Μετά το ρεκόρ όλων των εποχών για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που για πρώτη φορά υπερκάλυψαν επί 5 ώρες τη ζήτηση ρεύματος την Παρασκευή 7 Οκτωβρίου, άλλο ένα ορόσημο αναμένεται να σπάσει μέσα στη χρονιά: η εγκατεστημένη ισχύς των «πράσινων» μονάδων στο ελληνικό σύστημα θα ξεπεράσει εκτός απροόπτου εφέτος τα 10.000 μεγαβάτ, από 9.300 μεγαβάτ στην αρχή του χρόνου.
Σύμφωνα με πηγές της αγοράς, ήδη οι μονάδες ΑΠΕ (κυρίως αιολικά και φωτοβολταϊκά) έχουν φθάσει στα 9.700 μεγαβάτ. Η αύξηση του παραγωγικού δυναμικού έχει οδηγήσει αντίστοιχα και σε αύξηση της «πράσινης» παραγωγής ρεύματος με αποτέλεσμα οι ΑΠΕ να καλύψουν κατά το πρώτο 8μηνο εφέτος το 37,5 % της ζήτησης (στοιχεία ΑΔΜΗΕ, επεξεργασία Greentank) έναντι 31,3 % στο 8μηνο πέρυσι και 23,4 % το 2019. Αυτό σημαίνει ότι η σωρευτική αύξηση της «πράσινης» παραγωγής από το 2019 φθάνει στο 60 %. Είναι επίσης ενδεικτικό ότι κατά το 2021, οι ΑΠΕ κάλυψαν πάνω από το 30 % του φορτίου για 3684 ώρες και πάνω από το 50 % για 841 ώρες.
«Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η απολιγνιτοποίηση έγινε πρόωρα. Η πραγματικότητα είναι πως η απολιγνιτοποίηση έγινε στο σωστό χρόνο, εκείνο που άργησε όμως είναι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας», επισημαίνει σε σχετικές δηλώσεις προς το ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Διαχειριστή Ανανεώσιμων Πηγών και Εγγυήσεων Προέλευσης (ΔΑΠΕΕΠ), Γιάννης Γιαρέντης και προσθέτει: «Αν είχαμε 5 επιπλέον γιγαβάτ ΑΠΕ 5 χρόνια νωρίτερα, η κατάσταση σήμερα θα ήταν πολύ καλύτερη τόσο στο ενεργειακό μείγμα, καθώς δεν θα ήμαστε τόσο πολύ εξαρτημένοι από το φυσικό αέριο, όσο και στην τιμή της κιλοβατώρας. Σημειώνω ότι οι ΑΠΕ καθ’ όλη την περίοδο της ενεργειακής ακρίβειας εισέφεραν το μεγαλύτερο μερίδιο στην “πίτα” των επιδοτήσεων προς τους καταναλωτές. Σημειώνω επίσης ότι στην πενταετία 2015-2019 υπεγράφησαν μόλις 500 συμβάσεις με παραγωγούς ΑΠΕ, όταν στην τριετία 2019-2022 υπεγράφησαν 5.000. Με αυτόν τον τρόπο έγινε η επιτάχυνση των ΑΠΕ και καταφέραμε να πάμε πιο γρήγορα από τις άλλες χώρες της Ευρώπης στην κατεύθυνση της πράσινης ενέργειας».
Η αυξημένη συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα έχει πολλαπλά οφέλη για την οικονομία και τον καταναλωτή:
Πρώτον, οι ΑΠΕ συμβάλουν στην ενεργειακή αυτάρκεια και τη μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενους υδρογονάνθρακες.
Δεύτερον, οι μονάδες ΑΠΕ σήμερα είναι με διαφορά η φθηνότερη πηγή ενέργειας σε σχέση ιδίως με το φυσικό αέριο που έχει εκτοξευθεί λόγω του πολέμου. Όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γενικός διευθυντής της Ελληνικής Επιστημονικής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ) Παναγιώτης Παπασταματίου, η αποζημίωση των αιολικών μονάδων για τον Οκτώβριο διαμορφώνεται σε 94 ευρώ ανά μεγαβατώρα (ακόμα χαμηλότερα, στα 57,66 ευρώ για τα πάρκα που εντάχθηκαν στην τελευταία δημοπρασία της ΡΑΕ), έναντι 190 ευρώ για τους λιγνιτικούς σταθμούς και 499 ευρώ για τους σταθμούς φυσικού αερίου.
Τρίτον, η συμμετοχή τους στην αγορά μειώνει την χονδρική τιμή της ενέργειας καθώς οι ΑΠΕ «εκτοπίζουν» ακριβότερες μονάδες που θα έπρεπε να λειτουργήσουν για να καλύψουν τη ζήτηση. Είναι χαρακτηριστική η «βουτιά» που παρατηρείται στις τιμές του Χρηματιστηρίου Ενέργειας κατά τις ημέρες και ώρες που είναι αυξημένη η παραγωγή των ΑΠΕ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΕΛΕΤΑΕΝ, χωρίς τις ΑΠΕ η χονδρική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας θα ήταν 40 % υψηλότερη.
Είναι επίσης ενδεικτική αναφορά του γενικού διευθυντή της MORE (θυγατρικής του ομίλου Motor Oil), Βασίλη Παπακωνσταντίνου, ότι στο εξωτερικό κατά τις ώρες που υπάρχει περίσσεια ΑΠΕ, διαμορφώνονται ακόμη και αρνητικές τιμές στο Χρηματιστήριο (δηλαδή οι προμηθευτές πληρώνονται για να αγοράσουν ενέργεια), ενώ και στη χώρα μας υπήρξαν στιγμές με μηδενικές ή σχεδόν μηδενικές τιμές.
Παράλληλα, το επενδυτικό ενδιαφέρον για τις ΑΠΕ παραμένει ισχυρό καθώς πέρα από την υπάρχουσα ισχύ, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΡΑΕ, υπάρχουν άλλα 10.7 γιγαβάτ με οριστικούς όρους σύνδεσης και επιπλέον 23 γιγαβάτ για τα οποία έχουν υποβληθεί αιτήσεις. Προϋπόθεση για την υλοποίηση αυτών των επενδύσεων είναι η δημιουργία του απαιτούμενου ηλεκτρικού «χώρου» στα δίκτυα. Όπως επισημαίνεται από τον ΑΔΜΗΕ, το δεκαετές επενδυτικό πρόγραμμα, με νέες ηλεκτρικές διασυνδέσεις σε θάλασσα και στεριά πρόκειται να αυξήσει τη χωρητικότητα του Συστήματος Μεταφοράς για μονάδες πράσινης ενέργειας σε περίπου 28 GW -από 17 GW σήμερα- ξεπερνώντας κατά 4 GW τον αντίστοιχο στόχο του ΕΣΕΚ για την ίδια περίοδο.