Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ για τις γαίες του πλανήτη (Global Land Outlook 2), οι συνέπειες αυτής της κατάστασης είναι σοβαρότερες για τις γυναίκες, ειδικά στις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς νομικά στερούνται του δικαιώματος να κατέχουν γη και συχνά εκτοπίζονται από αυτήν όταν οι συνθήκες επιδεινώνονται.
Παράλληλα η ποιότητα του εδάφους υποβαθμίζεται, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ελλείψεις σε φυσικούς πόρους, γόνιμο έδαφος, νερό, να μειώνεται η βιοποικιλότητα, η χλωρίδα και η πανίδα σε όλο τον πλανήτη. Και ενώ πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι υποβαθμισμένη γη σημαίνει άνυδρη έρημος, τροπικά δάση που ακρωτηριάζονται από υλοτόμους ή περιοχές που καλύπτονται από πόλεις, σημαίνει παράλληλα και φαινομενικά «πράσινες» περιοχές, οι οποίες υφίστανται υπερκαλλιέργεια ή έχουν απογυμνωθεί από τη φυσική βλάστηση.
Η καλλιέργεια ειδών διατροφής σε υποβαθμισμένα εδάφη γίνεται σταδιακά πιο δύσκολη, καθώς αυτά εξαντλούνται γρήγορα, όπως και οι υδάτινοι πόροι, ενώ παράλληλα χάνονται φυτικά και ζωικά είδη και επιδεινώνεται η κλιματική κρίση μειώνοντας την ικανότητα της Γης να απορροφά και να δεσμεύει άνθρακα.
Εκτός από την παραγωγή τροφίμων (όπως η αυξημένη παραγωγή κρέατος που υπερκαταναλώνεται στον δυτικό κόσμο), στο πρόβλημα συμβάλλει και η παραγωγή ενδυμάτων, στο πλαίσιο της λεγόμενης «γρήγορης μόδας», δηλαδή ρούχων που φοριούνται για λίγο και μετά πετιούνται.
Ο ΟΗΕ προειδοποιεί ότι αν δεν αναληφθεί άμεσα δράση, το πρόβλημα θα επιδεινωθεί και μέχρι το 2050 μια έκταση στο μέγεθος της Νότιας Αμερικής θα προστεθεί στα εδάφη που ήδη έχουν υποστεί βλάβη.
Σύμφωνα με τον Ιμπραχίμ Τιάου, εκτελεστικό γραμματέα της Σύμβασης του ΟΗΕ για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης, «η υποβάθμιση της γης επηρεάζει τα τρόφιμα, το νερό, την παραγωγή αερίων του άνθρακα και τη βιοποικιλότητα. Μειώνει το ΑΕΠ, επηρεάζει την υγεία των ανθρώπων, μειώνει την πρόσβαση σε καθαρό νερό και επιδεινώνει την ξηρασία».
Η αποκατάσταση της υποβαθμισμένης γης μπορεί να επιτευχθεί, υπό τον όρο ότι θα αλλάξουν οι μέθοδοι καλλιέργειας, ακολουθώντας τη στρατηγική της αγρανάπαυσης, η συλλογή και αποθήκευση βρόχινου νερού για πότισμα των καλλιεργειών ή η φύτευση δέντρων για την πρόληψη της διάβρωσης του εδάφους. Πολλοί αγρότες αδυνατούν να λάβουν αυτά τα μέτρα, λόγω της αυξανόμενης πίεσης για μεγάλη παραγωγή, της έλλειψης γνώσεων, της κακής τοπικής διακυβέρνησης ή της έλλειψης πρόσβασης σε πόρους. Ωστόσο, για κάθε 1 δολάριο που δαπανάται για την αποκατάσταση, ο ΟΗΕ υπολογίζει απόδοση μεταξύ 7 και 30 δολαρίων σε αυξημένη παραγωγή και άλλα οφέλη.
Ο Ιμπραχίμ Τιάου κάλεσε τον ιδιωτικό τομέα να επενδύσει 1,6 τρισ. δολάρια την επόμενη δεκαετία για να αποκαταστήσει την ποιότητα περίπου 1 δισ. εκταρίων υποβαθμισμένης γης: πρόκειται για έκταση περίπου όσο οι ΗΠΑ ή η Κίνα. Και τονίζει ότι αυτό θα ισοδυναμούσε μόνο με ένα μικρό ποσοστό των 700 δισ. δολαρίων που δαπανώνται ετησίως για επιδοτήσεις στη γεωργία και τα ορυκτά καύσιμα, αλλά μπορεί να διασφαλίσει τα εδάφη, τους υδάτινους πόρους και τη γονιμότητα του πλανήτη.
«Κάθε αγρότης, μεγάλος και μικρός, μπορεί να ασκήσει αναγεννητική γεωργία», είπε ο Τιάου μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα Guardian. «Υπάρχει μια πληθώρα τεχνικών και δεν χρειάζεται υψηλή τεχνολογία ή διδακτορικό για να τις χρησιμοποιήσει κανείς».
«Η σύγχρονη γεωργία έχει αλλάξει το πρόσωπο του πλανήτη, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα. Πρέπει να επανεξετάσουμε επειγόντως τα παγκόσμια συστήματα παραγωγής τροφίμων, τα οποία ευθύνονται για το 80% της αποψίλωσης των δασών, το 70% της χρήσης του πόσιμου νερού και τη μεγαλύτερη αιτία απώλειας της χερσαίας βιοποικιλότητας», σημειώνει,
Περίπου το ήμισυ της παγκόσμιας ετήσιας οικονομικής παραγωγής, ή 44 τρισ. δολάρια ετησίως, κινδυνεύει εξαιτίας της υποβάθμισης των εδαφών, σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ, ωστόσο, το οικονομικό όφελος από την αποκατάσταση της υποβαθμισμένης γης θα μπορούσε να ανέλθει σε 125 έως 140 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, που θα ήταν περίπου 50% περισσότερο από τα 93 τρισ. δολάρια, όσο ήταν το παγκόσμιο ΑΕΠ για το 2021.
* Η έκθεση Global Land Outlook 2, μόνο η δεύτερη τέτοια έκθεση που δημοσιεύτηκε, χρειάστηκε πέντε χρόνια για τη σύνταξη του ΟΗΕ με 21 οργανισμούς εταίρους και αντιπροσωπεύει την πιο ολοκληρωμένη βάση δεδομένων για την κατάσταση του εδάφους του πλανήτη μέχρι σήμερα.