Αναζήτηση στην κοινότητα
Εμφάνιση αποτελεσμάτων για τις ετικέτες 'μήνυση'.
Found 3 results
-
Το Β' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε συνταγματική, νόμιμη και σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης την αύξηση από 10 σε 100 ευρώ του παραβόλου που επισυνάπτεται με την κατάθεση των μηνύσεων και την αύξηση από 10 σε 50 ευρώ του τέλους που προβλέπεται από το άρθρο 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την πολιτική αγωγή. Όπως είναι γνωστό, με νομοθετήματα αυξήθηκε από τα 10 στα 100 ευρώ το παράβολο που θα πληρώνει ο κάθε πολίτης, όταν καταθέτει μηνυτήρια αναφορά στην Εισαγγελία ή σε Αστυνομικό Τμήμα. Δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου κατά την κατάθεση μηνυτήριας αναφοράς, μεταξύ των άλλων, όταν αυτή αφορά εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και τα εγκλήματα της ενδοοικογενειακής βίας. Ακόμα, το τέλος πολιτικής αγωγής που προβλέπεται από το άρθρο 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αυξήθηκε από τα 10 στα 50 ευρώ. Σύμφωνα με ΣτΕ, το παράβολο κατά την κατάθεση των μηνύσεων και το τέλος πολιτικής αγωγής δεν αποτελούν φορολογικά βάρη κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος που καθορίζει τον ορισμό του φόρου, καθώς «έχουν το χαρακτήρα δικαστικών τελών με σημαντικά στοιχεία ανταποδοτικότητας». Κατόπιν αυτού, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός των 10 περιφερειακών Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, που είχαν προσφύγει στο ΣτΕ υποστηρίζοντας, μεταξύ των άλλων, ότι το επίμαχο παράβολο αποτελεί φόρο. Η αιτιολόγηση της απόρριψης Σύμφωνα με το ΣτΕ (και κατά την σχετική εισηγητική έκθεση) το παράβολο της μηνύσεως στοχεύει «στον περιορισμό του μεγάλου όγκου αστήρικτων και προπετών μηνύσεων», ενώ το μεγαλύτερο μέρος του παραβόλου καταλήγει στο Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων για τους σκοπούς του εν λόγω Ταμείου (κατασκευή και συντήρηση δικαστικών κτιρίων, κ.λπ.). Επίσης, αναφέρει το ΣτΕ ότι σε περίπτωση ευδοκίμησης της μηνυτήριας αναφοράς (καταδίκης μηνυομένου) το παράβολο επιστρέφεται στο μηνυτή. Παράλληλα, αναφέρεται στην δικαστική απόφαση, ότι ναι μεν η αύξηση των παραβόλων, κ.λπ. είναι σημαντικά μεγάλη, αλλά «όχι όμως τέτοιου ύψους, ώστε να παρεμποδίζει ουσιωδώς, και μάλιστα κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς στις συνταγματικές διατάξεις περί ισότητας, το δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως, εν όψει του ότι για τον μέσο πολίτη, η υποβολή μήνυσης δεν αποτελεί κατά κοινή πείρα ιδιαίτερα συχνή πρακτική». Έτσι, η επίμαχη αύξηση «εμπίπτει στο συνταγματικό προστατευμένο δικαίωμα δικαστικής προστασίας», αλλά «και εν πάση περιπτώσει δεν υπερβαίνει το όριο που πρέπει να τηρείται εν όψει της επιβαλλόμενης αναλογίας μεταξύ του εν λόγω δικαιώματος (σ.σ.: δικαστικής προστασίας) και του επιδιωκόμενου, θεμιτά, από το νομοθέτη σκοπού να θέσει φραγμό σε όσους με άσκοπές και επιπόλαιες καταγγελίες ή μηνύσεις για ασήμαντες αφορμές, απασχολούν υπέρμετρα την Ποινική Δικαιοσύνη σε βάρος των σοβαρών υποθέσεων, με τις οποίες αυτή δεν μπορεί, λόγω της συσσώρευσης των μηνύσεων, να ασχοληθεί κατά τρόπο ταχύ και αποτελεσματικό». Το ΣτΕ απέρριψε τους ισχυρισμούς των Δικηγορικών Συλλόγων ότι με την επίμαχη αύξηση του παραβόλου, κ.λπ., αδιακρίτως του εισοδήματος και της φοροδοτικής ικανότητας του μηνυτή, παραβιάζονται οι συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας. Τέλος, υπογραμμίζει το ΣτΕ ότι από τις επίμαχες αυξήσεις δεν παραβιάζονται το άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας, αλλά ούτε και το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πηγή: http://news.in.gr/greece/article/?aid=1500019061
-
Tην παρέμβαση του εισαγγελέα και την ποινική διερεύνηση του τρόπου διαχείρισης από την Τράπεζα της Ελλάδος των αποθεματικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ) ζητά με μηνυτήρια αναφορά που υπέβαλε στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών κ. Ι.Σακελλάκο ο πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος Χρήστος Σπιρτζής. Αντικείμενο της προσφυγής στον Εισαγγελέα είναι τα ποσά που επενδύθηκαν, όπως τονίζεται στην αναφορά, "με ανεξέλεγκτο τρόπο εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος σε ομόλογα και έντοκα γραμμάτια αρκετών δις ευρώ χωρίς την παραμικρή άδεια και ενημέρωση των διοικήσεων του ΕΤΑΑ". Η μηνυτήρια αναφορά υπογράφεται από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, την Ελληνική Οδοντιατρική Ομοσπονδία, τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο, το Συμβολαιογραφικό Σύλλογο Εφετείων Αθηνών-Πειραιώς-Αιγαίου και Δωδεκανήσου, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, την Ομοσπονδία Δικαστικών Επιμελητών Ελλάδος και τον Φαρμακευτικό Σύλλογο Αττικής. Ζητείται μάλιστα η ανάθεση της έρευνας για την υπόθεση σε εφέτη ανακριτή. Σύμφωνα με τα όσα περιγράφονται στην μηνυτήρια αναφορά, χρήματα από τα αποθεματικά ,που υπολογίζεται πως φτάνουν τα 6 δις ευρώ, χρησιμοποιήθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος για την αγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου από το 1997 χωρίς να έχουν ενημερωθεί οι δικαιούχοι. Εκτιμάται επίσης πως το 85% των αποθεματικών είναι σε ομόλογα και όπως επισημαίνεται στην αναφορά: "σε μια εποχή που από το μεσοπρόθεσμο προβλέπεται τεράστια αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών η Τράπεζα της Ελλάδος ,ως αποκλειστικός διαχειριστής των αποθεματικών των ταμείων μας, προωθεί τόσο να ενταχθούν στο "κούρεμα" όσο και να χαθεί ένα κομμάτι από αυτά". Σε ανακοίνωση του για το θέμα ο ΔΣΑ αναφέρει : "η εν λόγω επένδυση προήλθε ως αποτέλεσμα του προφανώς, αντισυνταγματικού νόμου 2469/1977, βάσει του οποίου το ΕΤΑΑ εξαναγκαστικά κατέθετε τα αποθεματικά του στην Τράπεζα της Ελλάδος και η τελευταία τα "επένδυε" - ανεξέλεγκτα και χωρίς καμιά προσοχή και επιμέλεια - σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου". Το ΕΤΑΑ, όπως υπογραμμίζει ο ΔΣΑ , προέκυψε, από τη συνένωση τριών υγιέστατων Ταμείων (Ταμείο Νομικών, ΤΣΜΕΔΕ και ΤΣΑΥ) και παρέμενε εύρωστο και ισχυρό, αφού μεταφέρθηκαν σ' αυτό οι ασφαλιστικές εισφορές των μελών των ταμείων αυτών, μαζί με τα αποθεματικά και του λοιπούς πόρους τους. Υποστηρίζει επίσης ο ΔΣΑ: "Η Τράπεζα της Ελλάδος (δια των οργάνων της) από την πλευρά της, ως θεσμικό όργανο του Κράτους που ασκεί δημόσια εξουσία ,γνώριζε από τις ετήσιες οικονομικές εκθέσεις της την τραγική Κατάσταση της Ελληνικής Οικονομίας και μάλιστα από του έτους 2009 καθώς και την ύπαρξη του υπέρογκου κρατικού χρέους. Παρόλα αυτά, επέλεξε να προβαίνει μέχρι και σήμερα σε επενδύσεις σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου με χρήση των αποθεματικών του ΕΤΑΑ, ενέργεια που συνεπάγεται προφανή βλάβη για το Ταμείο μας, το ακριβές ύψος της οποίας αναμένεται αποκαλυφθεί πλήρως από την διενεργητέα ανάκριση. Σε κάθε περίπτωση, προκύπτει σαφώς πως η Τράπεζα της Ελλάδος ενήργησε ως διαχειριστής ξένης περιουσίας - και μάλιστα προστατευόμενης από ειδικές διατάξεις - κατά τρόπο αντίθετο προς το συμφέρον του ΕΤΑΑ και του συνόλου των ασφαλισμένων του. Κατόπιν αυτών, εμφανίζεται πλέον υπαρκτός ο κίνδυνος να μην είναι σε θέση στο μέλλον το ΕΤΑΑ να καταβάλλει συντάξεις και παροχές". Στην ανακοίνωση του ΔΣΑ τονίζεται πως "η παράνομη συμπεριφορά της Τράπεζας της Ελλάδος έλαβε χώρα από όργανα της Διοίκησής της, τα οποία τελούσαν σε πλήρη γνώση της επικείμενης και βέβαιης βλάβης του ΕΤΑΑ. Κατά συνέπεια, καθίσταται επιτακτική η άμεση διερεύνηση του ζητήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του ποινικού δικαίου, έτσι ώστε να αποκαλυφθούν οι υπαίτιοι των ως άνω αξιόποινων πράξεων και να υποστούν την προβλεπόμενη από το ισχύον δίκαιο τιμωρία". Πηγή: http://www.tanea.gr/ellada/article/?aid=4676045 http://www.enet.gr/?i=news.el.oikonomia&id=328661 http://www.tovima.gr/finance/article/?aid=432159&h1=true
- 7 απαντήσεις
-
Το Β' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε συνταγματική, νόμιμη και σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης την αύξηση από 10 σε 100 ευρώ του παραβόλου που επισυνάπτεται με την κατάθεση των μηνύσεων και την αύξηση από 10 σε 50 ευρώ του τέλους που προβλέπεται από το άρθρο 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την πολιτική αγωγή. Όπως είναι γνωστό, με νομοθετήματα αυξήθηκε από τα 10 στα 100 ευρώ το παράβολο που θα πληρώνει ο κάθε πολίτης, όταν καταθέτει μηνυτήρια αναφορά στην Εισαγγελία ή σε Αστυνομικό Τμήμα. Δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου κατά την κατάθεση μηνυτήριας αναφοράς, μεταξύ των άλλων, όταν αυτή αφορά εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και τα εγκλήματα της ενδοοικογενειακής βίας. Ακόμα, το τέλος πολιτικής αγωγής που προβλέπεται από το άρθρο 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αυξήθηκε από τα 10 στα 50 ευρώ. Σύμφωνα με ΣτΕ, το παράβολο κατά την κατάθεση των μηνύσεων και το τέλος πολιτικής αγωγής δεν αποτελούν φορολογικά βάρη κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος που καθορίζει τον ορισμό του φόρου, καθώς «έχουν το χαρακτήρα δικαστικών τελών με σημαντικά στοιχεία ανταποδοτικότητας». Κατόπιν αυτού, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός των 10 περιφερειακών Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, που είχαν προσφύγει στο ΣτΕ υποστηρίζοντας, μεταξύ των άλλων, ότι το επίμαχο παράβολο αποτελεί φόρο. Η αιτιολόγηση της απόρριψης Σύμφωνα με το ΣτΕ (και κατά την σχετική εισηγητική έκθεση) το παράβολο της μηνύσεως στοχεύει «στον περιορισμό του μεγάλου όγκου αστήρικτων και προπετών μηνύσεων», ενώ το μεγαλύτερο μέρος του παραβόλου καταλήγει στο Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων για τους σκοπούς του εν λόγω Ταμείου (κατασκευή και συντήρηση δικαστικών κτιρίων, κ.λπ.). Επίσης, αναφέρει το ΣτΕ ότι σε περίπτωση ευδοκίμησης της μηνυτήριας αναφοράς (καταδίκης μηνυομένου) το παράβολο επιστρέφεται στο μηνυτή. Παράλληλα, αναφέρεται στην δικαστική απόφαση, ότι ναι μεν η αύξηση των παραβόλων, κ.λπ. είναι σημαντικά μεγάλη, αλλά «όχι όμως τέτοιου ύψους, ώστε να παρεμποδίζει ουσιωδώς, και μάλιστα κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς στις συνταγματικές διατάξεις περί ισότητας, το δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως, εν όψει του ότι για τον μέσο πολίτη, η υποβολή μήνυσης δεν αποτελεί κατά κοινή πείρα ιδιαίτερα συχνή πρακτική». Έτσι, η επίμαχη αύξηση «εμπίπτει στο συνταγματικό προστατευμένο δικαίωμα δικαστικής προστασίας», αλλά «και εν πάση περιπτώσει δεν υπερβαίνει το όριο που πρέπει να τηρείται εν όψει της επιβαλλόμενης αναλογίας μεταξύ του εν λόγω δικαιώματος (σ.σ.: δικαστικής προστασίας) και του επιδιωκόμενου, θεμιτά, από το νομοθέτη σκοπού να θέσει φραγμό σε όσους με άσκοπές και επιπόλαιες καταγγελίες ή μηνύσεις για ασήμαντες αφορμές, απασχολούν υπέρμετρα την Ποινική Δικαιοσύνη σε βάρος των σοβαρών υποθέσεων, με τις οποίες αυτή δεν μπορεί, λόγω της συσσώρευσης των μηνύσεων, να ασχοληθεί κατά τρόπο ταχύ και αποτελεσματικό». Το ΣτΕ απέρριψε τους ισχυρισμούς των Δικηγορικών Συλλόγων ότι με την επίμαχη αύξηση του παραβόλου, κ.λπ., αδιακρίτως του εισοδήματος και της φοροδοτικής ικανότητας του μηνυτή, παραβιάζονται οι συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας. Τέλος, υπογραμμίζει το ΣτΕ ότι από τις επίμαχες αυξήσεις δεν παραβιάζονται το άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας, αλλά ούτε και το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πηγή: http://news.in.gr/gr...?aid=1500019061 Click here to view the είδηση