Αν στο παραπάνω μέγεθος προστεθεί και το ενδιαφέρον από το εξωτερικό, που μέχρι στιγμής καταλαμβάνει μερίδιο της τάξεως του 30% επί του συνολικού όγκου των αγοραπωλησιών στην αγορά κατοικίας, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η εύλογη ζήτηση στην εγχώρια κτηματαγορά ξεπερνάει πλέον τις 100.000 πράξεις. Ασφαλώς, δεν πρόκειται όλοι αυτοί οι άνθρωποι να προχωρήσουν σε αγορές κατοικιών. Αλλωστε, ακόμα και στο ζενίθ της αγοράς, το 2008, όταν ο ετήσιος όγκος των συναλλαγών είχε ανέλθει σε 158.000 ακίνητα, η εκδήλωση πρόθεσης αγοράς ακινήτου είχε διαμορφωθεί σε 3,3% του πληθυσμού, δηλαδή σε περίπου 357.000 άτομα.
Αυτός είναι κι ένας από τους βασικούς λόγους που οι τιμές κινούνται ανοδικά, καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά το φετινό δεύτερο τρίμηνο οι αξίες αυξήθηκαν κατά 11% στην Αθήνα και 7,7% πανελλαδικά. Στην πράξη, οι ζητούμενες τιμές πώλησης είναι ακόμα υψηλότερες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα στοιχεία τρίτου τριμήνου του δείκτη τιμών κατοικιών του δικτύου ηλεκτρονικών αγγελιών ακινήτων Spitogatos (www.spitogatos.gr), στο κέντρο της Αθήνας, όπου «συνωστίζονται» αρκετοί ενδιαφερόμενοι αγοραστές, ιδίως εκείνοι του εξωτερικού, οι ζητούμενες τιμές καταγράφουν ετήσια αύξηση της τάξεως του 25,3%. Η μέση τιμή διαμορφώνεται σε 1.522 ευρώ/τ.μ. Ακόμα υψηλότερη άνοδος της τάξεως του 28,3% σημειώνεται και στη Θεσσαλονίκη κατά το αντίστοιχο διάστημα, με τη μέση ζητούμενη τιμή πώλησης να διαμορφώνεται πλέον άνω των 1.300 ευρώ/τ.μ., από 1.020 ευρώ/τ.μ. πριν από ένα χρόνο.
Σύμφωνα με σχετική έρευνα για την αγορά κατοικίας από την Arbitrage Real Estate, καθοριστικός παράγων για την ταχύτερη ανάκαμψη της αγοράς θα αποτελέσει η ανάκαμψη της στεγαστικής πίστης. Σύμφωνα με τον κ. Γιάννη Ορφανό, εταίρο της Arbitrage Real Estate, «η αγορά νέων στεγαστικών δανείων έχει διαμορφωθεί κοντά στα 500 εκατ. ευρώ ανά έτος την περίοδο 2016-2018, όταν στο παρελθόν ήταν πολλαπλάσια. H αγορά ενυπόθηκων δανείων παραμένει αδύναμη, αν και υπάρχουν πρώτα σημάδια εκλεκτικής αύξησης της δραστηριότητας. Οι περισσότερες συναλλαγές γίνονται με μετρητά, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό των αγοραστών είναι ξένοι», αναφέρει. Ειδικότερα, σε δείγμα συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2018 σε ολόκληρη την Ελλάδα, πάνω από το περίπου 80% των αγοραπωλησιών οικιστικών ακινήτων πραγματοποιήθηκε με μετρητά. Το 2019, το ποσοστό αυτό αναμένεται να βελτιωθεί ελαφρώς.
Σε ποιες περιοχές υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον
Οσον αφορά τις εστίες ανάπτυξης της αγοράς κατοικίας, η ανάλυση της Arbitrage καταδεικνύει κατ’ αρχάς τις περιοχές του κέντρου της Αθήνας, όπου υπάρχει τουριστική ζήτηση και ανάπτυξη των βραχυχρόνιων μισθώσεων. Ειδικότερα, η εκτίναξη της απήχησης των βραχυχρόνιων μισθώσεων, ιδιαίτερα για λόγους τουριστικής φιλοξενίας, αναμένεται να διατηρηθεί ως κλάδος επιχειρηματικότητας στο αμέσως προσεχές διάστημα. «Στο πλαίσιο αυτό, προβλέπουμε ότι θα συνεχιστούν οι στοχευμένες επενδύσεις ανακαίνισης σε ακίνητα περιοχών που έχουν σχετική ζήτηση, αν και με μειούμενο πιθανώς ρυθμό. Επίσης, αναμένεται να συνεχιστεί η επίδραση των βραχυχρόνιων μισθώσεων στη διαμόρφωση των μισθωτηρίων στις περιοχές αυτές. Αυξημένο προβλέπεται να παραμείνει στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη το ενδιαφέρον για αγορά παλαιών διαμερισμάτων μικρότερου εμβαδού μικρής ή μεσαίας αξίας, αλλά και ολοκλήρων σχετικών κτιρίων, με σκοπό την ανακαίνισή τους για λόγους εμπορικής εκμετάλλευσης, ή μεταπώλησής τους», σημειώνεται στην έρευνα.
Ωστόσο, ακόμη ένας παράγοντας ανάπτυξης της κτηματαγοράς, ιδίως από τη στιγμή που πλέον η οικονομία έχει εξέλθει από τη βαθιά ύφεση των προηγούμενων ετών, αναμένεται να αποτελέσει η επέκταση του μετρό μέσω της νέας γραμμής 4. Η πρώτη φάση του εν λόγω έργου, προϋπολογισμού 1,8 δισ. ευρώ, είναι μήκους 12,8 χιλιομέτρων, περιλαμβάνει 15 υπόγειους σταθμούς και θα συνδέσει το Αλσος Βεΐκου με την περιοχή Γουδί. Οι σταθμοί έχουν χωροθετηθεί στις εξής περιοχές: Αλσος Βεΐκου, Γαλάτσι, Ελικώνος, Κυψέλη, Δικαστήρια, Αλεξάνδρας, Εξάρχεια, Ακαδημία, Κολωνάκι, Ευαγγελισμός, Καισαριανή, Πανεπιστημιούπολη, Ιλίσια, Ζωγράφου και Γουδί. Αντιστοίχως, σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της αγοράς θα διαδραματίσει η ζήτηση από ξένους αγοραστές σε τουριστικές περιοχές εκτός Αθηνών και Θεσσαλονίκης, όπως η Κρήτη, η Χαλκιδική, τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, κυρίως για παραθαλάσσια οικιστικά ακίνητα μικρού ή μεσαίου μεγέθους. Η αύξηση της ζήτησης από ξένους κυρίως επισκέπτες που αναζητούν πολυτελείς και επώνυμες κατοικίες με υψηλού επιπέδου υπηρεσίες, τόσο σε τουριστικές περιοχές όσο και σε αστικά κέντρα, αναμένεται να δημιουργήσει κινητικότητα στην αγορά οικιστικών ακινήτων με τις παραπάνω προδιαγραφές. Παράλληλα, όπως σημειώνεται, οι νεοφυείς επιχειρήσεις στον τομέα της παροχής υπηρεσιών, διαδικτυακής προώθησης και διαχείρισης πλήρως εξοπλισμένων οικιστικών ακίνητων σε δημοφιλείς περιοχές για μεσοπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη διαμονή αναμένεται να συμβάλουν σε πιο ανταγωνιστική αγορά, στην ενίσχυση της εμπειρίας και στη διαμόρφωση κατοικιών υψηλού επιπέδου και εγγυημένης ποιότητας.
Τα παλαιά κτίρια αποτελούν το... μέλλον της κτηματαγοράς
Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε κατά το διάστημα που προηγήθηκε της οικονομικής κρίσης, όταν η ανάπτυξη της αγοράς κατοικίας προερχόταν σχεδόν αποκλειστικά μέσω της ανέγερσης νέων κατοικιών, κατά την τρέχουσα συγκυρία ο νέος κύκλος ανόδου αναμένεται, σύμφωνα με τους επαγγελματίες του κλάδου, να έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, μια ξεκάθαρη τάση, η οποία εκτιμάται ότι θα επεκταθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια, θα αφορά τις ανακατασκευές και αναβαθμίσεις των υφιστάμενων διαμερισμάτων και κτιρίων.
Με δεδομένο ότι, με βάση τα στοιχεία της τελευταίας απογραφής της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το 57% του σημερινού αποθέματος κτιρίων κατοικιών κατασκευάστηκε πριν από το 1980 (δηλαδή είναι τουλάχιστον 40 ετών), αλλά και ότι, τουλάχιστον στην Αττική, οι χώροι για μελλοντικές αναπτύξεις νεόδμητων κατοικιών είναι πλέον περιορισμένοι, είναι σαφές ότι ένα σημαντικό σκέλος της μελλοντικής προσφοράς θα προέλθει μέσα από τη διαδικασία της ανακατασκευής των υφιστάμενων διαμερισμάτων ή της αλλαγής χρήσης άλλων κτιρίων, που σήμερα είναι κενά. Επίσης, σε ό,τι αφορά τη μελλοντική προσφορά νεόδμητων κατοικιών, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται και ο παράγων των 10.000 νέων διαμερισμάτων και βιλών, που θα αναπτυχθούν σταδιακά την επόμενη δεκαετία στην έκταση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού.
Μια τέτοια διαδικασία έχει ξεκινήσει να υλοποιεί το ισραηλινών συμφερόντων επενδυτικό fund Ζοίa, που δραστηριοποιείται στην ελληνική αγορά τα τελευταία χρόνια, έχοντας αγοράσει πάνω από 35 κτίρια στο κέντρο της Αθήνας, τα περισσότερα εκ των οποίων ήταν άδεια και εγκαταλελειμμένα. Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή του fund, Σάγκι Ρούμπιν, «σε αντίθεση με άλλους επενδυτές, εμείς επιδιώκουμε να επιστρέψουμε τα κτίρια που αποκτούμε πίσω στους Αθηναίους και εν γένει στους Ελληνες αγοραστές ή ενοικιαστές, μέσω προσιτών προτάσεων από πλευράς κόστους. Πιστεύουμε πολύ στις γειτονιές που βρίσκονται στο κέντρο της Αθήνας, όπως για παράδειγμα τα Εξάρχεια, το Πεδίον του Αρεως ή η Καλλιθέα, όπου σήμερα ανακατασκευάζουμε ένα κτίριο με στόχο να προσφέρουμε μικρής επιφάνειας διαμερίσματα σε ανθρώπους μεταξύ 20 και 40 ετών, που αναζητούν ακίνητο». Σύμφωνα με τον ίδιο, η Αθήνα θα μετεξελιχθεί τα επόμενα χρόνια σε μια πόλη όπως η Μαδρίτη ή το Βερολίνο, με επενδύσεις πολλών εκατ. ευρώ.
Μεταξύ άλλων, το Zoia Fund έχει αποκτήσει κτίρια σε σημεία όπως στην οδό Αιόλου (το κτίριο θα μετατραπεί σε ξενοδοχείο με επιπλωμένα διαμερίσματα), στην Καλλιθέα, στο Κολωνάκι (ένα στην οδό Δεινοκράτους και ένα στην οδό Μαρασλή), στην Καστέλλα, στο Κουκάκι, στον Πειραιά (Μακράς Στοάς), στο Γκάζι (Παγγαίου), στη Νεάπολη (συμβολή Ασκληπιού και Κοσμά Μελωδού) και στα Εξάρχεια (Μπόταση). Αντίστοιχα, ένα από τα έργα που έχουν ολοκληρωθεί βρίσκεται στον Λυκαβηττό, στη συμβολή των οδών Σαρανταπήχου και Κοσμά Μελωδού 30. Το επενδυτικό fund είναι ένα από τα μεγαλύτερα που έχουν τοποθετηθεί στην ελληνική αγορά τα τελευταία χρόνια, καθώς σε διεθνές επίπεδο διαχειρίζεται περίπου 20.000 ακίνητα συνολικής αξίας άνω των 2,2 δισ. ευρώ.
Έντυπη