Καταρχήν ως προς τον τίτλο του θέματος "Αλληλεπίδραση εδάφους κατασκευής και συντελεστή τριβής" οφείλω να πω πως πλέον οι ερευνητές που ασχολούνται με την ΑΕΚ μελετούν είτε την απόκριση λογικών υψίκορμων κατασκευών με αφύσικα μεγάλο συντελεστή τριβής (2 και άνω), ώστε να απομονώσουν το φαινόμενο του λικνισμού από οποιαδήποτε υποψία ολίσθησης, είτε μελετούν την απόκριση υπερβολικά "κοντών" κατασκευών με συνήθεις συντελεστές τριβής, ώστε να έχουν καθαρή θεωρία ολίσθησης στερεού σώματος χωρίς καθόλου λικνισμό.
Γιατί όμως αυτό? Από έρευνα που έχει γίνει παλαιότερα και στην οποία έχει διερευνηθεί παραμετρικά η συνδυασμένη επιρροή του λόγου Β/Η (πλάτος προς ύψος ενός 2 - διδιάστατου στερεού σώματος) και του συντελεστή τριβής μ στην ψευδοστατική επιτάχυνση α η οποία θα προκαλέσει αστοχία του συστήματος (είτε με την μορφή της ολίσθησης, είτε με την μορφή της ανατροπής) έχει δειχθεί ότι η περιοχή εκείνη στην οποία έχουμε συνδυασμένη απόκριση ολίσθησης και λικνισμού είναι πολύ μικρή και άνευ σημασίας. Άρα, κρίσιμος μηχανισμός θα είναι σχεδόν πάντα μόνο ένας από τους δύο.
Για ένα σώμα που η αναμενόμενη απόκριση είναι η ολίσθηση (σχετικά κοντόχοντρο) η επιτάχυνση στην οποία αρχίζει αυτή είναι ίση με το Αο = μ x g, ενώ για εκείνο που αναμένεται να αποκριθεί λικνιστικά (υψίκορμο) και του οποίου ο FS σε κατακόρυφα φορτία είναι πολύ μεγάλος (ας πούμε άνω του 10) η επιτάχυνση στην οποία αρχίζει η ανατροπή - ανασήκωμα είναι ίση με Αα = B / H x g (όσο μικραίνει ο FS σε κατακόρυφα στατικά φορτία αυτή μειώνεται).
Άρα για το ερώτημα που έθεσε αρχικά ο argarab (2 κολώνες - ας προσθέσω εγώ σε ανένδοτη βάση - με μ1=0.7 και μ2=0.007) η απάντηση εξαρτάται και από τον λόγο τους Β/Η. Ειδικά για αυτή την περίπτωση που το μ έχει διαφορά τρεις τάξεις μεγέθους διακρίνουμε τρεις περιπτώσεις:
1. Β/Η τόόόόόόόσο μικρό (μικρότερο από 0.007): και οι δύο κολώνες θα αποκριθούν λικνιστικά με τον ίδιο τρόπο. Τα αδρανειακά μεγέθη στις κολώνες θα είναι τα ίδια αφού η επιτάχυνση που θα "περνάει" στην κολόνα θα καθορίζεται από τον λόγο Β/Η (κοινός) και όχι από τον συντελεστή τριβής μ (διαφορετικός).
2. Β/Η μεγαλύτερο από 0.7: και οι δύο κολώνες (που πλέον δεν θα τις λέγαμε έτσι βέβαια) θα αποκρίνονταν ως στερεό σώμα που ολισθαίνει σε μία βάση.
2α. Μέγιστη επιτάχυνση σεισμού μικρότερη από μ1,μ2 (x g): Ίδια συμπεριφορά, και τα δύο σώματα θα παραμείνουν κολλημένα στην βάση, ίδια αδρανειακά μεγέθη και ένταση στην "κολόνα".
2β. Μέγιστη επιτάχυνση σεισμού μικρότερη από μ1=0.7 (x g) και μεγαλύτερη από μ2=0.007 (x g). Τότε το σώμα 1 θα παραμείνει συνεχώς κολλημένο στην βάση, ενώ το σώμα 2 κάποια στιγμή θα παρουσιάσει ολίσθηση. Άρα το σώμα 1 θα έχει μεγαλύτερα αδρανειακά μεγέθη και ένταση από ότι το 1, αλλά αντιθέτως δεν θα έχει ολίσθηση.
2γ. Μέγιστη επιτάχυνση σεισμού μεγαλύτερη από μ1=0.7 (x g) και μ2=0.007 (x g). Τότε σώματα θα έχουν διαφορετική συμπεριφορά και κάποια στιγμή θα ολισθήσουν και τα δύο. Το σώμα 1 εν γένει θα έχει μεγαλύτερα αδρανειακά μεγέθη από ότι το 2. Ως προς την παραμένουσα όμως ολίσθηση δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιο θα έχει μεγαλύτερη. Η λογική λέει το σώμα 2, επειδή όμως ο σεισμός έχει ανακυκλικό και τυχαίο χαρακτήρα και επειδή τα δύο σώματα δεν ολισθαίνουν ταυτόχρονα, θα μπορούσε το συνολικό άθροισμα των ολισθήσεων προς την μία και την άλλη διεύθυνση του σώματος 2 να "αθροισθούν" καλύτερα από ότι του σώματος 1 και το σώμα 2 να έχει εν τέλει μικρότερη παραμένουσα ολίσθηση από ότι το σώμα 1.
3. Β/Η κάπου ενδιάμεσα: τότε συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα. Το ένα θα ολισθαίνει, ενώ το άλλο θα λικνίζεται
Παρατήρηση: για τη περίπτωση των δοθέντων μ, φαίνεται ότι η περίπτωση 3 είναι η κυρίαρχη για λογικά Β/Η. Αν όμως είχαμε συνήθη μεταβολή του μ, ας πούμε μεταξύ 0.4 και 1, τότε θα ήταν δευτερεούσης σημασίας.
Ακόμα, για αυτό που ρώτησε ο AlexisPap αν μία οικοδομή μπορεί να ανατραπεί, η απάντηση είναι πως ναι μπορεί, αλλά πρέπει να είναι αρκετά υψίκορμη και απαιτεί ασύμμετρους και υψηλοπερίοδους παλμούς συν ότι οι οικοδομές είναι έστω και μερικώς "εγκιβωτισμένες" στο έδαφος και μη ελευθέρως λικνιζόμενες λόγω των γειτονικών.
Τέλος, ο ψευδοστατικός τρόπος με τον οποίο γίνεται ο έλεγχος της ανατροπής και της ολίσθησης είναι αρκετά συντηρητικός λαμβάνοντας υπόψη τον ανακυκλικό χαρακτήρα της διέγερσης.