Αναζήτηση στην κοινότητα
Εμφάνιση αποτελεσμάτων για τις ετικέτες 'πρόληψη'.
Found 2 results
-
Οι εκτεταμένες πυρκαγιές του φετινού καλοκαιριού επανέφεραν στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα της δασοπροστασίας, της ετοιμότητας του κρατικού μηχανισμού και του έγκαιρου προληπτικού σχεδιασμού, ενώ πολύς λόγος έγινε σχετικά με το βαθμό στον οποίο για ανάλογα φαινόμενα ευθύνεται η επιταχυνόμενη κλιματική αλλαγή. Το ΕΝΑ, με αφορμή και τη λήξη της φετινής αντιπυρικής περιόδου, απευθύνθηκε στον Δρ. Γαβριήλ Ξανθόπουλο [1], δασολόγο με ειδίκευση στις δασικές πυρκαγιές, για μια νηφάλια αποτίμηση των πιο κοινών αστοχιών κατά τη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών, αλλά και μια αξιολόγηση των οφειλόμενων ενεργειών για την αποτροπή ή την αποκατάσταση των καταστροφών. Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο κ. Ξανθόπουλος εξάρει τη σημασία της πρόληψης και της κατάλληλης εκπαίδευσης των εμπλεκόμενων μερών και επισημαίνει την αναγκαιότητα μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, με τη βοήθεια ενός κατάλληλα στελεχωμένου δημόσιου οργανισμού που θα αξιοποιεί τη συσσωρευμένη γνώση των επιστημόνων και του τοπικού πληθυσμού, ώστε να περιοριστεί το κόστος και να μεγιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητα της κατασταλτικής παρέμβασης του μηχανισμού. Παράλληλα, αναδεικνύει την κρισιμότητα μιας συνολικότερης πολιτικής για τη διαχείριση του δημόσιου χώρου, με την ενεργό συμμετοχή του πληθυσμού της υπαίθρου και φορέων των τοπικών κοινωνιών, με στόχο τη δημιουργία «ανθεκτικών τοπίων», ικανών να συμβάλλουν στην αναχαίτιση των πυρκαγιών, αλλά και στην ταχύτερη αναγέννηση των καμένων περιοχών. → Τη συνέντευξη πήραν οι: Κώστας Κάβουρας, Υπ. Διδάκτωρ στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, και Αγγελική Μητροπούλου, Υπ. Διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου Είναι μύθος ή αλήθεια ότι οι εκτάσεις γης που κάηκαν φέτος στη χώρα μας είναι περισσότερες από ποτέ; Μια πρωταρχική και κρίσιμη παρατήρηση είναι ότι, κατά μέσο όρο, δεν έχουμε αύξηση των καμένων εκτάσεων στην Ελλάδα. Θα εξηγήσω τι εννοώ: Αν κοιτάξει κανείς τα στατιστικά δεδομένα των τελευταίων 45 περίπου ετών (1977-2021), θα διαπιστώσει ότι ο μέσος όρος της ετησίως καμένης έκτασης στη χώρα μας κυμαίνεται γύρω στις 450.000 στρέμματα. Ο αριθμός αυτός είναι πολύ μεγαλύτερος από την περίοδο των προηγούμενων 22 ετών (1955-1976), όταν ο μέσος όρος ήταν περί τις 127.000 στρέμματα, σε μια εποχή μάλιστα που οι δασοπυροσβεστικές δυνάμεις της χώρας ήταν πάρα πολύ αδύναμες, τουλάχιστον όσον αφορά τα μέσα που διέθεταν. Αυτό οφείλεται σε μια σειρά λόγων που αφορούν τη δομή και τη λειτουργία του αγροδασικού χώρου και των κατοίκων του, οι οποίοι καλλιεργούσαν, πρόσεχαν και προστάτευαν την περιοχή τους, συνεργαζόμενοι στις παραδασόβιες περιοχές με τη Δασική Υπηρεσία, που είχε τότε την ευθύνη της προστασίας των δασών από τις πυρκαγιές. Αυτό άλλαξε με την αστυφιλία και τη μετανάστευση, οπότε, από τη δεκαετία του 1970, σταδιακά η κατάσταση χειροτέρευσε και οι καμένες εκτάσεις αυξήθηκαν. Το 1998 η ευθύνη της δασοπυρόσβεσης μεταφέρθηκε από τη Δασική Υπηρεσία στο Πυροσβεστικό Σώμα, με την ελπίδα ότι ένα καλά οργανωμένο σώμα, με στρατιωτικού τύπου δομή, θα ήταν πιο αποτελεσματικό. Δυστυχώς, αυτό δεν επαληθεύτηκε. Ο μέσος όρος της περιόδου 1998-2021 είναι ουσιαστικά ο ίδιος με εκείνον της περιόδου 1977-1997, περί τις 450.000 στρέμματα, παρότι οι δαπάνες τα τελευταία χρόνια είναι πολλαπλάσιες. Έχει, επίσης αλλάξει η κατανομή της καμένης έκτασης ανά έτος. Την περίοδο 1977-1997 η καμένη έκταση δεν υπερέβαινε συχνά τον παραπάνω μέσο όρο, έχοντας φθάσει περίπου το 1.000.000 στρέμματα σε τρεις πολύ δύσκολες, από πλευράς συνθηκών, χρονιές στη δεκαετία του 1980. Οι δυνάμεις της Δασικής Υπηρεσίας εκείνη την περίοδο ήταν πολύ μικρότερες από εκείνες που απέκτησε το Πυροσβεστικό Σώμα μετά το 1998. Ωστόσο, από το 1998 και μετά, οι εξάρσεις έχουν γίνει πολύ συχνότερες. Ο μεγάλος αριθμός εναέριων μέσων και η χωρίς φειδώ χρησιμοποίησή τους επιτυγχάνει πολύ καλά αποτελέσματα στις «εύκολες» χρονιές. Όταν όμως οι καιρικές συνθήκες είναι δύσκολες, καίγονται πολύ μεγαλύτερες εκτάσεις και –το κυριότερο– προκαλούνται φοβερές καταστροφές, όπως έγινε το 1998, το 2000, το 2007 και το 2021. Η αντιπυρική περίοδος του 2021 μπορεί να χαρακτηριστεί ως η απόλυτη αποτυχία, καθώς είχαμε πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις από κάθε άλλη χρονιά και, παρ’ όλα αυτά, είχαμε τη μεγαλύτερη στην ιστορία καμένη έκταση γης (περισσότερα από 500.000 στρέμματα) σε μία και μόνο πυρκαγιά, αυτή της Βόρειας Εύβοιας. Ένα συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι, παρά το γεγονός ότι ο μέσος όρος της καμένης έκτασης παραμένει μακροπρόθεσμα ο ίδιος, το κόστος των μέσων και του εξοπλισμού, αλλά και το μέγεθος της καταστροφής, μεταβάλλονται, χειροτερεύοντας πρακτικά την κατάσταση. Για να το πω πιο απλά: και πληρώνουμε περισσότερα για την καταστολή και έχουμε τρομερές καταστροφές και αυξημένους θανάτους. Ωστόσο, ο περιορισμός των σφοδρών καταστροφών μήπως είναι τελικά και θέμα πρόληψης; Πράγματι, για να μειώσουμε τις καταστροφές, πάνω απ’ όλα χρειάζεται πρόληψη και σωστή αντιμετώπιση, η οποία θα στηρίζεται σε έναν αποτελεσματικό μηχανισμό που αντιμετωπίζει τα προβλήματα, διασφαλίζοντας ότι θα γίνονται άμεσα ουσιαστικές κινήσεις διόρθωσης εκεί όπου διαπιστώνεται ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης ή προβλήματα. Αυτό όμως προϋποθέτει πραγματική αυτογνωσία και αυτοκριτική. Αυτά τα δύο στοιχεία λείπουν όχι μόνο από το Πυροσβεστικό Σώμα αλλά και από τον ευρύτερο μηχανισμό, όπως αυτός είναι δομημένος σήμερα. Διαχρονικά εντοπίζεται ένα πρόβλημα το οποίο έγκειται σε μια γραμμή «προστασίας» του μηχανισμού, παρά τα όποια σοβαρά λάθη και προβλήματα τα οποία θα έπρεπε να έχουν οδηγήσει στην αυτοκριτική, στην επαναξιολόγηση και τελικά στον επανασχεδιασμό του. Λόγω αυτής της οπτικής αναφορικά με το μηχανισμό, της έλλειψης τεχνικής εμπειρίας και της έλλειψης σωστής προετοιμασίας, οδηγούμαστε σε καταστάσεις που καταλήγουν να είναι χειρότερες από τις προηγούμενες, παρά το γεγονός ότι ο μέσος όρος καμένων εκτάσεων μπορεί να παραμένει περίπου σταθερός. Οι αριθμοί αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα της ύπαρξης αδυναμιών και λαθών, όμως επιλέγουμε να τους αγνοούμε. Ποιες άλλες αλλαγές έχουν καταγραφεί που επιτείνουν την αναποτελεσματική διαχείριση των πυρκαγιών; Σημαντικός παράγοντας είναι ότι ο κόσμος τις τελευταίες δεκαετίες έχει εγκαταλείψει τη ζωή στην ύπαιθρο. Όσοι έχουν μείνει πίσω ανήκουν σε έναν πληθυσμό ο οποίος είναι γερασμένος. Έχει αλλάξει γενικά η κατάσταση, αλλά και η νοοτροπία, που θέλει πια την ευθύνη να μετακυλίεται στους επαγγελματίες («οι πυροσβέστες να σβήσουν τη φωτιά, διότι αυτή είναι η δουλειά τους»). Υπάρχει βλάστηση που φτάνει μέχρι τα χωριά. Εκεί όπου παλιά υπήρχαν περιβόλια, σήμερα φτάνουν τα πεύκα μέχρι το χωριό. Επίσης, υπάρχει γενικότερη συσσώρευση νεκρής καύσιμης ύλης. Στα δάση, αλλά και σε μεγάλο μέρος του αγροδασικού χώρου, παρατηρείται έλλειψη διαχείρισης. Το προσωπικό της Δασικής Υπηρεσίας είναι γερασμένο και αριθμητικά λίγο και έχει να ασχοληθεί με ένα αυξημένο φορτίο γραφειοκρατικών διεργασιών, όπως οι δασικοί χάρτες. Έτσι, η διαχείριση των δασών περνάει σε δεύτερη μοίρα, ενώ υποφέρει και η πρόληψη, καθώς οι διατιθέμενες πιστώσεις είναι ισχνότατες. Αν συνδυάσει κανείς αυτές τις διαπιστώσεις με άλλη μια διαχρονική τάση, αυτή της κακής διαχείρισης της υπαίθρου, για διάφορους λόγους, τότε αναδεικνύεται η μεγάλη δυσκολία που προκύπτει σε σχέση με το ίδιο το τοπίο (landscape): λείπει ο κόσμος από την ύπαιθρο, οι νέοι δεν έχουν κίνητρα να μείνουν και να δουλέψουν στην επαρχία, δεν στηρίζεται το αγροτικό εισόδημα όπως θα έπρεπε. Όλα αυτά τελικά οδηγούν σε απαξίωση της υπαίθρου, η οποία συνδέεται και με την ευρύτερη χειροτέρευση της κατάστασης, που περιγράψαμε νωρίτερα. Χρειαζόμαστε ανθεκτικά τοπία (resilient landscapes), που θα μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση των προβλημάτων από τις πυρκαγιές, ώστε π.χ. με ένα μωσαϊκό βλάστησης, με διάσπαση της συνέχειας με ζώνες δάσους με μειωμένη καύσιμη ύλη, με αγροτικές εκτάσεις, ελαιώνες, οπωρώνες, περιοχές βοσκής κ.λπ., να μην έχουμε τεράστιες ανεξέλεγκτες πυρκαγιές, όπως εκείνη της Β. Εύβοιας. Αν προσθέσουμε σε αυτό και το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα, που είναι η δημιουργία ζωνών μίξης δασών και οικισμών (έχουμε το spillover της Αθήνας σε όλη την Αττική και όχι μόνο), ο κίνδυνος αυξάνεται, ενώ παράλληλα η αντιμετώπιση των πυρκαγιών γίνεται δυσκολότερη. Μάλιστα, τα πράγματα φέτος έγιναν χειρότερα, εξαιτίας της έμφασης που δόθηκε στη συλλήβδην εκκένωση κοινοτήτων, χωρίς κριτήρια και χωρίς προηγούμενο σχεδιασμό. Προφανώς δεν είμαι ενάντια στο μέτρο της εκκένωσης, ωστόσο πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ώστε να μην οδηγεί σε καταστάσεις των οποίων γίναμε όλοι μάρτυρες. Φυσικά, διαχρονικά επιδρούν και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, αλλά δεν πρέπει να χαθεί η μεγάλη εικόνα, η οποία δεν είναι άλλη από την αναποτελεσματική πρόληψη και καταστολή. Το θέμα είναι πολυπαραγοντικό. Ωστόσο, ποια θα λέγατε ότι είναι αυτή τη στιγμή η μεγαλύτερη πρόκληση για την πολιτική προστασία, όσον αφορά τις δασικές πυρκαγιές και γενικότερα περιβαλλοντικά θέματα; Παρά το γεγονός ότι η πολιτική προστασία είναι «στα πάνω της» παγκοσμίως, ουσιαστικά δεν «κοιτάει» το προληπτικό μέρος, ενώ στηρίζεται διαρκώς στη «βολική δικαιολογία» της κλιματικής αλλαγής, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιεί αυτό τον άξονα για να μοχλεύει πόρους για καταστολή και όχι για πρόληψη και αποκατάσταση. Ένας φαύλος κύκλος έχει δημιουργηθεί: δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι δεν ευθύνεται η αλλαγή του κλίματος, αλλά ούτε μπορεί κανείς με ασφάλεια να προσδιορίσει σε τι ποσοστό ευθύνονται η αλλαγή του κλίματος, η έλλειψη αποτελεσματικής διαχείρισης, ο απροετοίμαστος πληθυσμός κ.λπ. Αυτό είναι ίσως μια μεγάλη πρόκληση. Η πρόληψη δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια νομοθετική πρωτοβουλία η οποία θα καταλήξει να μείνει «στα χαρτιά». Το 2013-2014 είχα στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων (ΙΜΔΟ) την ευθύνη ενός έργου που αποσκοπούσε στην ενίσχυση της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών με τη συνεργασία όλων, δοκιμάζοντας στην πράξη, σε πολλά μέρη της χώρας, μια μεθοδολογία (INCA) που στον πυρήνα της είχε την αλληλεπίδραση φορέων και πολιτών. Ενημερώναμε για την πρόληψη, λαμβάναμε ανατροφοδότηση (feedback) από τους ίδιους τους ενδιαφερομένους, ανταλλάσσαμε απόψεις για το ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα κάθε περιοχής και μέσα από αυτή τη διαδικασία δημιουργήσαμε εθελοντικές ομάδες, που λειτούργησαν με στόχο να διορθώσουν αυτά τα προβλήματα. Έχοντας συμμετάσχει σε συναντήσεις εργασίας σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, από τη Λέσβο και τη Χίο ως τη Ρόδο και την Κρήτη και από τον Πύργο και τη Λαμία ως την Αττική και τη Θεσσαλονίκη, μπορώ να πω πλέον ότι είναι διαφορετικά τα προβλήματα κάθε περιοχής, όπως τα διαπιστώνουν οι πολίτες ενός τόπου, πέρα από όσα αναδεικνύουν οι στατιστικές. Γι’ αυτό και απαιτούν διαφορετικό και στοχευμένο τρόπο προσέγγισης. Αλλού το πρόβλημα μπορεί να δημιουργείται από την τουριστική κίνηση, ενώ σε άλλες περιοχές από τη βοσκή, από τις γραμμές μεταφοράς ρεύματος που φεύγουν από ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρισμού ή από τις διαφορετικές χρήσεις γης. Ωστόσο, συχνά οι φορείς και οι πολιτικοί δεν εστιάζουν στις αιτίες, ώστε να δώσουν έμφαση στην πρόληψη. Για να το πούμε πιο απλά: η προμήθεια αεροσκαφών (Canadair κ.λπ.) είναι πιο ορατή, πιο εύκολη και πιο γρήγορη τελικά, γι’ αυτό και επιλέγεται αυτή η λύση έναντι της ανάλυσης των αιτίων, της συζήτησης και συνεργασίας με τους πολίτες και της οργανωμένης και μακροχρόνιας, επιστημονικά καθοδηγούμενης, προσπάθειας πρόληψης. Επισημαίνω, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ότι χρειάζονται τόσο η πρόληψη όσο και η καταστολή. Χωρίς σωστά υλοποιημένη πρόληψη όμως, η καταστολή είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Το ζητούμενο λοιπόν είναι η σωστή κατανομή πιστώσεων μεταξύ των δύο και, βέβαια, η ορθή αξιοποίηση αυτών. Από τη συζήτησή μας αναδεικνύεται η σημασία της διαχείρισης του χώρου σε θέματα πρόληψης. Μιλήστε μας λίγο περισσότερο γι’ αυτό. Πράγματι, στην πρόληψη παίζει πολύ σημαντικό ρόλο το πώς διαχειριζόμαστε το χώρο. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι οι περισσότερες πολιτικές σήμερα είναι αστικοκεντρικές (urban-centric). Οι άνθρωποι της πόλης, που έχουν γίνει περισσότεροι, επιβάλλουν πολιτικές, κυρίως όσον αφορά τον τρόπο σκέψης. Ένα παράδειγμα είναι οι περιορισμοί που επιβάλλονται σε κάθε είδους καύσεις στην ύπαιθρο, ακόμη και εκτός της αντιπυρικής περιόδου, αντί να δίνεται έμφαση στην εκπαίδευση των αγροτών για την ασφαλή χρήση της φωτιάς, όπου απαιτείται. Μόλις πρόσφατα, μετά την καταστροφική αντιπυρική περίοδο του 2021, άρχισε να υπάρχει ενδιαφέρον για τη δοκιμή, με ορθολογικό και οργανωμένο τρόπο, του προδιαγεγραμμένου πυρός στην Ελλάδα. Άρχισε, επίσης, να συζητείται η νομοθετική πρόβλεψη για τη χρήση του αντιπυρός. Για να αποφευχθούν παρανοήσεις, επισημαίνω ότι το «αντιπύρ» και το «προδιαγεγραμμένο πυρ» είναι δύο διαφορετικά πράγματα: το αντιπύρ είναι μια μέθοδος κατάσβεσης με έμμεση προσβολή της πυρκαγιάς, ενώ το προδιαγεγραμμένο πυρ είναι μια τεχνική κατά την οποία οι διαχειριστές μια περιοχής οργανώνουν μια, κατά κανόνα, ήπια καύση με αυστηρές προδιαγραφές (θέση, χρόνος, μετεωρολογικές συνθήκες, ένταση φωτιάς κ.λπ.) για την επίτευξη συγκεκριμένων διαχειριστικών στόχων, όπως η μείωση της νεκρής βιομάζας, για να μειωθεί ο μελλοντικός κίνδυνος πυρκαγιάς. Το προδιαγεγραμμένο πυρ εφαρμόζεται ευρύτατα σε πάρα πολλές χώρες παγκοσμίως, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ, του Καναδά, της Αυστραλίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Η WWF Ελλάς και το ΙΜΔΟ, σε ένα ερευνητικό έργο που έχει μόλις ξεκινήσει, πρόκειται να επιδείξουν και να μελετήσουν το προδιαγεγραμμένο πυρ για πρώτη φορά στη χώρα μας στον 21ο αιώνα, με στόχο να ανοίξει ο δρόμος για την επίσημη και ορθολογικά οριοθετημένη χρήση του. Γενικότερα, η διαχείριση του χώρου είναι περίπλοκο ζήτημα, γι’ αυτό και η Επιτροπή Γκολντάμερ, που συγκροτήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2018 «για την ανάλυση των υποκείμενων αιτιών και τη διερεύνηση των προοπτικών διαχείρισης των μελλοντικών πυρκαγιών δασών και υπαίθρου στην Ελλάδα» και της οποίας ήμουν μέλος, πρότεινε να δημιουργηθεί ένας οργανισμός (ΟΔΙΠΥ) ο οποίος θα είναι το «μάτι» που θα παρακολουθεί, θα δίνει κατεύθυνση, θα αποτιμά και θα διορθώνει, όσον αφορά τόσο την πρόληψη όσο και την καταστολή, με έμφαση στη συνεργασία όλων των φορέων. Το σύνθετο του έργου απαιτεί στελέχωση του ΟΔΙΠΥ με κορυφαίους εξειδικευμένους επιστήμονες και με επιλεγμένους εκπροσώπους φορέων. Εκπαίδευση του πληθυσμού, τόσο για την κατάσβεση της πυρκαγιάς όσο και για την εκκένωση, αντιλαμβανόμαστε ότι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, δεν υπάρχει. Υπήρχε στο παρελθόν ανάλογη μέριμνα από τη Δασική Υπηρεσία για τους τοπικούς πληθυσμούς; Υπήρχε σε κάποιο βαθμό, όχι μεγαλύτερο από ό,τι τώρα. Αλλά είχαμε λιγότερες ζώνες μίξης δασών – οικισμών, τα χωριά δεν ήταν τόσο ερημωμένα, είχαν ακόμα αρκετό πληθυσμό, που ήταν ενεργός και είχε γνώσεις, κατανοούσε τον τόπο. Τις φωτιές τις έσβηναν οι ίδιοι οι κάτοικοι. Πριν από το 1970 δεν υπήρχαν καθόλου πυροσβεστικά οχήματα στη Δασική Υπηρεσία. Αυτοί που –κυριολεκτικά– έτρεχαν να τη σβήσουν ήταν ο δασάρχης, ο δασολόγος ή ο δασοφύλακας της περιοχής. Και καμιά φορά ούτε καν αυτοί, που είχαν και τη σχετική αρμοδιότητα. Έτρεχαν ο αστυνόμος, ο παππάς ή ο δάσκαλος, χτυπούσαν την καμπάνα και έτρεχαν οι πολίτες και προσπαθούσαν με τα αγροτικά τους εργαλεία, τα τρακτέρ τους, τους ψεκαστήρες κ.λπ. να σβήσουν τις φωτιές. Είχαν γνώσεις σχετικά με το ποιες περιοχές και σημεία ήταν καμένα από προηγούμενη μικρο-φωτιά, ήξεραν ποιος ήταν καθαρισμένος αμπελώνας/ελαιώνας. Επειδή δεν είχαν δυνάμεις να πολεμήσουν τη φωτιά στο μέτωπο, εργάζονταν έξυπνα για να σβήσουν τις εστίες, έκαναν έναν ιδιότυπο «ανταρτοπόλεμο». Εκμεταλλεύονταν το χώρο, τη γνώση που είχαν γι’ αυτόν και το χρόνο (δουλεύοντας τις ώρες που η εξάπλωση της πυρκαγιάς σχεδόν παύει) και συχνά χρησιμοποιούσαν τη φωτιά για να σταματήσουν τη φωτιά (αντιπύρ). Σήμερα ο μηχανισμός καταστολής έχει την τάση να δίνει μετωπική μάχη. Αυτή η τακτική δεν αποδίδει όταν η φωτιά έχει λάβει διαστάσεις και έχει πολύ μεγάλη ένταση. Πρέπει να έχεις απόλυτη υπεροπλία στον αέρα και στο έδαφος για να έχεις ελπίδες επιτυχίας. Και αυτό δεν μπορείς να το κάνεις όταν ξεσπούν πολλές πυρκαγιές ταυτόχρονα. Καταλαβαίνουμε ότι κινούμαστε προς τη λάθος κατεύθυνση, και αυτό δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικό. Η σωστή κατεύθυνση ποια είναι και με ποιους τρόπους θα γίνει καλύτερα αντιληπτή από τους πολίτες; Η σωστή κατεύθυνση πρώτα και κύρια πρέπει να περιλαμβάνει έναν οργανισμό που έχει σοβαρούς επιστήμονες, στο πλαίσιο του οποίου θα εργάζονται άνθρωποι που έχουν όντως διάθεση να συνεργαστούν και που έχουν πραγματική γνώση. Ο οργανισμός που περιέγραφε η Επιτροπή Γκόλνταμερ θα μπορούσε να είναι μια πολύ καλή λύση, εφόσον είναι διακομματικά αποφασισμένος, γιατί δεν είναι κάτι που θα το κάνεις και σε δύο χρόνια θα έχεις αποτέλεσμα. Άρα λοιπόν, πρέπει να έχει μια προοπτική για να κάνει δουλειά, να δει το αποτέλεσμα και να το βελτιώσει. Για να γίνει αυτό, εκτός από προγράμματα πρόληψης, εκτός από πιστώσεις για την πρόληψη και προτάσεις για το πώς αυτές θα διατεθούν, κρίσιμες είναι και άλλες παράμετροι, όπως η δημοσιότητα, το brainstorming για καινούργιες ιδέες και πάνω από όλα η υποστήριξη προτάσεων νομοθετικής διόρθωσης. Χρειάζεται, επίσης, συνεργασία των επιστημόνων με τους επιχειρησιακούς παράγοντες και καλύτερη εκπαίδευση. Ένα ακόμη σημαντικό θέμα είναι η ουσιαστική συνεργασία όλων. Συχνά λέω ότι «στη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών δεν περισσεύει κανείς». Είναι μεγάλο λάθος να θέλει να τα κάνει όλα το Πυροσβεστικό Σώμα, με ένα συνεχώς αυξανόμενο κόστος. Αυτό οδηγεί σε μείωση της αποδοτικότητας (efficiency) και τελικά της αποτελεσματικότητας, γιατί, όταν ξεπεραστούν τα όρια του Σώματος, το σύστημα καταρρέει. Το φετινό καλοκαίρι απαιτήθηκε σημαντική βοήθεια από το εξωτερικό. Και όμως, κάτω από ένα σωστό σύστημα θα μπορούσαν όλοι να προσφέρουν χρήσιμο έργο, αξιοποιώντας μάλιστα τις ειδικές γνώσεις και δυνατότητές τους, εάν είχε προβλεφθεί σωστά πώς θα «κουμπώσουν». Υπάρχει η Τοπική Αυτοδιοίκηση, η Δασική Υπηρεσία, η Αστυνομία, οι εθελοντές, κατάλληλοι ιδιώτες κ.λπ. Και βέβαια υπάρχουν οι Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες έχουν τεράστια δύναμη, πρέπει όμως να προβλεφθεί σωστά ο ρόλος τους και ο τρόπος παρέμβασής τους, για να είναι αποτελεσματικές. Πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα το οποίο να τους βάζει να δουλέψουν συνδεόμενοι/συνδυαζόμενοι σωστά, ώστε να μπορούν όλοι να προσφέρουν, ιδίως τις κρίσιμες ώρες. Ποια εκτιμάτε ότι θα είναι η «επόμενη μέρα» για περιοχές όπως η Βαρυμπόμπη και η Εύβοια, για τις οποίες προβλέπονται ειδικοί πόροι και ειδικό σχέδιο; Η ελληνική φύση, η μεσογειακή φύση, είναι προσαρμοσμένη στο να μπορεί μόνη της (υπό όρους) να αναγεννηθεί. Μέσα σε μερικά χρόνια η περιοχή θα είναι πράσινη και στη Βαρυμπόμπη και στη Β. Εύβοια. Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, πρέπει να αποφευχθούν –όσο αυτό είναι δυνατόν– δευτερογενείς καταστροφές από πλημμύρες, να περιοριστεί η διάβρωση, για να μπορέσει να γίνει συγκράτηση του εδάφους, με χρονικό ορίζοντα κυρίως τον επόμενο χρόνο. Το χρονικό αυτό διάστημα είναι κρίσιμο, γιατί μέσα σε αυτό είναι εφικτό να φυτρώσει αρκετό χόρτο, θάμνοι, φρύγανα κ.λπ., διασφαλίζοντας τη συγκράτηση του εδάφους. Έτσι η μεγάλης έκτασης ζημιά θα περιοριστεί μόνο στην τρέχουσα χρονιά, ενδεχομένως να διαρκέσει και μέχρι την άνοιξη του 2022. Ως εκ τούτου, τα σχετικά έργα δεν έχει νόημα να συνεχιστούν μετά από την πάροδο και του επόμενου φθινοπώρου. Αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι μια εμπεριστατωμένη μελέτη στην οποία θα περιλαμβάνονται αυστηρά όσες ενέργειες είναι απαραίτητο να γίνουν ώστε οι πολίτες να μη γίνουν μάρτυρες σκηνών όπου μπουλντόζες θα μπαίνουν και θα κόβουν χωρίς κανένα σχέδιο ό,τι καμένο υπάρχει. Ένα αποτελεσματικό σχέδιο που έχει γίνει σε σωστές βάσεις περιλαμβάνει συνδυασμό αντιπυρικών ζωνών, αλλά και επιλεγμένες περιοχές όπου μπορεί (και έχει νόημα) να γίνει αναδάσωση. Ας χρησιμοποιήσουμε πάλι το πρόσφατο παράδειγμα της Β. Εύβοιας. Εκεί υπάρχουν πεύκα, τα οποία, θεωρητικά, αν πέσουν κάτω και δεθούν με τις κατάλληλες μεθόδους, δημιουργώντας τα λεγόμενα κορμοδέματα, μπορούν πράγματι να συμβάλουν στη μείωση της διάβρωσης. Ωστόσο, σε περιοχές όπου παρατηρείται κλίση εδάφους κάτω από 25% αυτή η μέθοδος δεν ενδείκνυται. Οι έρευνές μας, οι οποίες μάλιστα έγιναν στη Β. Εύβοια, έδειξαν ότι σε τόσο μικρές κλίσεις η ζημιά που γίνεται από το ποδοπάτημα και τη μετακίνηση κορμών είναι περισσότερη από την προστασία που θα προσφέρουν τα κορμοδέματα. Σε κλίσεις μεγαλύτερες του 25% και έως κάποιο όριο, η προστασία του εδάφους που επιτυγχάνεται είναι πολύ σημαντική. Αυτό που έχει σημασία αναφορικά με την «επόμενη μέρα» μιας περιοχής που έχει πληγεί από πυρκαγιά είναι να υπάρχουν σχέδιο και προτάσεις από εξειδικευμένους επιστήμονες και βέβαια αυτές να εφαρμοστούν έγκαιρα και με τον σωστό τρόπο. Από όσο γνωρίζω, ειδικά στη Βόρεια Εύβοια, ο σχεδιασμός και τα έργα που γίνονται είναι σε αυτή την κατεύθυνση. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ στην εμπλοκή ιδιωτικών φορέων-χορηγών στην προσπάθεια αποκατάστασης της Β. Εύβοιας, τόσο όσον αφορά το δασικό περιβάλλον όσο και την τοπική κοινωνία. Δεν είμαι δογματικά αντίθετος στην ιδέα. Όπως δεν είμαι καθόλου αρνητικά διακείμενος απέναντι στους εθελοντές και την εμπλοκή τους στη δασοπροστασία. Όμως και στις δύο περιπτώσεις όλα εξαρτώνται από τον τρόπο εφαρμογής. Στη Β. Εύβοια θα κριθούν προθέσεις, επιλογές κατευθύνσεων και προσώπων, αποτελεσματικότητα, οικονομικότητα κ.λπ., που θα αποτυπωθούν στο τελικό αποτέλεσμα. Θα περιμένω, για να κρίνω εκ του αποτελέσματος, και, αν μου ζητηθεί, θα συμβάλω. Τονίζω όμως ότι ένα τέτοιο σχήμα, που, λόγω του μεγέθους της καταστροφής, κινητοποίησε πλήθος χορηγών, δεν είναι δυνατόν να επαναλαμβάνεται παντού. Το κράτος οφείλει να έχει τον πρώτο λόγο στη δασοπροστασία και την αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων. Για τον λόγο αυτό, οφείλει να αναβαθμίσει τη Δασική Υπηρεσία με νέο προσωπικό και μέσα, καθώς αυτή, ιστορικά, έχει αξιοποιήσει στο μέγιστο τις περιορισμένες πιστώσεις που της διατίθεντο για να εκτελέσει το σημαντικό αυτό έργο. [1] Ο Δρ. Γαβριήλ Ξανθόπουλος είναι δασολόγος με ειδίκευση στις δασικές πυρκαγιές και είναι διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του Ε.Λ.Γ.Ο. «ΔΗΜΗΤΡΑ». Τα κύρια ερευνητικά του ενδιαφέροντα είναι (α) η πρόληψη δασικών πυρκαγιών, (β) ο αντιπυρικός σχεδιασμός, (γ) η εκτίμηση και πρόβλεψη κινδύνου πυρκαγιάς, (δ) η πρόβλεψη συμπεριφοράς δασικών πυρκαγιών, (ε) η δασοπυρόσβεση (στρατηγική, τεχνικές, μοντελοποίηση, θέματα ασφάλειας), (στ) η μέτρηση, μοντελοποίηση και διαχείριση της δασικής καύσιμης ύλης και (ζ) η μεταπυρική αποκατάσταση. Έχει διατελέσει επιστημονικός σύμβουλος σε διάφορες θέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολυάριθμα ερευνητικά προγράμματα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, συμβάλλοντας στη μεταφορά τεχνογνωσίας και ερευνητικών πορισμάτων από τη διεθνή σκηνή στην ελληνική πράξη. * Το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ «Δήμητρα», θέλοντας να συμβάλει στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών, δημιούργησε δύο βίντεο ενημέρωσης των πολιτών για την ασφάλεια των ιδίων και των κατοικιών τους. Τα βίντεο δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο του έργου με τίτλο «Καινοτόμα δράση για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών στα Κύθηρα με την κινητοποίηση και συνεργασία του πληθυσμού, πιλοτικά σε 3 οικισμούς», που υλοποιήθηκε σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης, με χρηματοδότηση από το Πράσινο Ταμείο, και είναι διαθέσιμα εδώ: Δασικές Πυρκαγιές – Ασφάλεια Κατοικίας Δασικές Πυρκαγιές – Τι πρέπει να γνωρίζουμε View full είδηση
-
Πυρκαγιές: Πρόληψη, καταστολή & η εμπειρία του καλοκαιριού του 2021
Engineer posted μια είδηση in Αρθρογραφία
Οι εκτεταμένες πυρκαγιές του φετινού καλοκαιριού επανέφεραν στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα της δασοπροστασίας, της ετοιμότητας του κρατικού μηχανισμού και του έγκαιρου προληπτικού σχεδιασμού, ενώ πολύς λόγος έγινε σχετικά με το βαθμό στον οποίο για ανάλογα φαινόμενα ευθύνεται η επιταχυνόμενη κλιματική αλλαγή. Το ΕΝΑ, με αφορμή και τη λήξη της φετινής αντιπυρικής περιόδου, απευθύνθηκε στον Δρ. Γαβριήλ Ξανθόπουλο [1], δασολόγο με ειδίκευση στις δασικές πυρκαγιές, για μια νηφάλια αποτίμηση των πιο κοινών αστοχιών κατά τη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών, αλλά και μια αξιολόγηση των οφειλόμενων ενεργειών για την αποτροπή ή την αποκατάσταση των καταστροφών. Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο κ. Ξανθόπουλος εξάρει τη σημασία της πρόληψης και της κατάλληλης εκπαίδευσης των εμπλεκόμενων μερών και επισημαίνει την αναγκαιότητα μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, με τη βοήθεια ενός κατάλληλα στελεχωμένου δημόσιου οργανισμού που θα αξιοποιεί τη συσσωρευμένη γνώση των επιστημόνων και του τοπικού πληθυσμού, ώστε να περιοριστεί το κόστος και να μεγιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητα της κατασταλτικής παρέμβασης του μηχανισμού. Παράλληλα, αναδεικνύει την κρισιμότητα μιας συνολικότερης πολιτικής για τη διαχείριση του δημόσιου χώρου, με την ενεργό συμμετοχή του πληθυσμού της υπαίθρου και φορέων των τοπικών κοινωνιών, με στόχο τη δημιουργία «ανθεκτικών τοπίων», ικανών να συμβάλλουν στην αναχαίτιση των πυρκαγιών, αλλά και στην ταχύτερη αναγέννηση των καμένων περιοχών. → Τη συνέντευξη πήραν οι: Κώστας Κάβουρας, Υπ. Διδάκτωρ στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, και Αγγελική Μητροπούλου, Υπ. Διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου Είναι μύθος ή αλήθεια ότι οι εκτάσεις γης που κάηκαν φέτος στη χώρα μας είναι περισσότερες από ποτέ; Μια πρωταρχική και κρίσιμη παρατήρηση είναι ότι, κατά μέσο όρο, δεν έχουμε αύξηση των καμένων εκτάσεων στην Ελλάδα. Θα εξηγήσω τι εννοώ: Αν κοιτάξει κανείς τα στατιστικά δεδομένα των τελευταίων 45 περίπου ετών (1977-2021), θα διαπιστώσει ότι ο μέσος όρος της ετησίως καμένης έκτασης στη χώρα μας κυμαίνεται γύρω στις 450.000 στρέμματα. Ο αριθμός αυτός είναι πολύ μεγαλύτερος από την περίοδο των προηγούμενων 22 ετών (1955-1976), όταν ο μέσος όρος ήταν περί τις 127.000 στρέμματα, σε μια εποχή μάλιστα που οι δασοπυροσβεστικές δυνάμεις της χώρας ήταν πάρα πολύ αδύναμες, τουλάχιστον όσον αφορά τα μέσα που διέθεταν. Αυτό οφείλεται σε μια σειρά λόγων που αφορούν τη δομή και τη λειτουργία του αγροδασικού χώρου και των κατοίκων του, οι οποίοι καλλιεργούσαν, πρόσεχαν και προστάτευαν την περιοχή τους, συνεργαζόμενοι στις παραδασόβιες περιοχές με τη Δασική Υπηρεσία, που είχε τότε την ευθύνη της προστασίας των δασών από τις πυρκαγιές. Αυτό άλλαξε με την αστυφιλία και τη μετανάστευση, οπότε, από τη δεκαετία του 1970, σταδιακά η κατάσταση χειροτέρευσε και οι καμένες εκτάσεις αυξήθηκαν. Το 1998 η ευθύνη της δασοπυρόσβεσης μεταφέρθηκε από τη Δασική Υπηρεσία στο Πυροσβεστικό Σώμα, με την ελπίδα ότι ένα καλά οργανωμένο σώμα, με στρατιωτικού τύπου δομή, θα ήταν πιο αποτελεσματικό. Δυστυχώς, αυτό δεν επαληθεύτηκε. Ο μέσος όρος της περιόδου 1998-2021 είναι ουσιαστικά ο ίδιος με εκείνον της περιόδου 1977-1997, περί τις 450.000 στρέμματα, παρότι οι δαπάνες τα τελευταία χρόνια είναι πολλαπλάσιες. Έχει, επίσης αλλάξει η κατανομή της καμένης έκτασης ανά έτος. Την περίοδο 1977-1997 η καμένη έκταση δεν υπερέβαινε συχνά τον παραπάνω μέσο όρο, έχοντας φθάσει περίπου το 1.000.000 στρέμματα σε τρεις πολύ δύσκολες, από πλευράς συνθηκών, χρονιές στη δεκαετία του 1980. Οι δυνάμεις της Δασικής Υπηρεσίας εκείνη την περίοδο ήταν πολύ μικρότερες από εκείνες που απέκτησε το Πυροσβεστικό Σώμα μετά το 1998. Ωστόσο, από το 1998 και μετά, οι εξάρσεις έχουν γίνει πολύ συχνότερες. Ο μεγάλος αριθμός εναέριων μέσων και η χωρίς φειδώ χρησιμοποίησή τους επιτυγχάνει πολύ καλά αποτελέσματα στις «εύκολες» χρονιές. Όταν όμως οι καιρικές συνθήκες είναι δύσκολες, καίγονται πολύ μεγαλύτερες εκτάσεις και –το κυριότερο– προκαλούνται φοβερές καταστροφές, όπως έγινε το 1998, το 2000, το 2007 και το 2021. Η αντιπυρική περίοδος του 2021 μπορεί να χαρακτηριστεί ως η απόλυτη αποτυχία, καθώς είχαμε πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις από κάθε άλλη χρονιά και, παρ’ όλα αυτά, είχαμε τη μεγαλύτερη στην ιστορία καμένη έκταση γης (περισσότερα από 500.000 στρέμματα) σε μία και μόνο πυρκαγιά, αυτή της Βόρειας Εύβοιας. Ένα συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι, παρά το γεγονός ότι ο μέσος όρος της καμένης έκτασης παραμένει μακροπρόθεσμα ο ίδιος, το κόστος των μέσων και του εξοπλισμού, αλλά και το μέγεθος της καταστροφής, μεταβάλλονται, χειροτερεύοντας πρακτικά την κατάσταση. Για να το πω πιο απλά: και πληρώνουμε περισσότερα για την καταστολή και έχουμε τρομερές καταστροφές και αυξημένους θανάτους. Ωστόσο, ο περιορισμός των σφοδρών καταστροφών μήπως είναι τελικά και θέμα πρόληψης; Πράγματι, για να μειώσουμε τις καταστροφές, πάνω απ’ όλα χρειάζεται πρόληψη και σωστή αντιμετώπιση, η οποία θα στηρίζεται σε έναν αποτελεσματικό μηχανισμό που αντιμετωπίζει τα προβλήματα, διασφαλίζοντας ότι θα γίνονται άμεσα ουσιαστικές κινήσεις διόρθωσης εκεί όπου διαπιστώνεται ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης ή προβλήματα. Αυτό όμως προϋποθέτει πραγματική αυτογνωσία και αυτοκριτική. Αυτά τα δύο στοιχεία λείπουν όχι μόνο από το Πυροσβεστικό Σώμα αλλά και από τον ευρύτερο μηχανισμό, όπως αυτός είναι δομημένος σήμερα. Διαχρονικά εντοπίζεται ένα πρόβλημα το οποίο έγκειται σε μια γραμμή «προστασίας» του μηχανισμού, παρά τα όποια σοβαρά λάθη και προβλήματα τα οποία θα έπρεπε να έχουν οδηγήσει στην αυτοκριτική, στην επαναξιολόγηση και τελικά στον επανασχεδιασμό του. Λόγω αυτής της οπτικής αναφορικά με το μηχανισμό, της έλλειψης τεχνικής εμπειρίας και της έλλειψης σωστής προετοιμασίας, οδηγούμαστε σε καταστάσεις που καταλήγουν να είναι χειρότερες από τις προηγούμενες, παρά το γεγονός ότι ο μέσος όρος καμένων εκτάσεων μπορεί να παραμένει περίπου σταθερός. Οι αριθμοί αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα της ύπαρξης αδυναμιών και λαθών, όμως επιλέγουμε να τους αγνοούμε. Ποιες άλλες αλλαγές έχουν καταγραφεί που επιτείνουν την αναποτελεσματική διαχείριση των πυρκαγιών; Σημαντικός παράγοντας είναι ότι ο κόσμος τις τελευταίες δεκαετίες έχει εγκαταλείψει τη ζωή στην ύπαιθρο. Όσοι έχουν μείνει πίσω ανήκουν σε έναν πληθυσμό ο οποίος είναι γερασμένος. Έχει αλλάξει γενικά η κατάσταση, αλλά και η νοοτροπία, που θέλει πια την ευθύνη να μετακυλίεται στους επαγγελματίες («οι πυροσβέστες να σβήσουν τη φωτιά, διότι αυτή είναι η δουλειά τους»). Υπάρχει βλάστηση που φτάνει μέχρι τα χωριά. Εκεί όπου παλιά υπήρχαν περιβόλια, σήμερα φτάνουν τα πεύκα μέχρι το χωριό. Επίσης, υπάρχει γενικότερη συσσώρευση νεκρής καύσιμης ύλης. Στα δάση, αλλά και σε μεγάλο μέρος του αγροδασικού χώρου, παρατηρείται έλλειψη διαχείρισης. Το προσωπικό της Δασικής Υπηρεσίας είναι γερασμένο και αριθμητικά λίγο και έχει να ασχοληθεί με ένα αυξημένο φορτίο γραφειοκρατικών διεργασιών, όπως οι δασικοί χάρτες. Έτσι, η διαχείριση των δασών περνάει σε δεύτερη μοίρα, ενώ υποφέρει και η πρόληψη, καθώς οι διατιθέμενες πιστώσεις είναι ισχνότατες. Αν συνδυάσει κανείς αυτές τις διαπιστώσεις με άλλη μια διαχρονική τάση, αυτή της κακής διαχείρισης της υπαίθρου, για διάφορους λόγους, τότε αναδεικνύεται η μεγάλη δυσκολία που προκύπτει σε σχέση με το ίδιο το τοπίο (landscape): λείπει ο κόσμος από την ύπαιθρο, οι νέοι δεν έχουν κίνητρα να μείνουν και να δουλέψουν στην επαρχία, δεν στηρίζεται το αγροτικό εισόδημα όπως θα έπρεπε. Όλα αυτά τελικά οδηγούν σε απαξίωση της υπαίθρου, η οποία συνδέεται και με την ευρύτερη χειροτέρευση της κατάστασης, που περιγράψαμε νωρίτερα. Χρειαζόμαστε ανθεκτικά τοπία (resilient landscapes), που θα μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση των προβλημάτων από τις πυρκαγιές, ώστε π.χ. με ένα μωσαϊκό βλάστησης, με διάσπαση της συνέχειας με ζώνες δάσους με μειωμένη καύσιμη ύλη, με αγροτικές εκτάσεις, ελαιώνες, οπωρώνες, περιοχές βοσκής κ.λπ., να μην έχουμε τεράστιες ανεξέλεγκτες πυρκαγιές, όπως εκείνη της Β. Εύβοιας. Αν προσθέσουμε σε αυτό και το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα, που είναι η δημιουργία ζωνών μίξης δασών και οικισμών (έχουμε το spillover της Αθήνας σε όλη την Αττική και όχι μόνο), ο κίνδυνος αυξάνεται, ενώ παράλληλα η αντιμετώπιση των πυρκαγιών γίνεται δυσκολότερη. Μάλιστα, τα πράγματα φέτος έγιναν χειρότερα, εξαιτίας της έμφασης που δόθηκε στη συλλήβδην εκκένωση κοινοτήτων, χωρίς κριτήρια και χωρίς προηγούμενο σχεδιασμό. Προφανώς δεν είμαι ενάντια στο μέτρο της εκκένωσης, ωστόσο πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ώστε να μην οδηγεί σε καταστάσεις των οποίων γίναμε όλοι μάρτυρες. Φυσικά, διαχρονικά επιδρούν και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, αλλά δεν πρέπει να χαθεί η μεγάλη εικόνα, η οποία δεν είναι άλλη από την αναποτελεσματική πρόληψη και καταστολή. Το θέμα είναι πολυπαραγοντικό. Ωστόσο, ποια θα λέγατε ότι είναι αυτή τη στιγμή η μεγαλύτερη πρόκληση για την πολιτική προστασία, όσον αφορά τις δασικές πυρκαγιές και γενικότερα περιβαλλοντικά θέματα; Παρά το γεγονός ότι η πολιτική προστασία είναι «στα πάνω της» παγκοσμίως, ουσιαστικά δεν «κοιτάει» το προληπτικό μέρος, ενώ στηρίζεται διαρκώς στη «βολική δικαιολογία» της κλιματικής αλλαγής, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιεί αυτό τον άξονα για να μοχλεύει πόρους για καταστολή και όχι για πρόληψη και αποκατάσταση. Ένας φαύλος κύκλος έχει δημιουργηθεί: δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι δεν ευθύνεται η αλλαγή του κλίματος, αλλά ούτε μπορεί κανείς με ασφάλεια να προσδιορίσει σε τι ποσοστό ευθύνονται η αλλαγή του κλίματος, η έλλειψη αποτελεσματικής διαχείρισης, ο απροετοίμαστος πληθυσμός κ.λπ. Αυτό είναι ίσως μια μεγάλη πρόκληση. Η πρόληψη δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια νομοθετική πρωτοβουλία η οποία θα καταλήξει να μείνει «στα χαρτιά». Το 2013-2014 είχα στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων (ΙΜΔΟ) την ευθύνη ενός έργου που αποσκοπούσε στην ενίσχυση της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών με τη συνεργασία όλων, δοκιμάζοντας στην πράξη, σε πολλά μέρη της χώρας, μια μεθοδολογία (INCA) που στον πυρήνα της είχε την αλληλεπίδραση φορέων και πολιτών. Ενημερώναμε για την πρόληψη, λαμβάναμε ανατροφοδότηση (feedback) από τους ίδιους τους ενδιαφερομένους, ανταλλάσσαμε απόψεις για το ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα κάθε περιοχής και μέσα από αυτή τη διαδικασία δημιουργήσαμε εθελοντικές ομάδες, που λειτούργησαν με στόχο να διορθώσουν αυτά τα προβλήματα. Έχοντας συμμετάσχει σε συναντήσεις εργασίας σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, από τη Λέσβο και τη Χίο ως τη Ρόδο και την Κρήτη και από τον Πύργο και τη Λαμία ως την Αττική και τη Θεσσαλονίκη, μπορώ να πω πλέον ότι είναι διαφορετικά τα προβλήματα κάθε περιοχής, όπως τα διαπιστώνουν οι πολίτες ενός τόπου, πέρα από όσα αναδεικνύουν οι στατιστικές. Γι’ αυτό και απαιτούν διαφορετικό και στοχευμένο τρόπο προσέγγισης. Αλλού το πρόβλημα μπορεί να δημιουργείται από την τουριστική κίνηση, ενώ σε άλλες περιοχές από τη βοσκή, από τις γραμμές μεταφοράς ρεύματος που φεύγουν από ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρισμού ή από τις διαφορετικές χρήσεις γης. Ωστόσο, συχνά οι φορείς και οι πολιτικοί δεν εστιάζουν στις αιτίες, ώστε να δώσουν έμφαση στην πρόληψη. Για να το πούμε πιο απλά: η προμήθεια αεροσκαφών (Canadair κ.λπ.) είναι πιο ορατή, πιο εύκολη και πιο γρήγορη τελικά, γι’ αυτό και επιλέγεται αυτή η λύση έναντι της ανάλυσης των αιτίων, της συζήτησης και συνεργασίας με τους πολίτες και της οργανωμένης και μακροχρόνιας, επιστημονικά καθοδηγούμενης, προσπάθειας πρόληψης. Επισημαίνω, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ότι χρειάζονται τόσο η πρόληψη όσο και η καταστολή. Χωρίς σωστά υλοποιημένη πρόληψη όμως, η καταστολή είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Το ζητούμενο λοιπόν είναι η σωστή κατανομή πιστώσεων μεταξύ των δύο και, βέβαια, η ορθή αξιοποίηση αυτών. Από τη συζήτησή μας αναδεικνύεται η σημασία της διαχείρισης του χώρου σε θέματα πρόληψης. Μιλήστε μας λίγο περισσότερο γι’ αυτό. Πράγματι, στην πρόληψη παίζει πολύ σημαντικό ρόλο το πώς διαχειριζόμαστε το χώρο. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι οι περισσότερες πολιτικές σήμερα είναι αστικοκεντρικές (urban-centric). Οι άνθρωποι της πόλης, που έχουν γίνει περισσότεροι, επιβάλλουν πολιτικές, κυρίως όσον αφορά τον τρόπο σκέψης. Ένα παράδειγμα είναι οι περιορισμοί που επιβάλλονται σε κάθε είδους καύσεις στην ύπαιθρο, ακόμη και εκτός της αντιπυρικής περιόδου, αντί να δίνεται έμφαση στην εκπαίδευση των αγροτών για την ασφαλή χρήση της φωτιάς, όπου απαιτείται. Μόλις πρόσφατα, μετά την καταστροφική αντιπυρική περίοδο του 2021, άρχισε να υπάρχει ενδιαφέρον για τη δοκιμή, με ορθολογικό και οργανωμένο τρόπο, του προδιαγεγραμμένου πυρός στην Ελλάδα. Άρχισε, επίσης, να συζητείται η νομοθετική πρόβλεψη για τη χρήση του αντιπυρός. Για να αποφευχθούν παρανοήσεις, επισημαίνω ότι το «αντιπύρ» και το «προδιαγεγραμμένο πυρ» είναι δύο διαφορετικά πράγματα: το αντιπύρ είναι μια μέθοδος κατάσβεσης με έμμεση προσβολή της πυρκαγιάς, ενώ το προδιαγεγραμμένο πυρ είναι μια τεχνική κατά την οποία οι διαχειριστές μια περιοχής οργανώνουν μια, κατά κανόνα, ήπια καύση με αυστηρές προδιαγραφές (θέση, χρόνος, μετεωρολογικές συνθήκες, ένταση φωτιάς κ.λπ.) για την επίτευξη συγκεκριμένων διαχειριστικών στόχων, όπως η μείωση της νεκρής βιομάζας, για να μειωθεί ο μελλοντικός κίνδυνος πυρκαγιάς. Το προδιαγεγραμμένο πυρ εφαρμόζεται ευρύτατα σε πάρα πολλές χώρες παγκοσμίως, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ, του Καναδά, της Αυστραλίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Η WWF Ελλάς και το ΙΜΔΟ, σε ένα ερευνητικό έργο που έχει μόλις ξεκινήσει, πρόκειται να επιδείξουν και να μελετήσουν το προδιαγεγραμμένο πυρ για πρώτη φορά στη χώρα μας στον 21ο αιώνα, με στόχο να ανοίξει ο δρόμος για την επίσημη και ορθολογικά οριοθετημένη χρήση του. Γενικότερα, η διαχείριση του χώρου είναι περίπλοκο ζήτημα, γι’ αυτό και η Επιτροπή Γκολντάμερ, που συγκροτήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2018 «για την ανάλυση των υποκείμενων αιτιών και τη διερεύνηση των προοπτικών διαχείρισης των μελλοντικών πυρκαγιών δασών και υπαίθρου στην Ελλάδα» και της οποίας ήμουν μέλος, πρότεινε να δημιουργηθεί ένας οργανισμός (ΟΔΙΠΥ) ο οποίος θα είναι το «μάτι» που θα παρακολουθεί, θα δίνει κατεύθυνση, θα αποτιμά και θα διορθώνει, όσον αφορά τόσο την πρόληψη όσο και την καταστολή, με έμφαση στη συνεργασία όλων των φορέων. Το σύνθετο του έργου απαιτεί στελέχωση του ΟΔΙΠΥ με κορυφαίους εξειδικευμένους επιστήμονες και με επιλεγμένους εκπροσώπους φορέων. Εκπαίδευση του πληθυσμού, τόσο για την κατάσβεση της πυρκαγιάς όσο και για την εκκένωση, αντιλαμβανόμαστε ότι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, δεν υπάρχει. Υπήρχε στο παρελθόν ανάλογη μέριμνα από τη Δασική Υπηρεσία για τους τοπικούς πληθυσμούς; Υπήρχε σε κάποιο βαθμό, όχι μεγαλύτερο από ό,τι τώρα. Αλλά είχαμε λιγότερες ζώνες μίξης δασών – οικισμών, τα χωριά δεν ήταν τόσο ερημωμένα, είχαν ακόμα αρκετό πληθυσμό, που ήταν ενεργός και είχε γνώσεις, κατανοούσε τον τόπο. Τις φωτιές τις έσβηναν οι ίδιοι οι κάτοικοι. Πριν από το 1970 δεν υπήρχαν καθόλου πυροσβεστικά οχήματα στη Δασική Υπηρεσία. Αυτοί που –κυριολεκτικά– έτρεχαν να τη σβήσουν ήταν ο δασάρχης, ο δασολόγος ή ο δασοφύλακας της περιοχής. Και καμιά φορά ούτε καν αυτοί, που είχαν και τη σχετική αρμοδιότητα. Έτρεχαν ο αστυνόμος, ο παππάς ή ο δάσκαλος, χτυπούσαν την καμπάνα και έτρεχαν οι πολίτες και προσπαθούσαν με τα αγροτικά τους εργαλεία, τα τρακτέρ τους, τους ψεκαστήρες κ.λπ. να σβήσουν τις φωτιές. Είχαν γνώσεις σχετικά με το ποιες περιοχές και σημεία ήταν καμένα από προηγούμενη μικρο-φωτιά, ήξεραν ποιος ήταν καθαρισμένος αμπελώνας/ελαιώνας. Επειδή δεν είχαν δυνάμεις να πολεμήσουν τη φωτιά στο μέτωπο, εργάζονταν έξυπνα για να σβήσουν τις εστίες, έκαναν έναν ιδιότυπο «ανταρτοπόλεμο». Εκμεταλλεύονταν το χώρο, τη γνώση που είχαν γι’ αυτόν και το χρόνο (δουλεύοντας τις ώρες που η εξάπλωση της πυρκαγιάς σχεδόν παύει) και συχνά χρησιμοποιούσαν τη φωτιά για να σταματήσουν τη φωτιά (αντιπύρ). Σήμερα ο μηχανισμός καταστολής έχει την τάση να δίνει μετωπική μάχη. Αυτή η τακτική δεν αποδίδει όταν η φωτιά έχει λάβει διαστάσεις και έχει πολύ μεγάλη ένταση. Πρέπει να έχεις απόλυτη υπεροπλία στον αέρα και στο έδαφος για να έχεις ελπίδες επιτυχίας. Και αυτό δεν μπορείς να το κάνεις όταν ξεσπούν πολλές πυρκαγιές ταυτόχρονα. Καταλαβαίνουμε ότι κινούμαστε προς τη λάθος κατεύθυνση, και αυτό δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικό. Η σωστή κατεύθυνση ποια είναι και με ποιους τρόπους θα γίνει καλύτερα αντιληπτή από τους πολίτες; Η σωστή κατεύθυνση πρώτα και κύρια πρέπει να περιλαμβάνει έναν οργανισμό που έχει σοβαρούς επιστήμονες, στο πλαίσιο του οποίου θα εργάζονται άνθρωποι που έχουν όντως διάθεση να συνεργαστούν και που έχουν πραγματική γνώση. Ο οργανισμός που περιέγραφε η Επιτροπή Γκόλνταμερ θα μπορούσε να είναι μια πολύ καλή λύση, εφόσον είναι διακομματικά αποφασισμένος, γιατί δεν είναι κάτι που θα το κάνεις και σε δύο χρόνια θα έχεις αποτέλεσμα. Άρα λοιπόν, πρέπει να έχει μια προοπτική για να κάνει δουλειά, να δει το αποτέλεσμα και να το βελτιώσει. Για να γίνει αυτό, εκτός από προγράμματα πρόληψης, εκτός από πιστώσεις για την πρόληψη και προτάσεις για το πώς αυτές θα διατεθούν, κρίσιμες είναι και άλλες παράμετροι, όπως η δημοσιότητα, το brainstorming για καινούργιες ιδέες και πάνω από όλα η υποστήριξη προτάσεων νομοθετικής διόρθωσης. Χρειάζεται, επίσης, συνεργασία των επιστημόνων με τους επιχειρησιακούς παράγοντες και καλύτερη εκπαίδευση. Ένα ακόμη σημαντικό θέμα είναι η ουσιαστική συνεργασία όλων. Συχνά λέω ότι «στη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών δεν περισσεύει κανείς». Είναι μεγάλο λάθος να θέλει να τα κάνει όλα το Πυροσβεστικό Σώμα, με ένα συνεχώς αυξανόμενο κόστος. Αυτό οδηγεί σε μείωση της αποδοτικότητας (efficiency) και τελικά της αποτελεσματικότητας, γιατί, όταν ξεπεραστούν τα όρια του Σώματος, το σύστημα καταρρέει. Το φετινό καλοκαίρι απαιτήθηκε σημαντική βοήθεια από το εξωτερικό. Και όμως, κάτω από ένα σωστό σύστημα θα μπορούσαν όλοι να προσφέρουν χρήσιμο έργο, αξιοποιώντας μάλιστα τις ειδικές γνώσεις και δυνατότητές τους, εάν είχε προβλεφθεί σωστά πώς θα «κουμπώσουν». Υπάρχει η Τοπική Αυτοδιοίκηση, η Δασική Υπηρεσία, η Αστυνομία, οι εθελοντές, κατάλληλοι ιδιώτες κ.λπ. Και βέβαια υπάρχουν οι Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες έχουν τεράστια δύναμη, πρέπει όμως να προβλεφθεί σωστά ο ρόλος τους και ο τρόπος παρέμβασής τους, για να είναι αποτελεσματικές. Πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα το οποίο να τους βάζει να δουλέψουν συνδεόμενοι/συνδυαζόμενοι σωστά, ώστε να μπορούν όλοι να προσφέρουν, ιδίως τις κρίσιμες ώρες. Ποια εκτιμάτε ότι θα είναι η «επόμενη μέρα» για περιοχές όπως η Βαρυμπόμπη και η Εύβοια, για τις οποίες προβλέπονται ειδικοί πόροι και ειδικό σχέδιο; Η ελληνική φύση, η μεσογειακή φύση, είναι προσαρμοσμένη στο να μπορεί μόνη της (υπό όρους) να αναγεννηθεί. Μέσα σε μερικά χρόνια η περιοχή θα είναι πράσινη και στη Βαρυμπόμπη και στη Β. Εύβοια. Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, πρέπει να αποφευχθούν –όσο αυτό είναι δυνατόν– δευτερογενείς καταστροφές από πλημμύρες, να περιοριστεί η διάβρωση, για να μπορέσει να γίνει συγκράτηση του εδάφους, με χρονικό ορίζοντα κυρίως τον επόμενο χρόνο. Το χρονικό αυτό διάστημα είναι κρίσιμο, γιατί μέσα σε αυτό είναι εφικτό να φυτρώσει αρκετό χόρτο, θάμνοι, φρύγανα κ.λπ., διασφαλίζοντας τη συγκράτηση του εδάφους. Έτσι η μεγάλης έκτασης ζημιά θα περιοριστεί μόνο στην τρέχουσα χρονιά, ενδεχομένως να διαρκέσει και μέχρι την άνοιξη του 2022. Ως εκ τούτου, τα σχετικά έργα δεν έχει νόημα να συνεχιστούν μετά από την πάροδο και του επόμενου φθινοπώρου. Αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι μια εμπεριστατωμένη μελέτη στην οποία θα περιλαμβάνονται αυστηρά όσες ενέργειες είναι απαραίτητο να γίνουν ώστε οι πολίτες να μη γίνουν μάρτυρες σκηνών όπου μπουλντόζες θα μπαίνουν και θα κόβουν χωρίς κανένα σχέδιο ό,τι καμένο υπάρχει. Ένα αποτελεσματικό σχέδιο που έχει γίνει σε σωστές βάσεις περιλαμβάνει συνδυασμό αντιπυρικών ζωνών, αλλά και επιλεγμένες περιοχές όπου μπορεί (και έχει νόημα) να γίνει αναδάσωση. Ας χρησιμοποιήσουμε πάλι το πρόσφατο παράδειγμα της Β. Εύβοιας. Εκεί υπάρχουν πεύκα, τα οποία, θεωρητικά, αν πέσουν κάτω και δεθούν με τις κατάλληλες μεθόδους, δημιουργώντας τα λεγόμενα κορμοδέματα, μπορούν πράγματι να συμβάλουν στη μείωση της διάβρωσης. Ωστόσο, σε περιοχές όπου παρατηρείται κλίση εδάφους κάτω από 25% αυτή η μέθοδος δεν ενδείκνυται. Οι έρευνές μας, οι οποίες μάλιστα έγιναν στη Β. Εύβοια, έδειξαν ότι σε τόσο μικρές κλίσεις η ζημιά που γίνεται από το ποδοπάτημα και τη μετακίνηση κορμών είναι περισσότερη από την προστασία που θα προσφέρουν τα κορμοδέματα. Σε κλίσεις μεγαλύτερες του 25% και έως κάποιο όριο, η προστασία του εδάφους που επιτυγχάνεται είναι πολύ σημαντική. Αυτό που έχει σημασία αναφορικά με την «επόμενη μέρα» μιας περιοχής που έχει πληγεί από πυρκαγιά είναι να υπάρχουν σχέδιο και προτάσεις από εξειδικευμένους επιστήμονες και βέβαια αυτές να εφαρμοστούν έγκαιρα και με τον σωστό τρόπο. Από όσο γνωρίζω, ειδικά στη Βόρεια Εύβοια, ο σχεδιασμός και τα έργα που γίνονται είναι σε αυτή την κατεύθυνση. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ στην εμπλοκή ιδιωτικών φορέων-χορηγών στην προσπάθεια αποκατάστασης της Β. Εύβοιας, τόσο όσον αφορά το δασικό περιβάλλον όσο και την τοπική κοινωνία. Δεν είμαι δογματικά αντίθετος στην ιδέα. Όπως δεν είμαι καθόλου αρνητικά διακείμενος απέναντι στους εθελοντές και την εμπλοκή τους στη δασοπροστασία. Όμως και στις δύο περιπτώσεις όλα εξαρτώνται από τον τρόπο εφαρμογής. Στη Β. Εύβοια θα κριθούν προθέσεις, επιλογές κατευθύνσεων και προσώπων, αποτελεσματικότητα, οικονομικότητα κ.λπ., που θα αποτυπωθούν στο τελικό αποτέλεσμα. Θα περιμένω, για να κρίνω εκ του αποτελέσματος, και, αν μου ζητηθεί, θα συμβάλω. Τονίζω όμως ότι ένα τέτοιο σχήμα, που, λόγω του μεγέθους της καταστροφής, κινητοποίησε πλήθος χορηγών, δεν είναι δυνατόν να επαναλαμβάνεται παντού. Το κράτος οφείλει να έχει τον πρώτο λόγο στη δασοπροστασία και την αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων. Για τον λόγο αυτό, οφείλει να αναβαθμίσει τη Δασική Υπηρεσία με νέο προσωπικό και μέσα, καθώς αυτή, ιστορικά, έχει αξιοποιήσει στο μέγιστο τις περιορισμένες πιστώσεις που της διατίθεντο για να εκτελέσει το σημαντικό αυτό έργο. [1] Ο Δρ. Γαβριήλ Ξανθόπουλος είναι δασολόγος με ειδίκευση στις δασικές πυρκαγιές και είναι διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του Ε.Λ.Γ.Ο. «ΔΗΜΗΤΡΑ». Τα κύρια ερευνητικά του ενδιαφέροντα είναι (α) η πρόληψη δασικών πυρκαγιών, (β) ο αντιπυρικός σχεδιασμός, (γ) η εκτίμηση και πρόβλεψη κινδύνου πυρκαγιάς, (δ) η πρόβλεψη συμπεριφοράς δασικών πυρκαγιών, (ε) η δασοπυρόσβεση (στρατηγική, τεχνικές, μοντελοποίηση, θέματα ασφάλειας), (στ) η μέτρηση, μοντελοποίηση και διαχείριση της δασικής καύσιμης ύλης και (ζ) η μεταπυρική αποκατάσταση. Έχει διατελέσει επιστημονικός σύμβουλος σε διάφορες θέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολυάριθμα ερευνητικά προγράμματα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, συμβάλλοντας στη μεταφορά τεχνογνωσίας και ερευνητικών πορισμάτων από τη διεθνή σκηνή στην ελληνική πράξη. * Το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ «Δήμητρα», θέλοντας να συμβάλει στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών, δημιούργησε δύο βίντεο ενημέρωσης των πολιτών για την ασφάλεια των ιδίων και των κατοικιών τους. Τα βίντεο δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο του έργου με τίτλο «Καινοτόμα δράση για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών στα Κύθηρα με την κινητοποίηση και συνεργασία του πληθυσμού, πιλοτικά σε 3 οικισμούς», που υλοποιήθηκε σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης, με χρηματοδότηση από το Πράσινο Ταμείο, και είναι διαθέσιμα εδώ: Δασικές Πυρκαγιές – Ασφάλεια Κατοικίας Δασικές Πυρκαγιές – Τι πρέπει να γνωρίζουμε