Η απόφαση 146/2025 του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 15, παράγραφος 8.α του ΝΟΚ (Ν. 4067/2012), η οποία επιτρέπει την προσαύξηση του επιτρεπόμενου ύψους κτηρίου κατά ένα (1) μέτρο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε περιοχές που διέπονται από ειδικές πολεοδομικές διατάξεις. Αυτό εγείρει το ερώτημα της ευθύνης των δικαστών που έλαβαν αυτή την απόφαση, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση εφαρμοζόταν για περισσότερα από 12 χρόνια.
Η απόφαση αυτή εγείρει σοβαρά ζητήματα σχετικά με τη συνταγματικότητα της εκ των υστέρων κατάργησης ενός καθεστώτος που ίσχυε και εφαρμοζόταν επί 12 έτη, δημιουργώντας, κατ’ ουσίαν, πολίτες δύο ταχυτήτων. Συγκεκριμένα, η απόφαση του ΣτΕ:
1. Ανατρέπει τη σταθερότητα του πολεοδομικού δικαίου: Πολίτες και επενδυτές που βασίστηκαν στη νομοθεσία και έχτισαν με βάση τα υφιστάμενα κίνητρα, βρίσκονται τώρα σε πλεονεκτική θέση έναντι όσων επιθυμούν να αξιοποιήσουν μελλοντικά τα ίδια πολεοδομικά δικαιώματα, αλλά δεν μπορούν πλέον λόγω της νέας απόφασης.
2. Αντιβαίνει στις αρχές της χρηστής διοίκησης: Το κράτος, μέσω των πολεοδομικών του ρυθμίσεων, παρέχει ένα σταθερό πλαίσιο οικοδομικής δραστηριότητας. Η αναδρομική άρση των κινήτρων δόμησης συνιστά σοβαρό πλήγμα στην προβλεψιμότητα του δικαίου και στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολιτών.
3. Δημιουργεί νομική ανασφάλεια: Οι αποφάσεις του ΣτΕ πρέπει να τηρούν τη συνταγματική επιταγή της ίσης μεταχείρισης των πολιτών. Ωστόσο, με την ακύρωση της προσαύξησης του ύψους μόνο για τις μελλοντικές κατασκευές, οι δικαστές κατέληξαν να ευνοούν άδικα όσους είχαν ήδη εκδώσει οικοδομικές άδειες.
Η απόφαση 146/2025 του ΣτΕ βασίστηκε σε μια συγκεκριμένη ερμηνεία του άρθρου 24 του Συντάγματος, το οποίο αφορά την προστασία του περιβάλλοντος και την ανάγκη ορθολογικού πολεοδομικού σχεδιασμού. Το δικαστήριο έκρινε ότι η οριζόντια εφαρμογή των κινήτρων προσαύξησης ύψους δεν μπορεί να γίνεται με γενικές διατάξεις, αλλά πρέπει να προσαρμόζεται στις ειδικές πολεοδομικές ρυθμίσεις κάθε περιοχής.
Ωστόσο, το σκεπτικό αυτό αγνοεί το γεγονός ότι:
· Η ίδια η Πολιτεία είχε εγκρίνει και εφαρμόσει για 12 χρόνια τα εν λόγω κίνητρα.
· Δεν υπήρξε καμία ρητή νομοθετική τροποποίηση που να καθιστά άκυρη την προσαύξηση ύψους.
· Η δημιουργία διαφορετικών κανόνων για τις οικοδομές που πρόλαβαν να επωφεληθούν και για εκείνες που δεν πρόλαβαν έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματική αρχή της ισότητας.
· Συμπέρασμα
· Η απόφαση του ΣτΕ, αντί να ερμηνεύσει και να εξορθολογήσει την εφαρμογή του ΝΟΚ, οδηγεί σε μια άνιση και άδικη κατάσταση, όπου δημιουργούνται προνομιούχοι και αποκλεισμένοι πολίτες. Οι δικαστές, με την απόφασή τους, δεν έλαβαν υπόψη τη θεμελιώδη αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και δημιούργησαν ένα κενό που υπονομεύει την ασφάλεια δικαίου στην οικοδομική δραστηριότητα. Είναι επιτακτική η ανάγκη να εξεταστεί η δυνατότητα νομοθετικής παρέμβασης για την αποκατάσταση της ισότητας και της δικαιοσύνης στον τομέα της δόμησης.