Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για τις ετικέτες 'διανεοσις'.

  • Αναζήτηση με βάση τις ετικέτες

    Πληκτρολογήστε τις ετικέτες και χωρίστε τες με κόμμα.
  • Αναζήτηση με βάση τον συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Φόρουμ

  • Ειδήσεις
    • Ειδήσεις
  • Εργασίες Μηχανικών
    • Τοπογραφικά-Χωροταξικά
    • Αρχιτεκτονικά
    • Στατικά
    • Μηχανολογικά
    • Ηλεκτρολογικά
    • Περιβαλλοντικά
    • Διάφορα
  • Εργασιακά-Διαδικαστικά
    • Άδειες-Διαδικασίες
    • Αυθαίρετα
    • Οικονομικά-Αμοιβές
    • Εργασιακά
    • Ασφαλιστικά
    • Εκπαίδευση
    • Ειδικότητες-Συλλογικά Όργανα
  • Εργαλεία
    • Προγράμματα Η/Υ
    • Εξοπλισμός
    • Διαδίκτυο
    • Showroom
  • Γενικά
    • Αγγελίες
    • Κουβέντα
    • Δράσεις-Προτάσεις προς φορείς
    • Michanikos.gr
    • Θέματα Ιδιωτών
  • Δοκιμαστικό's Θεματολογία γενική

Κατηγορίες

  • 1. Τοπογραφικά-Πολεοδομικά
    • 1.1 Λογισμικό
    • 1.2 Νομοθεσία
    • 1.3 Έντυπα
    • 1.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 1.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 2. Συγκοινωνιακά - Οδοποιίας
    • 2.1 Λογισμικό
    • 2.2 Νομοθεσία
    • 2.3 Έντυπα
    • 2.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 2.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 3. Αρχιτεκτονικά - Σχεδιαστικά
    • 3.1 Λογισμικό
    • 3.2 Νομοθεσία
    • 3.3 Έντυπα
    • 3.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 3.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 4. Στατικά - Εδαφοτεχνικά
    • 4.1 Λογισμικό
    • 4.2 Νομοθεσία
    • 4.3 Έντυπα
    • 4.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 4.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 5. Μηχανολογικά
    • 5.1 Λογισμικό
    • 5.2 Νομοθεσία
    • 5.3 Έντυπα
    • 5.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 5.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 6. Ηλεκτρολογικά
    • 6.1 Λογισμικό
    • 6.2 Νομοθεσία
    • 6.3 Έντυπα
    • 6.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 6.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 7. ΑΠΕ - Φωτοβολταϊκά
    • 7.1 Λογισμικό
    • 7.2 Νομοθεσία
    • 7.3 Έντυπα
    • 7.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 7.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 8. Περιβαλλοντικά
    • 8.1 Λογισμικό
    • 8.2 Νομοθεσία
    • 8.3 Έντυπα
    • 8.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 8.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 9. Υδραυλικά - Λιμενικά
    • 9.1 Λογισμικό
    • 9.2 Νομοθεσία
    • 9.3 Έντυπα
    • 9.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 9.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 10. Διαχείριση Έργων - Εκτιμήσεις - Πραγματογνωμοσύνες
    • 10.1 Λογισμικό
    • 10.2 Νομοθεσία
    • 10.3 Έντυπα
    • 10.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 10.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 11. Δημόσια Έργα - Ασφάλεια και Υγιεινή
    • 11.1 Λογισμικό
    • 11.2 Νομοθεσία
    • 11.3 Έντυπα
    • 11.4 Μελέτες-Βοηθήματα
    • 11.5 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 12. Αμοιβές - Φορολογικά - Άδειες
    • 12.1 Λογισμικό
    • 12.2 Νομοθεσία
    • 12.3 Έντυπα - Αιτήσεις
    • 12.4 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 13. Αυθαίρετα
    • 13.1 Λογισμικό
    • 13.2 Νομοθεσία
    • 13.3 Έντυπα
    • 13.4 Συνέδρια-Ημερίδες
  • 14. Διάφορα

Categories

  • Ειδήσεις
    • Νομοθεσία
    • Εργασιακά
    • Ασφαλιστικά-Φορολογικά
    • Περιβάλλον
    • Ενέργεια-ΑΠΕ
    • Τεχνολογία
    • Χρηματοδοτήσεις
    • Έργα-Υποδομές
    • Επικαιρότητα
    • Αρθρογραφία
    • Michanikos.gr
    • webTV
    • Sponsored

Κατηγορίες

  • Εξοπλισμός
  • Λογισμικό
  • Βιβλία
  • Εργασία
  • Ακίνητα
  • Διάφορα

Βρείτε αποτελέσματα...

Βρείτε αποτελέσματα που...


Ημερομηνία δημιουργίας

  • Start

    End


Τελευταία ενημέρωση

  • Start

    End


Φιλτράρισμα με βάση τον αριθμό των...

Εντάχθηκε

  • Start

    End


Ομάδα


Επάγγελμα


Ειδικότητα

  1. ι νεοφυείς επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται κυρίως στον τομέα της τεχνολογίας, οι λεγόμενες startup, άρχισαν να λαμβάνουν μεγάλη δημοσιότητα από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Αφενός η οικονομική κρίση οδήγησε στη συρρίκνωση ή στην κατάρρευση πολλών παραδοσιακών επιχειρήσεων στη χώρα και άφησε πολλούς Έλληνες να αναζητούν νέες επιλογές απασχόλησης. Από την άλλη, οι τεχνολογικές αλλαγές επηρέαζαν καταλυτικά ολοένα και περισσότερες αγορές διεθνώς και παρουσίαζαν μια σειρά από σημαντικές ευκαιρίες. Οι μεγάλες ιστορίες επιτυχίας επιχειρήσεων σε όλο τον κόσμο που "άρχισαν από ένα γκαράζ" και γιγαντώθηκαν γρήγορα, όπως η Google, διαμόρφωσαν όχι μόνο ένα επιχειρηματικό περιβάλλον αλλά μια ευρύτερη κουλτούρα, ένα "οικοσύστημα". Σήμερα, έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την καθιέρωση του όρου startup, ενώ κάποιες διάσημες αμερικανικές startups του παρελθόντος έχουν εξελιχθεί σε διεθνή ολιγοπώλια. Ωστόσο, το ίδιο μοντέλο λειτουργίας αυτών των νεοφυών επιχειρήσεων -το αρχικά μικρό μέγεθος της καθεμίας, οι μεγάλες φιλοδοξίες, η εξωστρέφεια, οι angel investors, τα επίπονα πρώτα στάδια, οι εντυπωσιακές "έξοδοι" αλλά και κάποιες "φούσκες"- έχει αντέξει. Η τεχνολογία, άλλωστε, συνεχίζει να αλλάζει τις αγορές και τις ζωές των ανθρώπων διεθνώς με αμείωτο ρυθμό. Πώς, όμως, έχουν εξελιχθεί οι τοπικές startups; Η έρευνα της διαΝΕΟσις (PDF) με επιστημονική υπεύθυνη την ομότιμη καθηγήτρια στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιωάννα-Σαπφώ Πεπελάση, η οποία πραγματοποιήθηκε από τη συμβουλευτική εταιρεία Octane, επιχειρεί να χαρτογραφήσει τις ελληνικές startups και το οικοσύστημα που τις υποστηρίζει. Οι ερευνητές ανέτρεξαν στη βιβλιογραφία, έκαναν 14 συνεντεύξεις με επιδραστικά στελέχη της τοπικής αγοράς, ενώ παράλληλα ανέδειξαν χαρακτηριστικά παραδείγματα άλλων χωρών, απομονώνοντας πρωτοβουλίες που θα μπορούσε να υιοθετήσει η Ελλάδα για να αναπτύξει με υγιή τρόπο ακόμη περισσότερο τη συγκεκριμένη αγορά. Παράλληλα, οι ερευνητές ετοίμασαν ένα ερωτηματολόγιο στο οποίο απάντησαν 267 ιδρυτές τέτοιων νεοφυών επιχειρήσεων. Με αυτό τον τρόπο συγκεντρώθηκαν χρήσιμες πληροφορίες για το προφίλ αυτών των εταιρειών, για τους ιδρυτές τους, για τα προβλήματα και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν, ακόμη και για την επίδραση της πανδημίας στη δραστηριότητά τους. Μάλιστα, πολλές από αυτές τις πληροφορίες δεν υπήρχαν διαθέσιμες μέχρι πρότινος. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΚΟΠΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (PDF) Μεταξύ των ιδρυτών startups που απάντησαν στην έρευνα, η μεγάλη πλειοψηφία -8 στους 10- είναι άνδρες, μια ανισότητα που παρατηρείται και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες έχουν, κατά μέσο όρο, αντίστοιχη κατανομή μεταξύ των φύλων. Από τη σκοπιά της ηλικίας, οι ιδρυτές των startups είναι σχετικά νέοι: 9 στους 10 είναι νεότεροι από 44 ετών, ενώ περισσότεροι από το 50% είναι νεότεροι από 34 ετών. Είναι επίσης συνήθως αρκετά μορφωμένοι: 48,7% έχουν μεταπτυχιακό και 17,2% διδακτορικό. Οι περισσότεροι δηλώνουν σπουδές είτε σε σχολή Πολυτεχνείου είτε σε σχολή διοίκησης επιχειρήσεων. Το 68,2% έχει σαν πλήρη απασχόληση τη startup του. Το 24% διαθέτει μικρή (έως 3 χρόνια) ή καθόλου προϋπηρεσία. 3 στους 10 ιδρυτές που απάντησαν στην έρευνα είναι λίγο-πολύ πιο έμπειροι, με προϋπηρεσία 4 έως 10 χρόνια, ενώ το 22,8% των ιδρυτών δήλωσαν ότι διαθέτουν σημαντική εργασιακή εμπειρία, άνω των 15 ετών. Βεβαίως, παρότι από ό,τι φαίνεται και από τα παραπάνω στοιχεία οι περισσότεροι από τους ερωτώμενους διαθέτουν κάποια προϋπηρεσία, η πλειοψηφία (62,5%) δήλωσε ότι δεν διέθετε προηγούμενη εμπειρία στη διαχείριση μιας νεοφυούς επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση, ένα μεγάλο μέρος των ιδρυτών των startup που απάντησαν στην έρευνα -σχεδόν 4 στους 10- δήλωσαν ότι η προϋπηρεσία τους αφορά σε μια δουλειά με "ουδέτερη έως ανύπαρκτη" σχέση με το αντικείμενο της startup τους. Αρκετοί από αυτούς, 22,5% του συνόλου, δηλώνουν ότι είχαν τουλάχιστον μία αποτυχημένη επιχειρηματική προσπάθεια στο παρελθόν. Πρόκειται, επομένως, για επιχειρηματίες που πήραν ένα σημαντικό ρίσκο: πολλοί είχαν μικρή ή καθόλου προϋπηρεσία, συχνά σε άσχετα αντικείμενα, ενώ κάποιοι "κουβαλούσαν" το βάρος μίας ή περισσότερων αποτυχημένων προσπαθειών. Ενδιαφέρον έχουν και οι διαφορές στο προφίλ των ιδρυτών ανάλογα με το αν δραστηριοποιούνται στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της χώρας. Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, "ο startupper που έχει ιδρύσει και λειτουργεί την εταιρεία στο εξωτερικό έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτόν που επιχειρεί στην Περιφέρεια της Ελλάδας". Ο ιδρυτής startup στο εξωτερικό είναι πιο συχνά μεγαλύτερος σε ηλικία (35-44 ετών, έναντι 25-34 ετών), έχει περισσότερη εργασιακή εμπειρία (4-10 χρόνια έναντι 0-3), αλλά και περισσότερη εμπειρία σε διευθυντικές θέσεις (1-5 χρόνια έναντι 0-1). Η "γεωγραφία" των εταιρειών Φυσικά, εκτός από τις ερωτήσεις που αφορούν τους ίδιους, όπως οι παραπάνω, οι ερωτώμενοι απάντησαν και σε ερωτήσεις για τις εταιρείες που ίδρυσαν. Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των ελληνικών startups; Η χρονιά κατά την οποία ιδρύθηκαν οι περισσότερες συγκριτικά με τις υπόλοιπες χρονιές -σχεδόν 2 στις 10-, ήταν το 2018. Η μεγάλη πλειοψηφία των startup του δείγματος, το 93%, ιδρύθηκε την περίοδο 2013-2020. Περισσότερες από τις μισές ιδρύθηκαν στην Αθήνα. Η αμέσως επόμενη επιλογή των ιδρυτών (15,4%) ήταν κάποια ευρωπαϊκή πόλη, ενώ ακολουθούν η Θεσσαλονίκη (12,7%), η Πάτρα (4,5%), οι ΗΠΑ και το Ηράκλειο (3%). Στη μεγάλη πλειοψηφία τους (76,4%) είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις με έως 10 εργαζόμενους. Λιγότερο από 3% απασχολεί περισσότερους από 50 εργαζόμενους. ­Διαβάστε Μια Συνοπτική Παρουσίαση Της Έρευνας Παρά το μικρό τους μέγεθος, οι startups φαίνεται να αποτελούν συνεργατικά σχήματα. Το 48,3% των εταιρειών είχε δύο ιδρυτές, το 19,9% τρεις, ενώ το 13,9% περισσότερους από τρεις. Μόνο το 18% είχε έναν ιδρυτή. Σχεδόν 1 στους 3 δηλώνει ότι σύνταξε το επιχειρηματικό σχέδιό του μαζί με έναν μέντορα. Ωστόσο, οι ομάδες των ιδρυτών είναι στην πλειοψηφία τους και αυτές ανδροκρατούμενες: το 62,2% αποτελείται μόνο από άνδρες, ενώ μόλις το 6,4% μόνο από γυναίκες. Σε ποιους τομείς δραστηριοποιούνται οι startups; Ο τομέας στον οποίο δραστηριοποιούνται οι περισσότερες είναι ο τουρισμός. Όπως είναι μάλλον αναμενόμενο, μεγάλο ποσοστό αυτών των εταιρειών, σχεδόν 1 στις 10, δραστηριοποιείται στην πληροφορική και τις επικοινωνίες (ΤΠΕ), ενώ αντίστίστοιχο είναι και το ποσοστό που ασχολείται με την αγροδιατροφή και με τις επιστήμες ζωής και υγείας (8,6%). Είναι αρκετά ενδιαφέρον το ότι η σειρά των τομέων για τις startups του εξωτερικού είναι λίγο διαφορετική: προηγούνται οι ΤΠΕ και έπονται ο τουρισμός και η αγροδιατροφή. Προβληματισμοί και ευκαιρίες Τι μορφή έχει όμως το προϊόν των ελληνικών startups; Tο 87,5% των εταιρειών περιλαμβάνει τη χρήση ψηφιακής τεχνολογίας ως την αρχική ιδέα, ενώ 38,6% έχουν μια καθαρά ψηφιακή ιδέα. Λιγότεροι έχουν μια "φυσική" ιδέα που χρησιμοποιεί όμως ψηφιακή τεχνολογία (26,6%) ή, αντίστροφα, μια ψηφιακή ιδέα με μερική φυσική παρουσία (22,5%). Μόνο 12,4% ακολουθούν το παραδοσιακό, αμιγώς φυσικό μοντέλο. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι η μεγάλη πλειοψηφία των startups της έρευνας, περίπου 7 στις 10, χρειάστηκε να αναπροσαρμόσει την αρχική ιδέα, μία ή περισσότερες φορές. Μάλιστα το 19,5% το έκανε περισσότερες από δυο φορές. Επιπλέον, οι startups αποτελούν, κατά πλειοψηφία, μια εξωστρεφή δραστηριότητα: 63,7% δηλώνουν ότι στοχεύουν σε διεθνείς πελάτες και μόνο 36,3% σε εγχώριους. Ωστόσο, 1 στους 3 δηλώνει ότι το μεγαλύτερό του πρόβλημα είναι η έλλειψη εμπειρίας στην προσέλκυση διεθνών πελατών. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι σχεδόν οι μισές από τις startups του δείγματος άρχισαν τη δραστηριότητά τους με πολύ χαμηλό κεφάλαιο, από μηδέν έως 10.000 ευρώ. Μόνο μία στις πέντε (21,7%) άρχισαν με κεφάλαιο άνω των 50.000 ευρώ. Το 35,2% αυτών των εταιρειών σήμερα δηλώνουν κερδοφόρες, ενώ περίπου οι μισές (47,9%) δηλώνουν ότι δεν κερδοφορούν στην παρούσα συγκυρία. Αναφορικά με τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν για το μέλλον τους, οι ιδρυτές ξεχωρίζουν περισσότερο από κάθε άλλη τη δυνατότητα επέκτασής τους (22,8%), ενώ ακολουθεί η στελέχωση (19,1%), ο ανταγωνισμός (16,9%), καθώς και η διαθεσιμότητα χρηματοδότησης (15%). Μεταξύ πιθανών αλλαγών που θα βελτίωναν τη δραστηριότητά τους, οι ιδρυτές του δείγματος επιλέγουν περισσότερο από κάθε άλλη, την "τροποποίηση του ασφαλιστικού και φορολογικού πλαισίου" (79,8%). Παρότι η πανδημία δεν δημιούργησε στις startups τα προβλήματα που δημιούργησε σε άλλες επιχειρήσεις (8 στους 10 ιδρυτές δηλώνουν ότι εφάρμοσαν τηλεργασία), συνολικά η επίδραση που είχε ήταν μάλλον ανάμεικτη. Περίπου οι μισοί ιδρυτές τόνισαν στην έρευνα πως η πανδημία της Covid-19 επηρέασε αρνητικά την πορεία της επιχείρησής τους. Το 28,5% των ιδρυτών θεωρούν πως η πανδημία είχε (μερικώς ή απόλυτα) θετική επίδραση στην εξέλιξη της εταιρείας τους, ενώ το 22,8% δήλωσαν ότι δεν είχε καμία επίδραση. Καλές πρακτικές Ηέρευνα της διαΝΕΟσις, προκειμένου να αναδείξει τις ευκαιρίες για την τοπική οικονομία από την ανάπτυξη των startups, πλαισιώνει τα παραπάνω ενδιαφέροντα ευρήματα με στοιχεία από προηγούμενες έρευνες που είχαν πραγματοποιηθεί, αλλά και από το νεοϊδρυθέν Μητρώο Νεοφυών Επιχειρήσεων της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας. Από αυτές τις πηγές προκύπτουν επίσης ενδιαφέροντα συμπεράσματα, όπως, για παράδειγμα, το ότι οι εργαζόμενοι σε startups αμείβονται με αρκετά ανταγωνιστικούς μισθούς, ενώ 4 στους 10 λαμβάνουν επίσης μετοχές της εταιρείας ως παροχή. Ή ότι το 2021 οι δέκα κορυφαίες ελληνικές startups συγκέντρωσαν το τετραπλάσιο ποσό χρηματοδότησης που συγκέντρωσαν οι δέκα κορυφαίες του 2020, ένα ποσό ύψους περίπου 398 εκατομμυρίων ευρώ. Ταυτόχρονα, η έρευνα παραθέτει καλές πρακτικές από δέκα χώρες (εννέα ευρωπαϊκές και το Ισραήλ). Εξηγεί αναλυτικά τα φορολογικά κίνητρα που έδωσε σε επενδυτές το Ηνωμένο Βασίλειο, τις πολιτικές προσέλκυσης επενδυτών στο Ισραήλ, τη δημιουργία ανεξάρτητου από τα πανεπιστήμια κέντρου ερευνών στη Γερμανία, την προσέλκυση εταιρειών για τεστάρισμα πρωτότυπου προϊόντος στην Ολλανδία, τα κίνητρα για την προσέλκυση ταλέντων που θέσπισε η Εσθονία, τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες της Ιρλανδίας, καθώς και την ανανέωση των κέντρων επιχειρηματικότητας στα πανεπιστήμια της Ιταλίας. Τέλος, η μελέτη καταλήγει σε προτάσεις πολιτικής για την περαιτέρω ανάπτυξη των ελληνικών startups, αλλά και σε έναν οδηγό με πολλές πηγές πληροφόρησης για τους ίδιους τους επίδοξους ιδρυτές τέτοιων επιχειρήσεων. Ακούγεται συχνά η άποψη ότι οι startups είναι μια επιχειρηματική δραστηριότητα που ταιριάζει στα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Όπως φαίνεται από τα παραπάνω στοιχεία της έρευνας της διαΝΕΟσις, οι startups είναι, όπως οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις, πολύ μικρές σε μέγεθος. Επίσης, προσλαμβάνουν και πληρώνουν καλά καταρτισμένους εργαζόμενους, οι οποίοι υπάρχουν στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, οι startups συγκεντρώνουν επίσης χαρακτηριστικά που είναι ζητούμενα για την εξέλιξη του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου: είναι εξωστρεφείς, αξιοποιούν εξειδικευμένη γνώση και αφορούν τομείς σε μεγάλη ανάπτυξη διεθνώς. Επομένως, από αυτή τη σκοπιά, η υγιής ανάπτυξή τους φαίνεται να αποτελεί μια σημαντική και ευρύτερη οικονομική ευκαιρία για τη χώρα και για την κουλτούρα των τοπικών επιχειρήσεων. Μπορείτε να διαβάσετε τα αποτελέσματα της μελέτης, στα παρακάτω αρχεία: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΚΟΠΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (PDF) ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΝΕΟΦΥΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (PDF) View full είδηση
  2. ι νεοφυείς επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται κυρίως στον τομέα της τεχνολογίας, οι λεγόμενες startup, άρχισαν να λαμβάνουν μεγάλη δημοσιότητα από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Αφενός η οικονομική κρίση οδήγησε στη συρρίκνωση ή στην κατάρρευση πολλών παραδοσιακών επιχειρήσεων στη χώρα και άφησε πολλούς Έλληνες να αναζητούν νέες επιλογές απασχόλησης. Από την άλλη, οι τεχνολογικές αλλαγές επηρέαζαν καταλυτικά ολοένα και περισσότερες αγορές διεθνώς και παρουσίαζαν μια σειρά από σημαντικές ευκαιρίες. Οι μεγάλες ιστορίες επιτυχίας επιχειρήσεων σε όλο τον κόσμο που "άρχισαν από ένα γκαράζ" και γιγαντώθηκαν γρήγορα, όπως η Google, διαμόρφωσαν όχι μόνο ένα επιχειρηματικό περιβάλλον αλλά μια ευρύτερη κουλτούρα, ένα "οικοσύστημα". Σήμερα, έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την καθιέρωση του όρου startup, ενώ κάποιες διάσημες αμερικανικές startups του παρελθόντος έχουν εξελιχθεί σε διεθνή ολιγοπώλια. Ωστόσο, το ίδιο μοντέλο λειτουργίας αυτών των νεοφυών επιχειρήσεων -το αρχικά μικρό μέγεθος της καθεμίας, οι μεγάλες φιλοδοξίες, η εξωστρέφεια, οι angel investors, τα επίπονα πρώτα στάδια, οι εντυπωσιακές "έξοδοι" αλλά και κάποιες "φούσκες"- έχει αντέξει. Η τεχνολογία, άλλωστε, συνεχίζει να αλλάζει τις αγορές και τις ζωές των ανθρώπων διεθνώς με αμείωτο ρυθμό. Πώς, όμως, έχουν εξελιχθεί οι τοπικές startups; Η έρευνα της διαΝΕΟσις (PDF) με επιστημονική υπεύθυνη την ομότιμη καθηγήτρια στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιωάννα-Σαπφώ Πεπελάση, η οποία πραγματοποιήθηκε από τη συμβουλευτική εταιρεία Octane, επιχειρεί να χαρτογραφήσει τις ελληνικές startups και το οικοσύστημα που τις υποστηρίζει. Οι ερευνητές ανέτρεξαν στη βιβλιογραφία, έκαναν 14 συνεντεύξεις με επιδραστικά στελέχη της τοπικής αγοράς, ενώ παράλληλα ανέδειξαν χαρακτηριστικά παραδείγματα άλλων χωρών, απομονώνοντας πρωτοβουλίες που θα μπορούσε να υιοθετήσει η Ελλάδα για να αναπτύξει με υγιή τρόπο ακόμη περισσότερο τη συγκεκριμένη αγορά. Παράλληλα, οι ερευνητές ετοίμασαν ένα ερωτηματολόγιο στο οποίο απάντησαν 267 ιδρυτές τέτοιων νεοφυών επιχειρήσεων. Με αυτό τον τρόπο συγκεντρώθηκαν χρήσιμες πληροφορίες για το προφίλ αυτών των εταιρειών, για τους ιδρυτές τους, για τα προβλήματα και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν, ακόμη και για την επίδραση της πανδημίας στη δραστηριότητά τους. Μάλιστα, πολλές από αυτές τις πληροφορίες δεν υπήρχαν διαθέσιμες μέχρι πρότινος. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΚΟΠΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (PDF) Μεταξύ των ιδρυτών startups που απάντησαν στην έρευνα, η μεγάλη πλειοψηφία -8 στους 10- είναι άνδρες, μια ανισότητα που παρατηρείται και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες έχουν, κατά μέσο όρο, αντίστοιχη κατανομή μεταξύ των φύλων. Από τη σκοπιά της ηλικίας, οι ιδρυτές των startups είναι σχετικά νέοι: 9 στους 10 είναι νεότεροι από 44 ετών, ενώ περισσότεροι από το 50% είναι νεότεροι από 34 ετών. Είναι επίσης συνήθως αρκετά μορφωμένοι: 48,7% έχουν μεταπτυχιακό και 17,2% διδακτορικό. Οι περισσότεροι δηλώνουν σπουδές είτε σε σχολή Πολυτεχνείου είτε σε σχολή διοίκησης επιχειρήσεων. Το 68,2% έχει σαν πλήρη απασχόληση τη startup του. Το 24% διαθέτει μικρή (έως 3 χρόνια) ή καθόλου προϋπηρεσία. 3 στους 10 ιδρυτές που απάντησαν στην έρευνα είναι λίγο-πολύ πιο έμπειροι, με προϋπηρεσία 4 έως 10 χρόνια, ενώ το 22,8% των ιδρυτών δήλωσαν ότι διαθέτουν σημαντική εργασιακή εμπειρία, άνω των 15 ετών. Βεβαίως, παρότι από ό,τι φαίνεται και από τα παραπάνω στοιχεία οι περισσότεροι από τους ερωτώμενους διαθέτουν κάποια προϋπηρεσία, η πλειοψηφία (62,5%) δήλωσε ότι δεν διέθετε προηγούμενη εμπειρία στη διαχείριση μιας νεοφυούς επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση, ένα μεγάλο μέρος των ιδρυτών των startup που απάντησαν στην έρευνα -σχεδόν 4 στους 10- δήλωσαν ότι η προϋπηρεσία τους αφορά σε μια δουλειά με "ουδέτερη έως ανύπαρκτη" σχέση με το αντικείμενο της startup τους. Αρκετοί από αυτούς, 22,5% του συνόλου, δηλώνουν ότι είχαν τουλάχιστον μία αποτυχημένη επιχειρηματική προσπάθεια στο παρελθόν. Πρόκειται, επομένως, για επιχειρηματίες που πήραν ένα σημαντικό ρίσκο: πολλοί είχαν μικρή ή καθόλου προϋπηρεσία, συχνά σε άσχετα αντικείμενα, ενώ κάποιοι "κουβαλούσαν" το βάρος μίας ή περισσότερων αποτυχημένων προσπαθειών. Ενδιαφέρον έχουν και οι διαφορές στο προφίλ των ιδρυτών ανάλογα με το αν δραστηριοποιούνται στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της χώρας. Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, "ο startupper που έχει ιδρύσει και λειτουργεί την εταιρεία στο εξωτερικό έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτόν που επιχειρεί στην Περιφέρεια της Ελλάδας". Ο ιδρυτής startup στο εξωτερικό είναι πιο συχνά μεγαλύτερος σε ηλικία (35-44 ετών, έναντι 25-34 ετών), έχει περισσότερη εργασιακή εμπειρία (4-10 χρόνια έναντι 0-3), αλλά και περισσότερη εμπειρία σε διευθυντικές θέσεις (1-5 χρόνια έναντι 0-1). Η "γεωγραφία" των εταιρειών Φυσικά, εκτός από τις ερωτήσεις που αφορούν τους ίδιους, όπως οι παραπάνω, οι ερωτώμενοι απάντησαν και σε ερωτήσεις για τις εταιρείες που ίδρυσαν. Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των ελληνικών startups; Η χρονιά κατά την οποία ιδρύθηκαν οι περισσότερες συγκριτικά με τις υπόλοιπες χρονιές -σχεδόν 2 στις 10-, ήταν το 2018. Η μεγάλη πλειοψηφία των startup του δείγματος, το 93%, ιδρύθηκε την περίοδο 2013-2020. Περισσότερες από τις μισές ιδρύθηκαν στην Αθήνα. Η αμέσως επόμενη επιλογή των ιδρυτών (15,4%) ήταν κάποια ευρωπαϊκή πόλη, ενώ ακολουθούν η Θεσσαλονίκη (12,7%), η Πάτρα (4,5%), οι ΗΠΑ και το Ηράκλειο (3%). Στη μεγάλη πλειοψηφία τους (76,4%) είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις με έως 10 εργαζόμενους. Λιγότερο από 3% απασχολεί περισσότερους από 50 εργαζόμενους. ­Διαβάστε Μια Συνοπτική Παρουσίαση Της Έρευνας Παρά το μικρό τους μέγεθος, οι startups φαίνεται να αποτελούν συνεργατικά σχήματα. Το 48,3% των εταιρειών είχε δύο ιδρυτές, το 19,9% τρεις, ενώ το 13,9% περισσότερους από τρεις. Μόνο το 18% είχε έναν ιδρυτή. Σχεδόν 1 στους 3 δηλώνει ότι σύνταξε το επιχειρηματικό σχέδιό του μαζί με έναν μέντορα. Ωστόσο, οι ομάδες των ιδρυτών είναι στην πλειοψηφία τους και αυτές ανδροκρατούμενες: το 62,2% αποτελείται μόνο από άνδρες, ενώ μόλις το 6,4% μόνο από γυναίκες. Σε ποιους τομείς δραστηριοποιούνται οι startups; Ο τομέας στον οποίο δραστηριοποιούνται οι περισσότερες είναι ο τουρισμός. Όπως είναι μάλλον αναμενόμενο, μεγάλο ποσοστό αυτών των εταιρειών, σχεδόν 1 στις 10, δραστηριοποιείται στην πληροφορική και τις επικοινωνίες (ΤΠΕ), ενώ αντίστίστοιχο είναι και το ποσοστό που ασχολείται με την αγροδιατροφή και με τις επιστήμες ζωής και υγείας (8,6%). Είναι αρκετά ενδιαφέρον το ότι η σειρά των τομέων για τις startups του εξωτερικού είναι λίγο διαφορετική: προηγούνται οι ΤΠΕ και έπονται ο τουρισμός και η αγροδιατροφή. Προβληματισμοί και ευκαιρίες Τι μορφή έχει όμως το προϊόν των ελληνικών startups; Tο 87,5% των εταιρειών περιλαμβάνει τη χρήση ψηφιακής τεχνολογίας ως την αρχική ιδέα, ενώ 38,6% έχουν μια καθαρά ψηφιακή ιδέα. Λιγότεροι έχουν μια "φυσική" ιδέα που χρησιμοποιεί όμως ψηφιακή τεχνολογία (26,6%) ή, αντίστροφα, μια ψηφιακή ιδέα με μερική φυσική παρουσία (22,5%). Μόνο 12,4% ακολουθούν το παραδοσιακό, αμιγώς φυσικό μοντέλο. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι η μεγάλη πλειοψηφία των startups της έρευνας, περίπου 7 στις 10, χρειάστηκε να αναπροσαρμόσει την αρχική ιδέα, μία ή περισσότερες φορές. Μάλιστα το 19,5% το έκανε περισσότερες από δυο φορές. Επιπλέον, οι startups αποτελούν, κατά πλειοψηφία, μια εξωστρεφή δραστηριότητα: 63,7% δηλώνουν ότι στοχεύουν σε διεθνείς πελάτες και μόνο 36,3% σε εγχώριους. Ωστόσο, 1 στους 3 δηλώνει ότι το μεγαλύτερό του πρόβλημα είναι η έλλειψη εμπειρίας στην προσέλκυση διεθνών πελατών. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι σχεδόν οι μισές από τις startups του δείγματος άρχισαν τη δραστηριότητά τους με πολύ χαμηλό κεφάλαιο, από μηδέν έως 10.000 ευρώ. Μόνο μία στις πέντε (21,7%) άρχισαν με κεφάλαιο άνω των 50.000 ευρώ. Το 35,2% αυτών των εταιρειών σήμερα δηλώνουν κερδοφόρες, ενώ περίπου οι μισές (47,9%) δηλώνουν ότι δεν κερδοφορούν στην παρούσα συγκυρία. Αναφορικά με τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν για το μέλλον τους, οι ιδρυτές ξεχωρίζουν περισσότερο από κάθε άλλη τη δυνατότητα επέκτασής τους (22,8%), ενώ ακολουθεί η στελέχωση (19,1%), ο ανταγωνισμός (16,9%), καθώς και η διαθεσιμότητα χρηματοδότησης (15%). Μεταξύ πιθανών αλλαγών που θα βελτίωναν τη δραστηριότητά τους, οι ιδρυτές του δείγματος επιλέγουν περισσότερο από κάθε άλλη, την "τροποποίηση του ασφαλιστικού και φορολογικού πλαισίου" (79,8%). Παρότι η πανδημία δεν δημιούργησε στις startups τα προβλήματα που δημιούργησε σε άλλες επιχειρήσεις (8 στους 10 ιδρυτές δηλώνουν ότι εφάρμοσαν τηλεργασία), συνολικά η επίδραση που είχε ήταν μάλλον ανάμεικτη. Περίπου οι μισοί ιδρυτές τόνισαν στην έρευνα πως η πανδημία της Covid-19 επηρέασε αρνητικά την πορεία της επιχείρησής τους. Το 28,5% των ιδρυτών θεωρούν πως η πανδημία είχε (μερικώς ή απόλυτα) θετική επίδραση στην εξέλιξη της εταιρείας τους, ενώ το 22,8% δήλωσαν ότι δεν είχε καμία επίδραση. Καλές πρακτικές Ηέρευνα της διαΝΕΟσις, προκειμένου να αναδείξει τις ευκαιρίες για την τοπική οικονομία από την ανάπτυξη των startups, πλαισιώνει τα παραπάνω ενδιαφέροντα ευρήματα με στοιχεία από προηγούμενες έρευνες που είχαν πραγματοποιηθεί, αλλά και από το νεοϊδρυθέν Μητρώο Νεοφυών Επιχειρήσεων της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας. Από αυτές τις πηγές προκύπτουν επίσης ενδιαφέροντα συμπεράσματα, όπως, για παράδειγμα, το ότι οι εργαζόμενοι σε startups αμείβονται με αρκετά ανταγωνιστικούς μισθούς, ενώ 4 στους 10 λαμβάνουν επίσης μετοχές της εταιρείας ως παροχή. Ή ότι το 2021 οι δέκα κορυφαίες ελληνικές startups συγκέντρωσαν το τετραπλάσιο ποσό χρηματοδότησης που συγκέντρωσαν οι δέκα κορυφαίες του 2020, ένα ποσό ύψους περίπου 398 εκατομμυρίων ευρώ. Ταυτόχρονα, η έρευνα παραθέτει καλές πρακτικές από δέκα χώρες (εννέα ευρωπαϊκές και το Ισραήλ). Εξηγεί αναλυτικά τα φορολογικά κίνητρα που έδωσε σε επενδυτές το Ηνωμένο Βασίλειο, τις πολιτικές προσέλκυσης επενδυτών στο Ισραήλ, τη δημιουργία ανεξάρτητου από τα πανεπιστήμια κέντρου ερευνών στη Γερμανία, την προσέλκυση εταιρειών για τεστάρισμα πρωτότυπου προϊόντος στην Ολλανδία, τα κίνητρα για την προσέλκυση ταλέντων που θέσπισε η Εσθονία, τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες της Ιρλανδίας, καθώς και την ανανέωση των κέντρων επιχειρηματικότητας στα πανεπιστήμια της Ιταλίας. Τέλος, η μελέτη καταλήγει σε προτάσεις πολιτικής για την περαιτέρω ανάπτυξη των ελληνικών startups, αλλά και σε έναν οδηγό με πολλές πηγές πληροφόρησης για τους ίδιους τους επίδοξους ιδρυτές τέτοιων επιχειρήσεων. Ακούγεται συχνά η άποψη ότι οι startups είναι μια επιχειρηματική δραστηριότητα που ταιριάζει στα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Όπως φαίνεται από τα παραπάνω στοιχεία της έρευνας της διαΝΕΟσις, οι startups είναι, όπως οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις, πολύ μικρές σε μέγεθος. Επίσης, προσλαμβάνουν και πληρώνουν καλά καταρτισμένους εργαζόμενους, οι οποίοι υπάρχουν στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, οι startups συγκεντρώνουν επίσης χαρακτηριστικά που είναι ζητούμενα για την εξέλιξη του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου: είναι εξωστρεφείς, αξιοποιούν εξειδικευμένη γνώση και αφορούν τομείς σε μεγάλη ανάπτυξη διεθνώς. Επομένως, από αυτή τη σκοπιά, η υγιής ανάπτυξή τους φαίνεται να αποτελεί μια σημαντική και ευρύτερη οικονομική ευκαιρία για τη χώρα και για την κουλτούρα των τοπικών επιχειρήσεων. Μπορείτε να διαβάσετε τα αποτελέσματα της μελέτης, στα παρακάτω αρχεία: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΚΟΠΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (PDF) ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΝΕΟΦΥΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (PDF)
  3. Η ορθολογική οργάνωση του χώρου ήταν πάντα ένας παράγοντας συνδεδεμένος με την οικονομική ανάπτυξη. Οι επιχειρήσεις δημιουργούν αξία και βελτιώνουν τη θέση τους στον ανταγωνισμό όταν, μεταξύ άλλων, εκμεταλλεύονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον χώρο στον οποίο εδρεύουν και λειτουργούν. Τις τελευταίες δεκαετίες, ο ορθολογικός χωροταξικός σχεδιασμός, συνδέεται άμεσα και με την προστασία του περιβάλλοντος. Επιβάλλει κανόνες χωρητικότητας και λειτουργίας στις επιχειρήσεις και στις υποδομές τους και, επομένως, αποτρέπει περιβαλλοντικές αυθαιρεσίες. Αντίθετα, σε περιοχές εκτός σχεδίου αλλά και στον ευρύτερο αστικό και περιαστικό χώρο οι επιβλαβείς για το περιβάλλον δραστηριότητες είναι πολύ πιο συχνές. Η ιδέα των Επιχειρηματικών Πάρκων βασίζεται ακριβώς στα παραπάνω δεδομένα: προκαθορισμένοι και πολεοδομημένοι χώροι με συγκεκριμένες συμβατές χρήσεις που ορίζονται από χωρικά σχέδια, λαμβάνουν ειδική έγκριση ανάπτυξης για αυτό το σκοπό και πληρούν πολλές από τις προϋποθέσεις αδειοδότησης. Οι χώροι αυτοί διατίθενται να στεγάσουν βιομηχανίες, βιοτεχνίες, logistics και άλλες χρήσεις του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα. Με αυτό τον τρόπο οι επιχειρήσεις λειτουργούν σε ένα ρυθμισμένο πλαίσιο που σέβεται το περιβάλλον, αλλά είναι επίσης απαλλαγμένες από τον “πονοκέφαλο” της συμμόρφωσης με κανόνες που πληρούνται ήδη συνολικά στο Επιχειρηματικό Πάρκο που τις φιλοξενεί. Έτσι, μπορούν να αφιερωθούν απρόσκοπτα, άρα πιο παραγωγικά, στη δραστηριότητά τους και με εύλογο "εξωτερικό" διοικητικό κόστος λειτουργίας. Είναι μια συμφέρουσα λύση για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη -κράτος, κοινωνία και επιχειρήσεις- η οποία εφαρμόζεται σε μεγάλη κλίμακα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ελλάδα, όμως, τα Επιχειρηματικά Πάρκα συχνά υπολειτουργούν και συνολικά στεγάζουν συγκριτικά πολύ λίγες επιχειρήσεις. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη (PDF) Η νέα έρευνα που δημοσιεύει η διαΝΕΟσις και πραγματοποιήθηκε από ερευνητική ομάδα της συμβουλευτικής εταιρείας Re.De-Plan AE Consultants με την επιστημονική υποστήριξη και επιμέλεια της Αθηνάς Γιαννακού, καθηγήτριας στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης του ΑΠΘ έχει ως στόχο να αναδείξει την αξία των Επιχειρηματικών Πάρκων “ως εργαλεία ανταγωνιστικότητας και περιβαλλοντικής προστασίας”. Η έρευνα, την οποία μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη εδώ, ανατρέχει στο ιστορικό των ρυθμίσεων για τις χρήσεις γης στην Ελλάδα, αλλά και σχολιάζει εκτενώς απόπειρες του παρελθόντος να αναπτυχθούν Επιχειρηματικά Πάρκα, ή, όπως ευρύτερα ονομάζονται, “οργανωμένοι υποδοχείς”, υπογραμμίζοντας με αυτόν τον τρόπο τους παράγοντες που συνδέονται με τη σημερινή κατάσταση. Τέλος, αναδεικνύει τη χρησιμότητα ενός "Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την ανάπτυξη οργανωμένων υποδοχέων επιχειρηματικότητας" και μάλιστα, οι συγγραφείς καταθέτουν συγκεκριμένη πρόταση ενός τέτοιου Σχεδίου καθώς και επιχειρούν να εκτιμήσουν ποσοτικά τον αντίκτυπο που αυτό θα είχε στην οικονομία. Η κατάσταση σήμερα Διαβάστε την επιτελική σύνοψη της μελέτης (PDF) Τη δεκαετία 2010-2020, μια περίοδο σημαντικής αποεπένδυσης για την Ελλάδα, η συμβολή της μεταποίησης παρέμεινε εν πολλοίς σταθερή, σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επομένως, υπάρχει η ανάγκη να δοθούν κίνητρα για περαιτέρω ανάπτυξη του τομέα. Όπως αναφέραμε παραπάνω, η λειτουργία Επιχειρηματικών Πάρκων ενθαρρύνει τις επενδύσεις καθώς αφαιρούν κόστος από τις επιχειρήσεις ενώ παράλληλα με κατάλληλο σχεδιασμό και εφαρμογή, ωφελούν την κοινωνία και το περιβάλλον. Ωστόσο, τα Επιχειρηματικά Πάρκα (οργανωμένοι υποδοχείς) που λειτουργούν πλήρως σήμερα στην Ελλάδα είναι λίγα, μόλις 26 σύμφωνα με υπολογισμούς της συγγραφικής ομάδας. Εκτός από τον περιορισμένο αριθμό τους είναι επιπλέον άνισα κατανεμημένα, συγκριτικά με τις ανάγκες της μεταποίησης στη χώρα. Για παράδειγμα, περίπου το 44% της μεταποιητικής δραστηριότητας της χώρας αφορά στην Αττική και στη Βοιωτία (λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης βιομηχανιών στην περιοχή των Οινοφύτων). Ωστόσο, μόνο 4 Επιχειρηματικά Πάρκα, δηλαδή μόλις 2,86% του συνόλου, λειτουργούν στην επικράτεια αυτών των δύο νομών. Μάλιστα, η λειτουργία αυτών των τεσσάρων υποδοχέων είναι κι αυτή ανομοιογενής: ο ένας (Θίσβη) ανήκει εξολοκλήρου σε μια επιχείρηση, ο δεύτερος (Σχιστό) παρουσιάζει υψηλά ποσοστά πληρότητας, ο τρίτος (Άνω Λιόσια) "αντιμετωπίζει σημαντικά λειτουργικά ζητήματα" και ο τέταρτος (Κερατέα) βρίσκεται στην Ανατολική Αττική, που, όπως γράφουν οι ερευνητές ,"δεν αποτελεί περιοχή προτίμησης των επιχειρήσεων". Οι συγγραφείς παρατηρούν επίσης ότι αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ Επιχειρηματικών Πάρκων και αναγκών της βιομηχανίας δεν περιορίζεται στην Αττική και στη Βοιωτία, αλλά είναι γενικευμένη. Τα Επιχειρηματικά Πάρκα που λειτουργούν πλήρως σήμερα στην Ελλάδα είναι λίγα, μόλις 26 σύμφωνα με υπολογισμούς της συγγραφικής ομάδας. Εκτός από τον περιορισμένο αριθμό τους είναι επιπλέον άνισα κατανεμημένα, συγκριτικά με τις ανάγκες της μεταποίησης στη χώρα. Όμως, εφόσον οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν λειτουργούν μέσα σε Επιχειρηματικά Πάρκα, πού λειτουργούν τελικά; Ο όρος που περιγράφει τις περιοχές με μεγάλη συγκέντρωση βιομηχανιών, αλλά χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, είναι "Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις". Πρόκειται για "βιομηχανικές περιοχές" που δεν σχεδιάστηκαν ποτέ ως τέτοιες, αλλά για πολλούς, διαφορετικούς λόγους προσέλκυσαν επιχειρήσεις να εγκατασταθούν εκεί και μετατράπηκαν "από τα κάτω" σε χώρους φιλοξενίας επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά προβλήματα με αυτές τις περιοχές, τόσα που ο όρος Άτυπη Βιομηχανική Συγκέντρωση συχνά καταλήγει να είναι ευφημισμός. "Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις σε περιοχές χωρίς δίκτυα και υποδομές πρόσβασης και περιβαλλοντικής διαχείρισης", παρατηρούν οι συγγραφείς, "αναπτύχθηκαν κατά εκατοντάδες και συνεχίζουν να φιλοξενούν τη βιομηχανία, τα logistics, τις μικρές και μεσαίες βιοτεχνικές εγκαταστάσεις σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, καθιστώντας το μοντέλο της παρόδιας δόμησης στις επαρχιακές και τις εθνικές οδούς τη δεσπόζουσα κατεύθυνση χωρικής οργάνωσης των επαγγελματικών εγκαταστάσεων". Σε ένα άλλο σημείο σημειώνουν: "Όταν οι αναπτυξιακές προοπτικές μιας περιοχής σχεδιάζονται χωρίς να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις ιδιαιτερότητες του χώρου (...), αλλά αντίθετα εστιάζουν μόνο στους τρόπους με τους οποίους μπορεί να επιτευχθεί η ανάπτυξη διάφορων οικονομικών μεγεθών, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να παραγκωνίζεται ο βασικός (και μακροπρόθεσμος) στόχος της ανάπτυξης, που δεν είναι άλλος από τη συνεχή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων μιας συγκεκριμένης περιοχής και γενικότερα της χώρας". Χωροταξία και χρήσεις γης Πέρα, όμως, από τις ευρύτερες κοινωνικές ή περιβαλλοντικές συνέπειες, το άναρχο τοπίο το οποίο περιγράφουν οι συγγραφείς έχει συνέπειες και για την ίδια την ανάπτυξη της μεταποίησης και τελικά για το σύνολο της οικονομίας. Ο ελλιπής σχεδιασμός των Επιχειρηματικών Πάρκων, όπου υπάρχουν, και η έλλειψή τους εκεί που θα έπρεπε να υπάρχουν, αφήνουν χώρο για τη ρύθμιση των θεμάτων (περιβάλλοντος, χωροταξίας, οικονομικών, κλπ.) που αναπόφευκτα θα προκύψουν με ευκαιριακές ρυθμίσεις. Τέτοιες ρυθμίσεις, ειδικά όσον αφορά στη δόμηση σε περιοχές χωρίς καθορισμένες χρήσεις, με τη σειρά τους, δημιουργούν ένα πλαίσιο αβεβαιότητας (μπορεί, πχ. να καταπέσουν οποιαδήποτε στιγμή στο Συμβούλιο της Επικρατείας), το οποίο τελικά βλάπτει τις ίδιες τις επενδύσεις, τις οποίες υποτίθεται διευκολύνουν. "Σε διάστημα 35 ετών που η χώρα προσπαθεί να οργανωθεί χωροταξικά", παρατηρούν οι συγγραφείς, "μόνο το 20% περίπου των εκτάσεων των δημοτικών ενοτήτων της επικράτειας διαθέτουν θεσμοθετημένες χρήσεις γης, γεγονός που εκτός των άλλων αποτελεί τον κύριο παράγοντα αβεβαιότητας, με σοβαρές επιπτώσεις στον σχεδιασμό των επενδύσεων". Η μελέτη παραθέτει ένα ενδιαφέρον χρονικό των χωροταξικών νόμων στην Ελλάδα. Οι συγγραφείς αναφέρονται στους νόμους που έθεσαν τις βάσεις του χωροταξικού σχεδιασμού στη χώρα: από το άρθρο 24 του Συντάγματος του 1975 που έδωσε στο κράτος επισήμως την αρμοδιότητα της προστασίας του περιβάλλοντος μέχρι τον Ν.947/1979 που εισήγαγε τον όρο "χρήσεις γης" αλλά έμεινε ανεφάρμοστος και τον Ν.1337/1983 που αποτελεί τη βάση της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας μέχρι σήμερα και εισάγει τις Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου. Οι πρόσφατοι Ν.4685/2020 και 4759/2020, καθώς και το ΠΔ 59/2018 κλείνουν αυτή τη σειρά νομοθεσίας, διευρύνοντας τις γενικές και ειδικές κατηγορίες χρήσεων γης και εισάγοντας νέες που σχετίζονται με την οικονομική δραστηριότητα. Το θεσμικό πλαίσιο των Επιχειρηματικών Πάρκων Παρότι τα Επιχειρηματικά Πάρκα ποτέ δεν έγιναν ο κανόνας για την εγκατάσταση των επιχειρήσεων, τα τελευταία 50-60 χρόνια λειτουργούν κάποια από αυτά στη χώρα. Πώς, αλήθεια, θεσμοθετήθηκαν; Πώς εξελίχθηκαν στον χρόνο και ποιοι κανόνες ισχύουν γι’ αυτά; Η πρώτη αναφορά ελληνικού νόμου σε Βιομηχανικές Περιοχές, στις γνωστές σήμερα ΒΙΠΕ, είναι στον Ν.4458 του 1965. Ένα χρόνο αργότερα, η τότε τράπεζα ΕΤΒΑ ίδρυσε ανώνυμη εταιρεία για την εκμετάλλευση των ΒΙΠΕ. Περισσότερο από μια δεκαετία αργότερα, ο Ν.742/1977 θεσπίζει τις 25 πρώτες ΒΙΠΕ της χώρας με κριτήρια γεωγραφικού προσδιορισμού. Ωστόσο, η θεσμοθέτηση αυτή έγινε, όπως γράφουν οι ερευνητές, "με προτεραιότητες που όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων δεν μπόρεσαν να ταυτιστούν και να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της βιομηχανίας και της ευρύτερης επιχειρηματικότητας επαρκώς, τόσο χωρικά όσο και από πλευράς βιωσιμότητας". Στο μεταξύ και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα αστικοποιήθηκε ραγδαία. Επομένως, το κράτος επέσπευσε τη διαδικασία θεσμοθέτησης χρήσεων γης και αποφάσισε να παραχωρήσει το δικαίωμα ανάπτυξης οργανωμένων υποδοχέων και σε φορείς της ιδιωτικής οικονομίας, με ή χωρίς τη συμμετοχή του δημοσίου με τον Ν.2545/1997. Με τον νόμο αυτό ιδρύονται οι Βιομηχανικές και Επιχειρηματικές Περιοχές (ΒΕΠΕ), μια "ομπρέλα" που περιλαμβάνει ΒΙΠΕ, ΒΙΠΑ (Βιομηχανικό Πάρκο), ΒΙΟΠΑ (Βιοτεχνικό Πάρκο) και Τεχνόπολη. Συνδυαστικά με αυτούς τους δύο νόμους, του 1965 και του 1997 θεσμοθετήθηκαν 50 οργανωμένοι υποδοχείς, ενώ ακόμη 5 θεσμοθετήθηκαν με τον νεότερο νόμο 3982 του 2011 (που καθιερώνει και τον όρο "Επιχειρηματικά Πάρκα") και βρίσκονται μέχρι σήμερα σε διάφορα στάδια υλοποίησης. Ο νέος νόμος Πέρυσι ψηφίστηκε ο Ν.4982/2022 που αποτελεί πλέον το νέο θεσμικό πλαίσιο για την ίδρυση, ανάπτυξη και διαχείριση Επιχειρηματικών Πάρκων. Τον Ιανουάριο του 2022, όσο ο νόμος βρισκόταν ακόμα σε δημόσια διαβούλευση, ο πολιτικός μηχανικός, διευθύνων σύμβουλος της Re.De-Plan και μέλος της ομάδας της μελέτης, Μανώλης Μπαλτάς είχε δημοσιεύσει μέσα από την ιστοσελίδα της διαΝΕΟσις "12 προτάσεις για τα νέα Επιχειρηματικά Πάρκα". Συνολικά εκείνο το πιο παλιό κείμενο, που περιλαμβάνεται και στη μελέτη, παραμένει επίκαιρο καθώς περιλαμβάνει ευρύτερες κατευθύνσεις και ιδέες που είναι χρήσιμες για τη συνεχή βελτίωση του σχετικού πλαισίου. Προτείνει την κατάρτιση μιας Εθνικής Στρατηγικής για τη Χωροθεσία, ώστε τα Επιχειρηματικά Πάρκα να είναι ένα μόνο μέρος της. Συστήνει στοχευμένες παρεμβάσεις για τις διάφορες πιθανές περιπτώσεις φορέων υλοποίησης ενός Επιχειρηματικού Πάρκου (πχ. δημόσιο-δήμοι, ένας ιδιώτης-ιδιοκτήτης, πολλοί ιδιώτες-ιδιοκτήτες, κλπ). Προτείνει επίσης μια σειρά από σχετικά μη οικονομικά κίνητρα, όπως είναι πχ. η εξυπηρέτηση αναγκών στάθμευσης εντός του πάρκου, όπου αυτό είναι εφικτό ή απαλλαγές από τον φόρο μεταβίβασης. Στο πεδίο της αδειοδότησης, το κείμενο προτείνει τη σύσταση ειδικής υπηρεσίας (ΕΥΔ) για τις αδειοδοτήσεις, με οικονομικά κίνητρα, εντός της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, με εκχώρηση μέρους των διαδικασιών ελέγχου της αδειοδότησης σε πιστοποιημένους φορείς της ιδιωτικής οικονομίας, πιο σαφείς προθεσμίες ανταπόκρισης και αντικειμενικές διαδικασίες αξιολόγησης περισσότερων πτυχών μιας επένδυσης που αφορά σε Επιχειρηματικό Πάρκο. Υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη για μια καλύτερη οργάνωση, αλλά και διεύρυνση των επιτρεπόμενων δραστηριοτήτων εντός των Επιχειρηματικών Πάρκων (ειδικά όσων λειτουργούν βάσει ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ). Στο ίδιο κείμενο υπάρχουν αρκετές τεχνικές προτάσεις για την απλοποίηση της περιβαλλοντικής και της δασικής νομοθεσίας που αφορά στα Επιχειρηματικά Πάρκα, προκειμένου να μειωθεί περαιτέρω ο χρόνος αδειοδότησης τους. Το κείμενο ασχολείται επίσης με τους όρους γύρω από την ιδιωτική χρηματοδότηση Επιχειρηματικών Πάρκων και ο συγγραφέας εισηγείται "σημαντικές αναδιαρθρώσεις" για την πιστοποίηση ενός υποδοχέα ως πάρκου - πχ. απλοποίηση διαδικασιών εφαρμογής ρυμοτομικού σχεδίου, επίσπευση της πραγματοποίησης έργων υποδομής, πιο αποτελεσματική εποπτεία των φορέων από τη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας κ.ά. Επιπλέον, προτείνονται συγκεκριμένες αλλαγές στους κανόνες εγκατάστασης και λειτουργίας επιχειρήσεων μέσα στα Επιχειρηματικά Πάρκα και επισημαίνεται ο εκσυγχρονισμός των όρων με τους οποίους λειτουργούν οι φορείς διαχείρισης των πάρκων ώστε να διασφαλίζεται μια πιο ομαλή σχέση με τις επιχειρήσεις. Ακόμα, παρατίθενται προτάσεις για την καλύτερη κατάρτιση χρηματοδοτικών προγραμμάτων γύρω από τα Επιχειρηματικά Πάρκα και προτείνονται αλλαγές στις δομές διακυβέρνησης - στην αδειοδότηση των πάρκων, στους φορείς που αδειοδοτούν, καθώς και στη γνωμοδότηση ή την επίλυση διαφορών. Τέλος, ο συγγραφέας προτείνει τη θεσμοθέτηση μιας Συντονιστικής Επιτροπής Παρακολούθησης της εφαρμογής του νόμου για τα Επιχειρηματικά Πάρκα, υπό την εποπτεία της Κυβερνητικής Επιτροπής Βιομηχανίας, αποτελούμενη από εκπροσώπους 9 σχετικών φορέων (από Γενικές Γραμματείες Υπουργείων έως την ΚΕΔΕ, την ΚΕΕ και τον ΣΕΒ ). Ένα σημαντικό μέρος αυτών των τεχνικών προτάσεων για αλλαγές πράγματι υιοθετήθηκαν στο τελικό κείμενο του νόμου. Πιο συγκεκριμένα, ο νόμος αίρει κάποια από τα εμπόδια προκειμένου οι Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις της Αττικής να μετεξελιχθούν σε Επιχειρηματικά Πάρκα. Ακόμα, δίνει τη δυνατότητα σε Επιχειρηματικά Πάρκα να εγκατασταθούν σε δύο ή περισσότερους χώρους, κάτι που διευκολύνει τις δραστηριότητες της εφοδιαστικής αλυσίδας στα εμπορευματικά λιμάνια. Επίσης, εκσυγχρονίζει τη νομοθεσία για την αδειοδότηση των ρεμάτων, απλοποιεί το σύστημα απόδοσης των εισφορών σε χρήμα απευθείας στους φορείς υλοποίησης και, τέλος, δίνει νέα κίνητρα για την ανάπτυξη επιχειρηματικών πάρκων (πχ. ένταξη των εισφορών σε χρήμα στις δαπάνες που εκπίπτουν φορολογικά). Ο ελλιπής σχεδιασμός των Επιχειρηματικών Πάρκων, όπου υπάρχουν, και η έλλειψή τους εκεί που θα έπρεπε να υπάρχουν, αφήνουν χώρο για τη ρύθμιση των θεμάτων (περιβάλλοντος, χωροταξίας, οικονομικών, κλπ.) που αναπόφευκτα θα προκύψουν με ευκαιριακές ρυθμίσεις. Ωστόσο, η μελέτη αναδεικνύει και σημεία που μένουν να ρυθμιστούν ακόμη, κάνοντας τις σχετικές προτάσεις. Ως το μεγαλύτερο πρόβλημα που ανακύπτει από την εφαρμογή του νέου νόμου οι συγγραφείς ξεχωρίζουν την απαίτηση του νόμου να υπάρχει πλήρης κυριότητα (ή εναλλακτικά 80% + 20% με δικαίωμα συμφωνιών ή απαλλοτρίωσης) της έκτασης για την έγκριση ανάπτυξης ενός νέου Επιχειρηματικού Πάρκου ή για την επέκταση κάποιου οργανωμένου υποδοχέα που υπάρχει ήδη. Γιατί είναι όμως τόσο δύσκολο να συμβεί αυτό; Τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια θεσπίστηκαν σχετικά πρόσφατα και αποτελούν πλέον το νέο εργαλείο πολεοδομικού σχεδιασμού 1ου επιπέδου, στη θέση των παλιών ΓΠΣ. Κατά την επόνηση των ΤΠΣ λαμβάνονται πράγματι υπόψη οι παράμετροι του νέου νόμου για τα Πάρκα σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς – πράγμα που, σε κάθε περίπτωση, είναι σχετικώς αδύνατο λόγω της δομής της ελληνικής ιδιοκτησίας (μικροί κλήροι). Όμως, σήμερα υπάρχουν πάρα πολλές περιοχές, 467 συγκεκριμένα που διαθέτουν εγκεκριμένες-θεσμοθετημένες χρήσεις γης βιομηχανίας, με βάση τα έως σήμερα ισχύοντα ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ (Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο / Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτών Πόλεων). Οι περιοχές αυτές (με χρήσεις γης βιομηχανίας-βιοτεχνίας βάσει εγκεκριμένων ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ σε ισχύ) έχουν καθεστώς πολυϊδιοκτησίας. "Το γεγονός αυτό", γράφουν οι ερευνητές, "καθιστά ανέφικτη την οργάνωση-πολεοδόμηση αυτών των περιοχών, κατά κανόνα Άτυπων Βιομηχανικών Συγκεντρώσεων, και ως εκ τούτου αδρανοποιεί πλήρως το θεσμικά ρυθμισμένο χωροταξικό περιβάλλον της χώρας για τις επαγγελματικές εγκαταστάσεις βιομηχανίας-βιοτεχνίας". Επιπλέον, οι συγγραφείς παρατηρούν ότι "το νέο καθεστώς διοίκησης-διαχείρισης [σσ. που προβλέπει ο νέος νόμος] δεν φαίνεται να αποτρέπει συγκρουσιακές καταστάσεις μεταξύ φορέων διαχείρισης και εγκατεστημένων επιχειρήσεων, ενώ υπάρχει ενδεχόμενο περαιτέρω όξυνσής τους, κατάσταση η οποία θα έπρεπε να έχει αποφευχθεί μέσα από διάλογο για την επίτευξη των μέγιστων δυνατών συγκλίσεων και συναινέσεων". Η ανάγκη για ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης Τι μπορεί να γίνει όμως σήμερα; Ίσως η πιο σημαντική συνεισφορά της μελέτης είναι η προσπάθεια των συγγραφέων να αναδείξουν την ανάγκη για ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης γύρω από τα Επιχειρηματικά Πάρκα. Προτού παραθέσουν τη δική τους θέση, παρουσιάζουν δύο πρόσφατες άλλες μελέτες γύρω από τα Επιχειρηματικά Πάρκα και την καλύτερη δυνατή ανάπτυξή τους. Η πρώτη μελέτη ανατέθηκε από τη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας και παραδόθηκε το 2018, ενώ αναθεωρήθηκε το 2021. Η μελέτη αυτή καταγράφει τις Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις ανά την ελληνική επικράτεια και επιπλέον υπογραμμίζει τις ανάγκες ανάπτυξης Επιχειρηματικών Πάρκων ανά τύπο - άλλωστε με βάση αυτή τη μελέτη διαμορφώνεται και η σχετική νομοθεσία για τα Επιχειρηματικά Πάρκα. Η δεύτερη σχετική μελέτη ανατέθηκε από την Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων το 2018 και αποτελεί και αυτή μια απόπειρα κατάρτισης ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τα Επιχειρηματικά Πάρκα. Τα κατά τόπoυς επιμελητήρια-μέλη της Ένωσης υπέδειξαν τόσο της Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις στην επικράτειά τους, όσο και τις πιο κατάλληλες τοποθεσίες για την ανάπτυξη νέων Επιχειρηματικών Πάρκων. Η συγγραφική ομάδα "πάτησε" επάνω στα αποτελέσματα της μελέτης της ΚΕΕ προκειμένου να καταρτίσει τη δική της πρόταση για ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Τον Μάιο του 2020 και τον Ιούνιο του 2021, οι ερευνητές απευθύνθηκαν, με στοχευμένα ερωτηματολόγια, στους Δήμους εκείνους εντός των ορίων των οποίων η μελέτη της ΚΕΕ πρότεινε να αναπτυχθούν νέα Επιχειρηματικά Πάρκα. Με αυτή την μεθοδολογία, οι συγγραφείς συνέλεξαν και επεξεργάστηκαν τα δεδομένα και επιχείρησαν να καταθέσουν μια πολύ συγκεκριμένη πρόταση που εκτείνεται σε βάθος 20ετίας. Η πρότασή τους αυτή αφορά στην ανάπτυξη Επιχειρηματικών Πάρκων σε 73 περιοχές, συνολικής επιφάνειας περίπου 100.000 στρεμμάτων σε ολόκληρη την Ελλάδα, με συνολικό προϋπολογισμό Є1,14 δισ. (με δημόσια συμμετοχή στο 40%, δηλαδή περίπου Є23 εκατ. κάθε χρόνο για 20 χρόνια). Πέρα από την πρόταση του Εθνικού Σχεδίου Δράσης, οι ερευνητές επιχειρήσαν ακόμη να υπολογίσουν τα οφέλη που θα είχε μια υποθετική πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου για την ελληνική οικονομία - φυσικά τέτοιου είδους εκτιμήσεις πάντοτε συνοδεύονται από σημαντικούς περιορισμούς. Με την παραδοχή επομένως, ότι θα δημιουργηθούν 73 Επιχειρηματικά Πάρκα συνολικής έκτασης 100.000 στρεμμάτων και με 25.300 περίπου στρέμματα επαγγελματικών κτιρίων, οι συγγραφείς υπολόγισαν ότι μπορεί να αποδώσουν συνολικά οικονομική ανάπτυξη περίπου Є13,8 δισ. ή 7,7% του ΑΕΠ (σε όρους 2018). Επιχείρησαν επίσης, να υπολογίσουν τις θέσεις εργασίας, τις οποίες μπορεί να δημιουργήσει τόσο η ανάπτυξη αυτών των 73 Πάρκων, όσο και, τελικά, η δραστηριότητα μέσα σε αυτά. Το όφελος από την ανάπτυξη των έργων υποδομής υπολογίστηκε σε 13.414 θέσεις απασχόλησης ενώ για την ανάπτυξη των νέων κτηριακών εγκαταστάσεων σε 152.840 θέσεις απασχόλησης. Τέλος, υπολόγισαν επίσης ότι οι μόνιμες θέσεις εργασίας για τη λειτουργία των επιχειρήσεων θα είναι από 46.475, αν το σύνολο των επιχειρήσεων που θα εγκατασταθούν στα επιχειρηματικά πάρκα του Εθνικού Σχεδίου είναι εντάσεως κεφαλαίου (που είναι συνήθως οι πιο παραγωγικές), έως 139.425 θέσεις, αν οι επιχειρήσεις που θα εγκατασταθούν είναι μόνο εντάσεως εργασίας.. Συνοπτικά, η ανάπτυξη Επιχειρηματικών Πάρκων είναι μια διεθνώς καθιερωμένη πρακτική, η οποία, αν γίνεται σωστά, προσφέρει σημαντικά οφέλη για όλους τους εμπλεκόμενους: επιχειρήσεις, κράτος και, ευρύτερα, το κοινωνικό σύνολο. Η Ελλάδα, παρά τα βήματα που έχουν γίνει, δεν έχει καταφέρει να εκμεταλλευτεί τη συγκεκριμένη αναπτυξιακή ευκαιρία. Οι οργανωμένοι υποδοχείς στη χώρα συχνά δεν αντιστοιχούν στις περιοχές με σημαντική βιομηχανική παραγωγή. Αντίθετα, οι επιχειρήσεις συγκεντρώνονται σε Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις, πχ. σε περιοχές γύρω από τις εθνικές οδούς, και λειτουργούν συχνά σε ένα πλαίσιο αβεβαιότητας πολλών, μικρών "ρυθμίσεων ευκαιρίας", το οποίο είναι πιθανό να εμποδίζει σημαντικές επενδύσεις. Η νέα μελέτη που δημοσιεύει η διαΝΕΟσις αποτυπώνει με λεπτομέρεια την κατάσταση και επιπλέον παραθέτει τις θεσμικές παρεμβάσεις που οι συγγραφείς θεωρούν κατάλληλες προκειμένου να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια. ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ ΠΑΡΚΑ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ (PDF) ΕΠΙΤΕΛΙΚΗ ΣΥΝΟΨΗ ΜΕΛΕΤΗΣ (PDF) View full είδηση
  4. Η ορθολογική οργάνωση του χώρου ήταν πάντα ένας παράγοντας συνδεδεμένος με την οικονομική ανάπτυξη. Οι επιχειρήσεις δημιουργούν αξία και βελτιώνουν τη θέση τους στον ανταγωνισμό όταν, μεταξύ άλλων, εκμεταλλεύονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον χώρο στον οποίο εδρεύουν και λειτουργούν. Τις τελευταίες δεκαετίες, ο ορθολογικός χωροταξικός σχεδιασμός, συνδέεται άμεσα και με την προστασία του περιβάλλοντος. Επιβάλλει κανόνες χωρητικότητας και λειτουργίας στις επιχειρήσεις και στις υποδομές τους και, επομένως, αποτρέπει περιβαλλοντικές αυθαιρεσίες. Αντίθετα, σε περιοχές εκτός σχεδίου αλλά και στον ευρύτερο αστικό και περιαστικό χώρο οι επιβλαβείς για το περιβάλλον δραστηριότητες είναι πολύ πιο συχνές. Η ιδέα των Επιχειρηματικών Πάρκων βασίζεται ακριβώς στα παραπάνω δεδομένα: προκαθορισμένοι και πολεοδομημένοι χώροι με συγκεκριμένες συμβατές χρήσεις που ορίζονται από χωρικά σχέδια, λαμβάνουν ειδική έγκριση ανάπτυξης για αυτό το σκοπό και πληρούν πολλές από τις προϋποθέσεις αδειοδότησης. Οι χώροι αυτοί διατίθενται να στεγάσουν βιομηχανίες, βιοτεχνίες, logistics και άλλες χρήσεις του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα. Με αυτό τον τρόπο οι επιχειρήσεις λειτουργούν σε ένα ρυθμισμένο πλαίσιο που σέβεται το περιβάλλον, αλλά είναι επίσης απαλλαγμένες από τον “πονοκέφαλο” της συμμόρφωσης με κανόνες που πληρούνται ήδη συνολικά στο Επιχειρηματικό Πάρκο που τις φιλοξενεί. Έτσι, μπορούν να αφιερωθούν απρόσκοπτα, άρα πιο παραγωγικά, στη δραστηριότητά τους και με εύλογο "εξωτερικό" διοικητικό κόστος λειτουργίας. Είναι μια συμφέρουσα λύση για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη -κράτος, κοινωνία και επιχειρήσεις- η οποία εφαρμόζεται σε μεγάλη κλίμακα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ελλάδα, όμως, τα Επιχειρηματικά Πάρκα συχνά υπολειτουργούν και συνολικά στεγάζουν συγκριτικά πολύ λίγες επιχειρήσεις. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη (PDF) Η νέα έρευνα που δημοσιεύει η διαΝΕΟσις και πραγματοποιήθηκε από ερευνητική ομάδα της συμβουλευτικής εταιρείας Re.De-Plan AE Consultants με την επιστημονική υποστήριξη και επιμέλεια της Αθηνάς Γιαννακού, καθηγήτριας στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης του ΑΠΘ έχει ως στόχο να αναδείξει την αξία των Επιχειρηματικών Πάρκων “ως εργαλεία ανταγωνιστικότητας και περιβαλλοντικής προστασίας”. Η έρευνα, την οποία μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη εδώ, ανατρέχει στο ιστορικό των ρυθμίσεων για τις χρήσεις γης στην Ελλάδα, αλλά και σχολιάζει εκτενώς απόπειρες του παρελθόντος να αναπτυχθούν Επιχειρηματικά Πάρκα, ή, όπως ευρύτερα ονομάζονται, “οργανωμένοι υποδοχείς”, υπογραμμίζοντας με αυτόν τον τρόπο τους παράγοντες που συνδέονται με τη σημερινή κατάσταση. Τέλος, αναδεικνύει τη χρησιμότητα ενός "Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την ανάπτυξη οργανωμένων υποδοχέων επιχειρηματικότητας" και μάλιστα, οι συγγραφείς καταθέτουν συγκεκριμένη πρόταση ενός τέτοιου Σχεδίου καθώς και επιχειρούν να εκτιμήσουν ποσοτικά τον αντίκτυπο που αυτό θα είχε στην οικονομία. Η κατάσταση σήμερα Διαβάστε την επιτελική σύνοψη της μελέτης (PDF) Τη δεκαετία 2010-2020, μια περίοδο σημαντικής αποεπένδυσης για την Ελλάδα, η συμβολή της μεταποίησης παρέμεινε εν πολλοίς σταθερή, σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επομένως, υπάρχει η ανάγκη να δοθούν κίνητρα για περαιτέρω ανάπτυξη του τομέα. Όπως αναφέραμε παραπάνω, η λειτουργία Επιχειρηματικών Πάρκων ενθαρρύνει τις επενδύσεις καθώς αφαιρούν κόστος από τις επιχειρήσεις ενώ παράλληλα με κατάλληλο σχεδιασμό και εφαρμογή, ωφελούν την κοινωνία και το περιβάλλον. Ωστόσο, τα Επιχειρηματικά Πάρκα (οργανωμένοι υποδοχείς) που λειτουργούν πλήρως σήμερα στην Ελλάδα είναι λίγα, μόλις 26 σύμφωνα με υπολογισμούς της συγγραφικής ομάδας. Εκτός από τον περιορισμένο αριθμό τους είναι επιπλέον άνισα κατανεμημένα, συγκριτικά με τις ανάγκες της μεταποίησης στη χώρα. Για παράδειγμα, περίπου το 44% της μεταποιητικής δραστηριότητας της χώρας αφορά στην Αττική και στη Βοιωτία (λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης βιομηχανιών στην περιοχή των Οινοφύτων). Ωστόσο, μόνο 4 Επιχειρηματικά Πάρκα, δηλαδή μόλις 2,86% του συνόλου, λειτουργούν στην επικράτεια αυτών των δύο νομών. Μάλιστα, η λειτουργία αυτών των τεσσάρων υποδοχέων είναι κι αυτή ανομοιογενής: ο ένας (Θίσβη) ανήκει εξολοκλήρου σε μια επιχείρηση, ο δεύτερος (Σχιστό) παρουσιάζει υψηλά ποσοστά πληρότητας, ο τρίτος (Άνω Λιόσια) "αντιμετωπίζει σημαντικά λειτουργικά ζητήματα" και ο τέταρτος (Κερατέα) βρίσκεται στην Ανατολική Αττική, που, όπως γράφουν οι ερευνητές ,"δεν αποτελεί περιοχή προτίμησης των επιχειρήσεων". Οι συγγραφείς παρατηρούν επίσης ότι αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ Επιχειρηματικών Πάρκων και αναγκών της βιομηχανίας δεν περιορίζεται στην Αττική και στη Βοιωτία, αλλά είναι γενικευμένη. Τα Επιχειρηματικά Πάρκα που λειτουργούν πλήρως σήμερα στην Ελλάδα είναι λίγα, μόλις 26 σύμφωνα με υπολογισμούς της συγγραφικής ομάδας. Εκτός από τον περιορισμένο αριθμό τους είναι επιπλέον άνισα κατανεμημένα, συγκριτικά με τις ανάγκες της μεταποίησης στη χώρα. Όμως, εφόσον οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν λειτουργούν μέσα σε Επιχειρηματικά Πάρκα, πού λειτουργούν τελικά; Ο όρος που περιγράφει τις περιοχές με μεγάλη συγκέντρωση βιομηχανιών, αλλά χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, είναι "Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις". Πρόκειται για "βιομηχανικές περιοχές" που δεν σχεδιάστηκαν ποτέ ως τέτοιες, αλλά για πολλούς, διαφορετικούς λόγους προσέλκυσαν επιχειρήσεις να εγκατασταθούν εκεί και μετατράπηκαν "από τα κάτω" σε χώρους φιλοξενίας επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά προβλήματα με αυτές τις περιοχές, τόσα που ο όρος Άτυπη Βιομηχανική Συγκέντρωση συχνά καταλήγει να είναι ευφημισμός. "Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις σε περιοχές χωρίς δίκτυα και υποδομές πρόσβασης και περιβαλλοντικής διαχείρισης", παρατηρούν οι συγγραφείς, "αναπτύχθηκαν κατά εκατοντάδες και συνεχίζουν να φιλοξενούν τη βιομηχανία, τα logistics, τις μικρές και μεσαίες βιοτεχνικές εγκαταστάσεις σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, καθιστώντας το μοντέλο της παρόδιας δόμησης στις επαρχιακές και τις εθνικές οδούς τη δεσπόζουσα κατεύθυνση χωρικής οργάνωσης των επαγγελματικών εγκαταστάσεων". Σε ένα άλλο σημείο σημειώνουν: "Όταν οι αναπτυξιακές προοπτικές μιας περιοχής σχεδιάζονται χωρίς να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις ιδιαιτερότητες του χώρου (...), αλλά αντίθετα εστιάζουν μόνο στους τρόπους με τους οποίους μπορεί να επιτευχθεί η ανάπτυξη διάφορων οικονομικών μεγεθών, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να παραγκωνίζεται ο βασικός (και μακροπρόθεσμος) στόχος της ανάπτυξης, που δεν είναι άλλος από τη συνεχή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων μιας συγκεκριμένης περιοχής και γενικότερα της χώρας". Χωροταξία και χρήσεις γης Πέρα, όμως, από τις ευρύτερες κοινωνικές ή περιβαλλοντικές συνέπειες, το άναρχο τοπίο το οποίο περιγράφουν οι συγγραφείς έχει συνέπειες και για την ίδια την ανάπτυξη της μεταποίησης και τελικά για το σύνολο της οικονομίας. Ο ελλιπής σχεδιασμός των Επιχειρηματικών Πάρκων, όπου υπάρχουν, και η έλλειψή τους εκεί που θα έπρεπε να υπάρχουν, αφήνουν χώρο για τη ρύθμιση των θεμάτων (περιβάλλοντος, χωροταξίας, οικονομικών, κλπ.) που αναπόφευκτα θα προκύψουν με ευκαιριακές ρυθμίσεις. Τέτοιες ρυθμίσεις, ειδικά όσον αφορά στη δόμηση σε περιοχές χωρίς καθορισμένες χρήσεις, με τη σειρά τους, δημιουργούν ένα πλαίσιο αβεβαιότητας (μπορεί, πχ. να καταπέσουν οποιαδήποτε στιγμή στο Συμβούλιο της Επικρατείας), το οποίο τελικά βλάπτει τις ίδιες τις επενδύσεις, τις οποίες υποτίθεται διευκολύνουν. "Σε διάστημα 35 ετών που η χώρα προσπαθεί να οργανωθεί χωροταξικά", παρατηρούν οι συγγραφείς, "μόνο το 20% περίπου των εκτάσεων των δημοτικών ενοτήτων της επικράτειας διαθέτουν θεσμοθετημένες χρήσεις γης, γεγονός που εκτός των άλλων αποτελεί τον κύριο παράγοντα αβεβαιότητας, με σοβαρές επιπτώσεις στον σχεδιασμό των επενδύσεων". Η μελέτη παραθέτει ένα ενδιαφέρον χρονικό των χωροταξικών νόμων στην Ελλάδα. Οι συγγραφείς αναφέρονται στους νόμους που έθεσαν τις βάσεις του χωροταξικού σχεδιασμού στη χώρα: από το άρθρο 24 του Συντάγματος του 1975 που έδωσε στο κράτος επισήμως την αρμοδιότητα της προστασίας του περιβάλλοντος μέχρι τον Ν.947/1979 που εισήγαγε τον όρο "χρήσεις γης" αλλά έμεινε ανεφάρμοστος και τον Ν.1337/1983 που αποτελεί τη βάση της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας μέχρι σήμερα και εισάγει τις Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου. Οι πρόσφατοι Ν.4685/2020 και 4759/2020, καθώς και το ΠΔ 59/2018 κλείνουν αυτή τη σειρά νομοθεσίας, διευρύνοντας τις γενικές και ειδικές κατηγορίες χρήσεων γης και εισάγοντας νέες που σχετίζονται με την οικονομική δραστηριότητα. Το θεσμικό πλαίσιο των Επιχειρηματικών Πάρκων Παρότι τα Επιχειρηματικά Πάρκα ποτέ δεν έγιναν ο κανόνας για την εγκατάσταση των επιχειρήσεων, τα τελευταία 50-60 χρόνια λειτουργούν κάποια από αυτά στη χώρα. Πώς, αλήθεια, θεσμοθετήθηκαν; Πώς εξελίχθηκαν στον χρόνο και ποιοι κανόνες ισχύουν γι’ αυτά; Η πρώτη αναφορά ελληνικού νόμου σε Βιομηχανικές Περιοχές, στις γνωστές σήμερα ΒΙΠΕ, είναι στον Ν.4458 του 1965. Ένα χρόνο αργότερα, η τότε τράπεζα ΕΤΒΑ ίδρυσε ανώνυμη εταιρεία για την εκμετάλλευση των ΒΙΠΕ. Περισσότερο από μια δεκαετία αργότερα, ο Ν.742/1977 θεσπίζει τις 25 πρώτες ΒΙΠΕ της χώρας με κριτήρια γεωγραφικού προσδιορισμού. Ωστόσο, η θεσμοθέτηση αυτή έγινε, όπως γράφουν οι ερευνητές, "με προτεραιότητες που όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων δεν μπόρεσαν να ταυτιστούν και να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της βιομηχανίας και της ευρύτερης επιχειρηματικότητας επαρκώς, τόσο χωρικά όσο και από πλευράς βιωσιμότητας". Στο μεταξύ και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα αστικοποιήθηκε ραγδαία. Επομένως, το κράτος επέσπευσε τη διαδικασία θεσμοθέτησης χρήσεων γης και αποφάσισε να παραχωρήσει το δικαίωμα ανάπτυξης οργανωμένων υποδοχέων και σε φορείς της ιδιωτικής οικονομίας, με ή χωρίς τη συμμετοχή του δημοσίου με τον Ν.2545/1997. Με τον νόμο αυτό ιδρύονται οι Βιομηχανικές και Επιχειρηματικές Περιοχές (ΒΕΠΕ), μια "ομπρέλα" που περιλαμβάνει ΒΙΠΕ, ΒΙΠΑ (Βιομηχανικό Πάρκο), ΒΙΟΠΑ (Βιοτεχνικό Πάρκο) και Τεχνόπολη. Συνδυαστικά με αυτούς τους δύο νόμους, του 1965 και του 1997 θεσμοθετήθηκαν 50 οργανωμένοι υποδοχείς, ενώ ακόμη 5 θεσμοθετήθηκαν με τον νεότερο νόμο 3982 του 2011 (που καθιερώνει και τον όρο "Επιχειρηματικά Πάρκα") και βρίσκονται μέχρι σήμερα σε διάφορα στάδια υλοποίησης. Ο νέος νόμος Πέρυσι ψηφίστηκε ο Ν.4982/2022 που αποτελεί πλέον το νέο θεσμικό πλαίσιο για την ίδρυση, ανάπτυξη και διαχείριση Επιχειρηματικών Πάρκων. Τον Ιανουάριο του 2022, όσο ο νόμος βρισκόταν ακόμα σε δημόσια διαβούλευση, ο πολιτικός μηχανικός, διευθύνων σύμβουλος της Re.De-Plan και μέλος της ομάδας της μελέτης, Μανώλης Μπαλτάς είχε δημοσιεύσει μέσα από την ιστοσελίδα της διαΝΕΟσις "12 προτάσεις για τα νέα Επιχειρηματικά Πάρκα". Συνολικά εκείνο το πιο παλιό κείμενο, που περιλαμβάνεται και στη μελέτη, παραμένει επίκαιρο καθώς περιλαμβάνει ευρύτερες κατευθύνσεις και ιδέες που είναι χρήσιμες για τη συνεχή βελτίωση του σχετικού πλαισίου. Προτείνει την κατάρτιση μιας Εθνικής Στρατηγικής για τη Χωροθεσία, ώστε τα Επιχειρηματικά Πάρκα να είναι ένα μόνο μέρος της. Συστήνει στοχευμένες παρεμβάσεις για τις διάφορες πιθανές περιπτώσεις φορέων υλοποίησης ενός Επιχειρηματικού Πάρκου (πχ. δημόσιο-δήμοι, ένας ιδιώτης-ιδιοκτήτης, πολλοί ιδιώτες-ιδιοκτήτες, κλπ). Προτείνει επίσης μια σειρά από σχετικά μη οικονομικά κίνητρα, όπως είναι πχ. η εξυπηρέτηση αναγκών στάθμευσης εντός του πάρκου, όπου αυτό είναι εφικτό ή απαλλαγές από τον φόρο μεταβίβασης. Στο πεδίο της αδειοδότησης, το κείμενο προτείνει τη σύσταση ειδικής υπηρεσίας (ΕΥΔ) για τις αδειοδοτήσεις, με οικονομικά κίνητρα, εντός της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, με εκχώρηση μέρους των διαδικασιών ελέγχου της αδειοδότησης σε πιστοποιημένους φορείς της ιδιωτικής οικονομίας, πιο σαφείς προθεσμίες ανταπόκρισης και αντικειμενικές διαδικασίες αξιολόγησης περισσότερων πτυχών μιας επένδυσης που αφορά σε Επιχειρηματικό Πάρκο. Υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη για μια καλύτερη οργάνωση, αλλά και διεύρυνση των επιτρεπόμενων δραστηριοτήτων εντός των Επιχειρηματικών Πάρκων (ειδικά όσων λειτουργούν βάσει ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ). Στο ίδιο κείμενο υπάρχουν αρκετές τεχνικές προτάσεις για την απλοποίηση της περιβαλλοντικής και της δασικής νομοθεσίας που αφορά στα Επιχειρηματικά Πάρκα, προκειμένου να μειωθεί περαιτέρω ο χρόνος αδειοδότησης τους. Το κείμενο ασχολείται επίσης με τους όρους γύρω από την ιδιωτική χρηματοδότηση Επιχειρηματικών Πάρκων και ο συγγραφέας εισηγείται "σημαντικές αναδιαρθρώσεις" για την πιστοποίηση ενός υποδοχέα ως πάρκου - πχ. απλοποίηση διαδικασιών εφαρμογής ρυμοτομικού σχεδίου, επίσπευση της πραγματοποίησης έργων υποδομής, πιο αποτελεσματική εποπτεία των φορέων από τη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας κ.ά. Επιπλέον, προτείνονται συγκεκριμένες αλλαγές στους κανόνες εγκατάστασης και λειτουργίας επιχειρήσεων μέσα στα Επιχειρηματικά Πάρκα και επισημαίνεται ο εκσυγχρονισμός των όρων με τους οποίους λειτουργούν οι φορείς διαχείρισης των πάρκων ώστε να διασφαλίζεται μια πιο ομαλή σχέση με τις επιχειρήσεις. Ακόμα, παρατίθενται προτάσεις για την καλύτερη κατάρτιση χρηματοδοτικών προγραμμάτων γύρω από τα Επιχειρηματικά Πάρκα και προτείνονται αλλαγές στις δομές διακυβέρνησης - στην αδειοδότηση των πάρκων, στους φορείς που αδειοδοτούν, καθώς και στη γνωμοδότηση ή την επίλυση διαφορών. Τέλος, ο συγγραφέας προτείνει τη θεσμοθέτηση μιας Συντονιστικής Επιτροπής Παρακολούθησης της εφαρμογής του νόμου για τα Επιχειρηματικά Πάρκα, υπό την εποπτεία της Κυβερνητικής Επιτροπής Βιομηχανίας, αποτελούμενη από εκπροσώπους 9 σχετικών φορέων (από Γενικές Γραμματείες Υπουργείων έως την ΚΕΔΕ, την ΚΕΕ και τον ΣΕΒ ). Ένα σημαντικό μέρος αυτών των τεχνικών προτάσεων για αλλαγές πράγματι υιοθετήθηκαν στο τελικό κείμενο του νόμου. Πιο συγκεκριμένα, ο νόμος αίρει κάποια από τα εμπόδια προκειμένου οι Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις της Αττικής να μετεξελιχθούν σε Επιχειρηματικά Πάρκα. Ακόμα, δίνει τη δυνατότητα σε Επιχειρηματικά Πάρκα να εγκατασταθούν σε δύο ή περισσότερους χώρους, κάτι που διευκολύνει τις δραστηριότητες της εφοδιαστικής αλυσίδας στα εμπορευματικά λιμάνια. Επίσης, εκσυγχρονίζει τη νομοθεσία για την αδειοδότηση των ρεμάτων, απλοποιεί το σύστημα απόδοσης των εισφορών σε χρήμα απευθείας στους φορείς υλοποίησης και, τέλος, δίνει νέα κίνητρα για την ανάπτυξη επιχειρηματικών πάρκων (πχ. ένταξη των εισφορών σε χρήμα στις δαπάνες που εκπίπτουν φορολογικά). Ο ελλιπής σχεδιασμός των Επιχειρηματικών Πάρκων, όπου υπάρχουν, και η έλλειψή τους εκεί που θα έπρεπε να υπάρχουν, αφήνουν χώρο για τη ρύθμιση των θεμάτων (περιβάλλοντος, χωροταξίας, οικονομικών, κλπ.) που αναπόφευκτα θα προκύψουν με ευκαιριακές ρυθμίσεις. Ωστόσο, η μελέτη αναδεικνύει και σημεία που μένουν να ρυθμιστούν ακόμη, κάνοντας τις σχετικές προτάσεις. Ως το μεγαλύτερο πρόβλημα που ανακύπτει από την εφαρμογή του νέου νόμου οι συγγραφείς ξεχωρίζουν την απαίτηση του νόμου να υπάρχει πλήρης κυριότητα (ή εναλλακτικά 80% + 20% με δικαίωμα συμφωνιών ή απαλλοτρίωσης) της έκτασης για την έγκριση ανάπτυξης ενός νέου Επιχειρηματικού Πάρκου ή για την επέκταση κάποιου οργανωμένου υποδοχέα που υπάρχει ήδη. Γιατί είναι όμως τόσο δύσκολο να συμβεί αυτό; Τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια θεσπίστηκαν σχετικά πρόσφατα και αποτελούν πλέον το νέο εργαλείο πολεοδομικού σχεδιασμού 1ου επιπέδου, στη θέση των παλιών ΓΠΣ. Κατά την επόνηση των ΤΠΣ λαμβάνονται πράγματι υπόψη οι παράμετροι του νέου νόμου για τα Πάρκα σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς – πράγμα που, σε κάθε περίπτωση, είναι σχετικώς αδύνατο λόγω της δομής της ελληνικής ιδιοκτησίας (μικροί κλήροι). Όμως, σήμερα υπάρχουν πάρα πολλές περιοχές, 467 συγκεκριμένα που διαθέτουν εγκεκριμένες-θεσμοθετημένες χρήσεις γης βιομηχανίας, με βάση τα έως σήμερα ισχύοντα ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ (Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο / Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτών Πόλεων). Οι περιοχές αυτές (με χρήσεις γης βιομηχανίας-βιοτεχνίας βάσει εγκεκριμένων ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ σε ισχύ) έχουν καθεστώς πολυϊδιοκτησίας. "Το γεγονός αυτό", γράφουν οι ερευνητές, "καθιστά ανέφικτη την οργάνωση-πολεοδόμηση αυτών των περιοχών, κατά κανόνα Άτυπων Βιομηχανικών Συγκεντρώσεων, και ως εκ τούτου αδρανοποιεί πλήρως το θεσμικά ρυθμισμένο χωροταξικό περιβάλλον της χώρας για τις επαγγελματικές εγκαταστάσεις βιομηχανίας-βιοτεχνίας". Επιπλέον, οι συγγραφείς παρατηρούν ότι "το νέο καθεστώς διοίκησης-διαχείρισης [σσ. που προβλέπει ο νέος νόμος] δεν φαίνεται να αποτρέπει συγκρουσιακές καταστάσεις μεταξύ φορέων διαχείρισης και εγκατεστημένων επιχειρήσεων, ενώ υπάρχει ενδεχόμενο περαιτέρω όξυνσής τους, κατάσταση η οποία θα έπρεπε να έχει αποφευχθεί μέσα από διάλογο για την επίτευξη των μέγιστων δυνατών συγκλίσεων και συναινέσεων". Η ανάγκη για ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης Τι μπορεί να γίνει όμως σήμερα; Ίσως η πιο σημαντική συνεισφορά της μελέτης είναι η προσπάθεια των συγγραφέων να αναδείξουν την ανάγκη για ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης γύρω από τα Επιχειρηματικά Πάρκα. Προτού παραθέσουν τη δική τους θέση, παρουσιάζουν δύο πρόσφατες άλλες μελέτες γύρω από τα Επιχειρηματικά Πάρκα και την καλύτερη δυνατή ανάπτυξή τους. Η πρώτη μελέτη ανατέθηκε από τη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας και παραδόθηκε το 2018, ενώ αναθεωρήθηκε το 2021. Η μελέτη αυτή καταγράφει τις Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις ανά την ελληνική επικράτεια και επιπλέον υπογραμμίζει τις ανάγκες ανάπτυξης Επιχειρηματικών Πάρκων ανά τύπο - άλλωστε με βάση αυτή τη μελέτη διαμορφώνεται και η σχετική νομοθεσία για τα Επιχειρηματικά Πάρκα. Η δεύτερη σχετική μελέτη ανατέθηκε από την Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων το 2018 και αποτελεί και αυτή μια απόπειρα κατάρτισης ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τα Επιχειρηματικά Πάρκα. Τα κατά τόπoυς επιμελητήρια-μέλη της Ένωσης υπέδειξαν τόσο της Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις στην επικράτειά τους, όσο και τις πιο κατάλληλες τοποθεσίες για την ανάπτυξη νέων Επιχειρηματικών Πάρκων. Η συγγραφική ομάδα "πάτησε" επάνω στα αποτελέσματα της μελέτης της ΚΕΕ προκειμένου να καταρτίσει τη δική της πρόταση για ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Τον Μάιο του 2020 και τον Ιούνιο του 2021, οι ερευνητές απευθύνθηκαν, με στοχευμένα ερωτηματολόγια, στους Δήμους εκείνους εντός των ορίων των οποίων η μελέτη της ΚΕΕ πρότεινε να αναπτυχθούν νέα Επιχειρηματικά Πάρκα. Με αυτή την μεθοδολογία, οι συγγραφείς συνέλεξαν και επεξεργάστηκαν τα δεδομένα και επιχείρησαν να καταθέσουν μια πολύ συγκεκριμένη πρόταση που εκτείνεται σε βάθος 20ετίας. Η πρότασή τους αυτή αφορά στην ανάπτυξη Επιχειρηματικών Πάρκων σε 73 περιοχές, συνολικής επιφάνειας περίπου 100.000 στρεμμάτων σε ολόκληρη την Ελλάδα, με συνολικό προϋπολογισμό Є1,14 δισ. (με δημόσια συμμετοχή στο 40%, δηλαδή περίπου Є23 εκατ. κάθε χρόνο για 20 χρόνια). Πέρα από την πρόταση του Εθνικού Σχεδίου Δράσης, οι ερευνητές επιχειρήσαν ακόμη να υπολογίσουν τα οφέλη που θα είχε μια υποθετική πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου για την ελληνική οικονομία - φυσικά τέτοιου είδους εκτιμήσεις πάντοτε συνοδεύονται από σημαντικούς περιορισμούς. Με την παραδοχή επομένως, ότι θα δημιουργηθούν 73 Επιχειρηματικά Πάρκα συνολικής έκτασης 100.000 στρεμμάτων και με 25.300 περίπου στρέμματα επαγγελματικών κτιρίων, οι συγγραφείς υπολόγισαν ότι μπορεί να αποδώσουν συνολικά οικονομική ανάπτυξη περίπου Є13,8 δισ. ή 7,7% του ΑΕΠ (σε όρους 2018). Επιχείρησαν επίσης, να υπολογίσουν τις θέσεις εργασίας, τις οποίες μπορεί να δημιουργήσει τόσο η ανάπτυξη αυτών των 73 Πάρκων, όσο και, τελικά, η δραστηριότητα μέσα σε αυτά. Το όφελος από την ανάπτυξη των έργων υποδομής υπολογίστηκε σε 13.414 θέσεις απασχόλησης ενώ για την ανάπτυξη των νέων κτηριακών εγκαταστάσεων σε 152.840 θέσεις απασχόλησης. Τέλος, υπολόγισαν επίσης ότι οι μόνιμες θέσεις εργασίας για τη λειτουργία των επιχειρήσεων θα είναι από 46.475, αν το σύνολο των επιχειρήσεων που θα εγκατασταθούν στα επιχειρηματικά πάρκα του Εθνικού Σχεδίου είναι εντάσεως κεφαλαίου (που είναι συνήθως οι πιο παραγωγικές), έως 139.425 θέσεις, αν οι επιχειρήσεις που θα εγκατασταθούν είναι μόνο εντάσεως εργασίας.. Συνοπτικά, η ανάπτυξη Επιχειρηματικών Πάρκων είναι μια διεθνώς καθιερωμένη πρακτική, η οποία, αν γίνεται σωστά, προσφέρει σημαντικά οφέλη για όλους τους εμπλεκόμενους: επιχειρήσεις, κράτος και, ευρύτερα, το κοινωνικό σύνολο. Η Ελλάδα, παρά τα βήματα που έχουν γίνει, δεν έχει καταφέρει να εκμεταλλευτεί τη συγκεκριμένη αναπτυξιακή ευκαιρία. Οι οργανωμένοι υποδοχείς στη χώρα συχνά δεν αντιστοιχούν στις περιοχές με σημαντική βιομηχανική παραγωγή. Αντίθετα, οι επιχειρήσεις συγκεντρώνονται σε Άτυπες Βιομηχανικές Συγκεντρώσεις, πχ. σε περιοχές γύρω από τις εθνικές οδούς, και λειτουργούν συχνά σε ένα πλαίσιο αβεβαιότητας πολλών, μικρών "ρυθμίσεων ευκαιρίας", το οποίο είναι πιθανό να εμποδίζει σημαντικές επενδύσεις. Η νέα μελέτη που δημοσιεύει η διαΝΕΟσις αποτυπώνει με λεπτομέρεια την κατάσταση και επιπλέον παραθέτει τις θεσμικές παρεμβάσεις που οι συγγραφείς θεωρούν κατάλληλες προκειμένου να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια. ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ ΠΑΡΚΑ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ (PDF) ΕΠΙΤΕΛΙΚΗ ΣΥΝΟΨΗ ΜΕΛΕΤΗΣ (PDF)
×
×
  • Create New...

Σημαντικό

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώνουμε το περιεχόμενο του website μας. Μπορείτε να τροποποιήσετε τις ρυθμίσεις των cookie, ή να δώσετε τη συγκατάθεσή σας για την χρήση τους.