Αναζήτηση στην κοινότητα
Εμφάνιση αποτελεσμάτων για τις ετικέτες 'δασωμένος'.
Found 4 results
-
ΘΕΜΑ: Συμπληρωματικές οδηγίες εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 67 του ν. 998/1979 για τους δασωμένους αγρούς, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 93 του Ν.4915/2022 (63 Α). Σχετ.: 1. H με αριθμ. πρωτ. ΥΠΕΝ/ΔΠΔ/78221/4436/27.7.2022 Εγκύκλιος μας 2. Το με αριθμ. πρωτ. 134465/19.9.2022 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών A. Με τη διάταξη του άρθρου 67 του ν. 998/1979, όπως ισχύει μετά την πρόσφατη αντικατάσταση της με το ν. 4915/2022 ρυθμίζεται η διαχείριση και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εκτάσεων, οι οποίες αποδεδειγμένα στο παρελθόν είχαν αγροτική μορφή και δασώθηκαν λόγω εγκατάλειψης. Ειδικότερα δε όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εν λόγω εκτάσεων με τον ανωτέρω τροποποιητικό νόμο καταργήθηκε η μέχρι τούδε προβλεπόμενη στο άρθρο 67 ειδική διοικητική διαδικασία για την αναγνώριση των εν λόγω εκτάσεων ως ιδιωτικών επί τη βάσει τίτλων ιδιοκτησίας οι οποίοι ανάγονται πριν από την 23η Φεβρουαρίου 1946 (ημερομηνία εισαγωγής του Αστικού Κώδικα) και ορίστηκε ρητά ότι οι εν λόγω εκτάσεις θεωρούνται ιδιωτικές, εφόσον το Δημόσιο δεν θεμελιώνει δικαιώματα κυριότητας επ’ αυτών βάσει τίτλου. Ακολούθως στην υπό στοιχείο (1) Εγκύκλιο προβλέφθηκε - προκειμένης της διακρίβωσης της υπαγωγής συγκεκριμένης έκτασης στις ιδιοκτησιακές ρυθμίσεις της παρ. 1 του ως άνω άρθρου 67 - η εξέταση από τον Δασάρχη (ή τον Δ/ντή Δασών εάν δεν υφίσταται Δασαρχείο στο νομό) α) της τυχόν ύπαρξης τίτλων ιδιοκτησίας του Δημοσίου (από διαθήκη, δωρεά, δικαστική απόφαση κ.λπ.), β) της τυχόν υπαγωγής της υπόψη έκτασης στην κυριότητα του Δημοσίου εξ άλλης αιτίας π.χ. ως κοινόχρηστης ή διαθέσιμης εποικιστικής έκτασης και γ) της τυχόν καταγραφής αυτής στα βιβλία δημοσίων κτημάτων ως δημόσιου κτήματος, (βεβαιούμενου του ως άνω πραγματικού γεγονότος από την οικεία Κτηματική Υπηρεσία), ενόψει της διάταξης της παρ. 13 του άρθρου 21 του ν. 3208/2003, η οποία εξαιρεί από την υπαγωγή στις ιδιοκτησιακές ρυθμίσεις του ως άνω νόμου όσες εκτάσεις είναι καταγεγραμμένες ως δημόσια κτήματα, επαναλαμβάνοντας ως προς το σημείο αυτό η Εγκύκλιος την πρόβλεψη της εκτελεστικής του άρθρου 67, υπ’ αριθμ. 136255/683 Υ.Α.(ΦΕΚ Β 767/ 22.3.2016). Β. Με το υπό στοιχείο (2) σχετικό έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών προς όλες τις Κτηματικές Υπηρεσίες, το οποίο κοινοποιήθηκε και στο Υπουργείο μας (Γενική Γραμματεία Δασών, Γενική Διεύθυνση Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος), κλήθηκαν οι οικείες Κτηματικές Υπηρεσίες να απαντούν μόνο αν τα σχετικά ακίνητα είναι καταγεγραμμένα ως δημόσια κτήματα και όχι και στην περίπτωση της μη εγγραφής, διότι η μη καταγραφή ενός ακινήτου δεν συνεπάγεται και ανυπαρξία δικαιωμάτων του Δημοσίου, για την διακρίβωση της οποίας απαιτείται ειδική διοικητική έρευνα, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 25 του Α.Ν. 1539/1938, (βλ. σχετικά, σελ. 2 του ως άνω εγγράφου). Επί των διαλαμβανομένων στο ως άνω έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών και προκειμένου να αρθεί η παρανόηση, η οποία προφανώς προκλήθηκε από την διατύπωση της υπό στοιχείο (1) Εγκυκλίου περί «βεβαίωσης από την οικεία κτηματική υπηρεσία ότι η έκταση δεν είναι καταγεγραμμένη ως δημόσιο κτήμα, σύμφωνα με την παρ. 13 του άρθρου 21 Ν. 3208/2003», διευκρινίζουμε τα εξής «… για το συντονισμό των ενεργειών των αρμοδίων Υπηρεσιών των δύο Υπουργείων και προκειμένου η Διοίκηση να ενεργεί στις ως άνω υποθέσεις, σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής Διοίκησης, αλλά και με γνώμονα την προστασία της δημόσιας περιουσίας και την διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου», όπως πολύ ορθά αναφέρεται στο ως άνω έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών. Όπως αναφέρεται και ανωτέρω, υπό στοιχείο (1) της παρούσας, με τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 67 του ν. 998/1979, όπως ισχύει μετά την πρόσφατη αντικατάσταση της με το ν. 4915/2022 ρυθμίζεται η διαχείριση και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εκτάσεων, οι οποίες αποδεδειγμένα στο παρελθόν είχαν αγροτική μορφή και δασώθηκαν λόγω εγκατάλειψης. Ειδικότερα δε όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εν λόγω εκτάσεων με τον ανωτέρω τροποποιητικό νόμο καταργήθηκε η μέχρι τούδε προβλεπόμενη στο άρθρο 67 ειδική διοικητική διαδικασία για την αναγνώριση των εν λόγω εκτάσεων ως ιδιωτικών και ορίστηκε ρητά ότι οι εν λόγω εκτάσεις θεωρούνται ιδιωτικές, εφόσον το Δημόσιο δεν θεμελιώνει δικαιώματα κυριότητας επ’ αυτών βάσει τίτλου (όπως διαθήκη, δωρεά), μη αρκούσης εν προκειμένω για τη θεμελίωση δικαιωμάτων του Δημοσίου της επίκλησης του μαχητού τεκμηρίου της κυριότητας του που ισχύει επί των δασικού χαρακτήρα εκτάσεων, δεδομένου ότι εν προκειμένω δεν πρόκειται για ανέκαθεν δάση αλλά για πρώην αγροτικές εκτάσεις οι οποίες δασώθηκαν λόγω εγκατάλειψης της καλλιέργειας τους. Επομένως σύμφωνα με την ανωτέρω ειδική διάταξη του άρθρου 67 προϋπόθεση για τον ιδιωτικό χαρακτήρα των υπόψη εκτάσεων είναι η μη ύπαρξη τίτλων του Δημοσίου, το οποίο και ερευνάται από την οικεία Δασική Υπηρεσία. Ωστόσο η καταγραφή μίας έκτασης ως δημόσιου κτήματος, παρόλο που δεν καθιερώνει αμάχητο τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου, δυναμένου του ιδιώτη να προσφύγει στα πολιτικά δικαστήρια, αποτελεί τρόπο απόδειξης της κυριότητας του Δημοσίου (ΣτΕ 744/2019) και δεν δύναται να παραβλεφθεί, γι’ αυτό και ορθώς η υπό στοιχείο (1) Εγκύκλιος προβλέπει ότι θα πρέπει να εξετάζεται και το πραγματικό γεγονός της τυχόν καταγραφής της υπόψη έκτασης στο βιβλίο δημοσίων κτημάτων. Μη εννοώντας βεβαίως ότι για όσους δασωμένους αγρούς δεν έχουν καταχωρηθεί ως δημόσια κτήματα, θα πρέπει να ακολουθείται η διοικητική διαδικασία διακρίβωσης τυχόν δικαιωμάτων του Δημοσίου του Α.Ν. 1539/1938 (σύνταξη πορίσματος, εξέταση των τίτλων του ιδιώτη από το γνωμοδοτικό συμβούλιο δημοσίων κτημάτων, η οποία δεν εφαρμόζεται επί εκτάσεων υπαγομένων στη δασική νομοθεσία), διότι τούτο θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την ειδική εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 67, και θα αναιρούσε στην πράξη την εφαρμογή της. Άλλωστε η βεβαίωση μόνο του πραγματικού γεγονότος της καταγραφής της έκτασης ως δημοσίου κτήματος προβλεπόταν και πριν την τελευταία τροποποίηση του άρθρου 67 στην υπ’ αριθμ. 136255/6832016 εκτελεστική Υ.Α., κατά τα προαναφερθέντα, και εφαρμόζονταν ακωλύτως στην πράξη, κατά τα αναφερόμενα και στο με αριθμ. πρωτ. 79546/21.9.2022 σχετικό έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Μαγνησίας, στο οποίο γίνεται αναφορά στην έκδοση Βεβαιώσεων και πριν την τελευταία τροποποίηση του άρθρου 67, κατόπιν όμως αυτεπάγγελτης αναζήτησης τους, και όχι αιτήματος του ιδιώτη, όπως προβλέπει η υπό στοιχείο (1) σχετική Εγκύκλιος. Γ. Κατ’ ακολουθίαν πάντων των ανωτέρω, παρακαλούμε όπως - προκειμένης της διακρίβωσης της υπαγωγής συγκεκριμένης έκτασης στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 67 του ν. 998/1979 - το αρμόδιο Δασαρχείο ή η Διεύθυνση Δασών άνευ Δασαρχείου για την αυτεπάγγελτη αναζήτηση από την οικεία Κτηματική Υπηρεσία της εν λόγω Βεβαίωσης, στην οποία να βεβαιώνεται μόνο αν το συγκεκριμένο ακίνητο είναι καταγεγραμμένο ως δημόσιο κτήμα, στο οικείο βιβλίο καταγραφής, σε συμφωνία με τα αναφερόμενα και στο υπό στοιχείο (2) σχετικό έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών. Σε περίπτωση δε μη χορήγησης απάντησης από την οικεία Κτηματική Υπηρεσία, θα προβαίνετε, εντός της νομίμου προθεσμίας του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και σε κάθε περίπτωση εντός ευλόγου χρόνου στη διεκπεραίωση του αιτήματος του ενδιαφερομένου, που προβάλλει δικαιώματα κυριότητας επί έκτασης, που εμφανίζεται ως ΑΔ στον αναρτημένο ή κυρωμένο δασικό χάρτη, χωρίς την απάντηση της Κτηματικής Υπηρεσίας, εξετάζοντας την τυχόν ύπαρξη τίτλων του Δημοσίου επί της έκτασης ή την τυχόν περιέλευση της στο Δημόσιο εξ’ άλλης αιτίας, π.χ. ως κοινόχρηστης ή διαθέσιμης εποικιστικής, κατά τα ειδκότερον αναφερόμενα στο υπό στοιχείο 2 της με αριθμ. αριθμ. πρωτ. ΥΠΕΝ/ΔΠΔ/78221/4436/27.7.2022 Εγκυκλίου μας. Το έγγραφο στην Διαύγεια: https://diavgeia.gov.gr/doc/Ψ2ΦΗ4653Π8-1ΤΠ Συμπληρωματικές οδηγίες εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 67 του ν. 998-1979 για τους δασωμένους αγρούς Ψ2ΦΗ4653Π8-1ΤΠ.pdf View full είδηση
-
Σε συνέχεια της τροποποίησης των διατάξεων για τους αγρούς που άλλαξαν μορφή, ο Υφυπουργός ΥΠΕΝ κ. Αμυράς υπέγραψε εγκύκλιο με την οποία δίνονται οδηγίες εφαρμογής των νέων διατάξεων. Συγκεκριμένα, με τη νέα εγκύκλιο, δίνονται οδηγίες εφαρμογής του παρακάτω άρθρου του ν.4915/2022: Άρθρο 93 Δασωθέντες αγροί Αντικατάσταση του άρθρου 67 ν. 998/1979 Το άρθρο 67 του ν. 998/1979 (Α’ 289) αντικαθίσταται ως ακολούθως: «Άρθρο 67 Αγροί που άλλαξαν μορφή 1. Το Δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητας σε εκτάσεις που εμφανίζονται στις αεροφωτογραφίες του 1945, ή, εφόσον αυτές δεν είναι ευκρινείς, του 1960, με αγροτική μορφή που δασώθηκαν μεταγενέστερα, ανεξάρτητα από τη μορφή που απέκτησαν αργότερα, επί των οποίων το Δημόσιο δεν θεμελιώνει δικαιώματα κυριότητας βάσει τίτλου. Πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής που έχουν εκδοθεί για τις ανωτέρω εκτάσεις ανακαλούνται ακόμη και αν τελεσιδίκησαν δικαστικά. 2. Αν οι εκτάσεις της παρ. 1 εντάσσονται στην παρ. 1 του άρθρου 3, τότε εμβαδόν αυτών έως τριάντα (30) στρέμματα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για γεωργική και δενδροκομική εκμετάλλευση, χωρίς να επιτρέπεται η περαιτέρω αλλαγή της χρήσης τους. Δικαίωμα να ζητήσουν την αλλαγή της χρήσης για γεωργική και δενδροκομική εκμετάλλευση έχουν όσοι αξιώνουν δικαιώματα κυριότητας επί των ανωτέρω εκτάσεων, δυνάμει τίτλων νόμιμα μεταγεγραμμένων. Η αλλαγή της χρήσης επιτρέπεται, κατόπιν άδειας που χορηγείται από τον Προϊστάμενο της Επιθεώρησης Εφαρμογής Δασικής Πολιτικής στον οποίο υπάγεται η αρμόδια Δασική Υπηρεσία, μετά από εισήγηση του οικείου Δασάρχη ή του Διευθυντή Δασών, εάν δεν υφίσταται Δασαρχείο στον νομό. Ειδικά, για εκτάσεις μεγαλύτερες των πέντε (5) στρεμμάτων, προκειμένου να χορηγηθεί άδεια, διαπιστώνεται, με βάση σχετική οικονομοτεχνική μελέτη, ότι συντρέχουν σωρευτικά οι κάτωθι προϋποθέσεις: α. Οι εδαφολογικές και οικολογικές συνθήκες συνηγορούν υπέρ αυτού του τρόπου εκμετάλλευσης, β. πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 4 του άρθρου 47, και γ. η συγκεκριμένη έκταση, λόγω της θέσης, της αλληλεξάρτησης και της σύνδεσής της με τις γειτονικές δασικού χαρακτήρα εκτάσεις, δύναται να ανακτήσει τη δασική της βλάστηση με φυσική αναγέννηση, μετά το πέρας της γεωργικής εκμετάλλευσης. Η οικονομοτεχνική μελέτη, η οποία συνοδεύεται από τοπογραφικό διάγραμμα της έκτασης, συντάσσεται και υπογράφεται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 47 και εγκρίνεται με την άδεια αλλαγής χρήσης της έκτασης. Το περιεχόμενο της μελέτης ορίζεται στο Παράρτημα της υπό στοιχεία οικ.133389/6588/10.12.2015 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας (Β’ 2860). Στις ανωτέρω εκτάσεις, πέραν της επιτρεπτής επέμβασης του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται και οι υπόλοιπες διατάξεις της δασικής νομοθεσίας περί επιτρεπτών επεμβάσεων. 3. Αν οι εκτάσεις της παρ. 1 εντάσσονται στην παρ. 2 του άρθρου 3, τότε δεν υπάγονται στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και επιτρέπεται η απομάκρυνση της φυόμενης δασικής βλάστησης, μετά από άδεια του οικείου Δασάρχη ή του Διευθυντή Δασών εάν δεν υφίσταται Δασαρχείο στον νομό, κατόπιν αιτήσεως του προσώπου που προβάλλει δικαιώματα κυριότητας στην έκταση. Ο ενδιαφερόμενος, προκειμένου να αποδείξει το έννομο συμφέρον του να αιτηθεί την απομάκρυνση της δασικής βλάστησης, συνυποβάλλει με την αίτησή του είτε συμβολαιογραφικούς τίτλους, είτε δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε9), είτε ένορκες βεβαιώσεις, είτε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο από το οποίο να πιθανολογείται ο νομικός δεσμός του με το ακίνητο. Διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας για την προστασία των ανωτέρω εκτάσεων, ανακαλούνται. 4. Ο ειδικότερος χαρακτηρισμός της έκτασης ως δάσους ή δασικής, προκειμένης της εφαρμογής του άρθρου αυτού, διενεργείται, εφόσον δεν έχει καταρτιστεί δασολόγιο, αλλά υπάρχει αναρτημένος δασικός χάρτης, από την Επιτροπή Δασολογίου Περιφερειακής Ενότητας της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 3208/2003 (Α’ 303), ακόμη και αν η συγκεκριμένη έκταση έχει κηρυχθεί αναδασωτέα. Στις περιοχές που δεν καλύπτονται από αναρτημένο δασικό χάρτη, εφαρμόζεται το άρθρο 14. 5. Στις διατάξεις του παρόντος υπάγονται και τα ακίνητα δασικού χαρακτήρα που διατέθηκαν ως κληροτεμάχια, τα οποία εμφανίζονται στις πλησιέστερες στον χρόνο της παραχώρησης αεροφωτογραφίες με αγροτική μορφή και δασώθηκαν μεταγενέστερα, ανεξάρτητα από τη μορφή που απέκτησαν αργότερα». Η εγκύκλιος Διαβάστε παρακάτω το περιεχόμενο της νέας εγκυκλίου: ΘΕΜΑ: Οδηγίες εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 67 του ν. 998/1979 για τους δασωμένους αγρούς, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 93 του ν. 4915/2022 (Α΄ 63). Με αφορμή ερωτήματα που υπεβλήθησαν στην Υπηρεσία μας, σχετικά με την εν θέματι διάταξη του άρθρου 67, όπως ισχύει μετά την πρόσφατη αντικατάστασή της με το ν. 4915/2022, παρέχουμε τις κάτωθι οδηγίες: Με τις ως άνω διατάξεις ρυθμίζεται αφενός μεν το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εκτάσεων, οι οποίες αποδεδειγμένα στο παρελθόν είχαν αγροτική μορφή και δασώθηκαν λόγω εγκατάλειψης, αφετέρου δε η προστασία και η διαχείριση αυτών αναλόγως της μορφής των εκτάσεων αυτών στις Α/Φ των ετών 1945 ή 1960 και σήμερα. Ειδικότερα καταργείται η μέχρι τούδε προβλεπόμενη διοικητική διαδικασία για την αναγνώριση των εν λόγω εκτάσεων ως ιδιωτικών επί τη βάσει τίτλων ιδιοκτησίας οι οποίοι ανάγονται πριν από την 23η Φεβρουαρίου 1946 (ημερομηνία εισαγωγής του Αστικού Κώδικα) και ορίζεται ρητά ότι το Δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητας επί των εν λόγω εκτάσεων, εκτός αν θεμελιώνει δικαιώματα κυριότητας επ’ αυτών βάσει τίτλου. Περαιτέρω δε όσον αφορά τη διαχείριση και την προστασία προβλέπεται η υπαγωγή των εν λόγω εκτάσεων στη δασική νομοθεσία, εφόσον σήμερα φέρουν μορφή δάσους της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 (παρ. 2 άρθρου 67), άλλως η εξαίρεση αυτών εφόσον φέρουν μορφή δασικής έκτασης (παρ. 3 άρθρου 67). Πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 67 Στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης υπάγονται εκτάσεις (α) οι οποίες εμφαίνονται ως αγροτικές στις Α/Φ του 1945 ή εφόσον αυτές δεν είναι ευκρινείς του έτους 1960, και δασώθηκαν μεταγενέστερα λόγω εγκατάλειψης ανεξάρτητα από τη μορφή που απέκτησαν αργότερα και (β) επί των οποίων το Δημόσιο δεν θεμελιώνει δικαιώματα κυριότητας βάσει τίτλου ή δεν είναι καταγεγραμμένες ως δημόσια κτήματα. Επομένως για την εφαρμογή της διάταξης και μετά από αίτημα του ενδιαφερόμενου που προβάλλει δικαιώματα κυριότητας επί έκτασης, που εμφανίζεται ως ΑΔ στον αναρτημένο ή κυρωμένο δασικό χάρτη, εξετάζεται από το Δασάρχη (ή τον Δ/ντή Δασών εάν δεν υφίσταται Δασαρχείο στην περιφερειακή ενότητα) η τυχόν ύπαρξη τίτλων ιδιοκτησίας του Δημοσίου (από διαθήκη, δωρεά, δικαστική απόφαση κ.λπ.) ή η τυχόν καταγραφή της έκτασης στο βιβλίο δημοσίων κτημάτων ή η τυχόν υπαγωγή της στην κυριότητα του Δημοσίου εξ άλλης αιτίας π.χ. ως κοινόχρηστης ή διαθέσιμης εποικιστικής έκτασης. Με την ανωτέρω αίτηση συνυποβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο απόσπασμα του οικείου δασικού χάρτη με εντοπισμένη την υπόψη έκταση επ’ αυτού ή στοιχεία εντοπισμού της, όπως τοπογραφικό ή κτηματολογικό διάγραμμα ή συντεταγμένες κορυφών, καθώς και Βεβαίωση από την οικεία Κτηματική Υπηρεσία ότι η έκταση δεν είναι καταγεγραμμένη ως δημόσιο κτήμα. Σε περίπτωση που το ελέγχον όργανο (Δασάρχης ή ο Δ/ντής Δασών εάν δεν υφίσταται Δασαρχείο στην περιφερειακή ενότητα) διαπιστώσει την ύπαρξη στοιχείων θεμελιωτικών της κυριότητας του Δημοσίου, εκ των ανωτέρω, απαντά στον αιτούντα περί της μη δυνατότητας εξέτασης του αιτήματός του κατά τη διαδικασία του άρθρου 67 του Νόμου 998/1979 ως ισχύει. Άλλως, εάν δηλαδή το Δημόσιο δεν θεμελιώνει δικαιώματα κυριότητας βάσει τίτλου επί της εν λόγω έκτασης, τότε η αρμόδια Δασική Υπηρεσία (Δασαρχείο ή Δ/νση Δασών άνευ Δασαρχείου) χορηγεί στον ενδιαφερόμενο μετά από αίτημά του και προκειμένης της μεταβίβασης αυτής, σχετική Βεβαίωση περί της μη ύπαρξης στοιχείων θεμελιωτικών του δικαιώματος κυριότητας του Δημοσίου. Ακολούθως, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 67 του Νόμου 998/1979 ως ισχύει, κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, διαπιστώνεται ο ειδικότερος χαρακτήρας της έκτασης, προκειμένου να διακριβωθεί η υπαγωγή αυτής στην παρ. 1 ή στην παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, από την Επιτροπή Δασολογίου Περιφερειακής Ενότητας της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του Νόμου 3208/2003 εφόσον υφίσταται αναρτημένος δασικός χάρτης (κατηγορία μορφής/κάλυψης “Δασικού Χάρτη”: ΑΔ ), άλλως με πράξη χαρακτηρισμού κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 νόμου 998/1979 ως ισχύει. Σε περίπτωση που η έκταση φέρει μορφή δάσους, υπάγεται στη δασική νομοθεσία, δυναμένη να διατεθεί για γεωργική και δενδροκομική εκμετάλλευση, υπό τους ειδικότερους όρους και τη διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 67 ή για την πραγματοποίηση έτερης επιτρεπτής επέμβασης, σύμφωνα με το Έκτο Κεφάλαιο του ν. 998/1979, όπως ισχύει. Άλλως, εάν δηλαδή ο δασωθείς αγρός φέρει σήμερα μορφή δασικής έκτασης, τότε εξαιρείται από τη δασική νομοθεσία, αναμορφούμενου αναλόγως του οικείου δασικού χάρτη, σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής Δασολογίου. Εκδιδομένης στη συνέχεια για την απομάκρυνση της δασικής βλάστησης σχετικής αδείας κατά τα ειδικότερον οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 67. Πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής που έχουν εκδοθεί και αφορούν εκτάσεις της παρ. 1 του άρθρου 67, ήτοι δασωμένους αγρούς επί των οποίων προκύπτει από τον κατά τα ανωτέρω έλεγχο ότι το Δημόσιο δεν θεμελιώνει δικαιώματα κυριότητας βάσει τίτλου ανακαλούνται, ακόμη και αν τελεσιδίκησαν δικαστικά, χωρίς να απαιτείται για την εν λόγω ανάκληση η διακρίβωση του ειδικότερου χαρακτήρα της έκτασης από την οικεία Επιτροπή Δασολογίου. Tέλος επί ειδικότερων ερωτημάτων που τέθηκαν στην Υπηρεσία μας αναφορικά με την εφαρμογή του άρθρου 67 παρέχονται οι ακόλουθες οδηγίες: Επί του ειδικότερου ερωτήματος περί του τρόπου αντιμετώπισης μη επιτρεπτών επεμβάσεων σε εκτάσεις ΑΔ (του δασικού χάρτη) χωρίς να έχει υποβληθεί αίτημα υπαγωγής στο άρθρο 67 προσήκει η ακόλουθη απάντηση: στην περίπτωση αυτή θα ερευνάται αυτεπάγγελτα η υπαγωγή της έκτασης στο άρθρο 67, προκειμένου να διακριβωθεί η συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων για την κήρυξή της ως αναδασωτέας, ενέργεια η οποία συντρέχει σε περίπτωση υπαγωγής της υπόψη έκτασης στην παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου και όχι στην παρ. 3 αυτού. Επί του ειδικότερου ερωτήματος περί του τρόπου αντιμετώπισης περιπτώσεων κατά τις οποίες έχουν ασκηθεί αντιρρήσεις κατά του περιεχομένου του δασικού χάρτη και παράλληλα αίτηση προς την Επιτροπή Δασολογίου με αντικείμενο τον ειδικότερο χαρακτηρισμό ως δάσους ή δασικής, έκτασης που εμφαίνεται ως ΑΔ στον οικείο δασικό χάρτη, θέτουμε υπόψη σας τα εξής: καταρχήν η κίνηση και των δύο ανωτέρω διαδικασιών είναι αντιφατική, δεδομένου ότι η υποβολή των αντιρρήσεων σημαίνει αμφισβήτηση του δασικού χαρακτήρα της υπόψη έκτασης, ενώ η αίτηση προς την οικεία Επιτροπή Δασολογίου συνεπάγεται καταρχήν παραδοχή του δασικού χαρακτήρα αυτής. Παρόλα αυτά, και με δεδομένο ότι δεν υφίσταται θεσμική απαγόρευση – αποκλεισμός για την επιλογή ή/και την προτεραιοποίηση των ανωτέρω διαδικασιών, μπορούν αυτές να χωρήσουν παράλληλα ή και να προηγηθεί ακόμα η αίτηση προς την Επιτροπή Δασολογίου και η εξέτασή της από αυτή, αφού, άλλωστε αυτή (η επιτροπή) έχει την αρμοδιότητα για τον ειδικότερο χαρακτηρισμό των περιλαμβανομένων στον αναρτημένο δασικό χάρτη περιοχών δασικού χαρακτήρα, ανεξαρτήτως της πορείας αυτού (υποβολή, εξέταση αντιρρήσεων, αποφάσεις επί των αντιρρήσεων, διόρθωση, κύρωση δασικού χάρτη). Τέλος η διακρίβωση από την οικεία Επιτροπή Δασολογίου του ειδικότερου χαρακτήρα (δάσους ή δασικής) πρώην αγρού που δασώθηκε και εν συνεχεία απέκτησε άλλη μορφή, προκειμένης της υπαγωγής της έκτασης στην παρ 2 ή στην παρ. 3 του άρθρου 67, θα διενεργείται με βάση φωτοερμηνεία αεροφωτογραφίας του έτους, που προηγείται εκείνου κατά το οποίο έλαβε χώρα η απομάκρυνση της δασικής βλάστησης, άλλως του πλησιέστερου αυτού. Η εγκύκλιος εδώ: https://diavgeia.gov.gr/doc/6ΚΡΠ4653Π8-Π3Ψ
-
ΘΕΜΑ: Συμπληρωματικές οδηγίες εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 67 του ν. 998/1979 για τους δασωμένους αγρούς, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 93 του Ν.4915/2022 (63 Α). Σχετ.: 1. H με αριθμ. πρωτ. ΥΠΕΝ/ΔΠΔ/78221/4436/27.7.2022 Εγκύκλιος μας 2. Το με αριθμ. πρωτ. 134465/19.9.2022 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών A. Με τη διάταξη του άρθρου 67 του ν. 998/1979, όπως ισχύει μετά την πρόσφατη αντικατάσταση της με το ν. 4915/2022 ρυθμίζεται η διαχείριση και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εκτάσεων, οι οποίες αποδεδειγμένα στο παρελθόν είχαν αγροτική μορφή και δασώθηκαν λόγω εγκατάλειψης. Ειδικότερα δε όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εν λόγω εκτάσεων με τον ανωτέρω τροποποιητικό νόμο καταργήθηκε η μέχρι τούδε προβλεπόμενη στο άρθρο 67 ειδική διοικητική διαδικασία για την αναγνώριση των εν λόγω εκτάσεων ως ιδιωτικών επί τη βάσει τίτλων ιδιοκτησίας οι οποίοι ανάγονται πριν από την 23η Φεβρουαρίου 1946 (ημερομηνία εισαγωγής του Αστικού Κώδικα) και ορίστηκε ρητά ότι οι εν λόγω εκτάσεις θεωρούνται ιδιωτικές, εφόσον το Δημόσιο δεν θεμελιώνει δικαιώματα κυριότητας επ’ αυτών βάσει τίτλου. Ακολούθως στην υπό στοιχείο (1) Εγκύκλιο προβλέφθηκε - προκειμένης της διακρίβωσης της υπαγωγής συγκεκριμένης έκτασης στις ιδιοκτησιακές ρυθμίσεις της παρ. 1 του ως άνω άρθρου 67 - η εξέταση από τον Δασάρχη (ή τον Δ/ντή Δασών εάν δεν υφίσταται Δασαρχείο στο νομό) α) της τυχόν ύπαρξης τίτλων ιδιοκτησίας του Δημοσίου (από διαθήκη, δωρεά, δικαστική απόφαση κ.λπ.), β) της τυχόν υπαγωγής της υπόψη έκτασης στην κυριότητα του Δημοσίου εξ άλλης αιτίας π.χ. ως κοινόχρηστης ή διαθέσιμης εποικιστικής έκτασης και γ) της τυχόν καταγραφής αυτής στα βιβλία δημοσίων κτημάτων ως δημόσιου κτήματος, (βεβαιούμενου του ως άνω πραγματικού γεγονότος από την οικεία Κτηματική Υπηρεσία), ενόψει της διάταξης της παρ. 13 του άρθρου 21 του ν. 3208/2003, η οποία εξαιρεί από την υπαγωγή στις ιδιοκτησιακές ρυθμίσεις του ως άνω νόμου όσες εκτάσεις είναι καταγεγραμμένες ως δημόσια κτήματα, επαναλαμβάνοντας ως προς το σημείο αυτό η Εγκύκλιος την πρόβλεψη της εκτελεστικής του άρθρου 67, υπ’ αριθμ. 136255/683 Υ.Α.(ΦΕΚ Β 767/ 22.3.2016). Β. Με το υπό στοιχείο (2) σχετικό έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών προς όλες τις Κτηματικές Υπηρεσίες, το οποίο κοινοποιήθηκε και στο Υπουργείο μας (Γενική Γραμματεία Δασών, Γενική Διεύθυνση Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος), κλήθηκαν οι οικείες Κτηματικές Υπηρεσίες να απαντούν μόνο αν τα σχετικά ακίνητα είναι καταγεγραμμένα ως δημόσια κτήματα και όχι και στην περίπτωση της μη εγγραφής, διότι η μη καταγραφή ενός ακινήτου δεν συνεπάγεται και ανυπαρξία δικαιωμάτων του Δημοσίου, για την διακρίβωση της οποίας απαιτείται ειδική διοικητική έρευνα, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 25 του Α.Ν. 1539/1938, (βλ. σχετικά, σελ. 2 του ως άνω εγγράφου). Επί των διαλαμβανομένων στο ως άνω έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών και προκειμένου να αρθεί η παρανόηση, η οποία προφανώς προκλήθηκε από την διατύπωση της υπό στοιχείο (1) Εγκυκλίου περί «βεβαίωσης από την οικεία κτηματική υπηρεσία ότι η έκταση δεν είναι καταγεγραμμένη ως δημόσιο κτήμα, σύμφωνα με την παρ. 13 του άρθρου 21 Ν. 3208/2003», διευκρινίζουμε τα εξής «… για το συντονισμό των ενεργειών των αρμοδίων Υπηρεσιών των δύο Υπουργείων και προκειμένου η Διοίκηση να ενεργεί στις ως άνω υποθέσεις, σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής Διοίκησης, αλλά και με γνώμονα την προστασία της δημόσιας περιουσίας και την διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου», όπως πολύ ορθά αναφέρεται στο ως άνω έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών. Όπως αναφέρεται και ανωτέρω, υπό στοιχείο (1) της παρούσας, με τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 67 του ν. 998/1979, όπως ισχύει μετά την πρόσφατη αντικατάσταση της με το ν. 4915/2022 ρυθμίζεται η διαχείριση και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εκτάσεων, οι οποίες αποδεδειγμένα στο παρελθόν είχαν αγροτική μορφή και δασώθηκαν λόγω εγκατάλειψης. Ειδικότερα δε όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εν λόγω εκτάσεων με τον ανωτέρω τροποποιητικό νόμο καταργήθηκε η μέχρι τούδε προβλεπόμενη στο άρθρο 67 ειδική διοικητική διαδικασία για την αναγνώριση των εν λόγω εκτάσεων ως ιδιωτικών και ορίστηκε ρητά ότι οι εν λόγω εκτάσεις θεωρούνται ιδιωτικές, εφόσον το Δημόσιο δεν θεμελιώνει δικαιώματα κυριότητας επ’ αυτών βάσει τίτλου (όπως διαθήκη, δωρεά), μη αρκούσης εν προκειμένω για τη θεμελίωση δικαιωμάτων του Δημοσίου της επίκλησης του μαχητού τεκμηρίου της κυριότητας του που ισχύει επί των δασικού χαρακτήρα εκτάσεων, δεδομένου ότι εν προκειμένω δεν πρόκειται για ανέκαθεν δάση αλλά για πρώην αγροτικές εκτάσεις οι οποίες δασώθηκαν λόγω εγκατάλειψης της καλλιέργειας τους. Επομένως σύμφωνα με την ανωτέρω ειδική διάταξη του άρθρου 67 προϋπόθεση για τον ιδιωτικό χαρακτήρα των υπόψη εκτάσεων είναι η μη ύπαρξη τίτλων του Δημοσίου, το οποίο και ερευνάται από την οικεία Δασική Υπηρεσία. Ωστόσο η καταγραφή μίας έκτασης ως δημόσιου κτήματος, παρόλο που δεν καθιερώνει αμάχητο τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου, δυναμένου του ιδιώτη να προσφύγει στα πολιτικά δικαστήρια, αποτελεί τρόπο απόδειξης της κυριότητας του Δημοσίου (ΣτΕ 744/2019) και δεν δύναται να παραβλεφθεί, γι’ αυτό και ορθώς η υπό στοιχείο (1) Εγκύκλιος προβλέπει ότι θα πρέπει να εξετάζεται και το πραγματικό γεγονός της τυχόν καταγραφής της υπόψη έκτασης στο βιβλίο δημοσίων κτημάτων. Μη εννοώντας βεβαίως ότι για όσους δασωμένους αγρούς δεν έχουν καταχωρηθεί ως δημόσια κτήματα, θα πρέπει να ακολουθείται η διοικητική διαδικασία διακρίβωσης τυχόν δικαιωμάτων του Δημοσίου του Α.Ν. 1539/1938 (σύνταξη πορίσματος, εξέταση των τίτλων του ιδιώτη από το γνωμοδοτικό συμβούλιο δημοσίων κτημάτων, η οποία δεν εφαρμόζεται επί εκτάσεων υπαγομένων στη δασική νομοθεσία), διότι τούτο θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την ειδική εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 67, και θα αναιρούσε στην πράξη την εφαρμογή της. Άλλωστε η βεβαίωση μόνο του πραγματικού γεγονότος της καταγραφής της έκτασης ως δημοσίου κτήματος προβλεπόταν και πριν την τελευταία τροποποίηση του άρθρου 67 στην υπ’ αριθμ. 136255/6832016 εκτελεστική Υ.Α., κατά τα προαναφερθέντα, και εφαρμόζονταν ακωλύτως στην πράξη, κατά τα αναφερόμενα και στο με αριθμ. πρωτ. 79546/21.9.2022 σχετικό έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Μαγνησίας, στο οποίο γίνεται αναφορά στην έκδοση Βεβαιώσεων και πριν την τελευταία τροποποίηση του άρθρου 67, κατόπιν όμως αυτεπάγγελτης αναζήτησης τους, και όχι αιτήματος του ιδιώτη, όπως προβλέπει η υπό στοιχείο (1) σχετική Εγκύκλιος. Γ. Κατ’ ακολουθίαν πάντων των ανωτέρω, παρακαλούμε όπως - προκειμένης της διακρίβωσης της υπαγωγής συγκεκριμένης έκτασης στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 67 του ν. 998/1979 - το αρμόδιο Δασαρχείο ή η Διεύθυνση Δασών άνευ Δασαρχείου για την αυτεπάγγελτη αναζήτηση από την οικεία Κτηματική Υπηρεσία της εν λόγω Βεβαίωσης, στην οποία να βεβαιώνεται μόνο αν το συγκεκριμένο ακίνητο είναι καταγεγραμμένο ως δημόσιο κτήμα, στο οικείο βιβλίο καταγραφής, σε συμφωνία με τα αναφερόμενα και στο υπό στοιχείο (2) σχετικό έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών. Σε περίπτωση δε μη χορήγησης απάντησης από την οικεία Κτηματική Υπηρεσία, θα προβαίνετε, εντός της νομίμου προθεσμίας του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και σε κάθε περίπτωση εντός ευλόγου χρόνου στη διεκπεραίωση του αιτήματος του ενδιαφερομένου, που προβάλλει δικαιώματα κυριότητας επί έκτασης, που εμφανίζεται ως ΑΔ στον αναρτημένο ή κυρωμένο δασικό χάρτη, χωρίς την απάντηση της Κτηματικής Υπηρεσίας, εξετάζοντας την τυχόν ύπαρξη τίτλων του Δημοσίου επί της έκτασης ή την τυχόν περιέλευση της στο Δημόσιο εξ’ άλλης αιτίας, π.χ. ως κοινόχρηστης ή διαθέσιμης εποικιστικής, κατά τα ειδκότερον αναφερόμενα στο υπό στοιχείο 2 της με αριθμ. αριθμ. πρωτ. ΥΠΕΝ/ΔΠΔ/78221/4436/27.7.2022 Εγκυκλίου μας. Το έγγραφο στην Διαύγεια: https://diavgeia.gov.gr/doc/Ψ2ΦΗ4653Π8-1ΤΠ Συμπληρωματικές οδηγίες εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 67 του ν. 998-1979 για τους δασωμένους αγρούς Ψ2ΦΗ4653Π8-1ΤΠ.pdf
-
Σε συνέχεια της τροποποίησης των διατάξεων για τους αγρούς που άλλαξαν μορφή, ο Υφυπουργός ΥΠΕΝ κ. Αμυράς υπέγραψε εγκύκλιο με την οποία δίνονται οδηγίες εφαρμογής των νέων διατάξεων. Συγκεκριμένα, με τη νέα εγκύκλιο, δίνονται οδηγίες εφαρμογής του παρακάτω άρθρου του ν.4915/2022: Άρθρο 93 Δασωθέντες αγροί Αντικατάσταση του άρθρου 67 ν. 998/1979 Το άρθρο 67 του ν. 998/1979 (Α’ 289) αντικαθίσταται ως ακολούθως: «Άρθρο 67 Αγροί που άλλαξαν μορφή 1. Το Δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητας σε εκτάσεις που εμφανίζονται στις αεροφωτογραφίες του 1945, ή, εφόσον αυτές δεν είναι ευκρινείς, του 1960, με αγροτική μορφή που δασώθηκαν μεταγενέστερα, ανεξάρτητα από τη μορφή που απέκτησαν αργότερα, επί των οποίων το Δημόσιο δεν θεμελιώνει δικαιώματα κυριότητας βάσει τίτλου. Πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής που έχουν εκδοθεί για τις ανωτέρω εκτάσεις ανακαλούνται ακόμη και αν τελεσιδίκησαν δικαστικά. 2. Αν οι εκτάσεις της παρ. 1 εντάσσονται στην παρ. 1 του άρθρου 3, τότε εμβαδόν αυτών έως τριάντα (30) στρέμματα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για γεωργική και δενδροκομική εκμετάλλευση, χωρίς να επιτρέπεται η περαιτέρω αλλαγή της χρήσης τους. Δικαίωμα να ζητήσουν την αλλαγή της χρήσης για γεωργική και δενδροκομική εκμετάλλευση έχουν όσοι αξιώνουν δικαιώματα κυριότητας επί των ανωτέρω εκτάσεων, δυνάμει τίτλων νόμιμα μεταγεγραμμένων. Η αλλαγή της χρήσης επιτρέπεται, κατόπιν άδειας που χορηγείται από τον Προϊστάμενο της Επιθεώρησης Εφαρμογής Δασικής Πολιτικής στον οποίο υπάγεται η αρμόδια Δασική Υπηρεσία, μετά από εισήγηση του οικείου Δασάρχη ή του Διευθυντή Δασών, εάν δεν υφίσταται Δασαρχείο στον νομό. Ειδικά, για εκτάσεις μεγαλύτερες των πέντε (5) στρεμμάτων, προκειμένου να χορηγηθεί άδεια, διαπιστώνεται, με βάση σχετική οικονομοτεχνική μελέτη, ότι συντρέχουν σωρευτικά οι κάτωθι προϋποθέσεις: α. Οι εδαφολογικές και οικολογικές συνθήκες συνηγορούν υπέρ αυτού του τρόπου εκμετάλλευσης, β. πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 4 του άρθρου 47, και γ. η συγκεκριμένη έκταση, λόγω της θέσης, της αλληλεξάρτησης και της σύνδεσής της με τις γειτονικές δασικού χαρακτήρα εκτάσεις, δύναται να ανακτήσει τη δασική της βλάστηση με φυσική αναγέννηση, μετά το πέρας της γεωργικής εκμετάλλευσης. Η οικονομοτεχνική μελέτη, η οποία συνοδεύεται από τοπογραφικό διάγραμμα της έκτασης, συντάσσεται και υπογράφεται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 47 και εγκρίνεται με την άδεια αλλαγής χρήσης της έκτασης. Το περιεχόμενο της μελέτης ορίζεται στο Παράρτημα της υπό στοιχεία οικ.133389/6588/10.12.2015 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας (Β’ 2860). Στις ανωτέρω εκτάσεις, πέραν της επιτρεπτής επέμβασης του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται και οι υπόλοιπες διατάξεις της δασικής νομοθεσίας περί επιτρεπτών επεμβάσεων. 3. Αν οι εκτάσεις της παρ. 1 εντάσσονται στην παρ. 2 του άρθρου 3, τότε δεν υπάγονται στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και επιτρέπεται η απομάκρυνση της φυόμενης δασικής βλάστησης, μετά από άδεια του οικείου Δασάρχη ή του Διευθυντή Δασών εάν δεν υφίσταται Δασαρχείο στον νομό, κατόπιν αιτήσεως του προσώπου που προβάλλει δικαιώματα κυριότητας στην έκταση. Ο ενδιαφερόμενος, προκειμένου να αποδείξει το έννομο συμφέρον του να αιτηθεί την απομάκρυνση της δασικής βλάστησης, συνυποβάλλει με την αίτησή του είτε συμβολαιογραφικούς τίτλους, είτε δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε9), είτε ένορκες βεβαιώσεις, είτε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο από το οποίο να πιθανολογείται ο νομικός δεσμός του με το ακίνητο. Διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας για την προστασία των ανωτέρω εκτάσεων, ανακαλούνται. 4. Ο ειδικότερος χαρακτηρισμός της έκτασης ως δάσους ή δασικής, προκειμένης της εφαρμογής του άρθρου αυτού, διενεργείται, εφόσον δεν έχει καταρτιστεί δασολόγιο, αλλά υπάρχει αναρτημένος δασικός χάρτης, από την Επιτροπή Δασολογίου Περιφερειακής Ενότητας της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 3208/2003 (Α’ 303), ακόμη και αν η συγκεκριμένη έκταση έχει κηρυχθεί αναδασωτέα. Στις περιοχές που δεν καλύπτονται από αναρτημένο δασικό χάρτη, εφαρμόζεται το άρθρο 14. 5. Στις διατάξεις του παρόντος υπάγονται και τα ακίνητα δασικού χαρακτήρα που διατέθηκαν ως κληροτεμάχια, τα οποία εμφανίζονται στις πλησιέστερες στον χρόνο της παραχώρησης αεροφωτογραφίες με αγροτική μορφή και δασώθηκαν μεταγενέστερα, ανεξάρτητα από τη μορφή που απέκτησαν αργότερα». Η εγκύκλιος Διαβάστε παρακάτω το περιεχόμενο της νέας εγκυκλίου: ΘΕΜΑ: Οδηγίες εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 67 του ν. 998/1979 για τους δασωμένους αγρούς, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 93 του ν. 4915/2022 (Α΄ 63). Με αφορμή ερωτήματα που υπεβλήθησαν στην Υπηρεσία μας, σχετικά με την εν θέματι διάταξη του άρθρου 67, όπως ισχύει μετά την πρόσφατη αντικατάστασή της με το ν. 4915/2022, παρέχουμε τις κάτωθι οδηγίες: Με τις ως άνω διατάξεις ρυθμίζεται αφενός μεν το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εκτάσεων, οι οποίες αποδεδειγμένα στο παρελθόν είχαν αγροτική μορφή και δασώθηκαν λόγω εγκατάλειψης, αφετέρου δε η προστασία και η διαχείριση αυτών αναλόγως της μορφής των εκτάσεων αυτών στις Α/Φ των ετών 1945 ή 1960 και σήμερα. Ειδικότερα καταργείται η μέχρι τούδε προβλεπόμενη διοικητική διαδικασία για την αναγνώριση των εν λόγω εκτάσεων ως ιδιωτικών επί τη βάσει τίτλων ιδιοκτησίας οι οποίοι ανάγονται πριν από την 23η Φεβρουαρίου 1946 (ημερομηνία εισαγωγής του Αστικού Κώδικα) και ορίζεται ρητά ότι το Δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητας επί των εν λόγω εκτάσεων, εκτός αν θεμελιώνει δικαιώματα κυριότητας επ’ αυτών βάσει τίτλου. Περαιτέρω δε όσον αφορά τη διαχείριση και την προστασία προβλέπεται η υπαγωγή των εν λόγω εκτάσεων στη δασική νομοθεσία, εφόσον σήμερα φέρουν μορφή δάσους της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 (παρ. 2 άρθρου 67), άλλως η εξαίρεση αυτών εφόσον φέρουν μορφή δασικής έκτασης (παρ. 3 άρθρου 67). Πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 67 Στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης υπάγονται εκτάσεις (α) οι οποίες εμφαίνονται ως αγροτικές στις Α/Φ του 1945 ή εφόσον αυτές δεν είναι ευκρινείς του έτους 1960, και δασώθηκαν μεταγενέστερα λόγω εγκατάλειψης ανεξάρτητα από τη μορφή που απέκτησαν αργότερα και (β) επί των οποίων το Δημόσιο δεν θεμελιώνει δικαιώματα κυριότητας βάσει τίτλου ή δεν είναι καταγεγραμμένες ως δημόσια κτήματα. Επομένως για την εφαρμογή της διάταξης και μετά από αίτημα του ενδιαφερόμενου που προβάλλει δικαιώματα κυριότητας επί έκτασης, που εμφανίζεται ως ΑΔ στον αναρτημένο ή κυρωμένο δασικό χάρτη, εξετάζεται από το Δασάρχη (ή τον Δ/ντή Δασών εάν δεν υφίσταται Δασαρχείο στην περιφερειακή ενότητα) η τυχόν ύπαρξη τίτλων ιδιοκτησίας του Δημοσίου (από διαθήκη, δωρεά, δικαστική απόφαση κ.λπ.) ή η τυχόν καταγραφή της έκτασης στο βιβλίο δημοσίων κτημάτων ή η τυχόν υπαγωγή της στην κυριότητα του Δημοσίου εξ άλλης αιτίας π.χ. ως κοινόχρηστης ή διαθέσιμης εποικιστικής έκτασης. Με την ανωτέρω αίτηση συνυποβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο απόσπασμα του οικείου δασικού χάρτη με εντοπισμένη την υπόψη έκταση επ’ αυτού ή στοιχεία εντοπισμού της, όπως τοπογραφικό ή κτηματολογικό διάγραμμα ή συντεταγμένες κορυφών, καθώς και Βεβαίωση από την οικεία Κτηματική Υπηρεσία ότι η έκταση δεν είναι καταγεγραμμένη ως δημόσιο κτήμα. Σε περίπτωση που το ελέγχον όργανο (Δασάρχης ή ο Δ/ντής Δασών εάν δεν υφίσταται Δασαρχείο στην περιφερειακή ενότητα) διαπιστώσει την ύπαρξη στοιχείων θεμελιωτικών της κυριότητας του Δημοσίου, εκ των ανωτέρω, απαντά στον αιτούντα περί της μη δυνατότητας εξέτασης του αιτήματός του κατά τη διαδικασία του άρθρου 67 του Νόμου 998/1979 ως ισχύει. Άλλως, εάν δηλαδή το Δημόσιο δεν θεμελιώνει δικαιώματα κυριότητας βάσει τίτλου επί της εν λόγω έκτασης, τότε η αρμόδια Δασική Υπηρεσία (Δασαρχείο ή Δ/νση Δασών άνευ Δασαρχείου) χορηγεί στον ενδιαφερόμενο μετά από αίτημά του και προκειμένης της μεταβίβασης αυτής, σχετική Βεβαίωση περί της μη ύπαρξης στοιχείων θεμελιωτικών του δικαιώματος κυριότητας του Δημοσίου. Ακολούθως, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 67 του Νόμου 998/1979 ως ισχύει, κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, διαπιστώνεται ο ειδικότερος χαρακτήρας της έκτασης, προκειμένου να διακριβωθεί η υπαγωγή αυτής στην παρ. 1 ή στην παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, από την Επιτροπή Δασολογίου Περιφερειακής Ενότητας της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του Νόμου 3208/2003 εφόσον υφίσταται αναρτημένος δασικός χάρτης (κατηγορία μορφής/κάλυψης “Δασικού Χάρτη”: ΑΔ ), άλλως με πράξη χαρακτηρισμού κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 νόμου 998/1979 ως ισχύει. Σε περίπτωση που η έκταση φέρει μορφή δάσους, υπάγεται στη δασική νομοθεσία, δυναμένη να διατεθεί για γεωργική και δενδροκομική εκμετάλλευση, υπό τους ειδικότερους όρους και τη διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 67 ή για την πραγματοποίηση έτερης επιτρεπτής επέμβασης, σύμφωνα με το Έκτο Κεφάλαιο του ν. 998/1979, όπως ισχύει. Άλλως, εάν δηλαδή ο δασωθείς αγρός φέρει σήμερα μορφή δασικής έκτασης, τότε εξαιρείται από τη δασική νομοθεσία, αναμορφούμενου αναλόγως του οικείου δασικού χάρτη, σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής Δασολογίου. Εκδιδομένης στη συνέχεια για την απομάκρυνση της δασικής βλάστησης σχετικής αδείας κατά τα ειδικότερον οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 67. Πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής που έχουν εκδοθεί και αφορούν εκτάσεις της παρ. 1 του άρθρου 67, ήτοι δασωμένους αγρούς επί των οποίων προκύπτει από τον κατά τα ανωτέρω έλεγχο ότι το Δημόσιο δεν θεμελιώνει δικαιώματα κυριότητας βάσει τίτλου ανακαλούνται, ακόμη και αν τελεσιδίκησαν δικαστικά, χωρίς να απαιτείται για την εν λόγω ανάκληση η διακρίβωση του ειδικότερου χαρακτήρα της έκτασης από την οικεία Επιτροπή Δασολογίου. Tέλος επί ειδικότερων ερωτημάτων που τέθηκαν στην Υπηρεσία μας αναφορικά με την εφαρμογή του άρθρου 67 παρέχονται οι ακόλουθες οδηγίες: Επί του ειδικότερου ερωτήματος περί του τρόπου αντιμετώπισης μη επιτρεπτών επεμβάσεων σε εκτάσεις ΑΔ (του δασικού χάρτη) χωρίς να έχει υποβληθεί αίτημα υπαγωγής στο άρθρο 67 προσήκει η ακόλουθη απάντηση: στην περίπτωση αυτή θα ερευνάται αυτεπάγγελτα η υπαγωγή της έκτασης στο άρθρο 67, προκειμένου να διακριβωθεί η συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων για την κήρυξή της ως αναδασωτέας, ενέργεια η οποία συντρέχει σε περίπτωση υπαγωγής της υπόψη έκτασης στην παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου και όχι στην παρ. 3 αυτού. Επί του ειδικότερου ερωτήματος περί του τρόπου αντιμετώπισης περιπτώσεων κατά τις οποίες έχουν ασκηθεί αντιρρήσεις κατά του περιεχομένου του δασικού χάρτη και παράλληλα αίτηση προς την Επιτροπή Δασολογίου με αντικείμενο τον ειδικότερο χαρακτηρισμό ως δάσους ή δασικής, έκτασης που εμφαίνεται ως ΑΔ στον οικείο δασικό χάρτη, θέτουμε υπόψη σας τα εξής: καταρχήν η κίνηση και των δύο ανωτέρω διαδικασιών είναι αντιφατική, δεδομένου ότι η υποβολή των αντιρρήσεων σημαίνει αμφισβήτηση του δασικού χαρακτήρα της υπόψη έκτασης, ενώ η αίτηση προς την οικεία Επιτροπή Δασολογίου συνεπάγεται καταρχήν παραδοχή του δασικού χαρακτήρα αυτής. Παρόλα αυτά, και με δεδομένο ότι δεν υφίσταται θεσμική απαγόρευση – αποκλεισμός για την επιλογή ή/και την προτεραιοποίηση των ανωτέρω διαδικασιών, μπορούν αυτές να χωρήσουν παράλληλα ή και να προηγηθεί ακόμα η αίτηση προς την Επιτροπή Δασολογίου και η εξέτασή της από αυτή, αφού, άλλωστε αυτή (η επιτροπή) έχει την αρμοδιότητα για τον ειδικότερο χαρακτηρισμό των περιλαμβανομένων στον αναρτημένο δασικό χάρτη περιοχών δασικού χαρακτήρα, ανεξαρτήτως της πορείας αυτού (υποβολή, εξέταση αντιρρήσεων, αποφάσεις επί των αντιρρήσεων, διόρθωση, κύρωση δασικού χάρτη). Τέλος η διακρίβωση από την οικεία Επιτροπή Δασολογίου του ειδικότερου χαρακτήρα (δάσους ή δασικής) πρώην αγρού που δασώθηκε και εν συνεχεία απέκτησε άλλη μορφή, προκειμένης της υπαγωγής της έκτασης στην παρ 2 ή στην παρ. 3 του άρθρου 67, θα διενεργείται με βάση φωτοερμηνεία αεροφωτογραφίας του έτους, που προηγείται εκείνου κατά το οποίο έλαβε χώρα η απομάκρυνση της δασικής βλάστησης, άλλως του πλησιέστερου αυτού. Η εγκύκλιος εδώ: https://diavgeia.gov.gr/doc/6ΚΡΠ4653Π8-Π3Ψ View full είδηση