Με τη βοήθεια του Ιάσονα Ζώρζου, μηχανολόγου-μηχανικού και υπεύθυνου μουσειακού υλικού στον ΟΣΕ, το ΑΠΕ-ΜΠΕ ξεκινά το ιστορικό ταξίδι των Σιδηροδρόμων, από την «καρδιά» του δικτύου Πελοποννήσου, των ΣΠΑΠ (των Σιδηροδρόμων Πειραιώς Αθηνών Πελοποννήσου), και το κυκλοτερές μηχανοστάσιο που στέγαζε τις ατμάμαξες και τις ντιζελάμαξες του δικτύου της Πελοποννήσου από το 1912 μέχρι το 2005.
«Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδιαίτερα, κατά την αποχώρηση των Γερμανών τον Οκτώβριο του 1944, όλο το σιδηροδρομικό δίκτυο της Ελλάδας υπέστη πολύ μεγάλες καταστροφές όσον αφορά την υποδομή και τις εγκαταστάσεις αλλά και όσον αφορά το τροχαίο υλικό (μηχανές, βαγόνια κτλ)», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Ζώρζος. «Στην Πελοπόννησο πολλά βαγόνια τα έριξαν μέσα στον Ισθμό, άλλα τα έριξαν στον γκρεμό στην Κακιά Σκάλα, αφού τα έκαψαν και ούτω καθ’ εξής. Στο μεταξύ μετά από την τόση καταστροφή που υπέστη το δίκτυο, υπήρξαν προτάσεις, το σιδηροδρομικό δίκτυο να μην αποκατασταθεί παρά μόνο το κομμάτι Θεσσαλονίκη- Ειδομένη. Ωστόσο, αντέδρασαν οι διάφοροι έμποροι αλλά και οι χρήστες του σιδηροδρόμου που μετέφεραν τα εμπορεύματά τους, καθώς ολόκληρες περιοχές ζούσαν από τον σιδηρόδρομο, ελλείψει άλλων μεταφορικών μέσων εκείνη την εποχή. Έτσι, αποφασίστηκε η αποκατάσταση του σιδηροδρόμου, η οποία ήταν μία πολύ μεγάλη επιχείρηση κυρίως λόγω των κατεστραμμένων εγκαταστάσεων, ενώ μηχανήματα και εργαλεία είχαν και εκείνα καταστραφεί ή κλαπεί από τις αρχές κατοχής.»
Όπως επισημαίνει ο υπεύθυνος μουσειακού υλικού στον ΟΣΕ, η αποκατάσταση – ανασυγκρότηση του σιδηροδρόμου διήρκησε από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950. «Στο πλαίσιο αυτό, οι ΣΠΑΠ περισυνέλλεξαν οτιδήποτε υλικά μπορούσαν να σώσουν από το τροχαίο υλικό που είχε καταστραφεί όπως δοκούς, τροχούς, ακόμα και κομμάτια από βαγόνια. Με αυτά λοιπόν τα υλικά σχεδίασαν και κατασκεύασαν στο δικό τους εργοστάσιο, στην περιοχή αυτή που βρισκόμαστε, εδώ στον Πειραιά, τα βαγόνια και τις μηχανές που αποτέλεσαν την καρδιά, την ψυχή, την πλειοψηφία δηλαδή του μεταπολεμικού τροχαίου υλικού.»
Ένα από αυτά τα εκθέματα που κατασκευάστηκε από υλικά που συγκεντρώθηκαν ήταν και μία υδροφόρος, η οποία είναι κατασκευασμένη από κομμάτια οχημάτων που περισυνελέγησαν από τα κατεστραμμένα. Η συγκεκριμένη μάλιστα έχει χρησιμοποιηθεί για τη μεταφορά νερού σε απομακρυσμένες περιοχές, σε απομακρυσμένους σταθμούς και φυλάκια που δεν είχαν παροχή ύδρευσης.
Κατά την περιήγηση στον χώρο, ο υπεύθυνος μουσειακού υλικού στον ΟΣΕ αναφέρεται και εξηγεί λεπτομερώς, τα εκθέματα που βρίσκονται εκεί. Το πρώτο μάλιστα από τα εκθέματα του υπό διαμόρφωση Μουσείου, και το οποίο είναι πλέον αποκατεστημένο σε λειτουργική κατάσταση, είναι μια δρεζίνα επιθεωρήσεως που είχε ως σκοπό τη μετάβαση του προϊσταμένου, του μηχανικού, του διευθυντή, των υψηλόβαθμων δηλαδή στελεχών, στα σημεία όπου γίνονταν εργασίες επί της γραμμής ή τη μεταφορά τους για να ελέγξουν τη διαδρομή όπου είχαν γίνει προηγουμένως εργασίες. Πάντως, όπως εξηγεί ο Ιάσονας Ζώρζος, γι’ αυτό το λόγο, η συγκεκριμένη κατασκευή παρατηρούμε ότι είναι πιο πολυτελής. Μάλιστα, η συγκεκριμένη δρεζίνα είναι κατασκευής 1958 στη Γερμανία και «δούλεψε» στην Πελοπόννησο μέχρι το 2000.
Στον χώρο βρίσκεται η ατμάμαξα «Τίρυνς», μια από τις πρώτες ατμάμαξες που πάτησαν στην Πελοπόννησο «και η παλαιότερη που διασώζεται στις μέρες μας σε όλη την Ελλάδα», σύμφωνα με τον κ. Ζώρζο. Έχει κατασκευαστεί στη Γερμανία το 1884 και χρησιμοποιήθηκε για εκτέλεση αμαξοστοιχιών έργων για την κατασκευή του πρώτου τμήματος του δικτύου της Πελοποννήσου από τον Πειραιά, στην Κόρινθο, την Πάτρα, το ‘Αργος, το Ναύπλιο και τους Μύλους Αργολίδας. Είναι επίσης, το πρώτο σιδηροδρομικό όχημα που έχει χαρακτηριστεί ως μουσειακό ήδη, από την δεκαετία του 1950.
Η ατμάμαξα BS151 γερμανικής κατασκευής το 1912, που βρίσκεται επίσης στον χώρο, δούλεψε κυρίως στην περιοχής της Αχαΐας και της Ηλείας, δηλαδή δρομολόγια μεταξύ Πάτρας – Πύργου – Ολυμπίας- Κατακόλου. Είναι από τις πρώτες ατμάμαξες υπέρθερμου ατμού που είχαν οι ΣΠΑΠ, «μία τεχνολογία» σύμφωνα με τον υπεύθυνο μουσειακού υλικού στον ΟΣΕ «που βοήθησε στην αύξηση της απόδοσης μιας ατμάμαξας χωρίς να έχει αυξημένη πίεση, δηλαδή χωρίς να χρειάζεται να είναι πιο ενισχυμένος ο λέβητας και κατ’ επέκταση να γίνει βαρύτερη η μηχανή.»
Ο Ερύμανθος είναι μια ατμάμαξα κεκορεσμένου ατμού των ΣΠΑΠ, γαλλικής κατασκευής το 1892, που έχουν οι ειδικοί χαρακτηρίσει ως «το παιδί για όλες τις δουλειές» των ΣΠΑΠ του δικτύου της Πελοποννήσου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1960 για κάθε είδους αμαξοστοιχία, επιβατική, εμπορική, μεικτή.
«Το 1890 ξεκινά να κατασκευάζεται η γραμμή του σιδηροδρόμου Μύλων – Καλαμών. Αυτή πρόκειται να την εκμεταλλευτεί μια εταιρεία εκτός των ΣΠΑΠ, η εταιρεία ονομαζόμενη και εταιρεία Μεσημβρινών Σιδηροδρόμων Ελλάδος. Ωστόσο, η κατασκευή δεν θα ολοκληρωθεί καθώς οι εργολάβοι που την κατασκεύαζαν κηρύχθηκαν έκπτωτοι και έτσι ανέλαβαν τη συνέχιση της γραμμής οι ίδιοι οι ΣΠΑΠ. Όταν ολοκληρώθηκε, ανέλαβαν και την εκμετάλλευση της γραμμής οι ΣΠΑΠ», αναφέρει ο μηχανολόγος-μηχανικός.
Μία λοιπόν από αυτές τις ατμάμαξες που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτή τη γραμμή, βρίσκεται στο υπό διαμόρφωση σιδηροδρομικό Μουσείο στον Πειραιά και είναι βελγικής κατασκευής 1890. «Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, τρεις από αυτές τις μηχανές δόθηκαν με ημερήσιο ενοίκιο στην διεύθυνση Σιδηροδρόμων Στρατιάς Μικράς Ασίας για την ενίσχυση των πολεμικών επιχειρήσεων, που βέβαια δεν γύρισαν πίσω ποτέ. Αργότερα οι ΣΠΑΠ πήραν και μια αποζημίωση από το κράτος λόγω του ότι είχαν αναγκαστεί να δώσουν αυτές τις μηχανές. Με την αποζημίωση που πήραν οι ΣΠΑΠ λόγω της αποστολής των τριών ατμαμαξών και κάποιων εμπορικών βαγονιών στη Μικρά Ασία, το 1925 παραλαμβάνουν πέντε ατμάμαξες νεότερου τύπου πάλι υπέρθερμου ατμού, μεγαλύτερες όμως, με ξεχωριστή εφοδιοφόρο δηλαδή το βαγόνι που είχε μέσα το κάρβουνο και το νερό. Ήταν γερμανικής κατασκευής, ορεινού τύπου γι αυτό και χρησιμοποιήθηκαν σε ολόκληρο το δίκτυο, στη γραμμή δηλαδή της Τριπόλεως αλλά και προς Πάτρα και Πύργο για κάθε είδους αμαξοστοιχίες κυρίως επιβατικές και ταχείες επιβατικές αλλά αργότερα και εμπορικές όταν ήρθαν και ντιζελάμαξες κτλ.», αναφέρει ο υπεύθυνος μουσειακού υλικού στον ΟΣΕ.
Η αλλαγή σε αυτές τις μηχανές, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Ζώρζος, ήρθε το 1955 όταν έγινε μια μετασκευή ώστε να καίνε μαζούτ, δηλαδή πετρέλαιο παχύρευστο, αντί κάρβουνου και είναι από τις μηχανές που είναι από τις πιο κλασικές του δικτύου της Πελοποννήσου. Μία από αυτές τις ατμάμαξες που βρίσκεται στο Μουσείο έχει δουλέψει τη δεκαετία του 1980 σε κάποιες τουριστικές αμαξοστοιχίες, ωστόσο αργότερα, λόγω κάποιων τεχνικών προβλημάτων, παρέμεινε σε ακινησία μέχρις ότου να μεταφερθεί πέρυσι στο υπό διαμόρφωση Σιδηροδρομικό Μουσείο, για να προστατευθεί και να αποκατασταθεί.
Μία χαρακτηριστική φορτάμαξα των Σιδηρόδρομων Πειραιώς Αθηνών Πελοποννήσου, βελγικής κατασκευής το 1902, τραβά το ενδιαφέρον στον χώρο, καθώς πρόκειται για τη φορτάμαξα η οποία χρησιμοποιήθηκε το 1930 για τη μεταφορά των οστών του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη από την Αθήνα στην Τρίπολη για να τοποθετηθούν στην πλατεία του Άρεως.
Τη δική της ιστορία έχει μία ακόμη φορτάμαξα, η οποία έχει χαρακτηρίστηκε λάφυρο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς πρόκειται για ένα από τα εμπορικά βαγόνια, τα οποία εγκαταλείφθηκαν στο ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο μετά τη λήξη του πολέμου ενώ, το συγκεκριμένο είναι ένας από τους τύπους που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Τέλος, ένα από τα εκθέματα που εντυπωσιάζουν στον χώρο είναι και η βασιλική άμαξα, το βαγόνι που αποτέλεσε το βασιλικό όχημα του σιδηροδρόμου Αθηνών – Πειραιώς, του πρώτου δηλαδή σιδηροδρόμου στη χώρα μας, που ένωσε τον Πειραιά με το Θησείο το 1869, αποτελώντας τον πρόδρομο της σημερινής γραμμής 1 του Μετρό, δηλαδή του Ηλεκτρικού. Το βαγόνι, σύμφωνα με τον κ. Ζώρζο, κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο του Πειραιά του σιδηροδρόμου Αθηνών – Πειραιώς το 1888 και ήταν ένα δώρο του σιδηροδρόμου προς τον βασιλιά Γεώργιο Α’ κατά την 25ετηρίδα του. Μεταφέρθηκε με δύο ατμοκίνητους οδοστρωτήρες στην πρώτη έκθεση του Ζαππείου όπου εκεί εκτέθηκε και παραδόθηκε στις υπηρεσίες της βασιλικής οικογένειας.
0