Ένας τελειόφοιτος της Ψυχολογίας έπρεπε να κάνει μια εργασία για τα δυνατά συναισθήματα. Ο επιβλέπων καθηγητής του συνέστησε να αποφύγει τους ανθρώπους των πόλεων, πολλά λόγια και λίγη ουσία και να ψάξει για πηγές στην ύπαιθρο. Μια και δυο, παίρνει τα βουνά και σ` ένα χωριό στην Πίνδο εντοπίζει ένα γεροντάκι που καθόταν μοναχό του.
- Γεια σου παππού. μπλα μπλα μπλα .θυμάσαι να μου πεις μια φορά που να σου `τύχε κάτι και να χάρηκες ΠΟΛΥ; Ο γεράκος σκέφτεται, σκέφτεται.
- Μια φορά, πριν πολλά χρόνια ένας γείτονας-Θεός σχωρεστον -έχασε ένα πρόβατο στο βουνό. Μαζευτήκαμε λοιπόν καμία δεκαριά νοματαίοι, βγήκαμε στο βουνό, βρήκαμε το πρόβατο, το γ***με και το φέραμε πίσω. (-Αυτό δεν μπαίνει στην εργασία.για να ξαναδοκιμάσω) -ωραία.μήπως θυμάσαι καμιά ΑΛΛΗ φορά, που να `γίνε κάτι ΑΛΛΟ και να χάρηκες ΠΟΛΥ; Ξανασκέφτεται ο γεράκος..
- Μια άλλη φορά, ένας άλλος γείτονας-Θεός σχωρεστον κι αυτόν-έχασε την κόρη του στο βουνό. Ε, μαζευτήκαμε καμιά εικοσαριά άντρες, βγήκαμε στο βουνό, ψάξαμε, τη βρήκαμε, τη γ###με και τη φέραμε πίσω. (-σε λάθος κατεύθυνση ψάχνω, ας αλλάξω θέμα)
- ωραία, παππού.τώρα να σε ρωτήσω κάτι άλλο.θυμάσαι να μου πεις αν σου έτυχε ποτέ τίποτα που να ντράπηκες ΠΟΛΥ;;; Ο γεράκος πέφτει σε βαθιά περισυλλογή.το βλέμμα χαμηλωμένο.και τελικά, με ύφος μεγάλης ένοχης,:
- Μια φορά χάθηκα στο βουνό..
__________________