Αναζήτηση στην κοινότητα
Εμφάνιση αποτελεσμάτων για τις ετικέτες 'ευρωζώνη'.
Found 8 results
-
Επιτάχυνση της ανάκαμψης της αγοράς κατοικιών σε ολόκληρη την Ευρωζώνη ως τα τέλη του έτους αλλά και συνέχιση της ανοδικής πορείας και κατά το 2022 προβλέπει η Oxford Economics, σύμφωνα με σχετική μελέτη που ήρθε σήμερα στη δημοσιότητα. Αναλυτικότερα, η Oxford Economics σημειώνει πως οι τιμές των ακινήτων στην Ευρωζώνη θα ενισχυθούν κατά το δ' τρίμηνο του 2021 με τον υψηλότερο ρυθμό των τελευταίων 30 χρόνων, καθώς η βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών σε συνδυασμό με τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού θα οδηγήσουν στην αύξηση των τιμών κατά 8%. Για το σύνολο του έτους, η Oxford Economics αναμένει αυξήσεις που θα φτάσουν στο 7%, την στιγμή που οι προηγούμενες προβλέψεις της έκαναν λόγο για αύξηση μικρότερη του 6%. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, η ενίσχυση των τιμών κατοικιών στην πλειοψηφία των κρατών - μελών της Ευρωζώνης δεν δείχνει σημάδια υποχώρησης, ενώ μεσοσταθμικά στην Ευρωζώνη η αύξηση των τιμών υπολογίζεται στο 6,2%, ποσοστό που συνιστά υψηλό 14 ετών. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις εντοπίζονται στις αγορές της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Αυστρίας και της Σλοβακίας, όπου οι τιμές ενισχύονται σε διψήφια ποσοστά, ενώ ακολουθούν η Γαλλία και το Βέλγιο με αυξήσεις της τάξης του 5%. Εικόνα Μικρότερες αυξήσεις αναμένονται σε χώρες της ζώνης του ευρώ που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία, ενώ στην Ιταλία παρατηρείται αναστροφή του αρνητικού κλίματος, με τις αυξήσεις να αγγίζουν σχεδόν το 2%, ποσοστό ωστόσο που είναι το χαμηλότερο μεταξύ των κρατών της Ευρωζώνης. Όπως αναφέρεται στην έκθεση της Oxford Economics, τα χαμηλά επιτόκια και η βελτίωση των ευρύτερων οικονομικών συνθηκών θα συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση των τιμών, ενώ παράλληλα υπογραμμίζεται η σημασία μερικών ακόμα παραγόντων που βοήθησαν στην τόνωση και στην ανάκαμψη της αγοράς, όπως το εύρος των κρατικών ενισχύσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας αλλά και το γεγονός πως τα lockdown και τα περιοριστικά μέτρα ενίσχυσαν την ζήτηση για ιδιοκατοίκηση. Σύμφωνα με την Oxford Economics, η γρήγορη ανάκαμψη της αγοράς εργασίας από τις επιπτώσεις της πανδημίας, η παραμονή των επιτοκίων δανεισμού σε χαμηλά επίπεδα αλλά και η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών μέσω των αποταμιεύσεων θα συνεχίσουν να δρουν υποστηρικτικά στην αύξηση των τιμών βραχυπρόθεσμα, όπως και η περαιτέρω αύξηση του δανεισμού των τραπεζών για αγορές κατοικιών. Οι προβλέψεις για την Ελλάδα Η Ελλάδα δεν αναμένεται να ακολουθήσει την τάση που υπάρχει πανευρωπαϊκά, καθώς το πλήγμα που δέχθηκε η ελληνική αγορά ακινήτων κατά την διάρκεια της πανδημίας, είχε ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των τιμών. Εικόνα Όπως αναφέρεται στην έκθεση, οι αυξήσεις στις τιμές κατά το 2021 αναμένεται να είναι ήπιες, με τον ρυθμό αύξησής τους κατά το τέταρτο τρίμηνο του έτους να αγγίζει το 4%. Αναβαθμίζονται οι προβλέψεις για το 2022 Παράλληλα, αναβαθμίζονται και οι εκτιμήσεις για το ερχόμενο έτος, καθώς αναμένονται αυξήσεις της τάξης του 6%, ποσοστό ιδιαίτερα αυξημένο σε σχέση με το 3% που αναφερόταν στην προηγούμενη έκθεση. Μεσοπρόθεσμα, η Oxford Economics εκτιμά πως ο ρυθμός αύξησης των τιμών των κατοικιών θα μετριαστεί, καθώς η επικείμενη αύξηση των επιτοκίων σε συνδυασμό με την ενίσχυση της προσφοράς ακινήτων αναμένεται να δράσει ανασταλτικά ως προς το ανοδικό momentum που υπάρχει αυτή τη στιγμή. Εικόνα Ως εκ τούτου, η έκθεση επισημαίνει πως ο ρυθμός αύξησης των τιμών κατοικιών την τριετία 2023-2025 θα κυμανθεί σε επίπεδα κάτω του 2%. Τέλος, προειδοποιεί για την ύπαρξη κινδύνων από τη σημαντική αύξηση, ειδικότερα σε αγορές όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, όπου οι τιμές θεωρούνται ήδη «τραβηγμένες».
-
Τα υψηλά επίπεδα χρέους και μία φούσκα στις τιμές των ακινήτων είναι από τις μεγαλύτερες οικονομικές αδυναμίες της Ευρώπης και αποτελούν βαρίδια για την ανάκαμψή της από την ύφεση που προκάλεσε η πανδημία του κορονοϊού, αναφέρει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στην εξαμηνιαία έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. «Οι χώρες αντιμετωπίζουν μία ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ μίας πρόωρης προσαρμογής των μέτρων στήριξης, η οποία μπορεί να συμβάλει σε ένα κύμα εταιρικών χρεοκοπιών, και στη διατήρηση των μέτρων στήριξης για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, διατηρώντας έτσι στη ζωή μη βιώσιμες εταιρείες», ανέφερε η ΕΚΤ. Η συνεχιζόμενη ανάγκη για στήριξη του ιδιωτικού τομέα μπορεί να ενισχύσει τις ανησυχίες για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους των ευάλωτων χωρών της περιοχής, δεδομένου ότι το δημόσιο χρέος αυξήθηκε πολύ πέρυσι, πρόσθεσε. Ωστόσο, η κεντρική τράπεζα σημείωσε ότι είναι χαμηλοί οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι από το υψηλότερο δημόσιο χρέος, δεδομένων των χαμηλών επιτοκίων και της πρόσφατης τάσης για την έκδοση πολύ μακροπρόθεσμων ομολόγων που «κλειδώνουν» τα χαμηλά επιτόκια. Οι τιμές των ακινήτων αποτελούν μία άλλη πηγή αδυναμίας, ιδιαίτερα αυτές των εμπορικών ακινήτων, μίας αγοράς που χαρακτηριζόταν από υψηλή ζήτηση και υπερβολικές αποτιμήσεις στα προ της πανδημίας χρόνια. Οι τιμές των εμπορικών ακινήτων αντιμετωπίζουν ήδη σημαντική διόρθωση καθώς η πανδημία αλλάζει τις εργασιακές συνήθειες, ενώ είναι πιθανές και περαιτέρω μειώσεις τους, οδηγώντας σε πιθανές πιστωτικές απώλειες ή σε συμπίεση των ενεχύρων. «Η αυξανόμενη υπερτίμηση τα τελευταία χρόνια έχει αφήσει περιθώριο για σημαντική μείωση των τιμών, καθώς η πλειονότητα των επενδυτών δηλώνουν ότι οι αποτιμήσεις δεν έχουν πιάσει πάτο ακόμη… Η δραστηριότητα παρέμεινε στα μισά περίπου επίπεδα του μακροπρόθεσμου μέσου όρου, συγκαλύπτοντας πιθανόν μία περαιτέρω μείωση στις τιμές των ακινήτων». Αυτό είναι δυνητικά ένα σημαντικό πρόβλημα, καθώς οι χορηγήσεις δανείων για εμπορικά ακίνητα αντιστοιχούν στο 7% της έκθεσης των τραπεζών στον ιδιωτικό τομέα, αναφέρει η έκθεση της ΕΚΤ. Σύμφωνα με την ίδια, οι αγορές οικιστικών ακινήτων είναι σε καλύτερη κατάσταση, αλλά η υπερτίμηση, εν μέρει λόγω των πολύ φθηνών δανείων, είναι ήδη φανερή. «Ο κίνδυνος μίας διόρθωσης στις αγορές κατοικιών έχει αυξηθεί εν μέσω ενδείξεων για υψηλές αποτιμήσεις στην Ευρωζώνη ως σύνολο», ανέφερε η ΕΚΤ. Ο καθοδικός κίνδυνος για τις τιμές των κατοικιών προοιωνίζεται μία επιβράδυνση της αύξησης των τιμών το επόμενο έτος, αλλά δεν αναμένεται μία μείωσή τους, πρόσθεσε.
-
Η δεύτερη πιο φτωχή χώρα στην Ευρωζώνη ήταν η Ελλάδα το 2012, όπως προκύπτει από τα συγκεντρωτικά στοιχεία που παρουσίασε χθες η Eurostat για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Ειδικότερα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα διαμορφώθηκε πέρυσι στο 75% του κοινοτικού μέσου όρου από 80% το 2011 και 88% το 2010. Πρόκειται για πρωτοφανή καθίζηση της οικονομικής δραστηριότητας, χωρίς ανάλογη περίπτωση οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη. Ετσι, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας, πάντοτε εκπεφρασμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, ήταν υψηλότερο, το 2010, από κρατών όπως η Μάλτα, η Πορτογαλία, η Σλοβακία και η Σλοβενία, από τις χώρες της Ευρωζώνης πέρυσι μόνο η Εσθονία είχε μικρότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ελλάδα (71% του κοινοτικού μέσου όρου). Στην κορυφή της σχετικής κατάταξης βρίσκεται το Λουξεμβούργο (263%), ενώ ακολουθούν η Αυστρία (130%), η Ιρλανδία (129%), η Ολλανδία (128%), η Γερμανία (123%) και το Βέλγιο (120%). Αξίζει να σημειωθεί ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Εσθονίας αυξάνεται κάθε χρόνο με ικανοποιητικούς ρυθμούς, την ώρα που το ελληνικό συνεχίζει και φέτος να συρρικνώνεται, όπερ σημαίνει ότι στα στοιχεία για το 2013 που θα δημοσιεύσει του χρόνου η Eurostat, η χώρα μας θα υπολείπεται και του βαλτικού εταίρου της. Λίγο πιο ικανοποιητική είναι η εικόνα στην καταμέτρηση της Πραγματικής Κατά Κεφαλήν Ατομικής Κατανάλωσης (ΠΑΚ), δείκτης ο οποίος, σύμφωνα με τη Eurostat, απεικονίζει καλύτερη την ευημερία των νοικοκυριών, αφού καταγράφει την κατανάλωση κάθε μορφής αγαθού και υπηρεσίας από τα νοικοκυριά, αλλά και τις υπηρεσίες και τα αγαθά που παρέχονται από μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς και από το κράτος. Σύμφωνα με αυτόν τον δείκτη λοιπόν, η ΠΑΚ της Ελλάδας βρίσκεται στο 85% του κοινοτικού μέσου όρου, πολύ υψηλότερα δηλαδή από την Εσθονία, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία. Παρ’ όλα αυτά, και η ΠΑΚ της χώρας μας μειώθηκε δραματικά από το 98% του μ.ο της Ε.Ε. που ήταν το 2010, και 92% το 2011. Σημειώνεται, τέλος, ότι οι φτωχότερες χώρες της Ε.Ε. τόσο σε ΠΑΚ όσο και σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ παραμένουν η Βουλγαρία και η Ρουμανία, αν και η ΠΑΚ δείχνει ότι το χάσμα μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων κρατών δεν είναι τόσο ευρύ όσο φαίνεται από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Πηγή: http://iekemtee.gr/e... Click here to view the είδηση
-
Η αγορά κατοικίας στην ευρωζώνη ανακάμπτει ύστερα από χρόνια στασιμότητας και πλέον αναμένεται να σημειώσει περαιτέρω άνοδο, αναφέρει άρθρο της εφημερίδας Financial Times που επικαλείται έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Το γεγονός ότι έσκασε η φούσκα της αγοράς ακινήτων σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην χρηματοοικονομική κρίση της ευρωζώνης, και ενώ υπήρξε πρόσκαιρη ανάκαμψη το 2010 και το 2011, οι τιμές των κατοικιών υποχώρησαν και πάλι το 2012 και το 2013. Σε έκθεσή της που δημοσιοποιήθηκε σήμερα, η ΕΚΤ αναφέρει ότι, «έπειτα από διακυμάνσεις», τώρα υπάρχουν «αυξανόμενες ενδείξεις ότι οι τιμές κατοικιών στην ευρωζώνη βρίσκονται εν τέλει και πάλι σε ανοδική πορεία», αν και προειδοποίησε ότι η άνοδος φαίνεται να είναι ασθενέστερη σε σχέση με προηγούμενες ανακάμψεις. Συνολικά στην ευρωζώνη, οι τιμές κατοικιών στα τέλη Μαρτίου ήταν 1,1% υψηλότερες συγκριτικά με ένα χρόνο νωρίτερα. Η σημαντικότερη αύξηση καταγράφεται στην Ιρλανδία, όπου οι τιμές ήταν κατά 16,8% υψηλότερες. Η Γερμανία και η Αυστρία – όπου η αγορά κατοικίας παρέμεινε σχετικά σταθερή κατά τη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης – επίσης κατέγραψαν περαιτέρω άνοδο, με τις τιμές να σημειώνουν αύξηση 5% και 3,6% αντίστοιχα. Η εικόνα βελτιώνεται και στην Ισπανία, όπου σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, η τιμή μιας μέσης κατοικίας αυξήθηκε κατά 4% το δεύτερο τρίμηνο σε ετήσια βάση. Σε άλλες χώρες, ωστόσο, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ελλάδα, οι τιμές των κατοικιών συνεχίζουν να υποχωρούν. Όπως επισημαίνει η εφημερίδα, η ΕΚΤ ανέφερε ότι γενικά η ανοδική τάση στις τιμές των κατοικιών στην ευρωζώνη πιθανόν να συνεχιστεί, χάρη στα ιστορικά χαμηλά επιτόκια και τη βελτίωση των αγορών εργασίας, δύο παράγοντες που έχουν διευκολύνει την παροχή στεγαστικών δανείων στους καταναλωτές. Η ΕΚΤ αναγνώρισε επίσης ότι τα υπερβολικά χαμηλά επιτόκια που εισήγαγε σε μια προσπάθεια να τονώσει την ευρωπαϊκή οικονομία, θα μπορούσαν να συμβάλουν στην υπερβολική αύξηση των τιμών των κατοικιών. Συνολικά, ωστόσο, επεσήμανε ότι υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι η άνοδος των τιμών οδηγεί επί του παρόντος «είτε σε εκτεταμένες ανισορροπίες στις τιμές των κατοικιών είτε σε γρήγορη αύξηση των στεγαστικών δανείων».
-
Η δεύτερη πιο φτωχή χώρα στην Ευρωζώνη ήταν η Ελλάδα το 2012, όπως προκύπτει από τα συγκεντρωτικά στοιχεία που παρουσίασε χθες η Eurostat για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Ειδικότερα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα διαμορφώθηκε πέρυσι στο 75% του κοινοτικού μέσου όρου από 80% το 2011 και 88% το 2010. Πρόκειται για πρωτοφανή καθίζηση της οικονομικής δραστηριότητας, χωρίς ανάλογη περίπτωση οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη. Ετσι, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας, πάντοτε εκπεφρασμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, ήταν υψηλότερο, το 2010, από κρατών όπως η Μάλτα, η Πορτογαλία, η Σλοβακία και η Σλοβενία, από τις χώρες της Ευρωζώνης πέρυσι μόνο η Εσθονία είχε μικρότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ελλάδα (71% του κοινοτικού μέσου όρου). Στην κορυφή της σχετικής κατάταξης βρίσκεται το Λουξεμβούργο (263%), ενώ ακολουθούν η Αυστρία (130%), η Ιρλανδία (129%), η Ολλανδία (128%), η Γερμανία (123%) και το Βέλγιο (120%). Αξίζει να σημειωθεί ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Εσθονίας αυξάνεται κάθε χρόνο με ικανοποιητικούς ρυθμούς, την ώρα που το ελληνικό συνεχίζει και φέτος να συρρικνώνεται, όπερ σημαίνει ότι στα στοιχεία για το 2013 που θα δημοσιεύσει του χρόνου η Eurostat, η χώρα μας θα υπολείπεται και του βαλτικού εταίρου της. Λίγο πιο ικανοποιητική είναι η εικόνα στην καταμέτρηση της Πραγματικής Κατά Κεφαλήν Ατομικής Κατανάλωσης (ΠΑΚ), δείκτης ο οποίος, σύμφωνα με τη Eurostat, απεικονίζει καλύτερη την ευημερία των νοικοκυριών, αφού καταγράφει την κατανάλωση κάθε μορφής αγαθού και υπηρεσίας από τα νοικοκυριά, αλλά και τις υπηρεσίες και τα αγαθά που παρέχονται από μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς και από το κράτος. Σύμφωνα με αυτόν τον δείκτη λοιπόν, η ΠΑΚ της Ελλάδας βρίσκεται στο 85% του κοινοτικού μέσου όρου, πολύ υψηλότερα δηλαδή από την Εσθονία, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία. Παρ’ όλα αυτά, και η ΠΑΚ της χώρας μας μειώθηκε δραματικά από το 98% του μ.ο της Ε.Ε. που ήταν το 2010, και 92% το 2011. Σημειώνεται, τέλος, ότι οι φτωχότερες χώρες της Ε.Ε. τόσο σε ΠΑΚ όσο και σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ παραμένουν η Βουλγαρία και η Ρουμανία, αν και η ΠΑΚ δείχνει ότι το χάσμα μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων κρατών δεν είναι τόσο ευρύ όσο φαίνεται από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Πηγή: http://iekemtee.gr/el/%CE%B3%CE%BD%CF%8E%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BC%CE%AC%CE%B8%CE%B7%CF%83%CE%B7/%CE%AD%CF%81%CE%B5%CF%85%CE%BD%CE%B5%CF%82/7891-%CE%B4%CE%B5%CF%8D%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B7-%CF%86%CF%84%CF%89%CF%87%CF%8C%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B7-%CF%87%CF%8E%CF%81%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%89%CE%B6%CF%8E%CE%BD%CE%B7-%CE%B7-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1-%CF%84%CE%BF-2012
-
Τα υψηλά επίπεδα χρέους και μία φούσκα στις τιμές των ακινήτων είναι από τις μεγαλύτερες οικονομικές αδυναμίες της Ευρώπης και αποτελούν βαρίδια για την ανάκαμψή της από την ύφεση που προκάλεσε η πανδημία του κορονοϊού, αναφέρει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στην εξαμηνιαία έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. «Οι χώρες αντιμετωπίζουν μία ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ μίας πρόωρης προσαρμογής των μέτρων στήριξης, η οποία μπορεί να συμβάλει σε ένα κύμα εταιρικών χρεοκοπιών, και στη διατήρηση των μέτρων στήριξης για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, διατηρώντας έτσι στη ζωή μη βιώσιμες εταιρείες», ανέφερε η ΕΚΤ. Η συνεχιζόμενη ανάγκη για στήριξη του ιδιωτικού τομέα μπορεί να ενισχύσει τις ανησυχίες για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους των ευάλωτων χωρών της περιοχής, δεδομένου ότι το δημόσιο χρέος αυξήθηκε πολύ πέρυσι, πρόσθεσε. Ωστόσο, η κεντρική τράπεζα σημείωσε ότι είναι χαμηλοί οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι από το υψηλότερο δημόσιο χρέος, δεδομένων των χαμηλών επιτοκίων και της πρόσφατης τάσης για την έκδοση πολύ μακροπρόθεσμων ομολόγων που «κλειδώνουν» τα χαμηλά επιτόκια. Οι τιμές των ακινήτων αποτελούν μία άλλη πηγή αδυναμίας, ιδιαίτερα αυτές των εμπορικών ακινήτων, μίας αγοράς που χαρακτηριζόταν από υψηλή ζήτηση και υπερβολικές αποτιμήσεις στα προ της πανδημίας χρόνια. Οι τιμές των εμπορικών ακινήτων αντιμετωπίζουν ήδη σημαντική διόρθωση καθώς η πανδημία αλλάζει τις εργασιακές συνήθειες, ενώ είναι πιθανές και περαιτέρω μειώσεις τους, οδηγώντας σε πιθανές πιστωτικές απώλειες ή σε συμπίεση των ενεχύρων. «Η αυξανόμενη υπερτίμηση τα τελευταία χρόνια έχει αφήσει περιθώριο για σημαντική μείωση των τιμών, καθώς η πλειονότητα των επενδυτών δηλώνουν ότι οι αποτιμήσεις δεν έχουν πιάσει πάτο ακόμη… Η δραστηριότητα παρέμεινε στα μισά περίπου επίπεδα του μακροπρόθεσμου μέσου όρου, συγκαλύπτοντας πιθανόν μία περαιτέρω μείωση στις τιμές των ακινήτων». Αυτό είναι δυνητικά ένα σημαντικό πρόβλημα, καθώς οι χορηγήσεις δανείων για εμπορικά ακίνητα αντιστοιχούν στο 7% της έκθεσης των τραπεζών στον ιδιωτικό τομέα, αναφέρει η έκθεση της ΕΚΤ. Σύμφωνα με την ίδια, οι αγορές οικιστικών ακινήτων είναι σε καλύτερη κατάσταση, αλλά η υπερτίμηση, εν μέρει λόγω των πολύ φθηνών δανείων, είναι ήδη φανερή. «Ο κίνδυνος μίας διόρθωσης στις αγορές κατοικιών έχει αυξηθεί εν μέσω ενδείξεων για υψηλές αποτιμήσεις στην Ευρωζώνη ως σύνολο», ανέφερε η ΕΚΤ. Ο καθοδικός κίνδυνος για τις τιμές των κατοικιών προοιωνίζεται μία επιβράδυνση της αύξησης των τιμών το επόμενο έτος, αλλά δεν αναμένεται μία μείωσή τους, πρόσθεσε. View full είδηση
-
Επιτάχυνση της ανάκαμψης της αγοράς κατοικιών σε ολόκληρη την Ευρωζώνη ως τα τέλη του έτους αλλά και συνέχιση της ανοδικής πορείας και κατά το 2022 προβλέπει η Oxford Economics, σύμφωνα με σχετική μελέτη που ήρθε σήμερα στη δημοσιότητα. Αναλυτικότερα, η Oxford Economics σημειώνει πως οι τιμές των ακινήτων στην Ευρωζώνη θα ενισχυθούν κατά το δ' τρίμηνο του 2021 με τον υψηλότερο ρυθμό των τελευταίων 30 χρόνων, καθώς η βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών σε συνδυασμό με τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού θα οδηγήσουν στην αύξηση των τιμών κατά 8%. Για το σύνολο του έτους, η Oxford Economics αναμένει αυξήσεις που θα φτάσουν στο 7%, την στιγμή που οι προηγούμενες προβλέψεις της έκαναν λόγο για αύξηση μικρότερη του 6%. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, η ενίσχυση των τιμών κατοικιών στην πλειοψηφία των κρατών - μελών της Ευρωζώνης δεν δείχνει σημάδια υποχώρησης, ενώ μεσοσταθμικά στην Ευρωζώνη η αύξηση των τιμών υπολογίζεται στο 6,2%, ποσοστό που συνιστά υψηλό 14 ετών. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις εντοπίζονται στις αγορές της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Αυστρίας και της Σλοβακίας, όπου οι τιμές ενισχύονται σε διψήφια ποσοστά, ενώ ακολουθούν η Γαλλία και το Βέλγιο με αυξήσεις της τάξης του 5%. Εικόνα Μικρότερες αυξήσεις αναμένονται σε χώρες της ζώνης του ευρώ που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία, ενώ στην Ιταλία παρατηρείται αναστροφή του αρνητικού κλίματος, με τις αυξήσεις να αγγίζουν σχεδόν το 2%, ποσοστό ωστόσο που είναι το χαμηλότερο μεταξύ των κρατών της Ευρωζώνης. Όπως αναφέρεται στην έκθεση της Oxford Economics, τα χαμηλά επιτόκια και η βελτίωση των ευρύτερων οικονομικών συνθηκών θα συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση των τιμών, ενώ παράλληλα υπογραμμίζεται η σημασία μερικών ακόμα παραγόντων που βοήθησαν στην τόνωση και στην ανάκαμψη της αγοράς, όπως το εύρος των κρατικών ενισχύσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας αλλά και το γεγονός πως τα lockdown και τα περιοριστικά μέτρα ενίσχυσαν την ζήτηση για ιδιοκατοίκηση. Σύμφωνα με την Oxford Economics, η γρήγορη ανάκαμψη της αγοράς εργασίας από τις επιπτώσεις της πανδημίας, η παραμονή των επιτοκίων δανεισμού σε χαμηλά επίπεδα αλλά και η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών μέσω των αποταμιεύσεων θα συνεχίσουν να δρουν υποστηρικτικά στην αύξηση των τιμών βραχυπρόθεσμα, όπως και η περαιτέρω αύξηση του δανεισμού των τραπεζών για αγορές κατοικιών. Οι προβλέψεις για την Ελλάδα Η Ελλάδα δεν αναμένεται να ακολουθήσει την τάση που υπάρχει πανευρωπαϊκά, καθώς το πλήγμα που δέχθηκε η ελληνική αγορά ακινήτων κατά την διάρκεια της πανδημίας, είχε ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των τιμών. Εικόνα Όπως αναφέρεται στην έκθεση, οι αυξήσεις στις τιμές κατά το 2021 αναμένεται να είναι ήπιες, με τον ρυθμό αύξησής τους κατά το τέταρτο τρίμηνο του έτους να αγγίζει το 4%. Αναβαθμίζονται οι προβλέψεις για το 2022 Παράλληλα, αναβαθμίζονται και οι εκτιμήσεις για το ερχόμενο έτος, καθώς αναμένονται αυξήσεις της τάξης του 6%, ποσοστό ιδιαίτερα αυξημένο σε σχέση με το 3% που αναφερόταν στην προηγούμενη έκθεση. Μεσοπρόθεσμα, η Oxford Economics εκτιμά πως ο ρυθμός αύξησης των τιμών των κατοικιών θα μετριαστεί, καθώς η επικείμενη αύξηση των επιτοκίων σε συνδυασμό με την ενίσχυση της προσφοράς ακινήτων αναμένεται να δράσει ανασταλτικά ως προς το ανοδικό momentum που υπάρχει αυτή τη στιγμή. Εικόνα Ως εκ τούτου, η έκθεση επισημαίνει πως ο ρυθμός αύξησης των τιμών κατοικιών την τριετία 2023-2025 θα κυμανθεί σε επίπεδα κάτω του 2%. Τέλος, προειδοποιεί για την ύπαρξη κινδύνων από τη σημαντική αύξηση, ειδικότερα σε αγορές όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, όπου οι τιμές θεωρούνται ήδη «τραβηγμένες». View full είδηση
-
Η αγορά κατοικίας στην ευρωζώνη ανακάμπτει ύστερα από χρόνια στασιμότητας και πλέον αναμένεται να σημειώσει περαιτέρω άνοδο, αναφέρει άρθρο της εφημερίδας Financial Times που επικαλείται έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Το γεγονός ότι έσκασε η φούσκα της αγοράς ακινήτων σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην χρηματοοικονομική κρίση της ευρωζώνης, και ενώ υπήρξε πρόσκαιρη ανάκαμψη το 2010 και το 2011, οι τιμές των κατοικιών υποχώρησαν και πάλι το 2012 και το 2013. Σε έκθεσή της που δημοσιοποιήθηκε σήμερα, η ΕΚΤ αναφέρει ότι, «έπειτα από διακυμάνσεις», τώρα υπάρχουν «αυξανόμενες ενδείξεις ότι οι τιμές κατοικιών στην ευρωζώνη βρίσκονται εν τέλει και πάλι σε ανοδική πορεία», αν και προειδοποίησε ότι η άνοδος φαίνεται να είναι ασθενέστερη σε σχέση με προηγούμενες ανακάμψεις. Συνολικά στην ευρωζώνη, οι τιμές κατοικιών στα τέλη Μαρτίου ήταν 1,1% υψηλότερες συγκριτικά με ένα χρόνο νωρίτερα. Η σημαντικότερη αύξηση καταγράφεται στην Ιρλανδία, όπου οι τιμές ήταν κατά 16,8% υψηλότερες. Η Γερμανία και η Αυστρία – όπου η αγορά κατοικίας παρέμεινε σχετικά σταθερή κατά τη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης – επίσης κατέγραψαν περαιτέρω άνοδο, με τις τιμές να σημειώνουν αύξηση 5% και 3,6% αντίστοιχα. Η εικόνα βελτιώνεται και στην Ισπανία, όπου σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, η τιμή μιας μέσης κατοικίας αυξήθηκε κατά 4% το δεύτερο τρίμηνο σε ετήσια βάση. Σε άλλες χώρες, ωστόσο, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ελλάδα, οι τιμές των κατοικιών συνεχίζουν να υποχωρούν. Όπως επισημαίνει η εφημερίδα, η ΕΚΤ ανέφερε ότι γενικά η ανοδική τάση στις τιμές των κατοικιών στην ευρωζώνη πιθανόν να συνεχιστεί, χάρη στα ιστορικά χαμηλά επιτόκια και τη βελτίωση των αγορών εργασίας, δύο παράγοντες που έχουν διευκολύνει την παροχή στεγαστικών δανείων στους καταναλωτές. Η ΕΚΤ αναγνώρισε επίσης ότι τα υπερβολικά χαμηλά επιτόκια που εισήγαγε σε μια προσπάθεια να τονώσει την ευρωπαϊκή οικονομία, θα μπορούσαν να συμβάλουν στην υπερβολική αύξηση των τιμών των κατοικιών. Συνολικά, ωστόσο, επεσήμανε ότι υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι η άνοδος των τιμών οδηγεί επί του παρόντος «είτε σε εκτεταμένες ανισορροπίες στις τιμές των κατοικιών είτε σε γρήγορη αύξηση των στεγαστικών δανείων». Click here to view the είδηση