Σε τροχιά ανάκαμψης εισέρχονται οι τιμές ενοικίασης καταστημάτων στους δημοφιλέστερους εμπορικούς δρόμους της Αθήνας, τάση η οποία προβλέπεται να ενισχυθεί τους επόμενους μήνες, καθώς αποκαθίσταται σταδιακά η οικονομική σταθερότητα.
Ως εκ τούτου, ενισχύεται και η κατάταξη της Αθήνας σε σχέση με άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας παροχής υπηρεσιών ακινήτων Colliers International, με το πέρας του 2016, η μέση τιμή ενοικίασης καταστημάτων στην Αθήνα (δημοφιλέστερες εμπορικές οδοί) είχε ανέλθει σε 130 ευρώ/τ.μ. σε μηνιαία βάση.
Πρόκειται για μέγεθος ανάλογο της Κωνσταντινούπολης, όπου το κόστος ανέρχεται σε 133 ευρώ/τ.μ. και υψηλότερο σε σχέση με τις υπόλοιπες βαλκανικές πόλεις. Χαρακτηριστικά, αναφέρεται ότι το κόστος ενοικίασης ενός εμπορικού καταστήματος στο Βελιγράδι (Σερβία) ανέρχεται σε 100 ευρώ/τ.μ., ενώ στη Σόφια της Βουλγαρίας το σχετικό κόστος δεν ξεπερνά τα 53 ευρώ/τ.μ. Στα Τίρανα της γειτονικής Αλβανίας, το μέσο ενοίκιο είναι ακόμα χαμηλότερο, καθώς δεν ξεπερνά τα 40 ευρώ/τ.μ. Στον αντίποδα, στο Λονδίνο το κόστος είναι πολλαπλάσιο, ξεπερνώντας τα 1.560 ευρώ/τ.μ., ενώ στο Μιλάνο της Ιταλίας το μηνιαίο ενοίκιο αγγίζει τα 1.050 ευρώ/τ.μ. Σε άλλες πόλεις του ευρωπαϊκού Νότου, στη Λισσαβώνα το κόστος είναι 85 ευρώ/τ.μ., ενώ στη Μαδρίτη αγγίζει τα 240 ευρώ/τ.μ.
Μάλιστα, αν ληφθεί υπ' όψιν μόνο η οδός Ερμού, που είναι και ο ακριβότερος δρόμος στην Ελλάδα, η εικόνα είναι ακόμα καλύτερη. Σύμφωνα με στοιχεία φορέων της αγοράς, στην Ερμού το μέσο μηνιαίο κόστος ενοικίασης ανέρχεται σήμερα σε 210 ευρώ/τ.μ., καταγράφοντας άνοδο 7,7%, κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους. Υπενθυμίζεται ότι στο απόγειο της αγοράς, τα ενοίκια των καταστημάτων στην Ερμού είχαν βρεθεί στο επίπεδο των 360 ευρώ/τ.μ., κατατάσσοντάς την σε έναν από τους δέκα ακριβότερους εμπορικούς δρόμους παγκοσμίως. Σήμερα, μετά και την τελευταία αυτή άνοδο, η Ερμού βρίσκεται στην 25η θέση (στοιχεία ετήσιας έρευνας εμπορικών δρόμων της Cushman & Wakefield), βελτιώνοντας την κατάταξή της κατά δύο θέσεις, σε σχέση με το 2015. Σημειωτέον ότι κατά την περίοδο κορύφωσης της κρίσης, τα ενοίκια στην Ερμού είχαν υποχωρήσει έως τα 150 - 160 ευρώ/τ.μ., ενώ αυξημένη ήταν και η διαθεσιμότητα καταστημάτων.
Σύμφωνα με στοιχεία αναλυτών του κλάδου, η ανάκαμψη των εμπορικών ακινήτων στις δημοφιλείς εμπορικές «πιάτσες» πιστοποιείται και από το γεγονός ότι ο δείκτης διαθεσιμότητας κενών καταστημάτων έχει πλέον περιοριστεί σε μόλις 5%, έναντι διψήφιων ποσοστών έως και πριν από λίγα χρόνια. Η χαμηλή διαθεσιμότητα αφορά τόσο τα καταστήματα στο κέντρο της Αθήνας, δηλαδή στο τρίγωνο Ερμού - Κολωνάκι - Σύνταγμα, όσο και στα προάστια της πόλης (Κηφισιά και Γλυφάδα). Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στην σημαντική πτώση των ενοικίων, τα οποία μειώθηκαν κατά 50% κατά μέσον όρο, προτού σταθεροποιηθούν σταδιακά, καθώς ήδη από το δεύτερο μισό του 2014 άρχισε η επανατοποθέτηση αλυσίδων, που έσπευσαν να επωφεληθούν των χαμηλών τιμών και της πλήρους απουσίας του «αέρα» που είχε κυριαρχήσει τα προηγούμενα χρόνια και είχε εκτινάξει το κόστος ενοικίασης χώρων.
Εναλλακτικές επενδύσεις σε ακίνητα
Οι επενδύσεις σε εναλλακτικές κατηγορίες επενδυτικών ακινήτων, όπως π.χ. οι φοιτητικές κατοικίες, τα συγκροτήματα φιλοξενίας και περίθαλψης ηλικιωμένων, εξελίσσονται στη νέα ανερχόμενη τάση στην ευρωπαϊκή αγορά ακινήτων. Σύμφωνα με ανάλυση της Savills Investment Management, οι εν λόγω κατηγορίες ακινήτων ευνοούνται από την εξέλιξη των δημογραφικών στοιχείων και από τη συνεχιζόμενη συγκέντρωση πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ως εκ τούτου, οι προοπτικές αύξησης των ενοικίων είναι ευνοϊκές για τα επόμενα χρόνια, ενώ σημαντικό δέλεαρ για τους επενδυτές είναι και το γεγονός ότι προσφέρουν στους διαχειριστές κεφαλαίων την ευκαιρία να διευρύνουν το χαρτοφυλάκιο των ακινήτων τους και να βελτιώσουν με τον τρόπο αυτό τη διασπορά κινδύνου. Πάντως, ήδη, η ζήτηση που καταγράφεται έχει συμπιέσει τις αποδόσεις, οι οποίες δεν ξεπερνούν πλέον το 6%, ενώ μάλιστα αναμένεται περαιτέρω συμπίεση, καθώς η αγορά ωριμάζει.
Σύμφωνα με τη Savills, η μεγαλύτερη αγορά αναμένεται να είναι η βρετανική, ενώ έπονται εκείνες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας, των σκανδιναβικών χωρών (προεξαρχούσης της Σουηδίας), αλλά και της Ισπανίας, που θεωρείται από τις ανερχόμενες αγορές. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο στη Μεγάλη Βρετανία επενδύθηκαν σχεδόν 10 δισ. ευρώ το 2015 για την απόκτηση τέτοιου είδους ακινήτων. Στη Γερμανία, οι αντίστοιχες εισροές κεφαλαίων διαμορφώθηκαν σε 5,2 δισ. ευρώ, ενώ στη Σουηδία σε 3,5 δισ. ευρώ. Η τάση αυτή προς νέες κατηγορίες επενδύσεων εξηγείται και λόγω του έντονου ανταγωνισμού που επικρατεί μεταξύ των θεσμικών επενδυτών για τις πιο συμβατικές αγορές, δηλαδή εκείνες των κτιρίων γραφείων, εμπορικών ακινήτων (κέντρα, καταστήματα), αλλά και αποθηκευτικές εγκαταστάσεις (logistics).
Recommended Comments
Δημιουργήστε ένα λογαριασμό ή συνδεθείτε προκειμένου να αφήσετε κάποιο σχόλιο
Πρέπει να είστε μέλος για να μπορέσετε να αφήσετε κάποιο σχόλιο
Δημιουργία λογαριασμού
Κάντε μια δωρεάν εγγραφή στην κοινότητά μας. Είναι εύκολο!
Εγγραφή νέου λογαριασμούΣύνδεση
Εάν έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.
Συνδεθείτε τώρα