Και ύστερα, πρέπει να προσμετρηθεί και το κόστος του οικοπέδου το οποίο επίσης έχει ανέβει τα τελευταία χρόνια. Να προστεθεί και το εργολαβικό κέρδος; Με αυτά τα δεδομένα δεν θα πρέπει να πωλείται νεόδμητο διαμέρισμα για λιγότερα από 2.500-3.000 ευρώ το μέτρο.
Και το ερώτημα είναι: τώρα που ανεβαίνει το κόστος του χρήματος και κανείς δεν μπορεί να δανειστεί με επιτόκιο χαμηλότερο του 4-5%, πώς ακριβώς θα απορροφηθεί (και πότε) η προσφορά των νεόδμητων ακινήτων; Εύλογο το ερώτημα και σε μεγάλο βαθμό δικαιολογεί τον λόγο για τον οποίο η στατιστική της ΕΛΣΤΑΤ που παρακολουθεί την πορεία της οικοδομικής δραστηριότητας αρχίζει να καταγράφει πτώση και μάλιστα εντεινόμενη μήνα με τον μήνα.
Μπορεί το 2006 και το 2007 να είναι πλέον μακρινές χρονιές ωστόσο οι πληγές που άνοιξαν τότε στον κλάδο της οικοδομής έκαναν πολλά χρόνια να επουλωθούν, ενώ προκάλεσαν και αρκετούς «οικονομικούς θανάτους». Κεφάλαια εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ (ή και εκατομμυρίων σε ορισμένες περιπτώσεις) εγκλωβίστηκαν σε ακίνητα που έμειναν απούλητα για σειρά ετών.
Αυτό τον εγκλωβισμό, τον θυμούνται οι εργολάβοι γι’ αυτό και σίγουρα δεν θα θελήσουν να τον ξαναζήσουν. Έτσι, δεδομένου ότι δεν είναι εύκολο να συγκρατηθεί το κόστος κατασκευής (πλέον αυτός που θα δανειστεί 150-200.000 ευρώ για να πάρει ένα νεόδμητο ακίνητο θέλει τουλάχιστον να διασφαλίσει ότι δεν θα επιβαρύνεται κάθε χρόνο με υψηλό ενεργειακό κόστος) αυτό που περιμένουμε να καταγραφεί στην αγορά είναι η συγκράτηση της προσφοράς ακινήτων.
Το στοκ αδειών που εκδόθηκαν από το 2019 και μετά είναι τεράστιο. Όσοι έβγαλαν τα χαρτιά έχουν εξασφαλίσει ότι μπορούν να παράξουν ακίνητα που δεν θα υπόκεινται σε ΦΠΑ. Αυτό λοιπόν που θα ενεργοποιεί τις άδειες είναι η εξασφάλιση ότι σημαντικό κομμάτι του κάθε κτηρίου θα προπωλείται ώστε να εξασφαλίζεται τουλάχιστον η επιστροφή του κεφαλαίου.
Θα είναι εύκολο; Θα φανεί στην πράξη. Το βέβαιο είναι ότι το 2023 θα είναι πολύ ενδιαφέρουσα χρονιά για την κτηματαγορά, η οποία θα κληθεί να προσαρμοστεί σε πρωτόγνωρες ιδιαιτερότητες.