Επικεφαλής του εθνικού σχεδίου αναδασώσεων τέθηκε η Μαρία Κοζυράκη, συντονίστρια της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης. «Η πολιτική βούληση του υπουργείου είναι να προχωρήσουμε με εκτεταμένες αναδασώσεις σε διαταραγμένα οικοσυστήματα», λέει στην «Κ». «Προτεραιότητα θα δοθεί σε περιοχές που γειτνιάζουν με οικιστικές ζώνες ή περιοχές με ισχυρή ανθρώπινη παρουσία, σε περιοχές όπου υπάρχει δυσκολία στη φυσική αναγέννηση του οικοσυστήματος –ή όπου αυτό επανέρχεται σε χαμηλότερη ποιότητα– και σε περιοχές που έχουν έντονο ανάγλυφο και απειλούνται από φαινόμενα διάβρωσης».
Το πρώτο στάδιο ήταν η απογραφή των εκτάσεων αυτών. Το έργο ανέλαβε η Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. «Μέσω τηλεπισκόπησης, εντοπίσαμε τις περιοχές που κάηκαν από δασικές πυρκαγιές την τελευταία δεκαετία», εξηγεί ο πρόεδρος της σχολής, Θεοχάρης Ζιάγκας. «Καταλήξαμε σε 13 περιοχές κατανεμημένες σε όλη τη χώρα, καλύπτοντας περί τις 500.000 στρέμματα γης. Στόχος μας ήταν οι περιοχές που θα προταθούν να μη βρίσκονται μόνο στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη, όπου όντως υπάρχει μεγάλο πρόβλημα στην αναγέννηση των δασών, αλλά να κατανεμηθούν σε όλη τη χώρα, σύμφωνα με τα κριτήρια που μας τέθηκαν».
Πού βρίσκονται οι περιοχές που έχουν προεπιλεγεί; Η μεγαλύτερη έκταση (157.000 στρέμματα) βρίσκεται στην Ομηρούπολη της Χίου και είχε καεί το 2012 (στο νησί επελέγησαν και ακόμη 49.000 στρέμματα που κάηκαν το 2016). Ακολουθεί έκταση 55.100 στρεμμάτων στην Κινέτα και 14.800 στρεμμάτων στο Μάτι που κάηκαν το 2018 (στην Αττική έχουν επιλεγεί ακόμα 11.800 στρέμματα στον Κάλαμο, που κάηκαν το 2010). Επίσης επελέγησαν 43.200 στρέμματα στη Μεγαλόπολη Αρκαδίας (κάηκαν το 2012), 44.000 στρέμματα στη Ρόδο (κάηκαν το 2013), 35.000 στρέμματα και 44.500 στρέμματα στον Πρίνο και στην Αλυκή Θάσου και μικρότερες εκτάσεις στην Εύβοια, στο Ρέθυμνο και στη Ζάκυνθο.
Οι περιοχές αυτές όμως δεν θα είναι οι τελικές. «Ζητήσαμε από όλες τις διευθύνσεις δασών των αποκεντρωμένων διοικήσεων να οριοθετήσουν τις εκτάσεις που κατά τη γνώμη τους πρέπει να αναδασωθούν, έως τον Ιανουάριο του 2021», λέει η κ. Κοζυράκη. «Θέλουμε να κατατεθούν από μία έως πέντε προτάσεις ανά περιφερειακή ενότητα (σ.σ.: νομό), ιεραρχημένες ως προς τη σπουδαιότητά τους. Ο στόχος μας είναι να συμπληρωθεί ο κατάλογος των προς αναδάσωση περιοχών και να οριοθετηθούν με ακρίβεια, ώστε να υπάρξουν μελέτες για κάθε περιοχή ανάλογα με τις ανάγκες της».
To χρονοδιάγραμμα
Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που έχει τεθεί, η επιτροπή συντονισμού του εγχειρήματος, που δημιουργήθηκε στο υπουργείο Περιβάλλοντος, σε συνεργασία με τη Γενική Διεύθυνση Δασών του υπουργείου, θα καταλήξει μέχρι το τέλος του χειμώνα στις εκτάσεις που τελικώς θα ενταχθούν στο εθνικό σχέδιο αναδασώσεων. Παράλληλα, το υπουργείο θα επικαιροποιήσει τις προδιαγραφές των μελετών και έργων αναδάσωσης. «Η πρόθεση του υπουργείου είναι να προκηρυχθούν έως το καλοκαίρι από τις αποκεντρωμένες διοικήσεις όλοι οι διαγωνισμοί για τις μελέτες και τις εργασίες αναδάσωσης και να συμβασιοποιηθούν μέσα στο 2022. Μελέτες και έργα θα πραγματοποιηθούν από τον ίδιο ανάδοχο». Η ύπαρξη «σφιχτού» χρονοδιαγράμματος είναι όρος που θέτει το Ταμείο Ανάκαμψης, από το οποίο το υπουργείο φιλοδοξεί να εξασφαλίσει περί τα 300 εκατ. ευρώ για το εγχείρημα. Ακόμη 390 εκατ. εκτιμάται ότι μπορούν να εξασφαλιστούν μέσω ΕΣΠΑ, προγραμμάτων του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και άλλες πηγές.
Πώς θα γίνουν οι αναδασώσεις; Σύμφωνα με την κ. Κοζυράκη, τα αναγκαία (περίπου 30 εκατομμύρια) φυτά θα προέλθουν από κρατικά φυτώρια. «Οσο μικρότερο είναι το δασικό φυτό, τόσο καλύτερη πιθανότητα έχει να προσαρμοστεί στις συνθήκες. Επομένως αυτό που χρειάζεται είναι φυτά ενός – δύο ετών. Ο ανάδοχος θα τα φυτέψει και θα αρδεύει την περιοχή για μία διετία, συμπληρώνοντας όσα κενά προκύψουν».
«Παλαιότερα, όλες οι δασικές υπηρεσίες είχαν καλά οργανωμένα φυτώρια και είχαν εμπειρία στις αναδασώσεις», λέει ο κ. Ζιάγκας. «Η οικονομική κρίση περιόρισε τις δυνατότητες των φυτωρίων και οδήγησε στην κατάργηση σημαντικών υπηρεσιών, όπως οι τοπικές διευθύνσεις αναδασώσεων. Στη Χαλκηδόνα και στον Λαγκαδά, για παράδειγμα, υπήρχαν δύο μεγάλα κρατικά φυτώρια που τροφοδοτούσαν όλη τη Βόρεια Ελλάδα, μέχρι που διέθεταν φυτά και σε ιδιώτες έναντι κάποιου αντιτίμου. Τώρα υπολειτουργούν. Είναι εύκολο να καταργήσεις ένα δασικό φυτώριο, αλλά πολύ δύσκολο να το επαναλειτουργήσεις, γιατί χάνεται η πολύτιμη εμπειρία των ανθρώπων που ασχολούνταν με το αντικείμενο αυτό μια ζωή. Αυτά είναι πράγματα που δεν γράφονται στα βιβλία», λέει ο κ. Ζιάγκας. «Επομένως, είναι μεγάλο στοίχημα η επαναλειτουργία των κρατικών φυτωρίων, ώστε να υποστηρίξουν το εθνικό σχέδιο αναδασώσεων».
«Θα δώσουν εργασία σε αρκετό κόσμο»
Σύμφωνα με την κ. Κοζυράκη, το σχέδιο αναδασώσεων είναι το μεγαλύτερο που θα πραγματοποιηθεί στη χώρα μας την τελευταία 30ετία. «Τα τελευταία χρόνια, λόγω της υποστελέχωσης των υπηρεσιών και των μικρών χρηματοδοτήσεων, αναδασώσεις γίνονται μόνο αποσπασματικά. Θα είναι η πρώτη φορά από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 που όλες οι δασικές υπηρεσίες θα προχωρήσουν συντονισμένα, με τα ίδια κριτήρια και με μελέτες. Επιπλέον, το εθνικό σχέδιο έρχεται σε μια περίοδο που οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής γίνονται ολοένα και πιο έντονες στη χώρα μας. Οι προστατευτικές αναδασώσεις είναι δράσεις στο πνεύμα της στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για το κλίμα και την προστασία της βιοποικιλότητας».
«Την τελευταία δεκαετία οι αναδασώσεις έχουν ουσιαστικά σταματήσει, με τραγικές συνέπειες για τα οικοσυστήματά μας», λέει ο κ. Ζιάγκας. «Οι αναδασώσεις, εκτός από την αποκατάσταση οικολογικά ευαίσθητων ή υποβαθμισμένων περιοχών, θα δώσουν και εργασία σε αρκετό κόσμο σε μια δύσκολη περίοδο». Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του υπουργείου Περιβάλλοντος, το πρόγραμμα αναδασώσεων δεν θα τελειώσει το 2026 (ορίζοντας ολοκλήρωσης των δράσεων που θα χρηματοδοτήσει το Ταμείο Ανάκαμψης), αλλά θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Παράλληλα βέβαια, το υπουργείο θα πρέπει να μεριμνήσει αναλόγως και για την προστασία και διατήρηση των δασών, καθώς οι αναδασώσεις από μόνες τους –όσο εκτεταμένες κι αν είναι– δεν επαρκούν για να έχει μια χώρα ολοκληρωμένη δασική πολιτική.