Η υποθαλάσσια γεωλογική έρευνα κατά μήκος των ακτών των παραπάνω νησιών αποκάλυψε την απουσία παλιρροϊκών εγκοπών στη σημερινή θαλάσσια στάθμη, ενώ μια καλά αναπτυγμένη υποθαλάσσια εγκοπή εντοπίστηκε κατά μέσον όρο αρκετά εκατοστά από τη σημερινή θαλάσσια στάθμη.
Η βυθισμένη εγκοπή έχει μέσο όρο οπισθοχώρησης 18,5 εκατ., το οποίο αντιστοιχεί, θεωρώντας ότι δημιουργήθηκε σε ομοιόμορφες λιθολογικές, βιολογικές και κλιματικές συνθήκες στα διάφορα νησιά, σε μια περίοδο σχετικά σταθερής θαλάσσιας στάθμης μεταξύ 185 και 925 χρόνων, η οποία στη συνέχεια διακόπηκε από μια βύθιση της τάξης των 30-40 εκατ. που επηρέασε την ευρύτερη περιοχή.
Τα παραπάνω στοιχεία είναι αποτέλεσμα της υποθαλάσσιας γεωλογικής έρευνας της Νίκης Ευελπίδου, επίκουρης καθηγήτριας του Γεωλογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά μήκος των ακτών των έξι νησιών των Κυκλάδων κατά την οποία αποκάλυψε σαφείς αποδείξεις μιας πρόσφατης βύθισης, της τάξης των 30 έως 40 εκ., τμήμα της οποίας αποδόθηκε από την ερευνήτρια σε σεισμική προέλευση.
Βράβευση
Η πανεπιστημιακός μας, που προσφάτως βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για την εργασία της «Ενδείξεις πρόσφατης ταχείας τεκτονικής βύθισης των ΝΑ Κυκλάδων. Αποτέλεσμα του σεισμού της Αμοργού του 1956;», η οποία δημοσιεύθηκε στο διεθνές περιοδικό «Continental Shelf Research», θεωρεί την επίδραση του σεισμού της Αμοργού που έγινε το 1956 ως μια πιθανή εξήγηση για τα 10 εκ. της βύθισης που εντοπίστηκε.
Η μοντελοποίηση των συν-σεισμικών και των βραχυπρόθεσμων αποτελεσμάτων του εν λόγω σεισμού έδειξε ότι μέρος της παρατηρούμενης βύθισης μπορεί να αποδοθεί σε μια ταχεία μετασεισμική χαλάρωση ενός στρώματος χαμηλού ιξώδους, που υπόκειται της σεισμογενούς ζώνης.
Ωστόσο, οι απομακρυσμένες παρατηρήσεις υποτιμώνται από το μοντέλο της συγκεκριμένης δημοσίευσης, γεγονός που αποδίδεται από την ερευνήτρια στην επιρροή από ένα ευρύτερο πεδίο παραμόρφωσης που προκλήθηκε από το μεγαλύτερο μετασεισμό της σεισμικής ακολουθίας της Αμοργού ή από άλλους σεισμούς.
Η Νίκη Ευελπίδου εξερεύνησε συστηματικά τις βραχώδεις ακτές των Σίφνου, Αντιπάρου, Πάρου, Νάξου, Ηρακλειάς και Κέρου.
Λόγω της απουσίας ανυψωμένων ακτογραμμών καθώς και της έλλειψης παλιρροϊκών εγκοπών στη σημερινή μεσοπαλιρροϊκή ζώνη, ακόμα και σε περιοχές που ευνοούν το σχηματισμό τους, η μελέτη επεκτάθηκε στον υποθαλάσσιο χώρο της ακτογραμμής τής υπό εξέταση περιοχής, η οποία και χαρτογραφήθηκε ενδελεχώς. «Στοιχεία βυθισμένων ακτογραμμών αναγνωρίστηκαν μόνον όπου το πέτρωμα δεν ήταν πολύ στρωματοποιημένο και ευνοϊκό στη βιοδιάβρωση» μας λέει. «Οι αρχαίες ακτογραμμές αναγνωρίστηκαν μέσω βυθισμένων εγκοπών. Για κάθε κατάδυση, καταγράφηκαν η ώρα και η ακριβής θέση και, υποθαλάσσια, οι παρατηρούμενες μορφές μετρήθηκαν σε σχέση με τη θαλάσσια στάθμη την ώρα της μέτρησης και φωτογραφήθηκαν.
»Σε κάθε θέση μετρήθηκαν τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά των παλιρροϊκών εγκοπών (π.χ. ύψος, οπισθοχώρηση, βάθος από τη μέση θαλάσσια στάθμη.
»Αργότερα, οι μετρήσεις διορθώθηκαν με βάση τα στοιχεία της παλίρροιας και της ατμοσφαιρικής πίεσης. Η συγκεκριμένη έρευνα συνεχίστηκε τόσο σε έκταση όσο και σε βάθος, καλύπτοντας πλέον το σύνολο της υποθαλάσσιας ακτογραμμής των Κυκλάδων. Η χαρτογράφηση έχει πλέον ολοκληρωθεί και τα αποτελέσματα των ερευνών αναμένεται να ανακοινωθούν στον Τύπο σύντομα».
Πηγή: http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=02/01/2014&id=407519