Η μελέτη επικεντρώθηκε σε 22 υδροηλεκτρικές δεξαμενές που βρίσκονται υπό εξέταση ή κατασκευή στον Καναδά και υποστηρίζει ότι το 90% εξ αυτών είναι πιθανό να αυξήσει τις συγκεντρώσεις της συγκεκριμένης νευροτοξίνης.
Ωστόσο, η μελέτη προτείνει επίσης τρόπους για να μετριαστούν τα αυξημένα επίπεδα των επιβλαβών ενώσεων με τη χρήση μεθόδων, όπως η αφαίρεση του ανώτερου στρώματος του εδάφους πριν τη συσσώρευση νερού.
«Οι ανθρώπινες και οικολογικές επιπτώσεις που σχετίζονται με αυξημένες εκθέσεις μεθυλυδράργυρου από τα υδροηλεκτρικά έργα γίνονται κατανοητές μόνο αφού η ζημιά έχει ήδη γίνει», δήλωσε η Έλσι Σάντερλαντ, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, η οποία καθορίζει ένα μελλοντικό πλαίσιο για την πρόβλεψη των επιπτώσεων στις τοπικές κοινωνίες.
Η αύξηση των τοξινών οφείλεται στη δράση των μικροβίων που ζουν στο έδαφος και μετατρέπουν φυσικά τον υδράργυρο σε ισχυρό μεθυλυδράργυρο όταν το έδαφος είναι πλημμυρισμένο, όπως μετά την κατασκευή υδροηλεκτρικών φραγμάτων.
Ο μεθυλυδράργυρος περνάει μέσα στο νερό και τα ζώα, συσσωρευόμενος καθώς ανεβαίνει στην τροφική αλυσίδα. Το γεγονός αυτό καθιστά την τοξίνη ιδιαίτερα επικίνδυνη για τις κοινότητες που ζουν κοντά σε υδροηλεκτρικά έργα, επειδή τείνουν να έχουν διατροφή
πλούσια σε τοπικά ψάρια, πτηνά και θαλάσσια θηλαστικά.
Η αυξημένη έκθεση στο μεθυλυδράργυρο συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών νόσων και νευρο-αναπτυξιακές καθυστερήσεις στα παιδιά και βρέφη.
Εξάλλου, τον Σεπτέμβριο η Μιανμάρ ανακοίνωσε την κατασκευή μεγάλου αριθμού υδροηλεκτρικών εγκαταστάσεων, προκειμένου να αντιμετωπίσει την ενεργειακή κρίση της χώρας και να μειώσει την εξάρτησή της από τον άνθρακα.
Πηγή: http://www.naftemporiki.gr