Η νέα επιστημονική έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Science αποκαλύπτει όχι μόνο το μέγεθος της πλαστικής ρύπανσης της υδρογείου, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο «ταξιδεύουν» τεράστιες ποσότητες μικροπλαστικών θραυσμάτων -τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο- με τη βοήθεια του ανέμου και της βροχής. Υπολογίστηκε ότι περίπου έντεκα δισεκατομμύρια τόνοι πλαστικών μικροσκοπικών σωματιδίων θα συσσωρευτούν στο περιβάλλον μέχρι το 2025.
Εμείς οι άνθρωποι όταν πετάμε τα πλαστικά απορρίμματά μας στα σκουπίδια και όχι στους κάδους ανακύκλωσης γνωρίζουμε πλέον ότι, καθώς τα πλαστικά είναι πολύ δύσκολο να βιοαποδομηθούν, «σπάνε» σε μικρά κομμάτια -πολλών μεγεθών, από έναν κόκκο ρυζιού έως μικρότερα και από ένα μόριο σκόνης- και διαρρέουν στο περιβάλλον. Θάλασσες, ποτάμια, λίμνες, βουνά είναι βαριά τραυματισμένα από την πλαστική ρύπανση όπως άλλωστε και η ατμόσφαιρα.
Η νέα επιστημονική έρευνα αποτύπωσε το πώς αυτά τα μικρά πλαστικά σωματίδια μεταφέρονται, τι αποστάσεις διανύουν με τη βοήθεια του αέρα ή της βροχής, αν μολύνουν μόνο σε τοπικό επίπεδο (κοντά δηλαδή στο σημείο απόρριψής τους) τα εδάφη αλλά και -εφόσον έχουν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν- πόσο μακριά καταφέρνουν να «πετάξουν». Κατέγραψαν όμως και τις πηγές της μόλυνσης (π.χ. αστικά κέντρα) όπως και την ταυτότητα των μικροπλαστικών αυτών σωματιδίων (από τι υλικό προέρχονται, ρούχα, πλαστικές συσκευασίες κ.ά.).
Οι επιστήμονες που εκπόνησαν την έρευνα, υπό την καθοδήγηση της Janice Brahney επίκουρης καθηγήτριας διαχείρισης και προστασίας των υδροφόρων οριζόντων στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα, πέρασαν έναν ολόκληρο χρόνο συλλέγοντας μικροπλαστικά θραύσματα από έντεκα εθνικά πάρκα και προστατευόμενες περιοχές άγριας φύσης των νοτιοδυτικών πολιτειών της Αμερικής. Χρησιμοποιώντας συγκεκριμένη μέθοδο μπόρεσαν να εξετάσουν ξεχωριστά τα σωματίδια που «προσγειώνονταν» στο έδαφος τις ημέρες ξηρασίας και ξεχωριστά όσα μικροπλαστικά «έπεφταν» από τον ουρανό τις βροχερές ημέρες ή όταν χιόνιζε. Κατέγραψαν, ακόμη, τις ιδιαιτερότητες της «συμπεριφοράς» τους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους στην ατμόσφαιρα.
Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας ανέδειξαν το αποτροπιαστικό μέγεθος της πλαστικής ρύπανσης· αποτροπιαστικό καθώς αφορά μονάχα τις προαναφερθείσες περιοχές και όχι την υδρόγειο.
Οπως ήδη γνωρίζουμε, με τη βοήθεια του αέρα, μόρια σκόνης που έρχονται από περιοχές όπως η έρημος της Σαχάρα, μπορούν να «ταξιδέψουν» περίπου στη μισή επιφάνεια της Γης προτού να πέσουν στο έδαφος. Με τον ίδιο τρόπο αποδείχτηκε ότι ταξιδεύουν και τα κάθε λογής μικροπλαστικά θραύσματα.
Οι επιστήμονες με την μέθοδο Fourier (Φασματοσκοπία Υπερύθρου Μετασχηματισμού Fourier) καταμέτρησαν τον ακριβή αριθμό μικροπλαστικών
JANICE BRAHNEY / UTAH STATE UNIVERSITY Περισσότεροι λοιπόν από χίλιοι τόνοι μικροπλαστικών επικάθονται και συσσωρεύονται στα πιο απομονωμένα και προστατευόμενα εδάφη (εθνικά πάρκα και άγρια φύση) των νοτιοδυτικών πολιτειών και εισχωρούν στα οικοσυστήματα, κάθε χρόνο. Χίλιοι τόνοι μικροπλαστικών ισοδυναμούν, κατά τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα, με το βάρος 120 έως 300 εκατομμυρίων πλαστικών μπουκαλιών νερού.
Αρα, εύκολα αναρωτιέται κανείς, πόσα από αυτά τα μικροσωματίδια καταλήγουν στους πνεύμονες των ανθρώπων διά της αναπνοής, τα οποία λόγω της προέλευσης αλλά και σύστασής τους κουβαλάνε στο σώμα τους την ιστορία τους που είναι καθόλα βρόμικη; Βρόμικη γιατί κουβαλάνε χημικές ενώσεις, φυτοφάρμακα, βαρέα μέταλλα. Καταλήγουν όμως και στο στομάχι των ανθρώπων διαμέσου της τροφικής αλυσίδας. Γι’ αυτό και η πλαστική ρύπανση μας αφορά όλους, αφού δεν είναι τοπικό φαινόμενο αλλά τραγική παγκόσμια πραγματικότητα.
Τα ψαράκια που καταναλώνουμε ή το κρέας, όταν ήταν ζωντανά βοσκούσαν είτε στα θαλάσσια λιβάδια είτε στα χερσαία. Και μαζί με πλαγκτόν, άλλα ψαράκια, μαλάκια, χορτάρι ή ό,τι άλλο, έφαγαν και μικροπλαστικά, τα οποία βρίσκονται πλέον παντού σύμφωνα με τους επιστήμονες όλου του κόσμου. Στις πόλεις, στους πάγους της Αρκτικής μέχρι την πιο απάτητη βουνοκορφή. Ας μην ξεχνάμε ότι η πρώτη επίσημη «ανέλκυση» μικροπλαστικών από τους ωκεανούς έλαβε χώρα τη δεκαετία του 1970.
Επομένως, τρώγοντάς, αναπνέοντας, πίνοντας νερό, δηλαδή κάνοντας τα απαραίτητα για να ζήσουμε, καταναλώνουμε και αποθηκεύουμε στο πεπτικό, αναπνευστικό μας σύστημα μικροπλαστικά σωματίδια. Δεν θα αναρωτηθούμε αν είναι καλό για την υγεία μας – είναι δεδομένο το αρνητικό αποτύπωμα, αλλά θα χρησιμοποιήσουμε την πληροφορία για να συνειδητοποιήσουμε αυτό που ίσως μέχρι τώρα δεν είχαμε καταλάβει. Οτι κάθε πράξη μας έχει αποτέλεσμα. Κάποιος μπορεί να πετάει το μπουκάλι του νερού του στον δρόμο της γειτονιάς του και τα κομμάτια αυτού του μπουκαλιού να τα καταναλώσει ένας κάτοικος μακριά, στο αντικρινό μισό του πλανήτη, στο ψάρι του, στο μπιφτέκι, στο νερό που πίνει ή στον αέρα που αναπνέει.
Γιατί αυτό ακριβώς μπόρεσαν να καταγράψουν οι επιστήμονες που εκπόνησαν την εν λόγω έρευνα. Και απέδειξαν ότι τα περισσότερα μικροπλαστικά που περισυνέλεξαν ήταν συνθετικές μικροΐνες, δηλαδή προέρχονταν από συνθετικά υφάσματα (ως γνωστόν σε κάθε πλύση που βάζουμε, χίλιες εννιακόσιες συνθετικές ίνες καταλήγουν στη θάλασσα μέσω της αποχέτευσης - https://archipelago.gr/ti-kanoume/ergastiriaki-erevna/mikroplastika/). Ο υπόλοιπος όγκος μικροπλαστικών είχε πηγή προέλευσης: χαλιά, μοκέτες, συσκευασίες από υλικά βαφής και καλλυντικών, εξοπλισμό κατασκήνωσης κ.ά., και δυστυχώς οι ερευνητές βρήκαν ποσότητες μκροπλαστικών σε κάθε ένα δείγμα που συνέλεξαν.
Αναλύοντας επίσης τις καιρικές συνθήκες και τη συσσώρευση μορίων σκόνης στα εθνικά πάρκα και σε προστατευόμενες περιοχές άγριας φύσης, οι επιστήμονες μπόρεσαν να καταγράψουν τις επιπτώσεις της ρύπανσης των συγκεκριμένων περιοχών από τις τριγύρω πόλεις αλλά και τον μηχανισμό «πτήσεων» των πλαστικών σωματιδίων σε ολόκληρο τον πλανήτη, μηχανισμός που λειτουργεί όπως ακριβώς ο «κύκλος σκόνης», ο τρόπος δηλαδή που μεταφέρεται η φυσική σκόνη. Συγκεκριμένα, το 4% στο σύνολο των μορίων σκόνης που εξετάστηκαν, ήταν μικροπλαστικά.
Τα μικροπλαστικά που εναποτέθηκαν στα εδάφη κατά τη διάρκεια καταιγίδων ήταν μεγαλύτερου μεγέθους και έφτασαν με τη βοήθεια των ανέμων που φυσούσαν από τη μεριά κατοικημένων περιοχών, παρατήρηση που έδειξε ότι η υγρή εναπόθεση μετέφερε θραύσματα που προέρχονταν από τις τριγύρω πόλεις και ότι τα μεγαλύτερου μεγέθους μικροπλαστικά ανιχνεύονται πιο κοντά στο σημείο όπου βιοαποδομούνται. Ενώ τα μικροπλαστικά σωματίδια που «προσγειώθηκαν» κατά τη διάρκεια ξηρής εναπόθεσης ήταν μικρότερου μεγέθους, πολύ περισσότερα σε αριθμό και μεταφέρθηκαν μέσω ρευμάτων αέρα από υψηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας, παρατήρηση που ανέδειξε ότι είχαν διανύσει μεγάλες αποστάσεις. Επομένως, αν πούμε ότι «βρέχει ο ουρανός μικροπλαστικά» θα είμαστε απόλυτα ακριβείς.