Κατά την μελέτη της αντιπροσωπευτικής υπόγειας κατασκευής μεγάλων διαστάσεων, υπό σεισμική και στατική φόρτιση, προέκυψαν μια σειρά από ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις επί της προσέγγισης σχεδιασμού που σήμερα εφαρμόζεται και των υφιστάμενων μεθοδολογιών αντιμετώπισης του θέματος στην βιβλιογραφία. Συνοπτικά οι σημαντικότερες από αυτές,
όπως και κάποιες προτάσεις για ορθολογικότερη προσέγγιση της διαδικασίας σχεδιασμού μπορούν να διατυπωθούν ως εξής:
• Υφίσταται ανάγκη για καταλληλότερο προσδιορισμό των δεικτών εμπέδησης (αυτή τη στιγμή οι δείκτες που χρησιμοποιούνται προέρχονται από μελέτες που αφορούν όχι υπόγειες κατασκευές μεγάλων διαστάσεων αλλά είτε επιμήκεις υπόγειες κατασκευές
είτε πασσάλους ή ακόμη και απλά εγκιβωτισμένες θεμελιώσεις).
• Κατά την ψευδοστατική θεώρηση του προβλήματος όπου οι δυναμικές εδαφικές ωθήσεις εφαρμόζονται ως στατικά φορτία απαιτείται ένας ορθολογικότερος προσδιορισμός των τιμών τους και του τρόπου επιβολής στην κατασκευή καθώς οι υφιστάμενες κανονιστικές διατάξεις δεν εξετάζουν την περίπτωση έργων αυτού του τύπου. Η χρήση μιας φόρτισης σύμφωνης με την περίπτωση των ακλόνητων τοίχων
για τα πρώτα 10m βάθους και εν συνεχεία με σταθερή τιμή φορτίου, μπορεί στην κατασκευή που εξετάστηκε να δίνει αποδεκτά προς την πλευρά της ασφαλείας αποτελέσματα, δεν σημαίνει όμως ότι κάτι τέτοιο ισχύει και για διαφορετικές περιπτώσεις γεωμετρίας της κατασκευής και εδαφικών ιδιοτήτων. Και φυσικά κρίσιμες διατομές είναι πιθανόν να υπο-διαστασιολογούνται.
• Παράλληλα, ο προσδιορισμός της αδρανειακής απόκρισης της κατασκευής με την χρήση της ισοδύναμης στατικής μεθόδου και την εφαρμογή σεισμικής φόρτισης τριγωνικής κατανομής δεν είναι ο πλέον κατάλληλος για την περιγραφή της δυναμικής απόκρισης ενός υπόγειου έργου. Απαιτείται συνεπώς η ανάπτυξη μιας μεθόδου η οποία θα προσομοιώνει ορθότερα την κατανομή των σεισμικών φορτίων στην κατασκευή.
• Η κάθε μέθοδος που υιοθετείται κατά την μελέτη ενός υπόγειου έργου έχει συγκεκριμένες παραδοχές, κυρίως όσον αφορά τα δυναμικά φορτία που εφαρμόζονται στην κατασκευή. Είναι λοιπόν σκόπιμη για τον μελετητή μηχανικό η εκ των προτέρων εκτίμηση του βαθμού συμμετοχής της κάθε δράσης στην απόκριση του φορέα, ώστε να είναι σε θέση να επιλέξει την κατάλληλη μέθοδο για την κάθε περίπτωση κατασκευής που εξετάζεται. Έτσι, όταν π.χ. η άνωση παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην διαστασιολόγηση της βάσης της κατασκευής, (στάθμη σύνδεσης διαφραγμάτων με την πλάκα θεμελίωσης του έργου), που είναι από τα κρισιμότερα σημεία ενός υπόγειου σταθμού, ενδέχεται ο ακριβής καθορισμός των δυναμικών φορτίων να είναι δευτερευούσης σημασίας και να μπορεί να επιλεγεί μια απλούστερη μέθοδος εκτίμησής τους κατά την μελέτη.
Τάδε έφη.......... Ζαρατούστρα