Σε δείγμα 1783 απόφοιτων του ΕΜΠ των ετών 2002-2010, άνεργο δηλώνει σήμερα το 7,4% των διπλωματούχων του ιδρύματος, με το μεγαλύτερο ποσοστό να καταγράφεται στους χημικούς μηχανικούς (10,9%) και τους μεταλλειολόγους (10,8%), ενώ τα μικρότερα πσοοστά ανεργίας έχουν οι ναυπηγοί (3,4%) και οι τοπογράφοι (4,7%). Διαχρονικά η ανεργία έχει αυξηθεί από 2,2% στους διπλωματούχους της περιόδου 1991-1995, σε 2,3% στους διπλωματούχους της περιόδου 1996-2001, για να φτάσει το 7,4% σήμερα.
Όπως επισημαίνεται ωστόσο, το ποσοστό αυτό είναι πολύ υψηλότερο αφού η δυνατότητα των μηχανικών να δραστηριοποιούνται ως ελεύθεροι επαγγελματίες, μειώνει το ονομαστικό ποσοστό του κλάδου: «Η αυτοαπασχόληση των νέων µηχανικών κρύβει µια νέα, άτυπη µορφή ανεργίας, η οποία είναι ιδιαίτερα έντονη στις κατασκευαστικές ειδικότητες» αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Η εικόνα αυτή προκύπτει και από την δραματική συρρίκνωση των εισοδημάτων: Το 12% των μηχανικών κερδίζει λιγότερα από 5.000 ευρώ μεικτά το χρόνο, το 13,7% λαμβάνει μέχρι και 10.000 ευρώ, το 20,6% φτάνει τις 15.000 ευρώ, το 17% αμείβεται με έως 20.000 ευρώ, το 21,1% φτάνει τις 30.000, ενώ τις 30.000 ευρώ τις υπερβαίνει ετησίως το 15%.
Ιδιαίτερα έντονη είναι πλέον και η παρουσία μακροχρόνια ανέργων, οι οποίοι φτάνουν σήμερα το 55,7% επί του συνόλου, έναντι ποσοστού 22,6% της προηγούμενης δεκαετίας. Διαπιστώνεται ακόμη, ότι το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται σχεδόν γραµµικά από το 2002 έως και το 2010 (περίπου κατά 1% τον χρόνο).
Ως προς τη σχέση απασχόλησης, οι περισσότεροι διπλωματούχοι, αν και φορολογικά θεωρούνται ελεύθεροι επαγγελματίες, εργάζονται ως μισθωτοί με δελτίο παροχής υπηρεσιών (το γνωστό μπλοκάκι). Το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 41,60%, ενώ ακολουθούν οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα με 38,8%. Ελεύθεροι επαγγελματίες δηλώνουν το 12,3% των μηχανικών και ελεύθεροι επαγγελματίες με προσωπικό/συνεργάτη το 5,20%. Φαίνεται ακόμη ότι ο δημόσιος τομέας δεν προσφέρει πλέον επαγγελματική διέξοδο: στο δημόσιο έχουν προσληφθεί μόλις οι 2 στους 100. Από την άλλη πλευρά, κατακόρυφη είναι η αύξηση των λεγόμενων ευέλικτων μορφών απασχόλησης, από ποσοστό 20% στις αρχές της δεκαετίας του 1980 σε άνω του 50% σήμερα.
Αυτό που δεν έχει αλλάξει στο πέρασμα του χρόνου είναι οι κλάδοι απασχόλησης. Στον κατασκευαστικό κλάδο απασχολείται το 93,1% των αρχιτεκτόνων, το 80,7% των πολιτικών μηχανικών και το 76,2% των τοπογράφων. Αντίθετα, οι περισσότεροι χημικοί μηχανικοί απασχολούνται στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα (34%), ενώ το 62% των ναυπηγών απασχολούνται στους κλάδους της ναυτιλίας και των μεταφορών.
Η οικονομική στενότητα προκύπτει και από το γεγονός ότι το 23,1% των διπλωματούχων συγκατοικεί με τους γονείς του, ενώ χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι έχει μειωθεί το ποσοστό των μηχανικών που πληρώνουν από δικούς τους πόρους τις ασφαλιστικές τους εισφορές. Το ποσοστό αυτό ήταν 82,1% στους αποφοίτους των ετών 1996-2001, ενώ σε αυτούς των ετών 2002 -2010 έχει κατρακυλήσει στο 68,1%. Σύμφωνα με τους ερευνητές πάντως, η μείωση οφείλεται και στην καθυστέρηση της ενσωμάτωσης αρκετών αποφοίτων στον παραγωγικό ιστό λόγω μεταπτυχιακών σπουδών: σήμερα αποκτούν μεταπτυχιακούς τίτλους στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, περισσότεροι από τους μισούς διπλωματούχους, σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό της δεκαετίας του 1980, που δεν ξεπερνούσε το 17%.
Από άλλα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των αποφοίτων που είναι γυναίκες (από 21,90% στους διπλωματούχους των ετών 1990-1995 σε 39,50% στους διπλωματούχους των ετών 2002-2010). Διαπιστώνεται ωστόσο χάσμα στις αμοιβές - με τους άνδρες μηχανικούς να αμείβονται καλύτερα.
Ο μέσος όρος αποφοίτησης είναι τα 6,38 έτη, με τους αρχιτέκτονες να αποδεικνύονται οι καλύτεροι φοιτητές, αφού αποφοιτούν με μέσο όρο στον βαθμό του πτυχίου 8,011, ενώ ο μέσος βαθμός των υπόλοιπων ειδικοτήτων είναι περίπου στο 7.
Προκύπτει επίσης ότι η συντριπτική πλειονότητα των μηχανικών (81%) διαμένει στην Αττική, ενώ από την ίδια περιφέρεια προέρχονται και οι μισοί από αυτούς.
Πηγή: http://www.ered.gr/el/content/Ektos_agoras_ergasias_oi_michanikoi_/#.ViYljfntlBc