Αναζήτηση στην κοινότητα
Εμφάνιση αποτελεσμάτων για τις ετικέτες 'απόθεμα'.
Found 8 results
-
Καθώς οι αστικές περιοχές εξελίσσονται, ο κλάδος των ακινήτων αντιμετωπίζει μια σημαντική πρόκληση: την εύρεση λύσεων για τα παλαιά κτίρια. Η κύρια πρόκληση προκύπτει από το γεγονός ότι τα υπάρχοντα κτίρια, ειδικά τα γραφεία, δεν πληρούν πλέον τις σύγχρονες απαιτήσεις για ενεργειακή απόδοση και βιωσιμότητα. Η αναφορά της JLL “Opportunity Through Obsolescence” αποκαλύπτει ότι πάνω από 86 εκατ. τ.μ. γραφειακών χώρων βρίσκονται σε κίνδυνο λόγω των αυστηρών κανονιστικών απαιτήσεων για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα και τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Αναβάθμιση και προσαρμογή: η λύση της ενεργειακής εξοικονόμησης Ο πρώτος τρόπος αντιμετώπισης αυτής της παρωχημένης κατάστασης είναι η αναβάθμιση των κτιρίων (retrofit). Η αναβάθμιση περιλαμβάνει την αναγκαία ανακαίνιση για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, μειώνοντας την κατανάλωση ενέργειας και εκπληρώνοντας τις απαιτήσεις βιωσιμότητας. Σύμφωνα με την έρευνα της JLL, η αναβάθμιση ολόκληρων κτιρίων μπορεί να μειώσει την κατανάλωση ενέργειας από 40% έως 65%, οδηγώντας σε ετήσια εξοικονόμηση έως και $ 31/ τ.μ. Οι ιδιοκτήτες που προχωρούν σε τέτοιες ενέργειες μπορούν να δουν αυξημένα έσοδα, καθώς οι ενοικιαστές προτιμούν πλέον πράσινα και ενεργειακά αποδοτικά κτίρια. Δημιουργία νέων χώρων μέσω προσαρμογής Ωστόσο, για τα κτίρια που δεν είναι εφικτό να αναβαθμιστούν με τον ίδιο βαθμό λειτουργικότητας, η λύση βρίσκεται σε λειτουργικές προσαρμογές στην επαναχρησιμοποίηση. Αντί να διατηρηθούν ως γραφεία, πολλά κτίρια μετατρέπονται σε κατοικίες ή χώρους μικτής χρήσης, δίνοντας νέα ζωή σε περιοχές που πριν δεν είχαν μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης. Το παράδειγμα του κάτω Μανχάταν στη Νέα Υόρκη, όπου τα γραφεία που κατασκευάστηκαν 70 χρόνια πριν μετατρέπονται σε κατοικίες, δείχνει πώς τέτοιες μετατροπές μπορούν να φέρουν νέα δυναμική και να αναζωογονήσουν μια περιοχή. Το παράδειγμα της επανάχρησης ιστορικών κτιρίων αποδεικνύει ότι η επένδυση στη διατήρηση και προσαρμογή αυτών των κτιρίων μπορεί να φέρει σημαντικά οφέλη, αναζωογονώντας τις τοπικές κοινότητες και αυξάνοντας την αξία των ακινήτων. Παράλληλα, ενισχύει την ελκυστικότητα για νέους ενοικιαστές και επενδυτές, οι οποίοι αναζητούν χώρους με ιδιαίτερο χαρακτήρα και βιωσιμότητα. Ανάγκη για δημιουργία περιοχών και όχι απλά χώρων Μια άλλη σημαντική τάση που αναδεικνύεται είναι η μετάβαση από "χώρους" σε "περιοχές". Οι παραδοσιακές περιοχές γραφείων που βασίζονται σε εργασιακή χρήση χάνουν έδαφος σε σχέση με τις περιοχές που προσφέρουν ολοκληρωμένους, πολυλειτουργικούς και βιώσιμους προορισμούς. Συγκροτήματα μικτής χρήσης όπως το 22@ στη Βαρκελώνη ή η περιοχή Fulton Market στο Σικάγο επαναπροσδιορίζουν τον τρόπο που βλέπουμε τις αστικές περιοχές, προσφέροντας συνδυασμό εμπορικών, κατοικιών και ψυχαγωγικών χώρων που κάνουν την περιοχή πιο ζωντανή, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας. Στρατηγική συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα Η αναφορά της JLL τονίζει επίσης τη σημασία της συνεργασίας μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα για την επιτυχή μετατροπή των απαρχαιωμένων περιοχών. Οι κυβερνήσεις μπορούν να ενισχύσουν τις προσπάθειες ανάπλασης μέσω επιδοτήσεων και κινήτρων για βιώσιμες κατασκευές, ενώ οι ιδιοκτήτες ακινήτων πρέπει να επενδύσουν στην προσαρμογή των χαρτοφυλακίων τους σύμφωνα με τις σύγχρονες απαιτήσεις και τις προτιμήσεις των χρηστών. Η συνεργασία αυτή μπορεί να αποδώσει σημαντικά αποτελέσματα, ενισχύοντας την ανάπτυξη περιοχών με υψηλή αξία, βελτιώνοντας την εμπειρία των χρηστών και ενισχύοντας τη συνολική ανθεκτικότητα των πόλεων στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και των αυστηρών κανονιστικών απαιτήσεων. Τί αναμένεται στο μέλλον Ο τομέας των ακινήτων βρίσκεται μπροστά σε μια κρίσιμη καμπή. Τα παλαιά και απαρχαιωμένα κτίρια δε χρειάζεται να αντιμετωπίζονται ως οικονομική επιβάρυνση, αλλά ως ευκαιρία ευκαιρία για επένδυση, καινοτομία και βιωσιμότητα. Η αναβάθμιση των κτιρίων και η δημιουργία νέων χώρων μέσω προσαρμοστικής επαναχρησιμοποίησης δεν θα αυξήσει μόνο την αξία των ακινήτων, αλλά θα συμβάλλει και στην ευρύτερη επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας. View full είδηση
-
Αξιοποίηση κτιριακού αποθέματος: Η επόμενη πρόκληση του κλάδου ακινήτων
Engineer posted μια είδηση in Επικαιρότητα
Καθώς οι αστικές περιοχές εξελίσσονται, ο κλάδος των ακινήτων αντιμετωπίζει μια σημαντική πρόκληση: την εύρεση λύσεων για τα παλαιά κτίρια. Η κύρια πρόκληση προκύπτει από το γεγονός ότι τα υπάρχοντα κτίρια, ειδικά τα γραφεία, δεν πληρούν πλέον τις σύγχρονες απαιτήσεις για ενεργειακή απόδοση και βιωσιμότητα. Η αναφορά της JLL “Opportunity Through Obsolescence” αποκαλύπτει ότι πάνω από 86 εκατ. τ.μ. γραφειακών χώρων βρίσκονται σε κίνδυνο λόγω των αυστηρών κανονιστικών απαιτήσεων για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα και τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Αναβάθμιση και προσαρμογή: η λύση της ενεργειακής εξοικονόμησης Ο πρώτος τρόπος αντιμετώπισης αυτής της παρωχημένης κατάστασης είναι η αναβάθμιση των κτιρίων (retrofit). Η αναβάθμιση περιλαμβάνει την αναγκαία ανακαίνιση για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, μειώνοντας την κατανάλωση ενέργειας και εκπληρώνοντας τις απαιτήσεις βιωσιμότητας. Σύμφωνα με την έρευνα της JLL, η αναβάθμιση ολόκληρων κτιρίων μπορεί να μειώσει την κατανάλωση ενέργειας από 40% έως 65%, οδηγώντας σε ετήσια εξοικονόμηση έως και $ 31/ τ.μ. Οι ιδιοκτήτες που προχωρούν σε τέτοιες ενέργειες μπορούν να δουν αυξημένα έσοδα, καθώς οι ενοικιαστές προτιμούν πλέον πράσινα και ενεργειακά αποδοτικά κτίρια. Δημιουργία νέων χώρων μέσω προσαρμογής Ωστόσο, για τα κτίρια που δεν είναι εφικτό να αναβαθμιστούν με τον ίδιο βαθμό λειτουργικότητας, η λύση βρίσκεται σε λειτουργικές προσαρμογές στην επαναχρησιμοποίηση. Αντί να διατηρηθούν ως γραφεία, πολλά κτίρια μετατρέπονται σε κατοικίες ή χώρους μικτής χρήσης, δίνοντας νέα ζωή σε περιοχές που πριν δεν είχαν μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης. Το παράδειγμα του κάτω Μανχάταν στη Νέα Υόρκη, όπου τα γραφεία που κατασκευάστηκαν 70 χρόνια πριν μετατρέπονται σε κατοικίες, δείχνει πώς τέτοιες μετατροπές μπορούν να φέρουν νέα δυναμική και να αναζωογονήσουν μια περιοχή. Το παράδειγμα της επανάχρησης ιστορικών κτιρίων αποδεικνύει ότι η επένδυση στη διατήρηση και προσαρμογή αυτών των κτιρίων μπορεί να φέρει σημαντικά οφέλη, αναζωογονώντας τις τοπικές κοινότητες και αυξάνοντας την αξία των ακινήτων. Παράλληλα, ενισχύει την ελκυστικότητα για νέους ενοικιαστές και επενδυτές, οι οποίοι αναζητούν χώρους με ιδιαίτερο χαρακτήρα και βιωσιμότητα. Ανάγκη για δημιουργία περιοχών και όχι απλά χώρων Μια άλλη σημαντική τάση που αναδεικνύεται είναι η μετάβαση από "χώρους" σε "περιοχές". Οι παραδοσιακές περιοχές γραφείων που βασίζονται σε εργασιακή χρήση χάνουν έδαφος σε σχέση με τις περιοχές που προσφέρουν ολοκληρωμένους, πολυλειτουργικούς και βιώσιμους προορισμούς. Συγκροτήματα μικτής χρήσης όπως το 22@ στη Βαρκελώνη ή η περιοχή Fulton Market στο Σικάγο επαναπροσδιορίζουν τον τρόπο που βλέπουμε τις αστικές περιοχές, προσφέροντας συνδυασμό εμπορικών, κατοικιών και ψυχαγωγικών χώρων που κάνουν την περιοχή πιο ζωντανή, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας. Στρατηγική συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα Η αναφορά της JLL τονίζει επίσης τη σημασία της συνεργασίας μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα για την επιτυχή μετατροπή των απαρχαιωμένων περιοχών. Οι κυβερνήσεις μπορούν να ενισχύσουν τις προσπάθειες ανάπλασης μέσω επιδοτήσεων και κινήτρων για βιώσιμες κατασκευές, ενώ οι ιδιοκτήτες ακινήτων πρέπει να επενδύσουν στην προσαρμογή των χαρτοφυλακίων τους σύμφωνα με τις σύγχρονες απαιτήσεις και τις προτιμήσεις των χρηστών. Η συνεργασία αυτή μπορεί να αποδώσει σημαντικά αποτελέσματα, ενισχύοντας την ανάπτυξη περιοχών με υψηλή αξία, βελτιώνοντας την εμπειρία των χρηστών και ενισχύοντας τη συνολική ανθεκτικότητα των πόλεων στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και των αυστηρών κανονιστικών απαιτήσεων. Τί αναμένεται στο μέλλον Ο τομέας των ακινήτων βρίσκεται μπροστά σε μια κρίσιμη καμπή. Τα παλαιά και απαρχαιωμένα κτίρια δε χρειάζεται να αντιμετωπίζονται ως οικονομική επιβάρυνση, αλλά ως ευκαιρία ευκαιρία για επένδυση, καινοτομία και βιωσιμότητα. Η αναβάθμιση των κτιρίων και η δημιουργία νέων χώρων μέσω προσαρμοστικής επαναχρησιμοποίησης δεν θα αυξήσει μόνο την αξία των ακινήτων, αλλά θα συμβάλλει και στην ευρύτερη επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας. -
Η ποσότητα γλυκού νερού που χάθηκε σε μια δεκαετία ξεπερνά κατά 35.000 φορές τη λίμνη του Μαραθώνα. Η προειδοποίηση του ΟΗΕ και ο ρόλος της κλιματικής αλλαγής. Η συνολική ποσότητα γλυκού νερού στη Γη άρχισε να πέφτει απότομα από τον Μάιο του 2014 και έκτοτε παραμένει σε ανησυχητικά χαμηλά επίπεδα, προειδοποιεί μελέτη της NASA, με τους ερευνητές να ανησυχούν ότι οι ήπειροι περνούν σε μια μακρά ξηρή περίοδο. Το διάστημα 2015-23, η μέση ποσότητα γλυκού νερού σε λίμνες, ποτάμια και υπόγειους υδροφορείς ήταν 1.200 κυβικά χιλιόμετρα μικρότερη από το μέσο επίπεδο των προηγούμενων δέκα χρόνων, αναφέρουν ερευνητές της NASA και άλλων ιδρυμάτων στη επιθεώρηση Surveys in Geophysics. Η απώλεια αυτή ξεπερνά κατά περισσότερο από 35.000 φορές την τεχνητή λίμνη του Μαραθώνα στην Αττική, η οποία περιέχει 0,034 κυβικά χιλιόμετρα νερού. Η μελέτη δεν συνδέει απευθείας τη μείωση με την κλιματική αλλαγή, υποδεικνύει όμως ότι αυτά τα δύο σχετίζονται. «Δεν πιστεύουμε ότι πρόκειται για σύμπτωση. Μπορεί να είναι οιωνός όσων έρχονται» σχολίασε σε δελτίο Τύπου της NASA ο Μάθιου Ρόντελ, υδρολόγος του Κέντρου Διαστημικής Πτήσης «Γκόνταρντ» της NASA και μέλος της ερευνητικής ομάδας. Όπως επισήμανε, η απότομη πτώση των αποθεμάτων γλυκού νερού συνέπεσε με τα εννέα θερμότερα έτη που έχουν καταγραφεί ποτέ. Η κατανάλωση νερού αυξάνεται με την επέκταση των πόλεων και των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Σε περιόδους ξηρασίας, αγρότες και πόλεις βασίζονται περισσότερα στα υπόγεια ύδατα, τα οποία δεν ανανεώνονται αρκετά γρήγορα. Και η μείωση του διαθέσιμου μπορεί να οδηγήσει σε λιμούς, συγκρούσεις και φτώχεια, καθώς και σε επιδημίες σε περιοχές όπου ο κόσμος αναγκάζεται να στραφεί σε μολυσμένες πηγές νερού, σύμφωνα με φετινή έκθεση του ΟΗΕ. Τα έτη κατά τα οποία τα αποθέματα νερού σε κάθε χώρα έπεσαν σε χαμηλό 22 ετών (NASA Earth Observatory/Wanmei Liang με δεδομένα της Mary Michael O’Neill) Βαρυτικές μετρήσεις Οι ερευνητές παρακολούθησαν τη μεταβολή των αποθεμάτων χρησιμοποιώντας τους αμερικανο-γερμανικούς δορυφόρους GRACE, οι οποίοι μετρούν μικρές, τοπικές διακυμάνσεις στο βαρυτικό πεδίο της Γης, μέσω των οποίων μπορεί να υπολογιστεί η συνολική ποσότητα νερού στην ξηρά. Η απότομη πτώση ξεκίνησε με μια παρατεταμένη ξηρασία στη βόρεια και κεντρική Βραζιλία, την οποία ακολούθησαν μείζονες ξηρασίες στην Αυστραλασία, τη Βόρεια και τη Νότια Αμερική, την Ευρώπη και την Αφρική. Από το 2014 έως το 2016, η αύξηση της επιφανειακής θερμοκρασίας στην τροπική ζώνη του Ειρηνικού οδήγησε σε ένα έντονο φαινόμενο Ελ Νίνιο που επηρέασε τους αεροχειμάρρους και άλλαξε έτσι τα μοτίβα των βροχών σε όλο τον κόσμο. Όμως, ακόμα και μετά τη λήξη του Ελ Νίνιο, τα αποθέματα γλυκού νερού δεν επανήλθαν στα προηγούμενα επίπεδα. Οι δίδυμοι δορυφόροι GRACE πετούν σε σχηματισμό και χαρτογραφούν το γήινο βαρυτικό πεδίο (Καλλιτεχνική απεικόνιση: NASA/JPL-Caltech) Οι ερευνητές επισημαίνουν μάλιστα ότι τα 13 από τα 30 χειρότερα κύματα ξηρασίας που έχουν καταγράψει οι δορυφόροι GRACE ήρθαν από τον Ιανουάριο του 2015 και μετά. Η μελέτη δεν επαρκεί για να αποδειχθεί σύνδεση με την κλιματική αλλαγή, αυτό όμως είναι μια εύλογη υπόθεση, λένε οι ερευνητές. Λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας, ο ατμοσφαιρικός αέρας μπορεί να συγκρατεί μεγαλύτερες ποσότητες υδρατμών, κάτι που αυξάνει την πιθανότητα καταρρακτώδους βροχής. Όταν όμως αυτές οι βροχές έρθουν έπειτα από μια παρατεταμένη ξηρασία, το ξερό, συμπιεσμένο έδαφος αδυνατεί να απορροφήσει το νερό αρκετά γρήγορα. «Το πρόβλημα με τις ακραίες βροχοπτώσεις είναι ότι το νερό κυλά και χάνεται», αντί να απορροφάται και να αναπληρώνει τους υδροφορείς του υπεδάφους, εξήγησε ο Μάικ Μπισίλοβιτς, μετεωρολόγος του Κέντρου «Γκόνταρντ» της NASA και μέλος της ερευνητικής ομάδας. «Οι υψηλότερες θερμοκρασίες αυξάνουν τόσο την εξάτμιση του νερού όσο και την ικανότητα της ατμόσφαιρας να συγκρατεί νερό, κάτι που αυξάνει τη συχνότητα και την ένταση των συνθηκών ξηρασίας. View full είδηση
-
Η ποσότητα γλυκού νερού που χάθηκε σε μια δεκαετία ξεπερνά κατά 35.000 φορές τη λίμνη του Μαραθώνα. Η προειδοποίηση του ΟΗΕ και ο ρόλος της κλιματικής αλλαγής. Η συνολική ποσότητα γλυκού νερού στη Γη άρχισε να πέφτει απότομα από τον Μάιο του 2014 και έκτοτε παραμένει σε ανησυχητικά χαμηλά επίπεδα, προειδοποιεί μελέτη της NASA, με τους ερευνητές να ανησυχούν ότι οι ήπειροι περνούν σε μια μακρά ξηρή περίοδο. Το διάστημα 2015-23, η μέση ποσότητα γλυκού νερού σε λίμνες, ποτάμια και υπόγειους υδροφορείς ήταν 1.200 κυβικά χιλιόμετρα μικρότερη από το μέσο επίπεδο των προηγούμενων δέκα χρόνων, αναφέρουν ερευνητές της NASA και άλλων ιδρυμάτων στη επιθεώρηση Surveys in Geophysics. Η απώλεια αυτή ξεπερνά κατά περισσότερο από 35.000 φορές την τεχνητή λίμνη του Μαραθώνα στην Αττική, η οποία περιέχει 0,034 κυβικά χιλιόμετρα νερού. Η μελέτη δεν συνδέει απευθείας τη μείωση με την κλιματική αλλαγή, υποδεικνύει όμως ότι αυτά τα δύο σχετίζονται. «Δεν πιστεύουμε ότι πρόκειται για σύμπτωση. Μπορεί να είναι οιωνός όσων έρχονται» σχολίασε σε δελτίο Τύπου της NASA ο Μάθιου Ρόντελ, υδρολόγος του Κέντρου Διαστημικής Πτήσης «Γκόνταρντ» της NASA και μέλος της ερευνητικής ομάδας. Όπως επισήμανε, η απότομη πτώση των αποθεμάτων γλυκού νερού συνέπεσε με τα εννέα θερμότερα έτη που έχουν καταγραφεί ποτέ. Η κατανάλωση νερού αυξάνεται με την επέκταση των πόλεων και των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Σε περιόδους ξηρασίας, αγρότες και πόλεις βασίζονται περισσότερα στα υπόγεια ύδατα, τα οποία δεν ανανεώνονται αρκετά γρήγορα. Και η μείωση του διαθέσιμου μπορεί να οδηγήσει σε λιμούς, συγκρούσεις και φτώχεια, καθώς και σε επιδημίες σε περιοχές όπου ο κόσμος αναγκάζεται να στραφεί σε μολυσμένες πηγές νερού, σύμφωνα με φετινή έκθεση του ΟΗΕ. Τα έτη κατά τα οποία τα αποθέματα νερού σε κάθε χώρα έπεσαν σε χαμηλό 22 ετών (NASA Earth Observatory/Wanmei Liang με δεδομένα της Mary Michael O’Neill) Βαρυτικές μετρήσεις Οι ερευνητές παρακολούθησαν τη μεταβολή των αποθεμάτων χρησιμοποιώντας τους αμερικανο-γερμανικούς δορυφόρους GRACE, οι οποίοι μετρούν μικρές, τοπικές διακυμάνσεις στο βαρυτικό πεδίο της Γης, μέσω των οποίων μπορεί να υπολογιστεί η συνολική ποσότητα νερού στην ξηρά. Η απότομη πτώση ξεκίνησε με μια παρατεταμένη ξηρασία στη βόρεια και κεντρική Βραζιλία, την οποία ακολούθησαν μείζονες ξηρασίες στην Αυστραλασία, τη Βόρεια και τη Νότια Αμερική, την Ευρώπη και την Αφρική. Από το 2014 έως το 2016, η αύξηση της επιφανειακής θερμοκρασίας στην τροπική ζώνη του Ειρηνικού οδήγησε σε ένα έντονο φαινόμενο Ελ Νίνιο που επηρέασε τους αεροχειμάρρους και άλλαξε έτσι τα μοτίβα των βροχών σε όλο τον κόσμο. Όμως, ακόμα και μετά τη λήξη του Ελ Νίνιο, τα αποθέματα γλυκού νερού δεν επανήλθαν στα προηγούμενα επίπεδα. Οι δίδυμοι δορυφόροι GRACE πετούν σε σχηματισμό και χαρτογραφούν το γήινο βαρυτικό πεδίο (Καλλιτεχνική απεικόνιση: NASA/JPL-Caltech) Οι ερευνητές επισημαίνουν μάλιστα ότι τα 13 από τα 30 χειρότερα κύματα ξηρασίας που έχουν καταγράψει οι δορυφόροι GRACE ήρθαν από τον Ιανουάριο του 2015 και μετά. Η μελέτη δεν επαρκεί για να αποδειχθεί σύνδεση με την κλιματική αλλαγή, αυτό όμως είναι μια εύλογη υπόθεση, λένε οι ερευνητές. Λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας, ο ατμοσφαιρικός αέρας μπορεί να συγκρατεί μεγαλύτερες ποσότητες υδρατμών, κάτι που αυξάνει την πιθανότητα καταρρακτώδους βροχής. Όταν όμως αυτές οι βροχές έρθουν έπειτα από μια παρατεταμένη ξηρασία, το ξερό, συμπιεσμένο έδαφος αδυνατεί να απορροφήσει το νερό αρκετά γρήγορα. «Το πρόβλημα με τις ακραίες βροχοπτώσεις είναι ότι το νερό κυλά και χάνεται», αντί να απορροφάται και να αναπληρώνει τους υδροφορείς του υπεδάφους, εξήγησε ο Μάικ Μπισίλοβιτς, μετεωρολόγος του Κέντρου «Γκόνταρντ» της NASA και μέλος της ερευνητικής ομάδας. «Οι υψηλότερες θερμοκρασίες αυξάνουν τόσο την εξάτμιση του νερού όσο και την ικανότητα της ατμόσφαιρας να συγκρατεί νερό, κάτι που αυξάνει τη συχνότητα και την ένταση των συνθηκών ξηρασίας.
-
Την Έκθεση μακροπρόθεσμης στρατηγικής ανακαίνισης του δημόσιου και ιδιωτικού κτιριακού αποθέματος και μετατροπής του σε κτιριακό δυναμικό απαλλαγμένο από ανθρακούχες εκπομπές και υψηλής ενεργειακής απόδοσης έως το έτος 2050, ενέκρινε το ΥΠΕΝ. Το περιεχόμενο της Έκθεσης στοχεύει στη διευκόλυνση της οικονομικά αποδοτικής μετατροπής υφιστάμενων κτιρίων σε κτίρια με σχεδόν μηδενική κατανάλωση ενέργειας, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 2Α του ν. 4122/2013. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι το μερίδιο του κτιριακού τομέα στην τελική κατανάλωση ενέργειας αγγίζει σήμερα περίπου το 40%, η μεγάλης κλίμακας και έντασης ανακαίνιση του υπάρχοντος κτιριακού αποθέματος και η κατασκευή νέων κτιρίων σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης κρίνεται αναγκαία, καθώς έτσι θα επιτευχθούν σημαντικά ποσοστά εξοικονόμησης ενέργειας και κόστους για τους πολίτες, ενώ θα βελτιωθούν και οι συνθήκες άνεσης, ασφάλειας και υγείας κατά τη χρήση των κτιρίων, όπως αναφέρεται εισαγωγικά. Σε αυτό το πλαίσιο, η Μακροπρόθεσμη Στρατηγική Ανακαίνισης προκρίνει τη δραστική μείωση των εκπομπών CO2 στους κτιριακούς τομείς έως το 2050, λαμβάνοντας υπ’ όψιν μέτρα, τα οποία βρίσκονται ήδη σε τροχιά υλοποίησης για την επίτευξη των κλιματικών και ενεργειακών στόχων του 2020, καθώς και επιπλέον μέτρα, πολιτικές και δείκτες προόδου που περιλαμβάνονται στο ΕΣΕΚ για την περίοδο 2020-2030 και στο σχέδιο Μακροχρόνιας Στρατηγικής (ΜΣ50) για το διάστημα 2030-2050. Ο στόχος του ΕΣΕΚ αφορά στην ενεργειακή αναβάθμιση του 12-15% των κτιρίων ή/και κτιριακών μονάδων εντός της δεκαετίας 2021-2030, μέσω στοχευμένων μέτρων πολιτικής. Συγκριτικά με τον στόχο αυτό, και προκειμένου το κτιριακό απόθεμα να πλησιάσει σε μηδενικό ισοζύγιο ενέργειας, πρέπει οι επιδιώξεις για το 2050 να είναι σημαντικά πιο φιλόδοξες και επομένως τα μέσα πολιτικής να είναι μεγαλύτερης έκτασης, συγκεκριμένα: i)να εφαρμοσθούν αυστηρές προδιαγραφές για τα νέα κτίρια αναφορικά με την ενεργειακή επίδοση του κελύφους και ii)να γίνει μεγάλης έκτασης ενεργειακή αναβάθμιση των παλαιών κτιρίων, ώστε το σύνολο σχεδόν του κτιριακού αποθέματος το 2050 να είναι ενεργειακά αναβαθμισμένο. Επειδή ο ρυθμός κατασκευής νέων κτιρίων είναι σχετικά μικρός και με βάση τα ιστορικά στοιχεία αναμένεται να παρουσιάσει χαμηλή αυξητική τάση στο μέλλον, η ενεργειακή αναβάθμιση παλαιών κτιρίων είναι πολύ μεγάλης σημασίας. Με στόχο να διασφαλιστεί εθνικό κτιριακό δυναμικό υψηλής ενεργειακής απόδοσης και Οδικός χάρτης για την ενεργειακή εξοικονόμηση στα κτίρια Στην Έκθεση περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ο οδικός χάρτης για την ενεργειακή εξοικονόμηση στα κτίρια, όπου περιγράφεται μια σειρά μέτρων και πολιτικών, που αφορούν κυρίως στον οικιακό, αλλά και τον τριτογενή τομέα. Επίσης, ο οδικός χάρτης περιλαμβάνει ποσοτικούς δείκτες για την παρακολούθηση της προόδου εφαρμογής των μέτρων και πολιτικών, καθώς και χρονικά ορόσημα επίτευξής τους. Προκειμένου το 2050 το κτιριακό απόθεμα να συμβαδίζει με τους στόχους κλιματικής ουδετερότητας, όπως αναφέρεται στην Έκθεση, πρέπει ήδη από το 2030, η τελική κατανάλωση ενέργειας στα κτίρια να μειωθεί κατά 8% σε σχέση με το 2015 και το ποσοστό αυτό να αγγίξει το 40% το 2050. Πέραν του οφέλους που η ενεργειακή εξοικονόμηση αυτού του μεγέθους θα έχει για το περιβάλλον και την οικονομία (νέες θέσεις εργασίας κ.ά.), σημαντικοί θα είναι και οι πόροι που θα εξοικονομηθούν από τη μείωση του ποσού που απαιτείται ετησίως για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών κατά βάση των νοικοκυριών, όπως επισημαίνεται. Βέβαια, καθώς οι επενδύσεις που απαιτούνται για να επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι είναι σημαντικές, και η εύρεση του απαιτούμενου αρχικού κεφαλαίου αποτελεί βασικό εμπόδιο, σην Έκθεση προκρίνεται η μόχλευση χρηματοδοτήσεων για την κινητοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων, προκειμένου εν τέλει, τα νοικοκυριά πρωτίστως, αλλά και ο τομέας των υπηρεσιών, να μπορούν να επιτύχουν τα απαραίτητα ποσοστά εξοικονόμησης ενέργειας. Για την επίτευξη των υψηλών ποσοστών εξοικονόμησης ενέργειας στην Έκθεση σημειώνεται ότι πρέπει κατ’ αρχάς να τεθούν συγκεκριμένοι στόχοι για την ενεργειακή αναβάθμιση του κελύφους των κτιρίων. Οι επεμβάσεις αυτές αφενός είναι μεγαλύτερης έντασης κεφαλαίου, αφετέρου συνεισφέρουν κατά μεγαλύτερο ποσοστό στην τελική εξοικονόμηση ενέργειας. Επιπλέον, οι επεμβάσεις στο κέλυφος συνοδεύονται και από άλλα οφέλη, όπως τη βελτίωση της ποιότητας ζωής μέσα στο κτίριο και την επίτευξη συνθηκών θερμικής άνεσης σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Παράλληλα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ειδικά στον οικιακό τομέα - που ευθύνεται και για το μεγαλύτερο μερίδιο της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στα κτίρια - ο ρυθμός κατασκευής νέων κτιρίων είναι σχετικά μικρός και αναμένεται να διατηρηθεί χαμηλός στο μέλλον, η ενεργειακή αναβάθμιση παλαιών κτιρίων είναι πολύ μεγάλης σημασίας. Συνεπώς, όπως επισημαίνεται, θα πρέπει ήδη μέχρι το 2030 να έχει αναβαθμιστεί ενεργειακά το κέλυφος του 23% των παλαιών κτιρίων κατοικίας, ενώ το ποσοστό αυτό θα πρέπει να διπλασιαστεί σχεδόν μέχρι το 2040 για να φτάσει στο 50% το 2050. Οι αντίστοιχοι στόχοι για τον τομέα των υπηρεσιών είναι χαμηλότεροι επειδή ο ρυθμός κατασκευής νέων - και συνεπώς σύμφωνων με τους Κανονισμούς Ενεργειακής Κατανάλωσης - κτιρίων είναι σημαντικά μεγαλύτερος στον τομέα αυτό και άρα το δυναμικό ενεργειακής αναβάθμισης του κελύφους των παλαιών κτιρίων είναι σαφώς μικρότερο.
-
Kτίρια «μπαταρίες» αλλάζουν την εικόνα του κτιριακού αποθέματος
Engineer posted μια είδηση in Ενέργεια-ΑΠΕ
Τι συμβαίνει όταν ένα κτίριο παράγει περισσότερη ενέργεια από όση καταναλώνει; Μπορούν τα κτίρια να λειτουργήσουν ως μπαταρίες για την αποθήκευση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές; Εν τέλει, πως μπορεί το κτιριακό απόθεμα να συμβάλει στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και στην απεξάρτηση του ενεργειακού τομέα από τα ορυκτά καύσιμα; Το φετινό Sustainability Summit του EPRA, το οποίο πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά στις 4 Νοεμβρίου 2021, επικεντρώθηκε στα συστήματα τιμολόγησης και φορολόγησης του άνθρακα σε διάφορες χώρες της ΕΕ, εξετάζοντας τις επιπτώσεις στον τομέα των ακινήτων, με δεδομένη την αύξηση της ενεργειακής ζήτησης, η οποία αναμένεται να αγγίξει το 15% μέσα στα επόμενα 20 χρόνια. Την ίδια στιγμή, για να επιτευχθεί ο στόχος για την απεξάρτηση του τομέα από τον άνθρακα, το 70% της παραγόμενης ενέργειας θα πρέπει να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με χρονικό ορίζοντα το 2030. Τα δεδομένα ασκούν μεγάλες πιέσεις στα δίκτυα παροχής ενέργειας και στο αυξανόμενο ποσοστό ανανεώσιμων πηγών, το οποίο άγγιξε κατά το 2020 το 39% του συνόλου της παραγωγής. Ο ρόλος των κτιρίων στην παραγωγή καθαρής ενέργειας Παρά την μεγάλη αύξηση της συμμετοχής ανανεώσιμων πηγών στο ενεργειακό μείγμα, για να επιτευχθεί το επιθυμητό 70%, η ενέργεια από ΑΠΕ πρέπει να αυξηθεί κατά περίπου 93%, ένας στόχος που απέχει πολύ από τα σημερινά δεδομένα. Η λύση σε αυτό το πρόβλημα μπορεί να βρίσκεται στην ενεργειακή διασύνδεση μεταξύ των κτιρίων και στην συμμετοχή του κτιριακού αποθέματος στην παραγωγή και αποθήκευση της ενέργειας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός ότι οι εταιρείες ακινήτων, καθώς κατασκευάζουν και διαχειρίζονται τα ακίνητα έρχονται σε επαφή με τους χρήστες, οι οποίοι, έχουν συχνά δική τους ατζέντα και στρατηγικές αναφορικά με την ενέργεια. Το γεγονός αυτό τις οδηγεί στην συλλογή δεδομένων, απαραίτητων για τη βελτίωση της ενεργειακής κατανάλωσης των κτιρίων του χαρτοφυλακίου τους. Η ενσωμάτωση συστημάτων όπως τα φωτοβολταϊκά, σε σημεία των κτιρίων τα οποία παραμένουν ανεκμετάλλευτα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις οροφές, και συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας θα απαιτήσει επενδύσεις σε υποδομές σε ένα υπάρχον κτιριακό απόθεμα, το οποίο, ειδικά στην περίπτωση της Ευρώπης, είναι συχνά παλιό. Το κόστος των απαιτούμενων προσαρμογών, αναμένεται να είναι μεγάλο, τόσο για τους ιδιοκτήτες όσο και για τους διαχειριστές των δικτύων και όλους τους εμπλεκόμενους στη βιομηχανία της ενέργειας. Ένα σημαντικό ποσό της τάξεως των € 37 δισ. έχει ήδη προϋπολογισθεί για επενδύσεις στα ενεργειακά δίκτυα, για την περίοδο 2021-2030, ένα ποσό που αναμένεται να φτάσει τα € 55 δισ. για την περίοδο 2031-2050. Παρά τις απαιτήσεις σε κεφάλαιο, τεχνολογία και ανθρώπινο δυναμικό, το κτιριακό απόθεμα μπορεί να αποτελέσει εξαιρετικά σημαντικό παράγοντα στην εξυγίανση του ενεργειακού τομέα. Ωστόσο, κύριο ρόλο διατηρούν οι χρήστες, καθώς οι ενεργειακές ανάγκες των ενοίκων μπορεί να διαφέρουν σημαντικά από κτίριο σε κτίριο και η ευθυγράμμιση των ενεργειακών στρατηγικών διαχειριστή και ένοικου, είναι απαραίτητη για την επίτευξη των καλύτερων δυνατών αποτελεσμάτων. -
Τι συμβαίνει όταν ένα κτίριο παράγει περισσότερη ενέργεια από όση καταναλώνει; Μπορούν τα κτίρια να λειτουργήσουν ως μπαταρίες για την αποθήκευση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές; Εν τέλει, πως μπορεί το κτιριακό απόθεμα να συμβάλει στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και στην απεξάρτηση του ενεργειακού τομέα από τα ορυκτά καύσιμα; Το φετινό Sustainability Summit του EPRA, το οποίο πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά στις 4 Νοεμβρίου 2021, επικεντρώθηκε στα συστήματα τιμολόγησης και φορολόγησης του άνθρακα σε διάφορες χώρες της ΕΕ, εξετάζοντας τις επιπτώσεις στον τομέα των ακινήτων, με δεδομένη την αύξηση της ενεργειακής ζήτησης, η οποία αναμένεται να αγγίξει το 15% μέσα στα επόμενα 20 χρόνια. Την ίδια στιγμή, για να επιτευχθεί ο στόχος για την απεξάρτηση του τομέα από τον άνθρακα, το 70% της παραγόμενης ενέργειας θα πρέπει να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με χρονικό ορίζοντα το 2030. Τα δεδομένα ασκούν μεγάλες πιέσεις στα δίκτυα παροχής ενέργειας και στο αυξανόμενο ποσοστό ανανεώσιμων πηγών, το οποίο άγγιξε κατά το 2020 το 39% του συνόλου της παραγωγής. Ο ρόλος των κτιρίων στην παραγωγή καθαρής ενέργειας Παρά την μεγάλη αύξηση της συμμετοχής ανανεώσιμων πηγών στο ενεργειακό μείγμα, για να επιτευχθεί το επιθυμητό 70%, η ενέργεια από ΑΠΕ πρέπει να αυξηθεί κατά περίπου 93%, ένας στόχος που απέχει πολύ από τα σημερινά δεδομένα. Η λύση σε αυτό το πρόβλημα μπορεί να βρίσκεται στην ενεργειακή διασύνδεση μεταξύ των κτιρίων και στην συμμετοχή του κτιριακού αποθέματος στην παραγωγή και αποθήκευση της ενέργειας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός ότι οι εταιρείες ακινήτων, καθώς κατασκευάζουν και διαχειρίζονται τα ακίνητα έρχονται σε επαφή με τους χρήστες, οι οποίοι, έχουν συχνά δική τους ατζέντα και στρατηγικές αναφορικά με την ενέργεια. Το γεγονός αυτό τις οδηγεί στην συλλογή δεδομένων, απαραίτητων για τη βελτίωση της ενεργειακής κατανάλωσης των κτιρίων του χαρτοφυλακίου τους. Η ενσωμάτωση συστημάτων όπως τα φωτοβολταϊκά, σε σημεία των κτιρίων τα οποία παραμένουν ανεκμετάλλευτα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις οροφές, και συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας θα απαιτήσει επενδύσεις σε υποδομές σε ένα υπάρχον κτιριακό απόθεμα, το οποίο, ειδικά στην περίπτωση της Ευρώπης, είναι συχνά παλιό. Το κόστος των απαιτούμενων προσαρμογών, αναμένεται να είναι μεγάλο, τόσο για τους ιδιοκτήτες όσο και για τους διαχειριστές των δικτύων και όλους τους εμπλεκόμενους στη βιομηχανία της ενέργειας. Ένα σημαντικό ποσό της τάξεως των € 37 δισ. έχει ήδη προϋπολογισθεί για επενδύσεις στα ενεργειακά δίκτυα, για την περίοδο 2021-2030, ένα ποσό που αναμένεται να φτάσει τα € 55 δισ. για την περίοδο 2031-2050. Παρά τις απαιτήσεις σε κεφάλαιο, τεχνολογία και ανθρώπινο δυναμικό, το κτιριακό απόθεμα μπορεί να αποτελέσει εξαιρετικά σημαντικό παράγοντα στην εξυγίανση του ενεργειακού τομέα. Ωστόσο, κύριο ρόλο διατηρούν οι χρήστες, καθώς οι ενεργειακές ανάγκες των ενοίκων μπορεί να διαφέρουν σημαντικά από κτίριο σε κτίριο και η ευθυγράμμιση των ενεργειακών στρατηγικών διαχειριστή και ένοικου, είναι απαραίτητη για την επίτευξη των καλύτερων δυνατών αποτελεσμάτων. View full είδηση
-
Την Έκθεση μακροπρόθεσμης στρατηγικής ανακαίνισης του δημόσιου και ιδιωτικού κτιριακού αποθέματος και μετατροπής του σε κτιριακό δυναμικό απαλλαγμένο από ανθρακούχες εκπομπές και υψηλής ενεργειακής απόδοσης έως το έτος 2050, ενέκρινε το ΥΠΕΝ. Το περιεχόμενο της Έκθεσης στοχεύει στη διευκόλυνση της οικονομικά αποδοτικής μετατροπής υφιστάμενων κτιρίων σε κτίρια με σχεδόν μηδενική κατανάλωση ενέργειας, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 2Α του ν. 4122/2013. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι το μερίδιο του κτιριακού τομέα στην τελική κατανάλωση ενέργειας αγγίζει σήμερα περίπου το 40%, η μεγάλης κλίμακας και έντασης ανακαίνιση του υπάρχοντος κτιριακού αποθέματος και η κατασκευή νέων κτιρίων σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης κρίνεται αναγκαία, καθώς έτσι θα επιτευχθούν σημαντικά ποσοστά εξοικονόμησης ενέργειας και κόστους για τους πολίτες, ενώ θα βελτιωθούν και οι συνθήκες άνεσης, ασφάλειας και υγείας κατά τη χρήση των κτιρίων, όπως αναφέρεται εισαγωγικά. Σε αυτό το πλαίσιο, η Μακροπρόθεσμη Στρατηγική Ανακαίνισης προκρίνει τη δραστική μείωση των εκπομπών CO2 στους κτιριακούς τομείς έως το 2050, λαμβάνοντας υπ’ όψιν μέτρα, τα οποία βρίσκονται ήδη σε τροχιά υλοποίησης για την επίτευξη των κλιματικών και ενεργειακών στόχων του 2020, καθώς και επιπλέον μέτρα, πολιτικές και δείκτες προόδου που περιλαμβάνονται στο ΕΣΕΚ για την περίοδο 2020-2030 και στο σχέδιο Μακροχρόνιας Στρατηγικής (ΜΣ50) για το διάστημα 2030-2050. Ο στόχος του ΕΣΕΚ αφορά στην ενεργειακή αναβάθμιση του 12-15% των κτιρίων ή/και κτιριακών μονάδων εντός της δεκαετίας 2021-2030, μέσω στοχευμένων μέτρων πολιτικής. Συγκριτικά με τον στόχο αυτό, και προκειμένου το κτιριακό απόθεμα να πλησιάσει σε μηδενικό ισοζύγιο ενέργειας, πρέπει οι επιδιώξεις για το 2050 να είναι σημαντικά πιο φιλόδοξες και επομένως τα μέσα πολιτικής να είναι μεγαλύτερης έκτασης, συγκεκριμένα: i)να εφαρμοσθούν αυστηρές προδιαγραφές για τα νέα κτίρια αναφορικά με την ενεργειακή επίδοση του κελύφους και ii)να γίνει μεγάλης έκτασης ενεργειακή αναβάθμιση των παλαιών κτιρίων, ώστε το σύνολο σχεδόν του κτιριακού αποθέματος το 2050 να είναι ενεργειακά αναβαθμισμένο. Επειδή ο ρυθμός κατασκευής νέων κτιρίων είναι σχετικά μικρός και με βάση τα ιστορικά στοιχεία αναμένεται να παρουσιάσει χαμηλή αυξητική τάση στο μέλλον, η ενεργειακή αναβάθμιση παλαιών κτιρίων είναι πολύ μεγάλης σημασίας. Με στόχο να διασφαλιστεί εθνικό κτιριακό δυναμικό υψηλής ενεργειακής απόδοσης και Οδικός χάρτης για την ενεργειακή εξοικονόμηση στα κτίρια Στην Έκθεση περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ο οδικός χάρτης για την ενεργειακή εξοικονόμηση στα κτίρια, όπου περιγράφεται μια σειρά μέτρων και πολιτικών, που αφορούν κυρίως στον οικιακό, αλλά και τον τριτογενή τομέα. Επίσης, ο οδικός χάρτης περιλαμβάνει ποσοτικούς δείκτες για την παρακολούθηση της προόδου εφαρμογής των μέτρων και πολιτικών, καθώς και χρονικά ορόσημα επίτευξής τους. Προκειμένου το 2050 το κτιριακό απόθεμα να συμβαδίζει με τους στόχους κλιματικής ουδετερότητας, όπως αναφέρεται στην Έκθεση, πρέπει ήδη από το 2030, η τελική κατανάλωση ενέργειας στα κτίρια να μειωθεί κατά 8% σε σχέση με το 2015 και το ποσοστό αυτό να αγγίξει το 40% το 2050. Πέραν του οφέλους που η ενεργειακή εξοικονόμηση αυτού του μεγέθους θα έχει για το περιβάλλον και την οικονομία (νέες θέσεις εργασίας κ.ά.), σημαντικοί θα είναι και οι πόροι που θα εξοικονομηθούν από τη μείωση του ποσού που απαιτείται ετησίως για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών κατά βάση των νοικοκυριών, όπως επισημαίνεται. Βέβαια, καθώς οι επενδύσεις που απαιτούνται για να επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι είναι σημαντικές, και η εύρεση του απαιτούμενου αρχικού κεφαλαίου αποτελεί βασικό εμπόδιο, σην Έκθεση προκρίνεται η μόχλευση χρηματοδοτήσεων για την κινητοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων, προκειμένου εν τέλει, τα νοικοκυριά πρωτίστως, αλλά και ο τομέας των υπηρεσιών, να μπορούν να επιτύχουν τα απαραίτητα ποσοστά εξοικονόμησης ενέργειας. Για την επίτευξη των υψηλών ποσοστών εξοικονόμησης ενέργειας στην Έκθεση σημειώνεται ότι πρέπει κατ’ αρχάς να τεθούν συγκεκριμένοι στόχοι για την ενεργειακή αναβάθμιση του κελύφους των κτιρίων. Οι επεμβάσεις αυτές αφενός είναι μεγαλύτερης έντασης κεφαλαίου, αφετέρου συνεισφέρουν κατά μεγαλύτερο ποσοστό στην τελική εξοικονόμηση ενέργειας. Επιπλέον, οι επεμβάσεις στο κέλυφος συνοδεύονται και από άλλα οφέλη, όπως τη βελτίωση της ποιότητας ζωής μέσα στο κτίριο και την επίτευξη συνθηκών θερμικής άνεσης σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Παράλληλα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ειδικά στον οικιακό τομέα - που ευθύνεται και για το μεγαλύτερο μερίδιο της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στα κτίρια - ο ρυθμός κατασκευής νέων κτιρίων είναι σχετικά μικρός και αναμένεται να διατηρηθεί χαμηλός στο μέλλον, η ενεργειακή αναβάθμιση παλαιών κτιρίων είναι πολύ μεγάλης σημασίας. Συνεπώς, όπως επισημαίνεται, θα πρέπει ήδη μέχρι το 2030 να έχει αναβαθμιστεί ενεργειακά το κέλυφος του 23% των παλαιών κτιρίων κατοικίας, ενώ το ποσοστό αυτό θα πρέπει να διπλασιαστεί σχεδόν μέχρι το 2040 για να φτάσει στο 50% το 2050. Οι αντίστοιχοι στόχοι για τον τομέα των υπηρεσιών είναι χαμηλότεροι επειδή ο ρυθμός κατασκευής νέων - και συνεπώς σύμφωνων με τους Κανονισμούς Ενεργειακής Κατανάλωσης - κτιρίων είναι σημαντικά μεγαλύτερος στον τομέα αυτό και άρα το δυναμικό ενεργειακής αναβάθμισης του κελύφους των παλαιών κτιρίων είναι σαφώς μικρότερο. View full είδηση