Οι καθυστερήσεις πληρωμών έχουν σοβαρές επιπτώσεις στις επιχειρήσεις. Μία στις τέσσερις πτωχεύσεις οφείλεται στη μη έγκαιρη εξόφληση των τιμολογίων. Μία από τις βασικές αιτίες των καθυστερήσεων πληρωμών είναι οι ασυμμετρίες στη διαπραγματευτική ισχύ μεταξύ ενός μεγάλου ή πιο ισχυρού πελάτη (οφειλέτη) και ενός μικρότερου προμηθευτή (πιστωτή). Ως αποτέλεσμα, συχνά ο προμηθευτής υποχρεώνεται να αποδεχτεί καταχρηστικές προθεσμίες και όρους πληρωμής.
Η ισχύουσα οδηγία προβλέπει προθεσμία πληρωμής 30 ημερών για συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων. Ωστόσο, αυτή η προθεσμία μπορεί να παραταθεί σε 60 ή περισσότερες ημέρες «εφόσον η παράταση αυτή δεν είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον πιστωτή». Στην πράξη, η απουσία πραγματικής μέγιστης προθεσμίας πληρωμής και η ασάφεια του όρου «κατάφωρα καταχρηστική» που χρησιμοποιείται στην οδηγία έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση στην οποία επιβάλλονται συχνά προθεσμίες πληρωμής 120 ημερών και μεγαλύτερες στους μικρότερους πιστωτές.
Συγκεκριμένα, η Κομισιόν παραπέμπει την Ελλάδα στο Δικαστήριο λόγω των πρακτικών πληρωμών από τα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία προς τους προμηθευτές τους, που παραβιάζουν την οδηγία για τις καθυστερήσεις πληρωμών.
Τα νοσοκομεία αυτά δεν τηρούν την υποχρέωση παροχής άμεσης πληρωμής των οφειλών τους όταν οι προμηθευτές συμφωνούν να παραιτηθούν από τα δικαιώματά τους για τόκους, σε αντίθεση με την πάγια νομολογία.
Η Επιτροπή παρέπεμψε ήδη την Ελλάδα στο δικαστήριο τον Νοέμβριο του 2023 σε άλλη υπόθεση καθυστερημένων πληρωμών, με στόχο τις υπερβολικές καθυστερήσεις πληρωμών από τα δημόσια νοσοκομεία στην Ελλάδα [INFR (2019)2298].
Οι καθυστερημένες πληρωμές από τα δημόσια νοσοκομεία παρεμποδίζουν την ανταγωνιστικότητα και την ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων που εργάζονται στον τομέα της υγείας, ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, αυτές οι επιχειρήσεις διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο στην ταχεία προμήθεια νοσοκομείων, βοηθώντας τα να παραμείνουν λειτουργικά.