Στη συνέχεια, όπως παρατηρεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι τιμές άρχισαν να μειώνονται. Η αποκλιμάκωση ξεκίνησε στα τέλη του περασμένου έτους σε πολλές χώρες, ενώ σε άλλες χώρες ο ρυθμός αύξησης επιβραδύνθηκε.
«Η επιδείνωση ήταν πιο έντονη στις προηγμένες οικονομίες με ενδείξεις ότι οι αποτιμήσεις των ακινήτων είχαν “τεντώσει” πριν και κατά τη διάρκεια της πανδημίας» παρατηρεί η οικονομολόγος του ΔΝΤ, Nina Biljanovska.
Με τις κεντρικές τράπεζες να αυξάνουν τα επιτόκια για να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό, το μέσο επιτόκιο των ενυπόθηκων δανείων έφτασε το 6,8% στις προηγμένες οικονομίες στα τέλη του 2022, δηλαδή σε ύψος υπερδιπλάσιο από τις αρχές του περασμένου έτους.
Όπως προβλέπει το ΔΝΤ, αν το κόστος δανεισμού συνεχίσει να αυξάνεται ή παραμείνει αυξημένο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, η ζήτηση και οι τιμές των ακινήτων είναι πιθανό να αποδυναμωθούν περαιτέρω.
Το σχετικό Διάγραμμα του ΔΝΤ δείχνει ότι «οι χώρες με υψηλά επίπεδα χρέους των νοικοκυριών και μεγάλο ποσοστό δανεισμού που έχει πραγματοποιηθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο είναι περισσότερο εκτεθειμένες σε υψηλότερες δόσεις ενυπόθηκων δανείων, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος αθέτησης υποχρεώσεων.»
Ο Καναδάς, η Αυστραλία, το Λουξεμβούργο, η Νορβηγία και η Σουηδία διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ.
Η θέση της Ελλάδας
Το Διάγραμμα του ΔΝΤ χρησιμοποιεί πέντε διαφορετικά κριτήρια για να αποτιμήσει το ύψος του κινδύνου για τις αγορές ακινήτων στις διαφορετικές χώρες που εξετάζει.
Το Κριτήριο 1 αφορά στο χρέος των νοικοκυριών ως ποσοστό του μεικτού διαθέσιμου εισοδήματος. Το Κριτήριο 2 εξετάζει το μερίδιο του χρέους που έχει εκδοθεί σε κυμαινόμενο επιτόκιο. Το Κριτήριο 3 αποτυπώνει το ποσοστό των νοικοκυριών που έχουν στεγαστικό δάνειο. Το Κριτήριο 4 αφορά στην αθροιστική πραγματική άνοδο των τιμών των ακινήτων. Το Κριτήριο 5 καταγράφει τη συνολική αλλαγή πολιτικής επιτοκίων. Στα κριτήρια αυτά, οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι πολύ θετικές, με μόνο τη συνολική πολιτική επιτοκίων να ρίχνει «σκιά» στην ελληνική αγορά ακινήτων- παράγοντας που δεν εξαρτάται από τις εσωτερικές εξελίξεις αλλά καθορίζεται από τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τις αυξήσεις των επιτοκίων.
Την καλύτερη εικόνα διατηρεί η Ελλάδα στα Κριτήρια 3 ( ποσοστό των νοικοκυριών που έχουν στεγαστικό δάνειο) και 4 ( αθροιστική πραγματική άνοδο των τιμών των ακινήτων). Μικρός κίνδυνος αποτυπώνεται στα κριτήρια 1 ( χρέος των νοικοκυριών ως ποσοστό του μεικτού διαθέσιμου εισοδήματος) και 2 ( μερίδιο του χρέους που έχει εκδοθεί σε κυμαινόμενο επιτόκιο).
Συνολικά, η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των έξι κρατών που παρουσιάζουν τους μικρότερους κινδύνους για στις εθνικές αγορές ακινήτων.
Τις καλύτερες επιδόσεις καταγράφουν Σλοβενία και Σλοβακία.
Επίσης, περιορισμένοι -προς το παρόν- εμφανίζονται οι κίνδυνοι στις αγορές ακινήτων Ισπανίας, Ιρλανδίας, Γαλλίας, Βελγίου, Πολωνίας και Γερμανίας.
«Ξορκίζουν» το 2008
Το ΔΝΤ εμφανίζεται καθησυχαστικό σε ότι αφορά στον κίνδυνο μίας διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης που θα ξεκινήσει από κατάρρευση της αγοράς ενυπόθηκων δανείων, όπως έγινε με την παγκόσμια κρίση του 2007-2008.
«Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των σημερινών συνθηκών και της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης πριν από μιάμιση δεκαετία» υποστηρίζει η οικονομολόγος Nina Biljanovska. «Στις περισσότερες περιπτώσεις, ενώ είναι απίθανο η πτώση των τιμών των κατοικιών να προκαλέσει οικονομική κρίση, μια απότομη πτώση των τιμών των κατοικιών θα μπορούσε να θολώσει τις οικονομικές προοπτικές. Και η συσσώρευση τρωτών σημείων δικαιολογεί στενή παρακολούθηση τα επόμενα χρόνια -και ενδεχομένως ακόμη και παρέμβαση από τους φορείς χάραξης πολιτικής.
Οι τράπεζες είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες από ό,τι πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και τα πρότυπα χορηγήσεων σε πολλές προηγμένες οικονομίες είναι σήμερα αυστηρότερα από ό,τι πριν από την κρίση.»
Παρόλα αυτά, η Nina Biljanovska παραδέχεται ότι «ο μέσος δείκτης χρέους των νοικοκυριών προς το εισόδημα σε όλες τις χώρες είναι περίπου ο ίδιος όπως και το 2007, κυρίως λόγω των νοικοκυριών στις οικονομίες που κατάφεραν να ξεφύγουν από το κύριο βάρος της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και έκτοτε έχουν αυξήσει σημαντικά το δανεισμό τους.»