Το πολυαναμενόμενο μέτρο της Μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης, το οποίο έχει θεσπιστεί από το 1983, καρκινοβατεί εδώ και 40 χρόνια, ενώ και το πρόγραμμα «Διατηρώ» του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το οποίο εξαγγέλθηκε το 2021, έως και σήμερα δεν έχει αρχίσει ακόμα να υλοποιείται.
Την ίδια στιγμή το νομοσχέδιο του ίδιου υπουργείου για τα εγκαταλελειμμένα κτίρια, αν και έτοιμο εδώ και πολύ καιρό, δεν έχει λάβει ακόμα την έγκριση της κυβέρνησης ούτε για το στάδιο της δημόσιας διαβούλευσης.
Αποτέλεσμα είναι, όπως καταγγέλλει η Ελληνική Εταιρίας Προστασίας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (ΕΛΕΤ) μόνο την τελευταία τριετία 2020 – 2023 να έχουν εκδοθεί 380 άδειες κατεδάφισης που αφορούν κυρίως μονώροφα, διώροφα και τριώροφα κτίρια του μεσοπολέμου, (1930 – 1940) αλλά και κάποια κτίρια προ του 1950. «Ορισμένα από τα κτίρια που κρίθηκαν κατεδαφιστέα, εκτός της ιστορικής τους σημασίας έχουν και ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον και συμμετέχουν στη συγκρότηση ενός ιστορικού αστικού τοπίου».
Βασικός λόγος των αθρόων κατεδαφίσεων, αναφέρει η οργάνωση, είναι το «κέρδος» που προκύπτει για εργολάβους και ιδιοκτήτες, καθώς λόγω των υψηλών συντελεστών δόμησης και της επιτρεπόμενης αύξησης ύψους βάσει του ισχύοντος Οικοδομικού Κανονισμού, «τα μονώροφα, διώροφα και τριώροφα κτίρια θα αντικατασταθούν με θηριώδεις 8ώροφες ή 10ώροφες κατασκευές».
Κι αυτό, όπως εξηγεί στο ethnos.gr η ομότιμη καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ και Πρόεδρος Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς της ΕΛΕΤ, Ελένη Μαΐστρου, οδηγεί σε μία διπλή καταστροφή:Αφ’ενός μεν, σβήνεται η πολύτιμη μνήμη της πόλης, καθώς εξαφανίζονται τα αρχιτεκτονικά δείγματα μίας ολόκληρης εποχής, από τα πιο εμβληματικά κτίρια έως τα πιο ταπεινά, που όλα μαζί αποτελούν την μοναδική ταυτότητα της πόλης που χάνεται οριστικά.
Αφ΄ετέρου, οι 8ώροφες και 10ώροφες νεόδμητες πολυκατοικίες θα συμβάλλουν στη ραγδαία επιδείνωση της ποιότητας ζωής, στη μείωση του ηλιασμού και αερισμού –ιδιαίτερα των χαμηλότερων ορόφων των υφιστάμενων κτιρίων–, στην κυκλοφοριακή ασφυξία, στην υπερβάλλουσα ρύπανση και στην επιβάρυνση των δικτύων κοινής ωφελείας.
Στη σχετική ανακοίνωση της οργάνωσης μάλιστα, αναφέρεται πως τα τελευταία χρόνια πληθώρα αξιόλογων κτιρίων έχουν κατεδαφιστεί, «κάποια εξ αυτών λόγω ουσιαστικής ή «προσχηματικής» επικινδυνότητας και κάποια άλλα απλώς επειδή τα αρμόδια γνωμοδοτικά όργανα, υποκύπτοντας σε πιέσεις, γνωμοδοτούν αρνητικά σχετικά με την ανάγκη διατήρησής τους, σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή πρακτική, που έχει με τα χρόνια καταφέρει να διατηρήσει την αρχιτεκτονική κληρονομιά των ιστορικών πόλεων».
Το θέμα ανακινήθηκε με την αφορμή δύο κτιρίων επί της οδού Καλλινίκου 1 και 3, τα οποία ζητείται να χαρακτηριστούν διατηρητέα. Το ένα εκ των δύο κτιρίων κρίθηκε ως μη άξιο διατήρησης από το Κεντρικό Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής (ΚΕ.Σ.Α.), παρ΄ ότι το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής Περιφερειακής Ενότητας Κεντρικού Τομέα Αθηνών είχε γνωμοδοτήσει υπέρ της διατήρησής του. Το δεύτερο κρίθηκε διατηρητέο, αλλά πριν δημοσιευθεί το ΦΕΚ, ζητήθηκε η επανεξέταση της γνωμοδότησης πιθανότατα επειδή το διπλανό του «γλύτωσε» τον χαρακτηρισμό, ο οποίος δεδομένης της αδιαφορίας της Πολιτείας, εδώ και δεκαετίες μόνο βάρη προσθέτει στους ιδιοκτήτες των διατηρητέων κτιρίων και μνημείων. Και τα δύο κτίρια, πάντως, κινδυνεύουν να κατεδαφιστούν, εάν το ΚΕ.Σ.Α. δεν γνωμοδοτήσει οριστικά υπέρ της διατήρησης τους και δεν εκδοθεί άμεσα το σχετικό ΦΕΚ.
Άγνωστος ο κτιριακός πλούτος της Αθήνας – Κανένα κίνητρο διατήρησης για τους ιδιοκτήτες
Σύμφωνα με την ΕΛΕΤ, για να σταματήσει η κατεδάφιση αξιόλογων κτιρίων στην Αθήνα, πρέπει να σταματήσει και η ανεύθυνη, συνεχής εντατικοποίηση της δόμησης, η οποία είναι αναντίστοιχη τόσο προς την υφιστάμενη γεωμετρία της πόλης (πλάτος δρόμων προς ύψος κτιρίων), όσο και προς τη φέρουσα ικανότητα των δικτύων ΟΚΩ και της εξυπηρέτησης της κυκλοφορίας από το υφιστάμενο οδικό δίκτυο.
Αναφορικά με τα δύο συγκεκριμένα κτίρια, η οργάνωση ζητά από το ΚΕ.Σ.Α να γνωμοδοτήσει υπέρ της διατήρησής τους ώστε να εκδοθεί άμεσα το σχετικό ΦΕΚ.
«Η περίπτωση αυτών των δύο κτιρίων αποτελεί μία αφορμή για να ανοίξει η συζήτηση διατήρησης του αρχιτεκτονικού πλούτου σε μία περιοχή που διατηρεί ένα χαρακτήρα, αλλά και σε ορισμένες άλλες, στις οποίες εξακολουθούν να υπάρχουν αξιόλογα κτίρια, από την εποχή πριν το 1920 έως και τον Μεσοπόλεμο», υπογραμμίζει η κυρία Μαίστρου.
Προσθέτει επίσης ότι ειδικά τα κτίρια της δεκαετίας του ΄20 βρίσκονται στην «ομάδα υψηλού κινδύνου», καθώς βάσει του υφιστάμενου πλαισίου μετά την πάροδο 100 ετών θεωρούνται αυτοδίκαια μνημεία με αποτέλεσμα αρκετοί ιδιοκτήτες να έχουν ξεκινήσει έναν αγώνα δρόμου προκειμένου να εξασφαλίσουν άδεια κατεδάφισης πριν τη συμπλήρωση αιώνα.
«Πρέπει να διασώσουμε ό,τι έχει απομείνει από την κατεδάφιση. Σε γειτονιές του κέντρου της Αθήνας, όπως η Κυψέλη και οι δρόμοι πάνω από την Πατησίων και την πλατεία Αμερικής υπάρχουν ακόμα κτίρια που αξίζει να διατηρηθούν. Κτίρια του ΄20 και του ΄30, αλλά και της περιόδου του Μεσοπολέμου που έχουν έναν πολύ ηπιότερο χαρακτήρα από τις πολυκατοικίες», σημειώνει η καθηγητρια του ΕΜΠ προσθέτοντας πως ο Νέος Οικοδομικός Κανονισμός (ΝΟΚ) έδωσε δυνατότητα αύξησης ύψους με διάφορες δικαιολογίες με αποτέλεσμα να προστεθούν κι άλλοι όροφοι στα κτίρια.
Σύμφωνα με την ίδια, αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους, για τους οποίους υπάρχουν μαζικές αιτήσεις κατεδάφισης.
Την ίδια στιγμή σήμερα κανείς δε γνωρίζει τον αριθμό, το ιστορικό και την αξία των κτιρίων της Αθήνας, καθώς δεν έχει υπάρξει ποτέ μια επίσημη καταγραφή από την Πολιτεία για τα οικοδομήματα που συγκροτούν τον αρχιτεκτονικό πλούτο και τη φυσιογνωμία της πόλης. Πριν κάποια χρόνια από το υπουργείο Περιβάλλοντος είχε ζητηθεί κονδύλι για το σκοπό αυτό, το οποίο όμως ποτέ δε δόθηκε.
Για την κυρία Μαΐστρου βασικός υπεύθυνος για την κατάσταση είναι η ίδια η Πολιτεία: «Δε θα έπρεπε να χορηγούνται άδειες κατεδαφισης σε αξιόλογα κτίρια. Για το σκοπό αυτό θα έπρεπε να είχαν θεσπιστεί κίνητρα για τους ιδιοκτήτες, όπως η δυνατότητα μεταφοράς συντελεστή δόμησης που δεν προχώρησε ή κίνητρα αποκατάστασης μέσω προγραμμάτων όπως το <διατηρώ> που ακόμα αναμένεται». Αρχές του 2024 έρχεται το «Διατηρώ»
Στο μεταξύ για τις αρχές του 2024 έχει για άλλη μια φορά μετατεθεί η έναρξη του προγράμματος «Διατηρώ», το οποίο θα λειτουργεί στα πρότυπα των προγραμμάτων «Εξοικονομώ» με βασικό στόχο την κάλυψη κόστους της αποκατάστασης αξιόλογων ιστορικών και διατηρητέων κτιρίων, πολλά εκ των οποίων μάλιστα έχουν καταστεί και επικίνδυνα για τη δημόσια ασφάλεια με το πέρασμα των χρόνων.
Ο προϋπολογισμός ωστόσο του προγράμματος έχει συρρικνωθεί στα 80 εκατομμύρια ευρώ από τα 500 εκ., τα οποία αποτελούσαν τον αρχικό σχεδιασμό του υπουργείου. Το πρόγραμμα έμεινε εκτός του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας με αποτέλεσμα να χρηματοδοτηθεί τελικώς από το ΕΣΠΑ με το ποσό των 80 εκ. ευρώ.
Από τον κουμπαρά αυτόν, όμως, ενίσχυση θα λάβουν εκτός των ιδιωτών, τόσο το δημόσιο όσο και οι δήμοι που θα εντάξουν κτίρια στο πρόγραμμα με αποτέλεσμα το ποσό να μειώνεται για τους ιδιώτες έτι περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι για το κτιριακό απόθεμα του Δημοσίου, θα μπορούσε να αναζητηθεί χρηματοδότηση και από άλλες πηγές.
Πηγές του υπουργείου Περιβάλλοντος επισημαίνουν στο «Έθνος», πάντως, ότι η πρόσκληση δε θα είναι κοινή, αλλά θα βγουν δύο διαφορετικές προσκλήσεις με προκαθορισμένο προϋπολογισμό ή καθεμία, μία για τα ιδιωτικά κτίρια και μία για τα δημόσια.
Επιπλέον, συμπληρώνουν πως σε περίπτωση που τα κονδύλια απορροφηθούν, υπάρχει η δυνατότητα διπλασιασμού του προϋπολογισμού των 80 εκ. ευρώ.
Πρόβλημα ωστόσο για τους ιδιώτες αποτελεί και το γεγονός ότι εκτός χρηματοδότησης θα είναι οι απαραίτητες μελέτες που θα κρίνουν εν πολλοίς και τις «ώριμες» περιπτώσεις, οι οποίες θα λάβουν προτεραιότητα. Τι ζητά η ΕΛΕΤ
Η οργάνωση ζητά από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας τα εξής: να επανεξετάσει όλες τις αρνητικές προς διατήρηση γνωμοδοτήσεις αντίστοιχων αξιόλογων κτιρίων, να προχωρήσει άμεσα σε αναθεώρηση του ΝΟΚ προς το ηπιότερο και κατάργηση του καταστροφικού για το περιβάλλον άρθρου 10 που οδηγεί στην αύξηση υψών, να καταστήσει υποχρεωτική την έκδοση αδείας κατεδάφισης μόνο κατόπιν ελέγχου από τις ΥΔΟΜ, να προχωρήσει στην καταγραφή και αξιολόγηση του ιστορικού αρχιτεκτονικού πλούτου που έχει παραμείνει στην Αθήνα, με στόχο την επιλογή κτιρίων για κήρυξή τους ως «διατηρητέα», να φροντίσει για την ενεργοποίηση του θεσμού της μεταφοράς συντελεστή που έχει προβλεφθεί από τον Ν.1337/1983 και επί 40 χρόνια δεν έχει βρεθεί ο ορθός τρόπος εφαρμογής του. να φροντίσει για την εκκίνηση του προγράμματος «ΔΙΑΤΗΡΩ» το οποίο έχει εξαγγελθεί από το 2021 για την Προστασία της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς.
Από το Δήμο της Αθήνας η ΕΛΕΤ ζητά να υποβάλει αίτημα επικαιροποίησης του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου με αναθεώρηση προς το ηπιότερο των χρήσεων γης και των συντελεστών δόμησης και να φροντίσει για την αξιοποίηση εγκαταλελειμμένων ιστορικών κτιρίων για χρήση κοινωνικής κατοικίας.
5