Το έργο προχωρά προς τον τερματισμό με νέα δυναμική, έπειτα από μια δαιδαλώδη διαδρομή τριών δεκαετιών με προβλήματα που είχαν να κάνουν με αδιαφάνεια στην υλοποίησή του, υπερκοστολογήσεις, μπλόκο της Κομισιόν στη χρηματοδότησή του, άγονους διαγωνισμούς, ενστάσεις μεταξύ των συμμετεχουσών εταιρειών που «πάγωσαν» για χρόνια την εκπόνηση των μελετών, καθυστερήσεις στην υποβολή των δηλώσεων από τους πολίτες, αλλά και από τους δήμους και τους δημόσιους φορείς.
Το ποτάμι όμως δεν γυρίζει πίσω. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει σε συνέντευξή του στο «Βήμα» ο πρόεδρος του Κτηματολογίου, καθηγητής Δημήτρης Σταθάκης, το 87% των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων της Ελλάδας έχει ήδη συλλεχθεί. Σε επίπεδο χώρας, το 36% του Κτηματολογίου βρίσκεται ήδη σε λειτουργία και μαζί με το στάδιο της ανάρτησης φτάνει το 70%.
Οπως επισημαίνει ο ίδιος, η επένδυση που έχει γίνει στο Κτηματολόγιο συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη διαχείριση των 39 εκατ. ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων που υπάρχουν στην Ελλάδα, σε 15 εκατ. γεωτεμάχια, με συνολική αξία περίπου 760 δισ. ευρώ. Και όπως λέει χαρακτηριστικά, η κτηματογράφηση στην Ελλάδα δεν είναι απλώς καταγραφή της ακίνητης περιουσίας: «Ανάγκασε ιδιώτες και Δημόσιο να επιλύσουν οριστικά εκτεταμένες και χρόνιες ιδιοκτησιακές εκκρεμότητες, πολλές φορές χωρίς να έχουν ακριβή εικόνα για το ποια πραγματικά είναι η ακίνητη περιουσία τους».
Κύριε Σταθάκη, σε ποιο στάδιο βρίσκεται σήμερα η κτηματογράφηση;
«Το 87% των δικαιωμάτων της Ελλάδας έχει ήδη συλλεχθεί. Με την τελευταία σύμβαση που θα υπογραφεί στις αρχές Δεκεμβρίου – αφορά τμήματα της Κέρκυρας και της Θεσπρωτίας – κλείνει ο κύκλος της κτηματογράφησης. Από όλες τις συμβάσεις κτηματογράφησης που είναι σήμερα σε εξέλιξη, μόνο τέσσερις έχουν ποσοστό συλλογής κάτω από 50%. Τρεις από αυτές είναι συμβάσεις της Κρήτης (Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου) στις οποίες ξεκίνησε η συλλογή δηλώσεων καθυστερημένα σε σχέση με τις υπόλοιπες και σύμφωνα με το business plan του Κτηματολογίου (για την περίοδο 2022-2026) έχουν ορίζοντα ολοκλήρωσης το β’ εξάμηνο 2025. Οι πολίτες πρέπει να σπεύσουν να δηλώσουν εκεί τις περιουσίες τους για να εξασφαλίσουν ότι θα εμφανιστούν σωστά στην Ανάρτηση και έτσι δεν θα χρειαστεί να εμπλακούν σε πολύ πιο δύσκολες διαδικασίες, όπως στον εκτοπισμό τρίτων κ.λπ. Οι ειδικές περιπτώσεις, που δεν περιλαμβάνουν συμβατικό στάδιο συλλογής δηλώσεων, κυρίως στα παλιά κτηματολόγια (σ.σ.: Πρωτευούσης και Δωδεκανήσων), έχουν αντιμετωπιστεί με συμβάσεις μετάπτωσης που θα προκηρυχθούν πολύ σύντομα».
Υπάρχει ένα ζήτημα με την ερμηνεία του πότε «έχουμε Κτηματολόγιο»; Θα έχουμε όταν οριστικοποιηθούν οι κτηματολογικές εγγραφές και στο τελευταίο Κτηματολογικό Γραφείο της χώρας;
«Η οριστικοποίηση των πρώτων εγγραφών είναι μια πρόσθετη δικλίδα ασφαλείας, δεν αποτελεί όμως προϋπόθεση για να τεθεί το Κτηματολόγιο σε λειτουργία. Τα δύο βασικά ορόσημα στην κτηματογράφηση είναι η Ανάρτηση, που δηλώνει ότι έχει ωριμάσει πολύ η κτηματογράφηση, οπότε τα στοιχεία μπορούν να αναρτηθούν δημόσια για έλεγχο, και στη συνέχεια η Περαίωση, που σημαίνει την ολοκλήρωση της κτηματογράφησης, δημιουργεί τις λεγόμενες πρώτες εγγραφές και θέτει το Κτηματολόγιο της κάθε περιοχής σε λειτουργία. Σε επίπεδο χώρας, το 36% του Κτηματολογίου είναι ήδη σε λειτουργία και το 70% έχει περάσει το στάδιο της Ανάρτησης – το ποσοστό συμπεριλαμβάνει το ποσοστό της λειτουργίας -, δηλαδή θα τεθεί πολύ σύντομα σε λειτουργία. Στην Αττική, όπου εκτελείται το ένα τρίτο των πράξεων της χώρας, σε λειτουργία είναι τα 2/3 του Κτηματολογίου και από Ανάρτηση έχει περάσει σχεδόν ολόκληρο. Η επένδυση που έχει γίνει στο Κτηματολόγιο συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη διαχείριση των 39 εκατ. ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων που υπάρχουν στην Ελλάδα πάνω σε 15 εκατ. γεωτεμάχια, με συνολική αξία περίπου 760 δισ. ευρώ».
Υπήρξαν όμως σοβαρές καθυστερήσεις;
«Κανείς δεν είπε ότι η κτηματογράφηση θα γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Η αρχική πρόβλεψη ήταν ότι θα χρειαστεί δεκαπενταετία, η οποία παρήλθε το 2010. Και συνέπεσε με την αρχή της οικονομικής ύφεσης, οπότε έγιναν όλα πολύ πιο δύσκολα. Η κρίση όμως ανέδειξε την τεράστια σημασία των βασικών υποδομών της χώρας, όπως είναι το Κτηματολόγιο, για την ανάπτυξη και οδήγησε σε επιτάχυνση της ολοκλήρωσής του. Μας πήρε 20 χρόνια ως το 2018 να συλλέξουμε το 57% και να αναρτήσουμε το 40% των δικαιωμάτων της χώρας. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια τα ποσοστά αυτά ανήλθαν σε 87% και 70% αντίστοιχα. Η κτηματογράφηση στην Ελλάδα δεν είναι απλώς καταγραφή της ακίνητης περιουσίας. Ανάγκασε ιδιώτες και Δημόσιο να επιλύσουν οριστικά εκτεταμένες και χρόνιες ιδιοκτησιακές εκκρεμότητες, πολλές φορές χωρίς να έχουν ακριβή εικόνα για το ποια πραγματικά είναι η ακίνητη περιουσία τους».
Κατά την κτηματογράφηση προέκυψαν και τα «αγνώστου ιδιοκτήτη». Το 2018 τα «ορφανά» ακίνητα σε 35 περιοχές της χώρας περιήλθαν στο Δημόσιο. Ποια είναι σήμερα η τύχη τους; Τι συμβαίνει στις υπόλοιπες περιοχές;
«»Αγνώστου ιδιοκτήτη» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι πρόκειται για ιδιοκτησίες ιδιωτών που δεν δηλώθηκαν. Σε πολύ μεγάλο βαθμό πρόκειται για ιδιοκτησίες του Δημοσίου, στις οποίες όμως θα αποκατασταθεί αυτοδίκαια η κυριότητά του τελικά. Ας μην ξεχνάμε ότι στα παλιά προγράμματα κτηματογράφησης το Δημόσιο δεν ήταν υποχρεωμένο να υποβάλει δηλώσεις ιδιοκτησίας. Οι οριζόντιες ιδιοκτησίες (σ.σ.: διαμερίσματα, αποθήκες κ.λπ.) που δεν έχουν δηλωθεί είναι ελάχιστες. Στα γεωτεμάχια ένα ποσοστό της τάξης του 8% έχουν χαρακτηριστεί «αγνώστου»».
Πώς προκύπτει όμως ότι δεν πρόκειται, στις περισσότερες περιπτώσεις, για ιδιοκτησίες ιδιωτών;
«Υπάρχουν δύο στοιχεία που το καταδεικνύουν. Από τη μια πλευρά, τα 2/3 από αυτά είναι μέσα σε δασικές περιοχές, άρα και να υπήρχε δήλωση ιδιώτη θα τα διεκδικούσε ούτως ή άλλως και το Ελληνικό Δημόσιο. Από την άλλη, το πλήθος τους διαχρονικά δεν μειώνεται σημαντικά. Αν όντως ήταν ιδιωτών, θα παρουσιάζονταν να τα διεκδικήσουν. Δεν υπάρχει όμως εκτεταμένο τέτοιο ρεύμα. Μεμονωμένες περιπτώσεις μόνο. Στις 35 περιοχές που έχουν ήδη οριστικοποιηθεί οι πρώτες εγγραφές (μεταξύ των οποίων και ο Δήμος Βριλησίων) δεν βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα. Αντιθέτως, αποδεικνύεται ότι οι νομικές βάσεις που έχουν τεθεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 είναι στέρεες και ότι δικαιώνεται μια από τις βασικότερες τότε στρατηγικές επιλογές που ήταν η συστηματική αναγνώριση δικαιούχων (δηλαδή να καταγράφονται όλες οι ιδιοκτησίες σαρωτικά) αντί της σποραδικής (να καταγράφονται οι ιδιοκτησίες μόνον όταν γίνει κάποια πράξη). Και άλλα κτηματολόγια της Ευρώπης περιλαμβάνουν ένα αντίστοιχο ποσοστό δικαιωμάτων για τα οποία δεν έχουν καταγραφεί οι ιδιοκτήτες».
Ποια είναι τα επόμενα βήματα;
«Η κτηματογράφηση της χώρας σύντομα θα ολοκληρωθεί. Αυτό που πρέπει να μας απασχολεί τώρα είναι η ολοκλήρωση της μετάβασης στην οριστική δομή, δηλαδή να κλείσουν τα υποθηκοφυλακεία και να ανοίξουν τα νέα Κτηματολογικά Γραφεία και τα υποκαταστήματά τους και ταυτόχρονα η βελτίωση της εξυπηρέτησης των πολιτών στα νέα γραφεία. Σήμερα έχουν ήδη κλείσει 137 από τα 392 υποθηκοφυλακεία και έχουν ανοίξει 57 από τα 92 Κτηματολογικά Γραφεία. Στα νέα γραφεία είναι σαφές ότι πρέπει να βελτιωθούν οι χρόνοι εξυπηρέτησης και να απλοποιηθούν οι διαδικασίες, διατηρώντας την αξιοπιστία του Κτηματολογίου. Το μελετάμε συνεχώς και καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια με ψηφιακές υπηρεσίες, καλύτερες κτιριακές και ηλεκτρονικές υποδομές, με στελέχωση και εκπαίδευση. Τώρα που το σύστημα είναι ενιαίο, είναι πολύ πιο εύκολο να γίνουν όσες παρεμβάσεις χρειάζονται. Ο μετασχηματισμός του Κτηματολογίου σε δημόσια υπηρεσία θα αποφέρει σημαντικά έσοδα στο Ελληνικό Δημόσιο».