O φορολογούμενος μέχρι την ισχύ των Ν.4152/2013 και Ν.4174/2013 δεν είχε τη δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωση ή τη τροποποίηση μιας πράξης που εκδόθηκε σε βάρος του από τη Φορολογική Αρχή, αφού η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής προϋπέθετε, ειδική διάταξη νόμου που να θεσπίζεται σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (άρθρο 25 ν. 2690/1999 (ΦΕΚ 45 Α).
Ο φορολογούμενος κατά των πράξεων που εκδίδονταν σε βάρος του κατέφευγε στα ένδικα βοηθήματα (αγωγές, προσφυγές), των οποίων η εκδίκαση από τα Διοικητικά Δικαστήρια μπορούσε να υπερβεί ακόμα και τα δέκα χρόνια.
Με τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 70Β' του ΚΦΕ Ν.2238/1994 (προστέθηκε με τον Ν. 4152/2013 περ. 1 της υποπερ. Α5 της παραγρ. Α΄ του άρθρου 1 και του άρθρου 63 του Ν. 4174/2013) θεσπίστηκε η διαδικασία της ενδικοφανούς προσφυγής. Η διάταξη του άρθρου 70Β΄ ισχύει μόνο για πράξεις των φορολογικών αρχών που εκδόθηκαν από 1.8 13 έως 31.12.13, καθώς πλέον για πράξεις που εκδίδονται από 1.1.14 ισχύει η διάταξη του άρθρου 63 του Ν. 4174/2013. Με την ΠΟΛ.1002/2.1.2014 ορίστηκε η εφαρμογή των διατάξεων του προαναφερόμενου άρθρου.
Τέλος σύμφωνα με τον του Ν. 4238/2014, η διαδικασία της ενδικοφανούς προσφυγής δύναται να ακολουθηθεί και στην περίπτωση εκκρεμών υποθέσεων της Επιτροπής του αρ.70 Α του Ν.2238/1994. Συγκεκριμένα, αν μια τέτοια υπόθεση δεν έχει εξεταστεί μέχρι 31-12-2013, ο φορολογούμενος, παρά την αίτηση του στην ανωτέρω επιτροπή, θα μπορεί εκ νέου να καταθέσει και ενδικοφανή προσφυγή. Κατά αυτό τον τρόπο, μια τέτοια υπόθεση, παρότι είχε αιτηθεί εξέταση με την επιτροπή 70 Α του Ν.2238/1994, θα εξεταστεί με την νέα διαδικασία του αρ. 63του Ν. 4174/2013. Στην περίπτωση αυτή, η αίτηση για την εξέταση ενδικοφανούς προσφυγής που δεν εξετάστηκε θα πρέπει να κατατεθεί εντός 30 ημερών από την δημοσίευση του Ν. 4238/2014, δηλαδή από 17-02-2014.
Με τις προαναφερόμενες διατάξεις προβλέπεται για τον φορολογούμενο, η υποχρέωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής σε περίπτωση αμφισβήτησης πράξης που εκδόθηκε σε βάρος του. Συγκεκριμένα, καθίσταται απαράδεκτη η άσκηση ένδικου μέσου (προσφυγής) απευθείας στα δικαστήρια, εάν προηγουμένως δεν έχει εξαντληθεί η διαδικασία της ενδικοφανούς προσφυγής η οποία καταλήγει στην έκδοση νέας πράξης από την αρμόδια υπηρεσία που την εξετάζει. Ο φορολογούμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια εάν αμφισβητεί την νέα αυτή πράξη.
Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και συγκεκριμένα το άρθρο 63 παρ. 1 του ΚΦΔ Ν.4174/2013 «Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης, οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης. Η αίτηση υποβάλλεται στη Φορολογική Αρχή που εξέδωσε την πράξη και πρέπει να αναφέρει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτημά του. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από τον υπόχρεο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν.»
Η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης μετονομάστηκε σε Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (Απόφαση αριθμ. Δ6Α 1198069 ΕΞ 2013/30.12.2013 του Γενικού Γραμματέα Εσόδων).
1. Στην έννοια «υπόχρεος» εντάσσεται οποιοσδήποτε φορολογούμενος (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) έχει έννομο συμφέρον κατά οποιασδήποτε πράξης έχει εκδοθεί σε βάρος του από την Φορολογική Αρχή.
2. Στην έννοια «οποιαδήποτε πράξης» έχει εκδοθεί σε βάρος υπόχρεου, εντάσσονται οι πράξεις προσδιορισμού κύριου ή πρόσθετου φόρου, προστίμου, προσαυξήσεων, ή και τελών ή πράξη επιβολής οποιασδήποτε κυρώσεως για παράβαση της φορολογικής εν γένει νομοθεσίας που έχει εκδοθεί σε βάρος του ακόμα και η απόρριψη εν όλω ή εν μέρει συγκεκριμένου αιτήματός του από τη Φορολογική Αρχή που αναφέρεται σε φορολογική διαφορά, π.χ. αίτημα επιστροφής ΦΠΑ.
Η υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής πρέπει να γίνει στη Φορολογική Αρχή που εξέδωσε την αμφισβητούμενη πράξη (π.χ. Δ.Ο.Υ.) εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών που αρχίζει από την κοινοποίηση της πράξης αυτής, άλλως αυτή είναι άκυρη ως εκπρόθεσμη.
Σε περίπτωση που η Φορολογική Αρχή δεν εξέδωσε πράξη (παράλειψη - σιωπηρή άρνηση), η προθεσμία των τριάντα (30) ημερών αρχίζει από τη συντέλεση της παράλειψης εκδόσεως αυτής από την Φορολογική Αρχή. Παράλειψη υπάρχει όταν η Φορολογική Αρχή, αν και υποχρεούται από τον νόμο, δεν εκδίδει διοικητική πράξη για να ρυθμίσει ορισμένη έννομη σχέση με τον φορολογούμενο. Η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που τυχόν τάσσει ο νόμος για την έκδοση της πράξης αυτής. Αν από τον νόμο δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτου του τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης στη Φορολογική Αρχή.
Η κοινοποίηση της πράξης σύμφωνα με το άρθρο 5 του ΚΦΔ Ν. 4174/2013 μπορεί να γίνει με τους κάτωθι τρόπους:
• Με ηλεκτρονικό τρόπο.
Τεκμαίρεται ότι το πρόσωπο που είναι αποδέκτης του εγγράφου το οποίο γνωστοποιείται ηλεκτρονικά αποκτά πρόσβαση στο περιεχόμενο της γνωστοποίησης το αργότερο δέκα ημερολογιακές πλήρεις ημέρες από τη γνωστοποίηση, εκτός εάν ο αποδέκτης αποδείξει τη συνδρομή λόγων ανωτέρας βίας που δεν επέτρεψαν την πρόσβαση στο περιεχόμενο του εγγράφου που γνωστοποιήθηκε με ηλεκτρονικά μέσα ή εφόσον αυτή η αδυναμία οφείλεται σε λόγους που αφορούν στον φορέα του δημόσιου τομέα.
Ο ηλεκτρονικός τρόπος προϋποθέτει την τήρηση κάποιων όρων ασφαλείας όπως προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, που ακόμα δεν διασφαλίζονται στο Δημόσιο τομέα.
Όσον αφορά τον ηλεκτρονικό τρόπο κοινοποίησης το ΝΣΚ έχει γνωμοδοτήσει (γνωμ.αρ. 443/2012) ότι,
α) η κοινοποίηση, αποκλειστικά μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, των εκκαθαριστικών σημειωμάτων φόρου εισοδήματος, με τις επ’ αυτών ατομικές ειδοποιήσεις, είναι νόμιμη εφόσον εκδοθούν οι προβλεπόμενες κανονιστικές πράξεις επί των οικείων διατάξεων και εφόσον τηρούνται οι οριζόμενες στο νόμο διαδικασίες (προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, αίτηση ή συγκατάθεση των διοικουμένων κλπ).
β) είναι επιτρεπτή η έναρξη δικονομικών (ή διοικητικών) προθεσμιών προσβολής των ηλεκτρονικώς κοινοποιούμενων διοικητικών εγγράφων, εφόσον τηρηθούν οι υπό το στοιχ. α΄ προϋποθέσεις και διαδικασίες, εν πάση όμως περιπτώσει, η αδυναμία έγχαρτης απόδειξης της παραλαβής των εν λόγω εγγράφων από τον διοικούμενο και της πρόσβασής του σε αυτά καθιστά κατ’ αποτέλεσμα απρόθεσμη την ως άνω προσβολή.
Προς αποσαφήνιση των ανωτέρω συμπεραίνεται, ότι η υποβολή ενδικοφανούς προσφυγής με αίτημα επανεξέτασης, για οποιασδήποτε πράξη έχει εκδοθεί σε βάρος φορολογούμενου από τις φορολογικές αρχές και έχει γνωστοποιηθεί με ηλεκτρονικά μέσα, δεν παράγει έννομα αποτελέσματα.
Οπότε δεν μπορεί η ημερομηνία γνωστοποίησης της πράξης με ηλεκτρονικά μέσα, να ληφθεί ως αφετηρία της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών για την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής. Αυτό θα μπορεί να ισχύσει όταν το Δημόσιο θεσπίσει την ηλεκτρονική υπογραφή στην διακίνηση εγγράφων με ηλεκτρονικά μέσα.
• Με έγγραφο τρόπο
α) Nα αποσταλεί με συστημένη επιστολή στην τελευταία δηλωθείσα ταχυδρομική διεύθυνση κατοικίας ή επαγγελματικής εγκατάστασης του εν λόγω προσώπου. Θεωρείται ότι έχει νομίμως κοινοποιηθεί μετά την παρέλευση δεκαπέντε (15) ημερών από την ημέρα αποστολής, εάν η ταχυδρομική διεύθυνση του παραλήπτη βρίσκεται στην Ελλάδα και μετά την παρέλευση τριάντα (30) ημερών εάν η ταχυδρομική διεύθυνση είναι εκτός Ελλάδας.
β) Να επιδοθεί στο εν λόγω πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μόνο εφόσον δεν είναι δυνατή η επίδοση με άλλον τρόπο. Η κοινοποίηση σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κατά το προηγούμενο εδάφιο, θεωρείται νόμιμη, εφόσον γίνει στην τελευταία δηλωθείσα στη Φορολογική Διοίκηση διεύθυνση κατοικίας ή επαγγελματικής εγκατάστασης του εν λόγω προσώπου.
γ) Επιπλέον εάν η πράξη αφορά νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, η κοινοποίηση επίσης συντελείται εφόσον παραδοθεί στην έδρα ή εγκατάσταση του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας στην Ελλάδα, με υπογεγραμμένη απόδειξη παραλαβής από υπάλληλο ή νόμιμο εκπρόσωπο του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας,
Προϋπόθεση για να ασκηθεί η ενδικοφανής προσφυγή είναι να έχει ήδη καταβληθεί το πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, εκτός αν υποβληθεί αίτημα αναστολής της καταβολής του και γίνει αποδεκτό. Το αίτημα υποβάλλεται ταυτόχρονα με την ενδικοφανή προσφυγή. Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών δύναται να αναστείλει την πληρωμή του εν λόγω ποσοστού μόνο στην περίπτωση κατά την οποία κρίνεται ότι αυτό θα είχε ως συνέπεια την ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο.
Για το λόγο αυτό με την αίτηση αναστολής υποβάλλονται στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και τα αποδεικτικά στοιχεία (π.χ. λόγοι υγείας) με τα οποία τεκμηριώνονται οι ισχυρισμοί του αιτούντος για την αναστολή της καταβολής του (50%). Εκτός των προαναφερομένων στοιχείων (αν υπάρχουν), απαραίτητα υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 ν. 1599/1986 στην οποία ο αιτών δηλώνει:
Εάν είναι φυσικό πρόσωπο,
α)τα παγκόσμια έσοδα ή εισοδήματά του από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο και κατά το τρέχον έτος
β) την περιουσιακή κατάσταση στην Ελλάδα και οπουδήποτε στην αλλοδαπή κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης αναστολής τόσο του ιδίου όσο και της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων αυτού.
Εάν είναι νομικό πρόσωπο ή οποιασδήποτε μορφής νομική οντότητα,
α) τα παγκόσμια έσοδα ή εισοδήματά του από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο και κατά το τρέχον έτος
β) την περιουσιακή κατάσταση στην Ελλάδα και οπουδήποτε στην αλλοδαπή κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης αναστολής τόσο του ιδίου όσο και των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων στο κεφάλαιο των οποίων συμμετέχει καθώς και των φυσικών προσώπων που σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ευθύνονται ατομικά για τις φορολογικές του υποχρεώσεις.
Η περιουσιακή κατάσταση περιλαμβάνει τα ακίνητα (εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα), τις καταθέσεις οποιουδήποτε είδους και τα συναφή τραπεζικά προϊόντα, τις επενδύσεις σε κινητές αξίες, τα μηχανοκίνητα ιδιωτικά μέσα μεταφοράς, τα δάνεια και τις δωρεές, τις μετοχές, τα μερίδια, τα δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής σε κεφάλαιο σε οποιασδήποτε μορφής νομική οντότητα, και τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε κινητά αξίας άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Μαζί με την περιουσιακή κατάσταση δηλώνεται από τον αιτούντα και η εκτιμώμενη αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αυτήν. Για τα ακίνητα δηλώνεται και η αντικειμενική αξία αυτών.
Αν ο αιτών τηρεί λογιστικά βιβλία του Κ.Φ.Α.Σ. κατά τη διπλογραφική μέθοδο, με την αίτηση αναστολής συνυποβάλλονται ο τελευταίος ισολογισμός και το τελευταίο αναλυτικό ισοζύγιο γενικής λογιστικής του τρέχοντος έτους.
Αίτηση αναστολής για την οποία δεν προσκομίζονται τα προαναφερθέντα στοιχεία απορρίπτεται.
H απόφαση για την αίτηση της αναστολής εκδίδεται εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της αίτησης στη Φορολογική Διοίκηση. Εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός της προθεσμίας αυτής, η αίτηση αναστολής θεωρείται ότι έχει απορριφθεί.
Η αναστολή της καταβολής ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού ισχύει μέχρι την κοινοποίηση της απόφασης της Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών επί της ενδικοφανούς προσφυγής. Αν δεν εκδοθεί απόφαση, δηλαδή σιωπηρή απόρριψη της ενδικοφανούς, η αναστολή ισχύει μέχρι την άπρακτη πάροδο του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος για την έκδοσή της. Η αναστολή αυτή (της πληρωμής του 50%) δεν απαλλάσσει τον φορολογούμενο από την υποχρέωση καταβολής των τόκων λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου στην περίπτωση που απορριφθεί η ενδικοφανής προσφυγή εν όλω ή εν μέρει.
Η ενδικοφανής προσφυγή πρέπει να αναφέρει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο φορολογούμενος βασίζει το αίτημά του, τα οποία πρέπει να συνυποβάλλονται.
Από τις υπάρχουσες διατάξεις δεν έχει οριστεί ειδικός τύπος εγγράφου για τη σύνταξη της ενδικοφανούς προσφυγής. Αν και αποτελεί διοικητική προσφυγή εν τούτοις το περιεχόμενό της δεν την διαφοροποιεί από μία προσφυγή ως ένδικο μέσο. Συνεπώς μπορεί να έχει την τυπική εμφάνιση μιας κανονικής προσφυγής.
Επομένως το περιεχόμενό της πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
α) να μνημονεύει με ακρίβεια:
i. την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη,
ii. την αρχή που εξέδωσε την πράξη αυτή ή που παρέλειψε την έκδοσή της,
iii. τους λόγους οι οποίοι θεμελιώνουν το αίτημα και τις διατάξεις στις οποίες στηρίζεται
β) να περιέχει σαφώς και καθορισμένο το αίτημα.
Αίτημα της ενδικοφανούς προσφυγής μπορεί να είναι:
α) η ολική ή μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης, ή
β) η τροποποίηση της προσβαλλόμενης πράξης.
Με το έγγραφο της ενδικοφανούς προσφυγής ο φορολογούμενος που δεν έχει την κατοικία ή την έδρα του στην Περιφέρεια Αττικής, πρέπει υποχρεωτικά να διορίσει αντίκλητο πρόσωπο που διαμένει ή έχει τον χώρο εργασίας του εντός Αττικής και να αναφέρει τα πλήρη στοιχεία επικοινωνίας μαζί του. Επίσης πρέπει να αναφέρονται και τα στοιχεία επικοινωνίας του ίδιου του αιτούντος (φορολογούμενος).
Ταυτόχρονα με την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής, συνυποβάλλεται και ηλεκτρονικός φάκελος (σε οπτικό δίσκο – CD ή USB κλπ.), στον οποίο περιλαμβάνονται σε μαγνητική μορφή και σε οποιαδήποτε αναγνώσιμη μορφή αρχείου:
α) η υποβληθείσα ενδικοφανής προσφυγή,
β) τα έγγραφα και δικαιολογητικά που επικαλείται (σε ηλεκτρονικά αρχεία), συνοδευόμενο από υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 ν. 1599/1986, με την οποία δηλώνεται το ακριβές του περιεχομένου των στοιχείων του ηλεκτρονικού φακέλου.
Η ενδικοφανής προσφυγή αποστέλλεται από την Αρμόδια Φορολογική Αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, συνοδευόμενη από σχετικά έγγραφα και τις απόψεις της, εντός επτά (7) ημερών από την υποβολή της, στην Διεύθυνση Επίλυσης Διαφοράς, προκειμένου η τελευταία να αποφανθεί.
Εντός εξήντα (60) ημερών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής στην Φορολογική Αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφοράς εκδίδει απόφαση, την οποία κοινοποιεί στον φορολογούμενο με τους τρόπους που έχουν προαναφερθεί, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ΚΦΔ Ν. 4174/2013.
Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών την απόφασή της αιτιολογεί επαρκώς με νομικούς ή και πραγματικούς ισχυρισμούς. Με την απόφαση αυτή ακυρώνει, μερικά ή ολικά, ή τροποποιεί την αμφισβητούμενη πράξη. Στην απόφαση που εκδίδεται έχει ληφθεί υπόψη η ενδικοφανής προσφυγή, οι πληροφορίες που παρείχε ο φορολογούμενος, οι απόψεις της Φορολογικής Αρχής, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που είναι σχετική με την υπόθεση.
Η απόφαση που εκδίδεται, αποτελεί νέα πράξη, έχει εκτελεστό χαρακτήρα και παράγει τα δικά της έννομα αποτελέσματα. Κατά της απόφασης αυτής ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής (σε περίπτωση που παρέλθει η προθεσμία και η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών δεν εκδώσει απόφαση), δύναται ο υπόχρεος να ασκήσει πλέον προσφυγή (ένδικο μέσο) σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν.2717/1999).
Την απόφαση της Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών δεν έχει δικαίωμα να την αμφισβητήσει η Αρμόδια Φορολογική Αρχή που εξέδωσε την αρχική πράξη και οφείλει να την εκτελέσει.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω συμπεραίνουμε τα κάτωθι:
1. Η ενδικοφανής προσφυγή μπορεί να συνταχτεί και να υποβληθεί από το ίδιο τον φορολογούμενο ή τον αντίκλητό του (λογιστή ή άλλο πρόσωπο). Δηλαδή, δεν είναι απαραίτητο να έχει συνταχτεί και να υποβληθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο καθώς δεν αποτελεί ένδικο μέσο.
2. Θα πρέπει έχει προηγηθεί η εξέταση της ενδικοφανούς προσφυγής από την Διεύθυνση Επίλυση Διαφορών πριν την άσκηση προσφυγής στα Δικαστήρια Απευθείας προσφυγή ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων θεωρείται ότι ασκείται απαράδεκτα και για το λόγο αυτό απορρίπτεται χωρίς να εξεταστεί επί της ουσίας.
Πηγή: http://www.taxheaven.gr/laws/circular/view/id/18244
0