο και ουσιωδέστερο λόγο, αυτά τα σύγχρονα κτίρια που αναφέρθηκαν εν είδει παραδείγματος, είναι η αρχιτεκτονική απάντηση στην ολοένα αυξανόμενη επιθυμία και ανάγκη για ευελιξία στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. 
      01. Η μεγάλη πυραμίδα της Γκίζας, 2580-2560 π.Χ., 4η δυναστεία
      02. Μουσείο Τέχνης του Tel Aviv, Israel, Preston Scott-Cohen
      03. Σπίτι μπουκάλι του Klein, Rye, Victoria, Αυστραλία, Charles Ryan McBride
      Η ευελιξία σημαίνει τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται το κτίριο σε αλλαγές χρήσης και σε απρόσμενες περιστάσεις. Τα πτυχωτικά αυτά κτίρια, folded buildings όπως αποκαλούνται, είναι ένα βήμα πριν την κίνηση, αναπαριστώντας την παγωμένη κίνηση, για να ανακαλέσουμε τον διάσημο ορισμό της αρχιτεκτονικής από τον Friedrich Schelling. Τα πτυχωτικά κτίρια αυτά δείχνουν τη μάχη του αρχιτέκτονα με τον χρόνο, όχι με την έννοια της δημιουργίας ενός προϊόντος που θα αντέξει όσο γίνεται πιο πολύ, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, αλλά με την έννοια του σχεδιασμού που προορίζεται να εξυπηρετήσει απαιτήσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη, αλλάζουν ραγδαία και άρδην και ενίοτε αλληλοσυγκρούονται, καθώς αντικατοπτρίζουν τις περίπλοκες πολυπολιτισμικές κοινωνίες οι οποίες συχνά απαιτούν τη συνεχή αναβάθμιση των κτιρίων, όπως και του λογισμικού των υπολογιστών, για να εξυπηρετήσουν τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές ανάγκες και νέες επιθυμίες. 
      Την ανάγκη αυτή για συνεχή εξέλιξη επισημαίνει και η Σοφία Βυζοβίτη, όταν αναφέρεται στο νέο καθεστώς που διέπει το αρχιτεκτονικό αντικείμενο, που δεν αναφέρεται πλέον σε μια χωρική μήτρα, αλλά σε μια χρονική παράμετρο που υπαινίσσεται τη συνεχή αλλαγή και εξέλιξη της ύλης και μορφής². Θέλοντας να κάνει μια γενεαλογία της αρχιτεκτονικής πρακτικής τής πτύχωσης, η Βυζοβίτη εξετάζει τα πρώτα κτίρια που την ενσωμάτωσαν στη λογική τους, τις δύο βιβλιοθήκες στο Jussieu στο Παρίσι από τους αρχιτέκτονες ΟΜΑ, το 1993, το Bicycle Flat στο Άμστερνταμ από τους αρχιτέκτονες VMX το 1998 και το Eye Beam Building, Museum of Art and Technology στη Νέα Υόρκη το 2002 από τους Diller και Scofidio³.
      04. Δύο βιβλιοθήκες στο Jussieu στο Παρίσι, ΟΜΑ, 1993
      Ακολούθως, θα παρουσιάσω αρχικά την πτύχωση έτσι όπως την αναπτύσσει ο Deleuze στο σημαδιακό του βιβλίο με τον ομώνυμο τίτλο, με σκοπό να αναδείξω τη σημασία της στην αρχιτεκτονική θεωρία. Κατόπιν, θα επιχειρήσω να διαπιστώσω πώς η πτύχωση εφαρμόζεται στη σύγχρονη αρχιτεκτονική σκέψη και πρακτική, εξετάζοντας ταυτόχρονα ποιες είναι οι επιπτώσεις της, ειδικά σε ό,τι αφορά την επιστημολογία του κλάδου της αρχιτεκτονικής. Τέλος, θα επιχειρήσω να αναλύσω τις συνέπειες της τεκτονικής εντατικοποίησης που παράγεται από την πτύχωση, και θα ελέγξω την υπόθεση του αειφόρου οικολογικού σχεδιασμού που αποδίδεται στην πτυχωτική αρχιτεκτονική από τον Luke Feast. 
      Η πτύχωση ως δυναμική αρχή
      Από την αρχή του κειμένου του, ο Deleuze ορίζει, στην ιδιαίτερα μεταφορική γλώσσα που χρησιμοποιεί, την πτύχωση ως πολιτιστική δύναμη και ισχύ που φέρει τα χαρακτηριστικά κάθε εποχής στην εξέλιξη του ανθρώπου⁴. Η πτύχωση εφαρμόζει στην Ελληνική, τη Ρωμαϊκή, τη Ρωμανική, τη Γοτθική και την κλασική περίοδο, και αντίστοιχα πτυχώσεις αναπτύσσονται σε όλες αυτές τις περιόδους. Η περίοδος ωστόσο που απασχολεί ιδιαίτερα τον Deleuze και τη θεωρεί εμβληματική για την πτύχωση, είναι η περίοδος του μπαρόκ. Διότι, κατά την περίοδο του μπαρόκ, η πτύχωση οδηγεί στην άπειρη συμπερίληψη ή σύμφυρση⁵, αναπαριστά τη συνεχή κίνηση⁶ και συνεχώς αναφέρεται σε άλλες πτυχώσεις, από τις οποίες προκύπτει⁷ και τις οποίες διαρκώς παράγει. Στην πραγματικότητα, η δραστηριότητα της συστολής και διαστολής της πτύχωσης σημαίνει την εξέλιξη και την εκτύλιξη, την εμπλοκή και την ανάπτυξη⁸. Επιπλέον, η πτύχωση σημαίνει μείωση και περιορισμό, ενώ το αντίθετό της, η εκδίπλωση, σημαίνει την αύξηση και την ανάπτυξη⁹. Η πτύχωση, ως εκ τούτου, έχει έναν πολιτισμικό χαρακτήρα, και εμφανίζεται ως μια δύναμη η οποία αναπαριστά την άπειρη εργασία σε εξέλιξη, δηλαδή την άπειρη δεκτικότητα και τον αέναο αυθορμητισμό¹⁰. Σύμφωνα πάντα με τον Deleuze, η πτύχωση δουλεύει όπως το origami, που είναι ως γνωστόν η Ιαπωνική τέχνη της δίπλωσης του χαρτιού¹¹.
      05. Η Ιαπωνική Τέχνη της εκδίπλωσης του χαρτιού
      Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η πτύχωση εμφανίζεται σε κάθε εποχή. Ωστόσο, αυτή καθαυτή είναι επίσης η λειτουργική έννοια του μπαρόκ τον 17ο αιώνα¹². Διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στο μπαρόκ, διότι εκεί γνωρίζει απεριόριστη ελευθερία¹³. Το ίδιο το μπαρόκ, ως καλλιτεχνικό ύφος, είναι μια δυναμική λειτουργία στον βαθμό που συνεπάγεται την καμπυλόγραμμη ρευστότητα της μορφής¹⁴. Κατά το μπαρόκ, ο κόσμος εμφανίζεται ως μια άπειρη σειρά από καμπυλότητες και κλίσεις¹⁵. Ενώ ο κλασικισμός, δια μέσου των Καρτεσιανών του συντεταγμένων, προωθεί τα καθορισμένα σημεία, τις γωνίες και τα κέντρα, εν συντομία τις ουσιώδεις μορφές, μέσω ενός είδους αφηρημένης οικουμενικότητας¹⁶, το μπαρόκ προωθεί την άπειρη διαφοροποίηση της πτύχωσης¹⁷. Επιπλέον, η αντίθεση που υπάρχει στο μπαρόκ μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού, το έξαλλο εξωτερικό που επιφυλάσσει ένα ήρεμο και γαλήνιο εσωτερικό στις εκκλησίες¹⁸, δεν είναι τίποτα άλλο από την αντίθεση μεταξύ της πτύχωσης και της εκδίπλωσής της. 
      Ο Simon O’Sullivan θεωρεί ότι «η έννοια της πτύχωσης επιτρέπει στον Deleuze να σκεφτεί δημιουργικά την παραγωγή τής υποκειμενικότητας (…), τη σχέση που έχει δηλαδή κανείς με τον εαυτό του.»¹⁹. Το σημείο αυτό είναι σημαντικό για την πτύχωση διότι συνδέεται με τον Leibniz, από του οποίου τα γραπτά προέρχεται η έμπνευση της έννοιας της πτύχωσης. Ο Leibniz ονομάζει μονάδα πότε την ψυχή πότε το υποκείμενο, και αυτή η μονάδα είναι στο κέντρο του ενδιαφέροντος του Deleuze²⁰. Η μονάδα είναι ένα μεταφυσικό σημείο, το οποίο ωστόσο δεν είναι προνομιούχο, ούτε βρίσκεται στο κέντρο των πραγμάτων, αφού ο κόσμος απαρτίζεται από άπειρες μονάδες ή ψυχές²¹. Το υποκείμενο είναι μια μονάδα που καταλαμβάνει ένα σημείο, είναι μια ψυχή και προσφέρει μια προοπτική στα πράγματα²². Ανάλογα, το αντικείμενο είναι ένα συμβάν²³. Ο κόσμος, εννοημένος με τέτοιο τρόπο από τον Deleuze ως αναγνώστης του Leibniz, χαρακτηρίζεται από προοπτικισμό, σχετικισμό και πλουραλισμό²⁴. Ο κόσμος, ωστόσο, είναι επίσης εντός της μονάδας η οποία μοιάζει με κύτταρο, σα δωμάτιο χωρίς πόρτες και παράθυρα²⁵. Όλη η δραστηριότητα της ψυχής που είναι πλήρης πτυχώσεων, λαμβάνει χώρα εντός του κόσμου και εντός της μονάδας²⁶. Η μονάδα ή η ψυχή χαρακτηρίζεται από απόλυτη εσωτερικότητα, ή αλλιώς συνιστά ένα σκοτεινό πλαίσιο, με την έννοια ότι όλα συνάγονται από αυτή και τίποτα δε βγαίνει ή μπαίνει από το εξωτερικό²⁷. Η μονάδα χαρακτηρίζεται από απόλυτη εσωτερικότητα και η ύλη από απόλυτη εξωτερικότητα²⁸. Μεταξύ των μονάδων και της ύλης υφίσταται μια δυνατή ένταση, αν και αλλού ο Deleuze θεωρεί ότι οι μάζες και οι οργανισμοί είναι συμπληρωματικοί ως δύο είδη ισχύος ή δύο είδη πτύχωσης²⁹. Ο Deleuze προσφέρει τη διάσημη αλληγορία της δίπατης οικίας μπαρόκ για να εξηγήσει την ανθρώπινη κατάσταση: το ισόγειο έχει ανοίγματα για παράθυρα και αντιπροσωπεύει την ύλη που επιδρά στις αισθήσεις, ενώ ο πρώτος όροφος προορίζεται για τον νου και την εσωτερικότητα, για τη φρενήρη ζωτικότητα της ψυχής που συνιστά ένα καθαρό εσωτερικό χωρίς εξωτερικό³⁰.
      Η πτύχωση ως διάγραμμα
      Ο Graham Livesey παραδέχεται ότι είναι συχνά δύσκολο να μεταφράσει κανείς τις έννοιες του Deleuze στη συγκεκριμένη ή δεδομένη υλική πραγματικότητα, παρά την άμεση και οικουμενική απήχηση που η έννοια της πτύχωσης είχε στον κόσμο της αρχιτεκτονικής, αμέσως μόλις το ομότιτλο βιβλίο του Deleuze δημοσιεύτηκε³¹. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Matthew Krissel θεωρεί ότι η πτύχωση, σε αρχιτεκτονικό πλαίσιο, συνεπάγεται συνεχή διαφοροποίηση, «καθώς νέες και μη προσδοκώμενες δυνατότητες λαμβάνουν χώρα (μεταξύ πτύχωσης που έχει λάβει χώρα, πτύχωσης εν εξελίξει και πτύχωσης που είναι εν αναμονή) χωρίς προκαθορισμένα αποτελέσματα»³². Αυτή η συνεχής διαφοροποίηση του αρχιτεκτονικού πλαισίου συνεπάγεται «έναν ευέλικτο τοπολογικό χώρο (…), ο οποίος δεν μπορεί να αποσπαστεί από το πρόγραμμα και το συμβάν, και στον οποίο οι πτυχώσεις είναι τα ίδια τα συμβάντα»³³. O Krissel συνεχίζει τον προβληματισμό του, θέτοντας το ερώτημα, πώς είναι δυνατό να υπάρξει ο χώρος αυτός στην απτή πραγματικότητα, πέραν της θεωρίας ή του ψηφιακού χώρου. Η απάντηση που προσπορίζει ο ίδιος στο ερώτημά του, φαίνεται ότι δεν είναι σίγουρη: ισχυρίζεται ότι η δυνατότητα να έχει κανείς μια σειρά από επιφάνειες να πτυχώνονται και να αναδιπλώνονται, σημαίνει μια άπειρη και μη προβλέψιμη αρχιτεκτονική, προοδευτική και οπισθοδρομική ταυτόχρονα, αλλά σε κάθε περίπτωση συνεχώς εξελισσόμενη³⁴. Είναι δυνατό να φανταστούμε μια αρχιτεκτονική, όχι μόνο στο επίπεδο της θεωρίας, του διαγράμματος ή της στατικής παραλλαγής, που εφαρμόζεται στην κτιριακή δόμηση και είναι συνεχώς εξελισσόμενη ή αλλιώς διαρκώς αναβαθμιζόμενη, όπως τα λογισμικά των υπολογιστών; Αυτή είναι η ερώτηση που προκύπτει για τους αναγνώστες του από τον προβληματισμό του Krissel. 
      Παρά το γεγονός ότι διάσημοι αρχιτέκτονες που είναι θεωρητικοί ταυτόχρονα, έχουν εξετάσει το ενδεχόμενο μιας τέτοιας συνεχώς αναβαθμιζόμενης αρχιτεκτονικής, και αρκεί να αναφέρουμε εδώ τα ονόματα των Peter Eisenman, Greg Lynn και John Rajchman, η εν λόγω αρχιτεκτονική αυτή είναι μια μελλοντική προβολή και δεν υφίσταται επί του παρόντος. Είναι ωστόσο αξιοσημείωτο ότι η υπάρχουσα πτυχωτική αρχιτεκτονική στις μέρες μας, ήδη δείχνει προς την κατεύθυνση της συνεχώς εξελισσόμενης αρχιτεκτονικής που ακυρώνει τη στατική της αρχή, τη firmitas, ως μια αρχιτεκτονική εν τω έργω, σε συνεχή εξέλιξη. Η συνεχώς αναβαθμιζόμενη αρχιτεκτονική την οποία ο Krissel τοποθετεί στο μέλλον, μπορεί σύμφωνα με τον ίδιο να εφαρμόσει την πτύχωση «στο πλαίσιο της προγραμματιζόμενης ύλης» και «μέσω της ανάπτυξης της νανοτεχνολογίας.»³⁵.
      Όταν η πτύχωση εφαρμόζεται μόνο στο επίπεδο του μορφοπλαστικού χειρισμού³⁶, και ακόμα χειρότερα όταν δικαιολογείται με αναφορά στην αρχιτεκτονική φαντασία και την υποτιθέμενη ελευθερία της αλλά και το δικαίωμά της για άπειρους νεωτερισμούς, ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας της πτύχωσης αλλά και οι πολυάριθμες συνέπειές της χάνονται και η πτυχωτική αρχιτεκτονική απλά παραδίδεται στον προηγμένο καπιταλιστικό καταναλωτισμό. Οι αρχιτέκτονες ανέκαθεν αντιμετώπιζαν αυτόν τον κίνδυνο, αλλά και την πρόκληση να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες και πολλές φορές τις φαντασιώσεις της πλούσιας πελατείας τους, που συνήθως προσανατολίζεται προς την επιδεικτική κατανάλωση, έναν κίνδυνο που απειλεί να μειώσει την αρχιτεκτονική στο επίπεδο της τρέχουσας μόδας. Ο Mark Jackson θεωρεί πως, ό,τι φαίνεται να είναι στην εμπροσθοφυλακή της αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας, συγκεκριμένα ο κυβερνοχώρος και η εικονική πραγματικότητα, τείνει πολλές φορές, σιωπηλά και ασυνείδητα, να υιοθετεί, στην πραγματικότητα, τις πλέον συντηρητικές μεταφυσικές αρχές³⁷.
      Έχοντας τις προειδοποιήσεις του Jackson κατά νου, πρέπει παρόλα αυτά να σημειώσουμε ότι, από τη δεκαετία του 1980 κι έπειτα, υπάρχει στην αρχιτεκτονική δημιουργία ένα αυξανόμενο μέλημα για την τεκτονική διάστασή της, η οποία σύμφωνα με τον Kenneth Frampton «είναι το δομικό στοιχείο αλλά και η μορφοπλαστική εφαρμογή της παρουσίας του, σε σχέση με το σύνολο του οποίου ήταν μέρος.» Ο όρος τεκτονικός «όχι μόνο αναφέρεται σε μια δομική και υλική εφαρμογή αλλά και σε μια ποιητική της κατασκευής, όπως αυτή μπορεί να ασκηθεί στην αρχιτεκτονική και στις συναφείς εικαστικές τέχνες.»³⁸. Η προσοχή που αφιερώνει ο Frampton στο δομικό στοιχείο, που θεωρεί ότι είναι η ουσία της αρχιτεκτονικής μορφής και αξίζει μεγαλύτερη εκτίμηση από ό,τι η χωρική επινόηση και ο αρχιτεκτονικός νεωτερισμός, είναι προφανώς πολεμικής φύσης και απευθύνεται κυρίως στους μεταμοντέρνους, όπως τον Robert Venturi, και την εμπορευματοποίηση της αρχιτεκτονικής, στην οποία συνέβαλαν ηθελημένα ή άθελά τους. Υποστηρίζοντας την τεκτονική διάσταση της αρχιτεκτονικής, ο Frampton αναφέρεται στον Marco Frascari και στον καίριο ρόλο που ο τελευταίος επιφυλάσσει στον αρχιτεκτονικό σύνδεσμο³⁹. O Marco Frascari, ήδη από το 1984, στο κείμενό του “TheTell-the-Tale Detail”, ελεύθερα μεταφραζόμενο «Η λεπτομέρεια που λέει την ιστορία», υποστηρίζει τη δουλειά τού Carlo Scarpa, αξιολογώντας την αίσθηση της λεπτομέρειας που διατρέχει το έργο του και συνίσταται στους εκφραστικούς και τέλειους κτιριακούς συνδέσμους. Σύμφωνα με τον Frascari:
      Η αρχιτεκτονική είναι τέχνη, διότι όχι μόνο ενδιαφέρεται να ικανοποιήσει την πρωταρχική ανθρώπινη ανάγκη για ένα καταφύγιο, αλλά συναρμόζει χώρους και υλικά με έναν νοήμονα τρόπο. Αυτό συμβαίνει μέσω μορφικών και πραγματικών συνδέσμων. Ο σύνδεσμος, ως η γόνιμη λεπτομέρεια, είναι ο τόπος όπου η δόμηση αλλά και το χτίσιμο της αρχιτεκτονικής λαμβάνουν χώρα. (Επιπλέον, είναι χρήσιμο να ολοκληρώσουμε την κατανόηση αυτού του ουσιώδους ρόλου του συνδέσμου, ως του τόπου της διαδικασίας του νοήματος της αρχιτεκτονικής, εφόσον η καταγωγή της πρώτης Ινδοευρωπαϊκής λέξης για την τέχνη βρίσκεται στον «σύνδεσμο».)⁴⁰.
      Η προώθηση της τεκτονικής διάστασης της αρχιτεκτονικής από τον Frascari και τον Frampton είχε έναν ιδιαίτερο πολεμικό στόχο, όπως προαναφέρθηκε, αλλά μπορεί να έχει επίσης συμβάλει στην πρόσφατη υποστασιοποίηση της εντατικής τεκτονικής έκφρασής της στην πτυχωτική αρχιτεκτονική. Η κατά βάση λανθασμένη ιδέα ότι η τεκτονική διάσταση που περιλαμβάνει χωρική καινοτομία και φαντασιακό μορφοπλαστικό χειρισμό είναι τελικά η ουσία της αρχιτεκτονικής, δεν προήλθε από το πουθενά αλλά επωάστηκε σταδιακά και βαθμιαία, στο πλαίσιο τής πλέον σημαίνουσας αρχιτεκτονικής θεωρίας και πράξης, κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990. 
      06. Μουσείο Castelvecchio, Verona, Carlo Scarpa
      Όσο κι αν οι επιφανειακές εφαρμογές τής πτύχωσης στην αρχιτεκτονική θεωρία και πράξη είναι γενεαλογικά κατανοήσιμες, το γεγονός αυτό δεν αποτρέπει από το να σκεφτούμε σοβαρά τον ουσιώδη ρόλο της πτύχωσης σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις και προεκτάσεις της. Ο Mark Jackson επισημαίνει τους κινδύνους της εμπορευματοποίησης της πτυχωτικής αρχιτεκτονικής⁴¹, αλλά ταυτόχρονα θεωρεί ότι η πτυχωτική ή κυβερνητική αρχιτεκτονική στην πραγματικότητα επαναπροσδιορίζει «τις ιδέες που έχουμε για τον χώρο, την κατοικία και τη μορφή.»⁴² Το πρόβλημα είναι ότι η πτυχωτική αρχιτεκτονική είναι ακόμα καινούρια, και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν έχει γίνει ακόμα πλήρως κατανοητή⁴³. Ο Jackson εξετάζει με κριτικό τρόπο τη δουλειά του Stephen Perella, του οποίου η αρχιτεκτονική της υπερ-επιφάνειας έχει αναφορά στην πτύχωση του Deleuze. Η εικονοκυτταρική αρχιτεκτονική -pixel architecture- του Perella, που εκτυλίσσεται στην οθόνη του υπολογιστή, επινοεί μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας μια νέα πλαστικότητα που εφαρμόζει σε ενεργές επιφάνειες, αλλά το εγχείρημα του Perella είναι περιορισμένο μόνο στον μορφοπλαστικό χειρισμό, χωρίς καμία αναφορά στη λειτουργία ή στη χρήση ή ακόμα και στη στατικότητα της αρχιτεκτονικής δομής, κι έτσι είναι μάλλον συμβατικό⁴⁴.
      07.  Perella, αρχιτεκτονική της υπερεπιφάνειας. Ξενοδοχείο του μέλλοντος
      08. Pixel architecture
      Η υγρή αρχιτεκτονική του Marcos Novak ταυτίζει την αρχιτεκτονική με τον χώρο της πληροφορικής ή τον κυβερνοχώρο που εμφανίζεται ως μια υπερβατική αρχή, η οποία πάλι αποδεικνύεται μάλλον συμβατική ερμηνεία του Deleuze, εφόσον μάλιστα ο τελευταίος δίνει έμφαση στον εγγενή και ουσιαστικό ρόλο της πτύχωσης⁴⁵. O Jackson ευνοεί περισσότερο την ιδιοποίηση της πτύχωσης από τον Greg Lynn μέσω των εννοιών του τελευταίου: ακριβής, ανακριβής και απακριβής, anexact, αρχιτεκτονική σύνθεση⁴⁶. Ο όρος απακριβής ή anexact είναι νεολογισμός, όπως και στα αγγλικά άλλωστε. Η αρχιτεκτονική, σύμφωνα με τον Lynn, οφείλει να πάψει να γοητεύεται από τις στατικές και κλειστές μορφές και πρέπει να τολμήσει να υιοθετήσει τον ανακριβή και άμορφο σχεδιασμό, όπως αυτός εφορμά από ψηφιακές διαδικασίες⁴⁷. Οι ψηφιακές διαδικασίες επιτρέπουν ευέλικτες επιφάνειες, μετρήσιμους περιορισμούς των παραμέτρων του σχεδιασμού που καθορίζουν όρια, χωρίς να τα κλείνουν, και τέλος εξέλιξη στον χρόνο⁴⁸. Το διακύβευμα είναι η έμψυχη, ζωντανή μορφή. Ωστόσο ο Lynn, σύμφωνα πάντα με τον Jackson, αποτυγχάνει να κατανοήσει την πτύχωση του Deleuze ως ένα διάγραμμα το οποίο μεσολαβεί ανάμεσα στην εικονικότητα και στην πραγματικότητα, και λανθασμένα το εκλαμβάνει ως μορφή. Όμως, πάντα σύμφωνα με τον Jackson, η πτύχωση δεν είναι μορφή αλλά είναι μάλλον μια δύναμη⁴⁹. Αυτό που εννοείται ως πτύχωση είναι μια δύναμη για τον Deleuze και μια μορφή για τον Lynn. Ο Lynn, σύμφωνα με τον Jackson, πτυχώνει υπερβολικά γρήγορα και με τον τρόπο αυτόν περιορίζει τη σύνδεση της πτύχωσης με την εικονική πραγματικότητα ως δύναμη. 
      09. Novak, Liquid Architecture
      10. Novak, Liquid Architecture
      Η εικονική πραγματικότητα δε συνιστά απειλή για την πραγματικότητα αλλά συνιστά μάλλον τον κορεσμό της. Με άλλα λόγια, η εικονική πραγματικότητα σημαίνει την πραγματικότητα στην πληρότητά της. Η εικονική αφαίρεση του Deleuze είναι εγγενής στην τρέχουσα πραγματικότητα, «είναι κατ’ ουσία η δυνατότητα για το νέο σε αυτό που είναι τρέχον», σύμφωνα με τον Brian Massumi⁵⁰. Το εικονικό δε θα έπρεπε να συγχέεται με τον περίπλοκο χώρο που καθιστά δυνατό η τεχνολογία των πολυμέσων αλλά συμφύεται με το πραγματικό.
      Επομένως, τα διακυβεύματα της αρχιτεκτονικής δε βρίσκονται στην παρουσίαση νέων μορφών που απαντούν στους τεχνολογικούς νεωτερισμούς ή στα προτάγματα των ψηφιακών τεχνολογιών. Τα διακυβεύματα αφορούν μάλλον την ενεργοποίηση του εικονικού σε ό,τι είναι ήδη πραγματικό, του οποίου οι ορίζοντες αποκαλύπτονται στις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας να ακυρώνει το κοντινό και το μακρινό ως το μη τοπικό (…) Μπορούμε να ξεκινήσουμε να αναγνωρίζουμε την αρχιτεκτονική αφηρημένα ως διάγραμμα δύναμης και εξουσίας, ως τεχνολογία δύναμης, και είναι σε αυτό το επίπεδο της κατανομής της δύναμης που παράγει τις μορφές της γνώσης που μπορούν να αναγνωριστούν οι κοινές συνισταμένες μεταξύ ψηφιοποίησης και αρχιτεκτονικής⁵¹.
×
×
  • Create New...

Σημαντικό

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώνουμε το περιεχόμενο του website μας. Μπορείτε να τροποποιήσετε τις ρυθμίσεις των cookie, ή να δώσετε τη συγκατάθεσή σας για την χρήση τους.